..............................................................
Η νομικιστική αντίληψη της πολιτικής
έγραψε ο Κύρκος Δοξιάδης* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 7.2.2023)
Από την εποχή του Τζέρεμι Μπένθαμ, που επινόησε το «Πανοπτικόν», είναι γνωστό το επιχείρημα υπέρ της γενικευμένης επιτήρησης: πρόληψη του εγκλήματος και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της κοινωνίας.
Ο Μισέλ Φουκό, γράφοντας σχεδόν δύο αιώνες μετά τον Μπένθαμ, διείδε στην πρακτική του «πανοπτισμού» κάτι που χαρακτηρίζει την άσκηση εξουσίας εν γένει στις νεωτερικές, δηλαδή στις καπιταλιστικές κοινωνίες: ότι τούτη επιτελείται σε μεγάλο βαθμό ερήμην του νόμου. Χωρίς ούτε να καταργεί ούτε –κατ’ ανάγκην– να παραβιάζει τον νόμο, η νεωτερική εξουσία λειτουργεί με τρόπους που δεν έχουν να κάνουν με απαγόρευση ή καταστολή. Η ίδια η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι ένας από αυτούς. Ενας άλλος είναι η γενικευμένη και εξατομικευμένη επιτήρηση, που συνίσταται στην παρακολούθηση των ατόμων όχι μόνο στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις, αλλά και σε χώρους που δεν περικλείονται άμεσα στην οικονομική δραστηριότητα: φυλακές, σχολεία, νοσοκομεία, ψυχιατρικές κλινικές…
Με την εξάπλωση της ψηφιακής τεχνολογίας, η πρακτική της επιτήρησης είναι τόσο γενικευμένη που ίσως ούτε ο Φουκό, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 που έγραφε για πανοπτισμό, θα μπορούσε να έχει προβλέψει. Και, όπως υποστήριξα σε προηγούμενο άρθρο («Περί υποκλοπών», «Εφ.Συν.», 29.11.2022), ο κόσμος έχει μάθει να την αποδέχεται ως τέτοια, γι’ αυτό και δεν πείθεται για την κρισιμότητα του ζητήματος των υποκλοπών.
Ο Φουκό επιπλέον είχε συνδέσει τη γενικευμένη επιτήρηση, όπως εκείνη προωθείται και διά του πανοπτικού σχεδίου του ίδιου του Μπένθαμ, με το αίτημα του Διαφωτισμού για διαφάνεια: Να μην υπάρχουν σκοτεινές γωνίες εκεί όπου ασκείται εξουσία. Η κοινωνία να είναι σε θέση να ελέγχει αν η εξουσία ασκείται ορθά και προς όφελός της. Βέβαια, στην πραγματικότητα των επιτηρητικών πρακτικών, η παρακολούθηση ασκείται εις βάρος των εξουσιαζομένων: των εργατών, των φυλακισμένων, των μαθητών, των έγκλειστων σε ιδρύματα, των απλών πολιτών εν γένει. Ωστόσο, από πλευράς αρχών επί των οποίων στηρίζεται αλλά και πιθανών εφαρμογών της, η πολιτική πρακτική της επιτήρησης ιδίως υψηλά ιστάμενων προσώπων δεν αφίσταται κατ’ ανάγκην από την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας, κάθε άλλο.
Σημασία, πάντως, έχει πως η επιτήρηση ίσως είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση όπου διαφαίνονται οι ιδιότητες εκείνες της νεωτερικής εξουσίας που τη διακρίνουν από την εξουσία ως νόμο: ο έλεγχος, η πρόληψη και η παραγωγικότητα που ενυπάρχουν στη νεωτερική εξουσία, έναντι στοιχείων όπως η απαγόρευση, η τιμωρία και η αποτρεπτικότητα που χαρακτηρίζουν τον νόμο.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο ζήτημα των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων στηριζόταν εξαρχής και εξακολουθεί να στηρίζεται σε μια αντίληψη περί πολιτικής που ταυτίζει εξ ολοκλήρου την εξουσία με τον νόμο. Και κατά συνέπεια εξαντλεί ολόκληρη την κριτική και αντιπολιτευτική της διάσταση στην καταγγελία της παρανομίας. Οι καταγγελίες οικονομικών σκανδάλων, υποθέσεων διαφθοράς, περιπτώσεων αυθαίρετης αστυνομικής βίας, μπορεί επίσης να γίνονται επί τη βάσει του νόμου και της παρανομίας, μόνο που εκεί υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Από τη σκοπιά της Αριστεράς, χωρίς βέβαια να υποτιμάται το ζήτημα της νομιμότητας, το πιο σημαντικό είναι πως οι συγκεκριμένες παρανομίες συνίστανται σε πράξεις που αποβαίνουν εις βάρος του Δημοσίου, του κοινωνικού συνόλου, των απλών πολιτών, των αδυνάτων – και προς όφελος των ισχυρών και προνομιούχων κοινωνικών τάξεων και ομάδων.
Το επιχείρημα για τη σπουδαιότητα των παρακολουθήσεων είναι απλώς ότι αυτές είναι παράνομες. Αν μπορούσε να δειχθεί ότι η πρακτική των παρακολουθήσεων αποτελεί κυβερνητική πρακτική άξια καταγγελίας από πλευράς κοινωνικής και πολιτικής ουσίας, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Τώρα, το μόνο που αποκαλύπτεται είναι πως ο πρωθυπουργός παρακολουθεί κάποιους δημοσιογράφους, μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικούς, υπουργούς και στελέχη του κρατικού μηχανισμού κατά παράνομο τρόπο. Και δεν ευσταθεί λογικά η άποψη ότι οι τελευταίοι δεν παραιτούνται, άρα εκβιάζονται διά των παρακολουθήσεων. Δεν παραιτείται κάποιος από τα προνόμια μιας θέσης ισχύος απλώς και μόνο για να επικροτηθεί η πράξη του από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η επικέντρωση ολόκληρης της αντιπολιτευτικής πρακτικής επί τουλάχιστον ένα εξάμηνο στο ζήτημα της παρανομίας των παρακολουθήσεων οδήγησε, «νομοτελειακά» θα μπορούσαμε να πούμε, στην κορύφωσή της: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε την κυβέρνηση ως παράνομη, καταλήγοντας στην αδιανόητη απόφαση να αποσυρθεί από το κοινοβουλευτικό έργο κατά τους τελευταίους προεκλογικούς μήνες. Το επιχείρημα ότι απέχει «συμβολικά» μόνο από το «πεντάλεπτο των ψηφοφοριών» αλλά όχι από τη συζήτηση είναι υπερβολικά σαθρό. Η Βουλή δεν είναι λέσχη συζητήσεων, οι συζητήσεις κάπου καταλήγουν.
*Ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου