...............................................................
«Όταν τα βάραθρα ανοίγει η γη…»
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 19.02.2023)
«Όταν σώνεται ο άνθρωπος, τον έσωσε ο Θεός. Κι όταν πεθαίν’ ο άνθρωπος, τον πέθανε ο γιατρός». Παλιά είναι βέβαια η παροιμία. Μαρτυρεί πάντως μια νοοτροπία ανθεκτική στον χρόνο και αδιάφορη ως προς τον χώρο. Τα σύνορα δεν περιορίζουν την ισχύ της. Είναι λοιπόν διαχρονική, διαφυλετική και διαθρησκευτική. Αλλωστε, αν δεν συνέβαινε αυτό, η θεϊκή αυθεντία θα ήταν ήδη έκπτωτη.
Οι άνθρωποι πασχίζουν πάντα να σώσουν τις θεότητες που λατρεύουν. Ακόμη κι όταν εξαναγκάζονται, με την απειλή του θανάτου, να αλλαξοπιστήσουν, διακινδυνεύουν τιμώντας κρυφά τον Θεό τους. Αν υπήρξαν κρυπτοχριστιανοί επί Τουρκοκρατίας, βιαίως εξισλαμισθέντες που διατήρησαν έστω κάποια λείψανα τελετουργιών, υπήρξαν και κρυπτοπαγανιστές, όταν άρχισε να θριαμβεύει ο χριστιανισμός, που θεμελίωσε τον θρίαμβό του και στη βία, όχι μόνο στην αίγλη του καινού αγγέλματός του. Τα ποιήματα του Παλλαδά του Αλεξανδρέως, γύρω στο 400 μ.Χ., είναι μάρτυρας αδιάψευστος. Μεταφράζω δειγματοληπτικά δύο στίχους του, αφιερωμένους στον λατρευόμενο ως θεό Ηρακλή, το υπαίθριο άγαλμα του οποίου γκρεμίστηκε, μαζί με όλα τα υπόλοιπα είδωλα: «Είδα και έφριξα: στο τρίστρατο ο γιος τού Δία, χάλκινος. / Δέος ώς λίγο πριν κινούσε, και τώρα παραπεταμένος». Ο Παλλαδάς βρήκε μια κάποια παρηγοριά, αιώνες αργότερα, από έναν άλλον Αλεξανδρινό ποιητή, τον Κ.Π. Καβάφη και το ποίημά του «Ιωνικόν»: «Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, / γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, / διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί». Πόσο μακρινό μοιάζει τώρα το 2009. Τότε ένα φιλμάκι του Κώστα Γαβρά για τον Παρθενώνα είχε λογοκριθεί, για να μη θιγεί ο κυρίαρχος χριστιανισμός και το ιερατείο. Είχαν κοπεί δηλαδή οι σκηνές όπου χριστιανοί καλόγεροι γκρέμιζαν αγάλματα του ναού. Και ξαναγράφτηκε η ιστορία διά της διαγραφής.
Πολύ πιο εύκολα γκρεμίζονται τα αγάλματα βεβαίως και κομματιάζονται οι εικόνες παρά η πίστη στην ψυχή του καθενός. Εκεί, ο φόβος και η προσδοκία κρατούν άθικτη την εμπιστοσύνη των συντριπτικά περισσότερων στον Θεό που λατρεύουν, ακόμη κι όταν βλέπουν το κακό να λυσσομανάει ανεμπόδιστο. Να σπέρνει τον πόνο και τον θάνατο με πολέμους, πανδημίες, γενοκτονίες, και με τους πιστούς εντελώς απροστάτευτους. Η οδυνηρά βιωμένη εγκατάλειψη εξηγείται σαν δίκαιη θεϊκή τιμωρία. Επιπλέον, μια τόση δα αχτίδα καλοσύνης και χαράς, η διάσωση μιας ζωής λόγου χάρη, ερμηνεύεται σαν θαύμα ικανό να αντιρροπήσει τον θάνατο χιλιάδων. «Ο Αλλάχ είναι μεγάλος», φώναζαν σεβαστικά τούτες τις μέρες οι μουσουλμάνοι, στην Τουρκία και τη Συρία, όποτε τα συνεργεία διάσωσης κατόρθωναν να ανασύρουν ζωντανό από τα χαλάσματα έναν παγιδευμένο άνθρωπο. Αν χαρακτηρίσουμε εθελότυφλα φανατική τη στάση αυτή, πρέπει να τη χρεώσουμε στο ακέραιο και στους χριστιανούς, στους ιουδαϊστές, στους βουδιστές κ.ο.κ. Μήπως εμείς εδώ δεν λέμε, πάππου προς πάππου, «τους έσωσε η Παναγία» για όσους βγαίνουν σώοι από κάποιο δυστύχημα, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους δεκάδες άλλοι ανάξιοι σωτηρίας;
Περνάνε σαν νερό οι αιώνες και δυστυχώς η δεισιδαιμονία καλά κρατεί.
Ο σεισμός στην Τουρκία και τη Συρία δεν ήταν ούτε θεϊκή εκδίκηση (το άλλο όνομα του «κισμέτ» που επιστράτευσε ο ένοχος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν) ούτε μήνυμα Θεού, και μάλιστα του Θεού των χριστιανών, όπως έσπευσαν να γράψουν κάποιοι εδώ, βέβαιοι ότι τα καταστροφικά ρίχτερ επικυρώνουν τις πλέον εθνικιστικές και τουρκοφαγικές προφητείες του Κοσμά του Αιτωλού και του οσίου Παΐσιου. Περνάνε σαν νερό οι αιώνες και δυστυχώς η δεισιδαιμονία καλά κρατεί. Ας θυμηθούμε ότι παραμονές του 1821 ένας δυνατός σεισμός είχε θεωρηθεί εξαιρετικός οιωνός και προανάκρουσμα της ελευθερίας. Αφηγείται ο Γερμανός ιστορικός Κάρολος Μένδελσων-Βαρθόλδη (ο Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι της τωρινής γραφής, γιος του μεγάλου μουσουργού), στο βιβλίο «Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» (μετάφραση Αγγελος Βλάχος, Αθήνα 1873): «Η αφελής ιστοριογραφία παρατηρεί πάντοτε, ότι η προσέγγισις ασυνήθων και ταραχωδών καιρών προμηνύεται διά θαυμασίων φυσικών γεγονότων. Τον Δεκέμβριον του 1820 φοβερός σεισμός εκλόνησε άπασαν την Πελοπόννησον· πηγαί ζέοντος ύδατος ανέβρυσαν αίφνης από του εδάφους, βράχοι και λίμναι εξηφανίσθησαν, κατά δε τον Αλκυόνειον κόλπον απέλιπεν η θάλασσα την ακτήν αυτής, και μετ’ ολίγον πάλιν επανήλθον τα ύδατα, και φοβερός σίφων ηπείλει διά πλημμύρας την Αχαΐαν. Οσον δε και αν αρνήται ο πεπαιδευμένος την μεταξύ τοιούτων φυσικών ανατροπών και των κλονισμών του πολιτικού βίου αναγκαίαν σχέσιν, ο απαίδευτος όμως και πρωτόγονος άνθρωπος παραδέχεται αυτήν και μεγάλην τη αποδίδει σημασίαν. Ούτω δε το συναίσθημα, ότι μεγάλη επίκειται κοινωνική και πολιτική ανατροπή, κατέλαβε σύμπαντα τον τε χριστιανικόν και τον τουρκικόν πληθυσμόν της Πελοποννήσου, και ευχερές είχον έργον οι απόστολοι της [Φιλικής] Εταιρίας, καταδεικνύοντες το θέλημα του Θεού, όπερ δι’ εκτάκτων φυσικών φαινομένων και θαυμάτων παρήνει τους Ελληνας να εξεγερθώσιν κατά των απίστων, και να ωφεληθώσι προς τον αγώνα αυτών εκ της ευνοίας των περιστάσεων. […] Περί τα τέλη του 1820 επεφάνη ως απόστολος του Υψηλάντου ο δραστηριώτατος εκείνος της Εταιρίας απόστολος, ο τολμηρότατος και ατρομητότατος των συνωμοτών αρχιμανδρίτης Δικαίος, συνήθως Παπά Φλέσας καλούμενος. […] Ελθών δε εκ Κωνσταντινουπόλεως και Κυδωνιών εις Υδραν και Πελοπόννησον, έφερε μεθ’ εαυτού πυρίτιδα, πολεμοφόδια και άγριον πολέμου πόθον, ησχολήθη δε ιδία εις το να ερεθίση διά εξάλλου μυθολογίας την φαντασίαν των χωρικών, και κεντρίση ούτω την ανυπομονησίαν αυτών». Ο φυσικός σεισμός στη διακονία του επαναστατικού.
Ενας άλλος σεισμός, εκείνος που κατέστρεψε τη Λισαβόνα τον Νοέμβριο του 1775, είχε συνταράξει τους κορυφαίους Ευρωπαίους λογίους, όπως θύμισαν τη Δευτέρα, 13.2.2023, στα «Νέα» ο Μιχάλης Μητσός και στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Μανώλης Πιμπλής. Το ερώτημα που είχε απασχολήσει τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ, τον Καντ κ.ά., το συνόψιζα εδώ, στις 10.5.2020, όταν, με αφορμή την πανδημία, μνημόνευα το φιλοσοφικό «Ποίημα για την καταστροφή της Λισαβόνας» του Βολταίρου (μετάφραση Μίλτος Φραγκόπουλος, Πόλις, 2018) και την αντιπαράθεση που είχε προκαλέσει: Αν το Κακό θριαμβεύει, με πολέμους, πανδημίες ή σεισμούς, πού και ποια η Θεία Πρόνοια; Είναι πάντα καλός και σωτήρας ο (όποιος) Θεός, ανεύθυνος για τα βάσανα των ανθρώπων και αδιάφορος θεατής τους;
Ο Βολταίρος είναι ξεκάθαρος: «Πιστέψτε με, όταν τα βάραθρα ανοίγει η γη, / το παράπονο είν’ αθώο και λογική η κραυγή». Ξεκάθαρο και το ερώτημά του: «Πώς να συλλάβω έναν Θεό, η ίδια η καλοσύνη, / που ενώ στ’ ακριβά του παιδιά δώρα δίνει, / τα κατακλύζει αδιάκοπα μ’ απαίσια μαρτύρια; / Ποιος να εξιχνιάσει αυτά τα ερεβώδη μυστήρια;». Είναι μοιραίο να τίθεται πάντα η ερώτηση αυτή και να μένει πάντα αναπάντητη. Ή τουλάχιστον όσο οι άνθρωποι θα σώζουν τους θεούς σκεπτόμενοι όπως λέει η εισαγωγική παροιμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου