Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

"...Άλλος ένας χαμένος πόλεμος;..." έγραψε ο φίλος στο fb Δημήτρης Μπελαντής (facebook, 29/2/2020)

..............................................................





"...Άλλος ένας χαμένος πόλεμος;..."

έγραψε ο φίλος στο fb Δημήτρης Μπελαντής (facebook, 29/2/2020)


Πάντοτε πίστευα και όσο μπορούσα το υποστήριζα και πρακτικά ότι η ριζοσπαστική πολιτική έχει και ισχυρή συναισθηματική διάσταση και δεν απορρέει μόνο από λογικούς συλλογισμούς. Πολύ λίγοι άνθρωποι έγιναν αριστεροί γιατί πείστηκαν λογικά από το Κεφάλαιο και όχι από ένα συναίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Όμως, υπάρχουν και στιγμές που πρέπει η λογική να πρυτανεύει απέναντι στο συναίσθημα. Η τωρινή οξυνόμενη προσφυγική κρίση είναι μια από αυτές. Ούτε η καταστολή ούτε τα ανοιχτά σύνορα είναι λύσεις. Από την μια πλευρά, μπορεί ένα τμήμα της κοινωνίας να πανικοβληθεί και να προτείνει το απάνθρωπο και αντιδραστικό " πνίξτε τους" η " πυροβολήστε τους".Από την άλλη, μπορούμε να υποκύψουμε στον ηθικό και συναισθηματικό εκβιασμό του Μακιαβέλι Ερντογάν και να πούμε, ας μπούνε όλοι και ας γεμίσει η χώρα στρατόπεδα. Καλύτερα κρατούμενοι, και αυτοί και εμείς, παρά άνθρωποι νεκροί. Και βέβαια, κι αυτό είναι απαράδεκτο και κοινωνικά μη διαχειρίσιμο. Έχουμε φτάσει σε ένα αδιέξοδο σημείο ,σχεδόν πολέμου,και πρέπει να βρούμε τρόπο να πιέσουμε και να εκβιάσουμε την συμμετοχή της ΕΕ στη διαχείριση του προβλήματος. Γράφω διαχείριση και όχι λύση, γιατί λύση χωρίς τέλος του πολέμου στη Μέση Ανατολή δεν υπάρχει.Δεν είμαι όμως και ανόητος να περιμένω το τέλος του πολέμου στη Μέση Ανατολή άμεσα , με τα τεράστια συμφέροντα που διακυβεύονται. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Πιθανόν θα έπρεπε να υπάρχει μια ελληνική κυβέρνηση που να ζητήσει άμεσα Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη για την ίση η ανάλογη συνδιαχείριση του προβλήματος και σε περίπτωση άρνησης να αναστείλει την συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Κάτι σαν αυτό που έκανε ο γέρος Καραμανλής το 1974 για το κυπριακό. Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει τέτοια κυβέρνηση στο άμεσο μέλλον. Προς τα εκεί όμως νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει πίεση της κοινωνίας. Αλλιώς, θα χωριστούμε σε ρατσιστές και σε ηλίθιους. Άλλος ένας χαμένος πόλεμος.

«Μια νύχτα με την Κατερίνα» του Κωστή Γκιμοσούλη («Για τον έρωτα/αφιέρωμα» - περιοδικό «Η Λέξη», τ. 149-150, Γενάρης-Απρίλης 1999)

..............................................................








Κωστής Γκιμοσούλης
(γ. 1960)










·       «Μια νύχτα με την Κατερίνα»

του Κωστή Γκιμοσούλη («Για τον έρωτα/αφιέρωμα» - 

περιοδικό «Η Λέξη», τ. 149-150, Γενάρης-Απρίλης 1999)


   Πρωτοσυνάντησα την Κατερίνα ένα απόγευμα στο Ρίο της Πάτρας. Δούλευε σε μια καντίνα απέναντι από την αποβάθρα των φέρρυ μπωτ. Ευκαιριακή δουλειά, όπως όλες οι δουλειές που είχε πιάσει από τότε που έφυγε οριστικά από την οικογένεια και το χωριό της. Ένα χωριό της ορεινής Ηλείας.
   Περασμένα μεσάνυχτα, ήμουν ακόμα εκεί και την περίμενα. Τα μάτια της μου είχαν πει να περιμένω. Το Ρίο ήταν έρημο και σκοτεινό. Μόνο κάτι σκυλιά και φορτηγά. Καθόμουν έξω στο σκοτάδι και την κοιτούσα πίσω από την τζαμαρία. Μού θύμιζε λίγο την Ζυλιέτ Μπινός στην Μπλε ταινία. Είχε λευκό δέρμα. Μελανί ολόισια μαλλιά. Μάτια διεισδυτικά, εκφραστικά. Μια ευγένεια στον τρόπο που σέρβιρε, στον τρόπο που μιλούσε.
   Ο τελευταίος της πελάτης ήταν ένας μεθυσμένος νταλικέρης. Το πρόσωπό της, όμως, έβγαζε μια αθωότητα που μπορούσε να καταπραΰνει και το πιο απεγνωσμένο αρσενικό.
   Ένα φέρρυ μπωτ έφευγε για το Αντίρριο και το πήραμε. Έτσι, για βόλτα. Και για τη θάλασσα. Στο κατάστρωμα φυσούσε δυνατά. Έδεσε ένα μαντήλι γύρω απ’ τα μαλλιά και κρύφτηκε στην αγκαλιά μου.
   Γυρίσαμε με το επόμενο, χαράματα.
   Στην Πάτρα έσβηναν τα φώτα. Έκλειναν τα μπαρ. Έτρεχαν να κρυφτούν οι τελευταίες νυχτόβιες ψυχές. Ένα πλοίο από την Ιταλία έμπαινε σκοτεινό και τεράστιο στο άδειο λιμάνι.
   Με πήρε στο σπίτι της που ήταν πίσω από τις γραμμές του τραίνου. Μικρό σπίτι σαν φοιτητικό. Με μπαλκόνι στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας, από εκείνες τις τεράστιες που άντεξαν στο μεγάλο σεισμό της Πάτρας. Πέσαμε στο κρεβάτι της ενώ πίσω από τα ρολά ανέβαινε το πρώτο φως. Δεν μιλήσαμε καθόλου. Πριν κοιμηθούμε σηκώθηκε και έκλεισε τις γρίλιες εντελώς.
   Ξυπνήσαμε αργά το μεσημέρι. Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν καταλάβαινα πού βρισκόμουν. Ένιωθα εξαντλημένος αλλά ταυτόχρονα πρωτόγνωρα ζωντανός. Έφτιαξε καφέ και κάτσαμε στο τραπέζι της κουζίνας. Την κοιτούσα κι άκουγα απ’ τον φωταγωγό τους «κανονικούς» ανθρώπους να ζουν και να πεθαίνουν. Μυρωδιές φαγητών, φωνές τηλεοράσεων, μωρά να κλαίνε. Καπνίζαμε και μιλούσαμε. Εκείνη μιλούσε πιο πολύ. Η φωνή της εξαφάνιζε γύρω μου τα πάντα. Με υπνώτιζε. Έμπαινε μέσα μου και μου έκανε μασάζ στα σπλάχνα. Ξαφνικά βρεθήκαμε πάλι στο κρεβάτι.
   Μου μάθαινε εκεί για ώρες πώς το μαύρο γίνεται κόκκινο. Ότι ο έρωτας είναι η μοναδική αφορμή.

   Τίποτα δεν κατάλαβα όπως αποδείχτηκε. Πήρα την ιστορία και γύρισα σπίτι μου στην Αθήνα μικρόψυχος, όπως ένας ντετέκτιβ. Την ξετύλιξα πάνω στο τραπέζι και επιχείρησα να την στήσω μπροστά μου το ίδιο ζωντανή. Στάθηκε αδύνατο, βέβαια. Όσο την πλησίαζα γράφοντας, τόσο αυτή απομακρυνόταν. Κι όταν μετά από μήνες έβαλα τελεία και παρέδωσα το κείμενο στο τυπογραφείο, την έχασα μέσα από τα χέρια μου οριστικά.
   Ό,τι κι αν έκλεψα από την Κατερίνα με εκδικήθηκε. Ό,τι επικαλέστηκα μέσα σ’ αυτό το βιβλίο το βρήκα αληθινά μπροστά μου. Το έπαθα. Και τον έρωτα και τον θάνατο. Και το παρανοϊκό σπρώξιμο της ζωής.
   Το πάθημά μου όμως με έμαθε να πιστεύω. Και όταν πιστεύω να μάχομαι γι’ αυτό. Ειδικά όταν η πίστη σε κάτι που επιμένει να πηγαίνει και να έρχεται από μακριά.

«Ολέθριος λοχαγός» διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 - 1940) (εκδ.Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2007)

...........................................................







Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877 - 1940)









·       «Ολέθριος λοχαγός» διήγημα του

  Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 - 1940)

  (εκδ.Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2007)


   Οι δυο κόρες του λοχαγού Γιαννή, αφού παντρεύτηκαν δυο φτωχούς υπαλλήλους, τους εγκρίνιαζαν έπειτα σ’ όλη τους τη ζωή, επειδή ετόλμησαν αυτοί, δυο κατώτεροι υπάλληλοι, ναπάρουν γυναίκες των ποιες; αυτές! κόρες του Γιαννή με τα τρία χρυσά γαλόνια, που σ’ όλους τους στρατώνες, στη Λαμία, στην Άμφισσα, στον Κραβασαρά, βρίσκεται ακόμα η φωτογραφία του κι ακούγεται τ’ όνομά του.
   -Δεν είμαστε ένα (Φωνάζει η μια στον άντρα της, ταμειακό γραφέα). Είμι απού σόι! Τ’ ακούς; Απού οικουγένεια!
   Κι απ’ το διπλανό συνεχόμενο σπίτι, την ίδια σχεδόν στιγμή, ρίχνεται κ’ η αδερφή της στο δικό της άντρα, τηλεγραφικό υπάλληλο για τον ίδιο λόγο:
   -Τα μούτρα σ’ δεν ήταν για του θ’κο μ’ του σόι!
   Οι όσιοι και πολύπαθοι σύγαμπροι συνήθισαν τώρα και δε βγάζουν μιλιά. «Δίκαια πάσχουμε», συλλογιούνται. «Τι θέλαμε να πιαστούμε από σόι;»
   Το χειρότερο είναι πως ο μακαρίτης λοχαγός Γιαννής δεν είχε ποτέ υποψιαστή τη σπουδαιότητα της φυσιογνωμίας του και δεν θα τον ξάφνιζε και τον ίδιον η πληροφορία πως δημιούργησεν αριστοκρατικό γένος. Ήξερε καλά πως δεν έλαβε μέρος ούτε στις μεθοριακές συμπλοκές του 86 και πως πέρασε τη στρατιωτική ζωή του απλώνοντας τη φιδωτή ουρά της υπογραφής του κάτω από φύλλα συσσιτίου κι αποδείξεις λυχνοκαΐας. Τέλειωσε το στάδιό του λοχαγός απόστρατος. Μα μήπως δημιουργεί ποτέ ο άνθρωπος την ίδια του ιστορία; Οι απόγονοι τη φτιάνουν κατά τα γούστα των. Κ’ οι δυο θυγατέρες του Γιαννή, σύμφωνα τη μανία που είχαν να μεγαλοφαίνωνται στη μικρή επαρχία και να κάμουν κοινωνικήν υπόληψη, έφτιασαν το συνταξιούχο λοχαγό στρατηλάτη.
   -Μέσα κ’ έξου απ’ του στρατό – έλεγαν με θυμό στους άντρες των – τ’ όνομα τ’ Γιαννή είνι πασίγνουστου. Πρόσουπου σαν το θ’κο του – τ’ ακούς τι σ’ λέου; -πρόσουπου τέτοιου έπριπι να βρη τ’ς γαμπρούς απ’ τόπριπαν!
   Εννοούσαν βέβαια πως στις κόρες του Γιαννή έπρεπαν γαμπροί αξιωματικοί. Αλήθεια! Νύχτα και μέρα, όταν ήταν κορίτσια, περίμεναν την υπέρτατη τιμή να βροντήξη ένα σπαθί στο πλευρό των. Μα ήταν απένταρες. Κ’ οι αξιωματικοί της μικρής φρουράς του τόπου, αν είχαν την κοπιαστική εργασία να κρατούν ορθά τα τσιγγέλια του μουστακιού των και να βροντούν το σιδερικό των στους δρόμους, εδούλευαν βέβαια για να πάρουν προίκα, όχι ξερές γυναίκες. Όταν πλέον οι κόρες  του Γιαννή πάτησαν τα τριάντα δύο, τις έπιασε πανικός. Θέλοντας και μη θέλοντας, αναγκάστηκαν να κοιτάξουν προς την αθόρυβη τάξη των πολιτικών υπαλλήλων, που περιφρονούσαν προτήτερα. Έρριξαν τα μάτια τους προς το τηλεγραφείο, το ταμείο, το σχολείο, το ειρηνοδικείο… Μετά πολύ κοσκίνισμα της προξενιάς, η μεγαλύτερη έκαμε τη σκληρή υποχώρηση να παντρευτή ένα τηλεγραφικό βοηθό κ’ η δεύτερη για τον ίδιο λόγο ένα ταμιακό γραφέα. Αυτή ακριβώς η συνθηκολογία εξαγρίωσεν ύστερα τη περηφάνεια των. Άρχισαν να τρώγωνται μ’ αυτό πούγινε, ενώ είχε γίνει. Και, για να μην τα βάλουν με τον εαυτό τους που το δέχτηκεν, εγλωσσότρωγαν τους άντρες των. Ο λοχαγός είχε πεθάνει εδώ και χρόνια, μα το σπαθί του σπιθοβολούσεν ακόμα στις πέτρες του δρόμου γι’ αυτές, η αυστηρή του φωτογραφία με τη στολή μεγάλωνε, το λοφίο του γινόταν ολόκληρο σύννεφο, το φάντασμά του ζητούσε λόγο για την υποχώρησή των
   -Νουμαρχαίοι κ’ εισαγγελέηδες τουν είχαν στου πλευρό τ’ς… Σχέσεις μι τουν καλύτερου κόσμου… Στην παράτα πρώτους μι του λοφίου τ’… Τέτοιοι ανθρώποι δεν ματαγένουντι. Ένας ήταν!



   Το μήλο έπεσε κάτω απ’ τη μηλιά. Τα κορίτσια των μεγάλωσαν κι αυτά με την ιδέα πως είν’ από οικογένεια. Είχεν ο τηλεγραφητής ένα κορίτσι. Ο ταμιακός δυο κορίτσια κ’ έν’ αγόρι. Οι λαμπρές περιγραφές των μεγαλείων του Γιαννή κρατούσαν διαρκώς ερεθισμένη των μικρών κοριτσιών γύρω στον παππού, ενώ για τους ταπεινούς υπαλλήλους, τους γονιούς των, αισθανόνταν την ίδια περιφρόνηση που είχαν οι μαννάδες των. Σκυμμένοι στο χειριστήριο και στους λογαριασμούς, ταπεινά ντυμένοι, χωρίς σπιρούνια, με κηλίδες μελάνης στα χέρια, οι δυο σύγαμπροι δε μπορούσαν να υψωθούν στην υπόληψη των κοριτσιών τους, όσο κι αν αγκομαχούσαν για να τα θρέψουν και να τα σπουδάσουν. Η Χρηστομάθεια με το «τίμα τον πατέρα σου» δεν ωφέλησε τίποτα. Η γκρίνια της μητέρας των στάθηκε γι’ αυτά ζωντανή διδασκαλία. Δώδεκα χρονών ήταν τα κορίτσια και καμάρωναν. Δεκαπέντε και πατούσαν στα νύχια. Εδιάλεγαν με προσοχή τις φιλενάδες. Τι ; Οι εγγονές του λοχαγού θα πάνε μ’ όποια κι όποια; Πλησίαζαν μόνο την αριστοκρατία του τόπου τη φρουραρχίνα, τη δημαρχίνα. «Πού να ρίξ΄νι τα’ μύτ τ’ς!» έλεγαν οι φτωχές γειτονοπούλες, βλέποντας πόσο μάκραιναν απ’ αυτές… Όταν έφτασαν στην ηλικία της παντρειάς, τότε δα ξύλιασαν από αξιοπρέπεια. Λιγνές και λίγο ξυλένιες, καθώς ήταν, με πλούσια καστανά μαλλιά, ανέκφραστο όμως κι άχρωμο το πρόσωπο, σαν άτολμες ακουαρέλες από έλλειψη αρκετής τροφής, κρατούσαν υψωμένη στον κυριακάτικο περίπατο τη σανίδα του στήθους των και κινούσαν τα φτωχά κεράσια και τα φύλλα του καπέλου των με σοβαρή φιλαρέσκεια. Περίμεναν κι αυτές αξιωματικό. «Τ’ Γιαννή οι αγγονές σπαθί πρέ’ να παρ’ νι, του στέμμα είν’ οικουγενειακό τ’ς!» έλεγαν οι μαννάδες τους. Κ’ εκείνες τόδεσαν κόμπο στο μαντήλι τους, πως αυτό θα γίνη. Περίμεναν.  Και πάλι όμως οι προικοθήρες αξιωματικοί, τακτοποιώντας με φοβερή χειρονομία τα φίδια του μουστακιού των στον περίπατο, πολύ λίγο πρόσεχαν τις λιγνές αυτές καλαμιές της υπαλληλίας. Οι τρείς ξαδέρφες πέρασαν τα τριάντα. Πάντα περίμεναν. Ο καιρός όμως άρχισε στο ισχνό πρόσωπό των να εργάζεται τις σούφρες του και τα παράξενα κεντήματά του. Μόλις πρόφτασεν η μοναχοκόρη του τηλεγραφικού κι άρπαξεν έναν ηλικιωμένο ελληνοδιδάσκαλο. Όσο για τις δυο κόρες του ταμιακού, δε δέχτηκαν καμμιά υποχώρηση. Ήθελαν αξιωματικό. Έτσι έκλεισαν τα σαράντα κ’ έμειναν ανύμφευτες για πάντα.
   -Οι αγγονές τ’ λουχαγού (έλεγαν καμμιά φορά σε συγγενικά πρόσωπα) θα τιμήσ’νι τουν παππού τ’ς. Δε βαν’νι όποιουν κι όποιουν στου σπίτ’ τ’ς!
   Και τώρα; Ήταν μετανοιωμένες. Θα έπρεπε λοιπόν να βρουν κι αυτές κάποιον, για να ρίξουν απάνω του τη φαρμακερή μεταμέλεια που είχαν για το λάθος των. Για προχειρότερο βρήκαν τον αδερφό των. Ο νέος αυτός έμεινε δίπλα των, για να χαντακωθή με τις αδερφές του, σύμφωνα με τα σεβάσμια έθιμα του τόπου. Αφού κάμποσα χρόνια περιπλάνησε τη φαντασία του μέσα σε πολυθόρυβες πολιτείες, αφού ονειρεύτηκε ταξίδια, λαούς…, δρόμους…, τρούλλους…, κήπους…, παλάτια…, γυναίκες…,  χρήματα…, αφού στα όνειρα που έβλεπε ξυπνός σε μια καρέκλα του καφενείου πλούτισεν, αγάπησε, ταξίδεψε, άνθισε – έγινε, τέλος, βοηθός στο μικρό τηλεγραφείο του τόπου του. Δεν ξαναβγαίνει από κει! Έσκυψε απάνω στο χειριστήριο και, λησμονημένος στη λησμονημένη κωμόπολη, εκτελούσε τακτικά τις μετρημένες κι αργές κινήσεις της ζωής του, απ’ την αγορά στο σπίτι, από κει στο τηλεγραφείο κι από κει στο μοναδικό καφενείο, όπου τη Δευτέρα και την Παρασκευή συνέβαινε το σοβαρό γεγονός ναρθούν οι εφημερίδες!
   -Δε ντρέπισι να τ’ρας τα γλέντια σ’; Τ’ς φίλ’ς σου; Τουν περίπατό σ’ , τ’ν κουντσίνα σ’, του καφενείου σ’, τουν καφέ σ’κι τ’ εφημερίδα σ’! Μόνο για τ’ς αδερφές σ’ καρφί δε σ’ καίγιτι ουλότιλα!
   - Ουλότιλα… ξανάλεγεν η άλλη. Κι τέτοιες αδιρφές απ’ δε σηκώσουν ματ’ στουν κόσμου. Τι θα νάλιγις νάταν τίπουτα κατώτερις, τίπουτα πρόστυχις…
   - Τίπουτα πρόστυχις, συμπήρωνεν η άλλη, τίπουτα ξιλογιάστις, τι θα νάλιγις…
   Καθώς όμως μιλούσαν μαζί και μπέρδευαν τα λόγια τους, έλεγεν η μια στην αδερφή της:
   -Σώπα συ, Πολυξεν’ να τ’ τα που ιγώ.
   - Όχι, θα τ’ τα που ιγώ, να τ’ ακούσ’ μια κι καλή, τι αξίζ’νι οι αδερφές τ’! Να τ’ς είχι άλλους αδιρφές τ’ς αγγονές τ’ Γιαννή, θα τ’ς περιποιόταν μη σταξ’ κι μη βρεξ, στα μάτια θα τ’ς τηράϊ όπως τουν τ’ράνι, όχι να διαβάζ’ τ’ς ιφημερίδις στου καφενείου!
   Ο αδερφός είχε πάρει προ πολλού το ύφος του φιλοσόφου. Μα δεν ήθελε να του πειράξουν τον καφέ και την εφημερίδα, τη μοναδική κραιπάλη της καταδικασμένης ζωής του. Κι απαντούσε:
   -Τι λέτε κορίτσια (η πικρή αυτή ονομασία τους έμεινε από συνήθεια στο σπίτι), τόσο μεγάλο φονικό είναι που διαβάζω την «Παλιγγενεσία» και πίνω έναν ερμαδιακό καφέ; Και τι να κάμω σαν βγαίνω απ’ το τηλεγραφείο;
   - Να τ’ραξ’ς τ’ς αδιρφές σ’! Αυτό να καν’ς!
   - Σαράντα πέντε ολάκερα χρόνια σας τηράω και με τηράτε.
   - Σουτ!
   Ο δυστυχισμένος ξανασώπαινε, ενώ εκείνες δυνάμωναν την ψαλμωδία μπροστά στη μούρη του, σχεδόν χυμώντας απάνω του. Κι ο αδερφός εθαύμαζε πώς γίνονται αυτά όλα. Πού βρίσκεται τόση φλυαρία, τόσος θυμός, τόσο αίμα στις φουσκωμένες φλέβες του λαιμού των! Και συλλογιέται: πώς τ’ αθώα πλάσματα, που κυνήγησαν πεταλούδες μαζί του, καταλήξανε βρυκόλακες που τον τρομάζουν; Δεν είναι οι αδερφές του που παίζανε μαζί του και τον καλούσαν να μετρήσουνε τ’ άστρα τ’ ουρανού και θυμόντουσαν μελίσσι τα τραγούδια και τα παραμύθια κ’ έβλεπαν μυριάδες φαντασίες; Πότε πέρασαν αυτά; Πότε ήρθαν αυτές οι ρυτίδες; Τι σιχαμερή που είν’ η ζωή! Με τι λύσσα μεταμορφώνει το πουλάκι σε νυχτερίδα και το χιονάτο περιστέρι σε κοράκι!
   Μα γιατί αυτά όλα; Γι’ αυτή τη φωτογραφία! Και κοίταζε στον τοίχο της σάλας τη μεγάλη φωτογραφία του λοχαγού, μεγαλόπρεπα στημένη σαν τα εικονίσματα – και τη φοβέριζε μέσα του. «Να πάρη ο διάολος τα κουμπιά σου!» έλεγε. «Για την τύχη μου δεν έγινες σκαφτιάς, καρβουνιάρης, μπαλωματής… Τι συμφορά ήταν τα τρία ψωρογαλόνια σου! Νάβλεπες τουλάχιστον μια φορά Τούρκο!» Κι όταν, μια φορά, στο θυμό του είπε στις αδερφές του να πάνε να δουλέψουν, για να μην έχουν ανάγκη ούτε αυτόν, ούτε κανένα, ούτε τον παππού, του φώναξαν:
   -Τι; Για βρωμογύναικις μας πήρις; Για πιρμαντόνις; Τ’ς αγγουνές τ’ Γιαννή; Ντρουπή σ’!
   - Καλά! απάντησεν ο αδερφός. Και πήρε την απόφασή του.



   Όταν αυτός δεν ήταν πρόχειρος, τάβαζαν με την παντρεμένη ξαδέρφη των, κατηγορώντας τη που καταδέχτηκε να πάρη ελληνοδιδάσκαλο, με τη μητέρα των, με το γονιό των· και πάλι, τελειώνοντας τον κύκλο, ξανάπεφταν στον αδερφό. Όταν έλειπε ο αδερφός, προχειρότερο απ’ όλα, για να ξεθυμάνουν, ήταν το όγδοο πρόσωπο του σπιτιού, η κουτσή υπηρέτρια και των δυο σπιτιών, η Ασήμω. Η Ασήμω είχε την τιμή να ξυλίζεται απ’ όλο το σόι του Γιαννή, εδώ και σαράντα χρόνια που μπήκε ψυχοκόρη στο σπίτι του μακαρίτη λοχαγού. Καθώς τη βρήκαν κουτσή από γενετής, φτωχή, με μια μάννα που δεν είχε πλέον τον τρόπο ναρθή απ’ το χωριό να την ξαναϊδή, οι κόρες του Γιαννή έκριναν πως ήταν απ’ το Θεό κατασκευασμένη για να δέρνεται από στρατιωτική οικογένεια. Τη χτυπούσαν ή τη ξεμάλλιαζαν κάθε φορά που ήταν νευριασμένες. Τη συνήθεια την κράτησαν τα κορίτσια. Έτσι, όποια τα είχε με τις ζαρωματιές της, έδερνε την Ασήμω. Κ’ η Ασήμω, που νόμιζε πως ήταν από Θεού διαταγμένο να είναι κουτσή και να βασανίζεται, παρηγοριόταν πως τουλάχιστον της άφηναν οι κυράδες το δικαίωμα να κλάψη μοναχή της το βράδυ, χύνοντας ποτάμι τα δάκρυά της στο νεροχύτη της κοινής κουζίνας, που έπλενε τα πιάτα και των δυο σπιτιών. Όταν έλειπαν οι δυο γεροντοκόρες, εύρισκε την ευκαιρία να σιγοτραγουδή. Κ’ εμείς οι γειτόνοι ανοίγαμε τα παράθυρα να την ακούμε. Τι νάζι, τι φλογέρισμα σ’ εκείνη τη φωνή! Καταρράχτες ασημένιοι γκρεμίζονταν κι άχνιζαν στο χωριό, έλατα κρατούσαν ορθή τη λαμπάδα τους, κατσίκια πρόβαλλαν το κεφάλι τους μέσα από θάμνους, τα καλαμπόκια έβγαζαν μέσα από πράσινο φουστάνι την ξανθή κοτσίδα τους… Θάματα όλα του τραγουδιού της Ασήμως που μας τάφερνε.
   Είναι τώρα πενήντα πέντε χρονών. Κι άξαφνα – τι παράδοξο! – ένας χηρευάμενος ηλικιωμένος ασβεστάς, που δούλευε στα καμίνια, επειδή την άκουσε να τραγουδή, ίσως κ’ επειδή την είδε να κλαίη, κι αφού τα χρόνια της δεν εμπόδιζαν να είν’ ακόμα τα φρύδια της γραμμένα, τα μάτια της ισκιερά κι αυτή ακόμα η κουτσαμάρα της συμπαθητική, τη ζήτησε για γυναίκα του.
   -Σήκω! Μην κάθεσαι! της είπε μια γειτόνισσα.
   - Τι λες, κυρά Μαρία; Ντρέπουμι τουν κόσμου! Θα με δικάσ’ ου Θιός!
   - Ου Θιός, μαρή, για ποιο λόγου; Ου Θιός δε διάταξι να θαφτής εδώ ζωντανή να σι φάνι πέντι στρίγγλις!
   - Τι θα πη ου κόσμους, γλεπ’ς, ιγώ, έρμους άνθρουπους, κ’τση γυναίκα, μαθέ… παντρειά!...
   - Ου κόσμους; Κι σι ρωτάει ου κόσμους άμα δέρνισι, μαθές; Συγγινή τουν έχ’ς τουν κόσμου; Ας πη του κουντό τ’ κι του μακρύ τ’! Τύφλα στουν κόσμου!
   Η Ασήμω, ακόυγοντας πρώτη φορά από άνθρωπο μια συμπαθητική κουβέντα, άρχισε να το συλλογίζεται… Να πάρη τον ασβεστά; Μα βρήκε πολύ κακή στιγμή. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες οι δυο θυγατέρες του Γιαννή βρισκόνταν σε μεγάλη ανησυχία και νευρικότητα, επειδή στην πόλη εμφανίστηκαν δυο μουστακαλήδες ανθυπολοχαγοί του ευεργετικού νόμου, ανύπαντροι, πράγμα που ανατάραξε πάλι τη φαντασία των και τις έκαμε να συγυρίζωνται διαρκώς μπροστά στο μικρό καθρέφτη του τοίχου. Τόσο αναστατώθηκαν στην πληροφορία πως υπάρχουν δυο υποψήφιοι γαμπροί, ώστε, αν τύχαινε την Κυριακή να δεχτούν την καθυστερημένη επίσκεψη καμμιάς κυρίας υπαλλήλου, η φαντασία των ξεφρενιασμένη, ξετύλιγε μυθικές λαμπρότητες του παππού και διηγόνταν, μιλώντας κι οι δυο μαζί, τα ανύπαρκτα μεγαλεία του. Ήταν αληθινό παραλήρημα.
   -Οι στραταρχαίοι τουν είχαν στο τραπέζι τ’ς. Ου βασιλιάς τόδουσι του παράσημου κι τ’ αρνήθηκι… Του υπουργείου ζήταγι τ’ς συμβουλές τ’… Ικατομμύρια πέρασαν απ’ τα χέρια τ’ κι δεν άγγιξι πιντέρα ντιπ… Άσπρου άτι καβαλίκιβι κ’ η σέλλα χρυσή... Ου στρατηγός ου Βαλτινός φίλους τ’… Ου Μελέαγρους κι ου Μυκόνιους αδερφοποιτοί τ’…
   Δεν πέρασαν όμως λίγες ημέρες κ’ οι δυο ανύπαντροι αξιωματικοί έφυγαν. Ήταν περαστικοί για την καταδίωξη της ληστείας. Σε τέτοια ψυχική κατάσταση που βρέθηκαν οι δυο εγγονές του λοχαγού, με το σβήσιμο μιας ελπίδας ακόμα, της τελευταίας ίσως, στη χειρότερη δηλαδή στιγμή, έτυχε να μάθουν τα παντρολογήματα της Ασήμως. Ακούγοντας το νέο βουβάθηκαν για μια στιγμή απ’ την κατάπληξη… Κοιτάχτηκαν. Κιτρίνισαν. Ύστερα κοκκίνισαν κι αυθόρμητα τράβηξαν προς την κουζίνα, για να πέσουν απάνω στη δούλα. Μα εκείνη έλειπε στη βρύση. Τότε κράτησαν το θυμό των και σκέφτηκαν σε λίγο να κάμουν τον ανήξερο, για να παρακολουθήσουν τη στάση της Ασήμως, ώστε να πέσουν απάνω της μια και καλή. Και, στο μεταξύ, οι τέσσερίς τους, αυτές κ’ οι γριές μητέρες των, σχολίαζαν με βρισιές, φοβέρες και τρεμούλα χεριών την απίστευτη προσβολή, αγαναχτισμένες στην ιδέα πως εκείνο το καψαλισμένο κούτσουρο τόλμησε να ζητήση, τι; Να γλυτώση! Να μην τη δέρνουν! Σημειωμένη γυναίκα! «Η κ’τσή, η σακατ’σσα, να φύβγη απ’ του σπίτ’ τ’ Γιαννή, απούνι τιμή τ’ς κι καμάρ’ τ’ς!».
   Το απόγεμα ο αδερφός των, περνώντας έξω απ’ την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, είδε την Ασήμω γονατισμένη μπροστά στη μοναδική της κασέλα, τη ζωγραφισμένη απόξω μ’ ένα πετεινό, να συγυρίζη μ’ αισιοδοξία και προσοχή τα «ρημάδια» της, αυτά που ως τώρα για το θάνατό της ήταν προορισμένα. «Στο καλό, μαύρη κι άραχλη!» συλλογίστηκε. «Θα ζήσης και λίγες μέρες ανθρωπινές. Στο καλό κελαϊδίστρα!» Κ’ ενώ κοίταζε με κρυφή συμπάθεια τη δούλα να διπλώνη τα ρούχα της κ’ αισθανόταν ντροπή πως, έπειτα από τριάντα πέντε χρόνων ξύλο, η Ασήμω θάφευγε απ’ το σπίτι του μην έχοντας για προίκα κάτι αποφόρια στην κασέλα, έξαφνα χύμηξαν στην κουζίνα σαν ξαφνικός άνεμος οι δυο αδερφές του και, πιάνοντας την Ασήμω, την ταρακουνούσαν, χωρίς εκείνη να προφτάση να σηκωθή, κ’ έκραζαν: «Πού πας, μαρή; Τι ριζιλίκια είν’ αυτά στου σπίτ’ μας; Κρίνι, ντε!» «Πού στα τσακίδια πας; Α;» «Δε θα πας π’θινά!» έλεγεν η μια και της πετούσεν απ’ τη κασέλα τα μπαλωμένα ασπρόρουχα. «Π’θινά ντιπ!» έλεγεν η άλλη και της πέταξε μακριά το μοναδικό της γαλάζιο τσίτι, που ήταν με προσοχή διπλωμένο. «Του σόι τ’ Γιαννή ριζιλίκια δε δέχιτι!» «Στιφάν’ στα γιράματα, σκρόφα!» «Κ’τσή! Σημειουμέν’ τ’ διαόλ!» «Κούσαλου!» Γονατισμένη μπροστά στην κασέλα, καθώς την κουνούσαν και την τάραζαν οι δυο γεροντοκόρες, χωρίς να μπορή να σηκωθή, άρχισε η Ασήμω να κλαίη, βρύση αληθινή, το κλάμα όλης της ζωής της, να μυρολογιέται για περασμένα και για τωρινά. Και τότε ο τηλεγραφικός πετάχτηκε σαν άγριο θεριό στη μέση. Αρπάζοντας τις δυο αδερφές του απ’ τα λιγνά τους χέρια, τις έσπρωξε μακρυά. Μα εκείνες, μανιασμένες, αντιστάθηκαν δυνατά και, ξεφεύγοντας η μια τα χέρια του, πήδησε κι άρπαξε την κουτσή απ’ τα μαλλιά. Ο αδερφός, για να τη γλυτώση, σκουντούσε δυνατά τις δυο γυναίκες προς τον τοίχο, ενώ ακούγονταν κρακ! κρακ! οι ραφές των φουστανιών των που ξηλώνονταν, και φώναζε: «Φεύγα, μωρή Ασήμω! Φεύγα κ’ εγώ είμαι δω!»
   Κ’ η Ασήμω, κούτσα-κούτσα, σηκώθηκε κ’ έγινεν άφαντη προς το βουνό ξεμαλλιασμένη.
   -Αααα!... ούρλιαξα οι δυο αδερφές, κρατημένες στον τοίχο, ενώ οι άρπαγες των χεριών τους σάλευαν στον αέρα, ζητώντας μάταια τις πολύπαθες πλεξίδες της δούλας. Για μια παλιοβρώμα να τυραγνάς τ’ς αγγουνές τ’ Γιαννή!
   - Να μου πάρ’ ο διάολος το Γιαννή! Φώναξεν εκείνος. Να μου πάρ’ ο διάολος και να σας τον πάρη αυτόν εκεί τον καραβανά! Στο διάολο!
   Και, παρατώντας τις γυναίκες, χύμηξεν άξαφνα προς τη σάλα, αφού άρπαξε το πρώτο αντικείμενο που μπροστά του, ένα σίδερο. Και, φτάνοντας στην περίφημη φωτογραφία του λοχαγού, άρχισε να της κατεβάζη το σίδερο με τόση ορμή, ώστε το τζάμι της έγινε θρύψαλα και στη στολή της εικόνας έπεφταν βροχή τα ξεσκίσματα και το πρόσωπό της γέμισε γρατζουνίσματα και τρύπες. Όσο τον τραβούσαν οι γυναίκες απ’ το ρούχο, τόσο αυτός ξέσχιζε λέγοντας: «Να τα μεγαλεία σου, να το σόι σου…, να…, να…» Και τέτοια ήταν τα ξεφωνητά και τα ρεκάσματα των δυο γυναικών, όταν είδαν κουρέλια το ιερό των οικόσημο, ώστε ανοίξαμε όλοι οι γειτόνοι τα παράθυρα, να ιδούμε ποιος σκοτώθηκε. Δεν είχε πάθει κανένας, εκτός απ’ το μακαρίτη το λοχαγό. Μα το αναστάτωμα ήταν φοβερό. Είδαμε τις δυο γριές να πηγαίνουν βιαστικά προς τα κει, ζητώντας στο δρόμο την παντούφλα των που ξέφυγε, ενώ έφτανε λαχανιασμένος ο ταμιακός απ’ το καφενείο, κρατώντας την κιμωλία της πρέφας στα χέρια, και γύριζεν ο μικρός σκύλος ο Τίγρις γαβγίζοντας στη μέση, κ’ ύστερα φάνηκεν η προξενήτρα η γειτόνισσα, στην  αγκαλιά της οποίας έπεσαν αμέσως οι δυο γερόντισσες λιποθυμισμένες.
   Έτσι έλαβε τέλος η δόξα του ολέθριου λοχαγού της ειρήνης. Ποτέ Ταμερλάνος δε φαντάστηκε τις καταστροφές που έφερε το σπαθί του χωρίς να βγη από τη θήκη. Το σπίτι έκλεισε. Ο τηλεγραφητής πήρε των ματιών του κ’ έφυγε, αποφασισμένος ν’ αλλάξη* στα σαραπέντε χρόνια πετσί, σε πολύ μακρινό τόπο. Πήγε στο Κεϊπτάουν. Την ημέρα που καταστράφηκεν η εικόνα του παππού, οι δυο αγγονές γέρασαν κατά δεκαπέντε χρόνια. Δεν ξανάειδαν στον ύπνο τους αξιωματικό. Δεν ξανάβαλαν στο μαξιλάρι τους τη νύχτα τρία κουφέτα, δεν ξανάειπαν τίποτα για τα μεγαλεία του Γιαννή. Η γριά πέθανε. Ύστερα ο γέρος. Έμειναν οι δυο γεροντοκόρες. Τα παράθυρα του σπιτιού είναι κλεισμένα. Κάπου-κάπου φαίνεται στην ταράτσα μια στιγμή το καλαμένιο των χέρι να μαζεύη ρούχα… Ερήμωση και σιωπή απλώθηκε στο σπίτι του Γιαννή. Όταν, μια μέρα, χτύπησε την πόρτα των ένας άνθρωπος μπαλωμένος κι ασβεστωμένος και ζήτησε την κασέλα με τα ρούχα της Ασήμως, τούδειξαν με το χέρι την κουζίνα. Ήθελαν να τον ρωτήσουν κ’ οι δυο: «Μπας κ’ είσι ου ασβεστάς; Τ’ν πήρις τ’ν Ασήμου; Τι γίνιτι;» - μα δεν μπόρεσαν. Ένας κόμπος τις έπιασε στο λαιμό. Θυμήθηκαν την αγάπη της… Τις δουλειές της στο σπίτι. Το κελάιδισμά της… Την κουτσαμάρα της… Θυμήθηκαν πως την έδερναν και μετάνοιωσαν. Τώρα πέρασαν όλα! Είδαν τον ασβεστά φορτωμένο την κασέλα στον ώμο να χάνεται στην καμπή του δρόμου… κι αφού κοιτάξανε βουβές τα προικιά της Ασήμως να φεύγουν, συμπεθερικό μ’ έναν άνθρωπο, έκλεισαν πάλι το παράθυρο.    


*Σημείωση: Όπως είναι φανερό, κρατήθηκε η ορθογραφία του αρχικού κειμένου. Η μόνη αλλαγή ήταν ότι η αντιγραφή έγινε στο μονοτονικό.  

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

"Περί έρωτος" - Σε τέσσερις εικόνες έγραψε η Άλκη Ζέη για το αφιέρωμα «Για τον έρωτα» του περιοδικού «Η Λέξη» (τ. 149-150, Γενάρης-Απρίλης 1999)

.............................................................







                 Άλκη Ζέη (1923 - 2020)


·       ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ

        Σε τέσσερις εικόνες

έγραψε η Άλκη Ζέη για το αφιέρωμα «Για τον έρωτα»

του περιοδικού «Η Λέξη» (τ. 149-150, Γενάρης-Απρίλης

1999)

   Εικόνα πρώτη: Η εγγονή μου, που μόλις έκλεισε τα δώδεκα και ζει στις Βρυξέλλες, θέλει όταν βρίσκομαι εκεί να βλέπω μαζί της τις κασέτες που της αρέσουν. Έτσι στις διακοπές των Χριστουγέννων θρονιαστήκαμε κι οι δυο στον καναπέ να δούμε αγκαλιαστές μια γαλλική ταινία. Πριν όμως πατήσει το κουμπί του βίντεο την είδα να διστάζει, να αναψοκοκκινίζει σαν κάτι να ‘θελε να πει και δεν το αποφάσιζε. Τελικά το είπε: «Ξέρεις, υπάρχει μια σκηνή που καλύτερα να μην την δεις». Δεν παραξενεύτηκα γιατί φαντάστηκα πως θα ήτανε σκηνή βίας κι εκείνη ξέρει πολύ καλά πως θα αρνιόμουν να τη δω. Πάλι, όμως, δίσταζε, έψαχνε τα λόγια της και τελικά κατάφερε να μου πει πως κάποια στιγμή ένα ζευγάρι αναπαράγεται – έτσι ακριβώς το διατύπωσε – κι όπως νομίζει πως εγώ έχω καιρό να εξασκηθώ σ’ αυτό, θα ήτανε καλύτερα να μην το δω. Κράτησα με κόπο τη σοβαρότητά μου. Αρχίσαμε να βλέπουμε την ταινία κι όταν πλησίαζε η επιλήψιμη στιγμή μού έγνεψε να βγω από το δωμάτιο. Βγήκα και περίμενα έξω από την πόρτα ώσπου να με ξαναφωνάξει.

   Βέβαια όταν πήγε σχολείο, έβαλα την κασέτα να δω τι μου απαγορευότανε, όχι γιατί ήμουν ανήλικη αλλά πολύ ενήλικη. Ένα νεαρό ζευγάρι φιλιότανε με πάθος και μια στιγμή εκείνος της έπιασε το στήθος πάνω από το πουλόβερ!

   «…Νομίζω πως έχεις πολύ καιρό να εξασκηθείς…». Τι να πω λοιπόν περί έρωτος;

   Εικόνα δεύτερη: Περπατώ στην οδό Δ. Σούτσου μέρα μεσημέρι. Κίνηση στο δρόμο κι αυτοκίνητα παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά που ακουμπάνε στα στενά πεζοδρόμια, έτσι που οι πεζοί μόλις χωράμε να βαδίσουμε ο ένας πίσω από τον άλλο. Μπροστά μου προχωρεί μια κοπελίτσα με το κινητό κολλημένο στ’ αυτί. Μιλάει με κλαμένη φωνή: «Μα γιατί το λες… εγώ δεν είπα τίποτα στο Λουκά… όχι, άσε με να σου εξηγήσω… δεν μπορεί να μη με πιστεύεις…»

   Μια μοτοσυκλέτα για να προσπεράσει τ’ αυτοκίνητα σκαρφαλώνει στο πεζοδρόμιο, κάνω στην άκρη και σπρώχνω την κοπελίτσα στον τοίχο. Ούτε παραξενεύτηκε ούτε γύρισε να κοιτάξει, μόνο συνέχιζε με πιο κλαμένη ακόμα φωνή: «…Γιατί επιμένεις;… άσε να σου εξηγήσω από κοντά… δεν μπορώ, θα μου σωθεί η μπαταρία… μην κλείσεις σ’ αγ…»

   «…Γαμώτο…» την ακούω να λέει. Γυρίζω και την κοιτάζω. Με το ένα χέρι σκουπίζει τη μύτη της και με τ’ άλλο χώνει το άχρηστο πια κινητό στην τσάντα της.

   Εικόνα τρίτη: Τον Φεβρουάριο βρισκόμουνα στη Γερμανία, ας μην αναφέρω την πόλη, καλεσμένη από έναν πολιτιστικό σύλλογο. Η εκδήλωση έγινε μέσα σ’ ένα πολύ ωραίο καφενείο – συνηθίζεται σε πολλές πόλεις της Γερμανίας. Παρουσίαζαν το βιβλίο μου «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Όταν ήρθε η ώρα να γίνουν ερωτήσεις από το κοινό, σηκώθηκε μια κοπέλα μικροκαμωμένη σαν μινιατούρα, μ’ ένα παιδικό καπελάκι, πολύ γλυκιά, πολύ νόστιμη, που με ρωτούσε σχετικά με τον έρωτα της ηρωίδας μου. Γύρευε να μάθει λεπτομέρειες: πώς ερωτευόμασταν εκείνη τη μακρινή γι’ αυτήν εποχή. Σπουδαία συγγραφέας εγώ που κατάφερα να συγκινήσω μια σημερινή νέα γυναίκα με τον τρόπο που γράφω για τον έρωτα. Με παραξένεψε όμως πως από ολόκληρο το βιβλίο που συμβαίνουν τόσα και τόσα δεν ρωτούσε τίποτ’ άλλο παρά ξανά και ξανά για τον έρωτα. «Πώς ερωτευόσασταν εκείνη την εποχή;…»

   Όταν μετά την εκδήλωση πήγαμε μια παρέα σ’ ένα εστιατόριο, ρώτησα ποια είναι αυτή η γυναίκα και μου διηγήθηκαν την ιστορία της. Παιδί δεύτερης γενιάς μεταναστών, πήγε από το Αμβούργο που έμενε με τους γονείς της να σπουδάσει σε μια μικρή πόλη. Πολύ κρύο, πολλή πλήξη, μα με σπουδαίο Πανεπιστήμιο. Αν κατάλαβα καλά, σπούδασε ιατρική μα και πληροφορική. Στο δεύτερο χρόνο των σπουδών της ερωτεύτηκε έναν συμμαθητή της Γερμανό που την αγάπησε κι αυτός. Όταν τελείωσαν τις σπουδές παντρεύτηκαν και βρήκανε δουλειά σ’ αυτή την πόλη. Τι τους ένοιαζε αν είχε οχτώ μήνες το χρόνο χιόνι κι αν ήτανε πληχτική και παγωμένη; Ήταν ζεστή και παντοτινή η αγάπη τους. Αγόρασαν ένα όμορφο σπιτάκι και ζούσανε δεκατρία χρόνια μαζί τρισευτυχισμένοι. Δεν έκαναν παιδιά. Είχαν όμως τους υπολογιστές τους και όταν κατέφτασε το Ιντερνέτ η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε. Είναι τόσο μεθυστικό να ψάχνεις και να πληροφορείσαι τι γίνεται σ’ όλο τον κόσμο, ενώ εσύ μένεις σε μια μικρή γωνιά της γης. Τον τελευταίο καιρό όμως ο άντρας της το παράκανε. «Πήγαινε να κοιμηθείς και θα έρθω κι εγώ σε λίγο». Τον περίμενε, τον περίμενε, ώσπου την έπαιρνε ο ύπνος. Δεν περίσσευε χρόνος να κάνουν έρωτα.

   -Μήπως το παρακάναμε με το Ιντερνέτ κι αφήνουμε να περνάει η ζωή μας;
   Εκείνος την κοίταζε ταραγμένος.    
   -Είμαι ερωτευμένος.
   Η κοπέλα πίστεψε πως αστειεύεται, μα τον είδε να επιμένει.
   -Αλήθεια σου λέω, είμαι πολύ ερωτευμένος και δεν τολμούσα να σου το πω.
   - Με ποια; άρχισε τώρα κάπως να ανησυχεί.
   - Με μια Πολωνέζα.
   Η καρδιά της πήγε στη θέση της. Σίγουρα αστειευότανε, στη δουλειά δεν υπήρχε καμιά Πολωνέζα και μόλις γύριζαν σπίτι έπεφταν στους υπολογιστές τους.
   Εκείνος έμενε σιωπηλός.
   -Με μια Πολωνέζα, της ξανάπε τέλος, σα να ‘θελε να την πείσει.
   - Μήπως τη γνώρισες εκείνες τις δυο μέρες που σε έστειλαν από τη δουλειά στο Βερολίνο;
   - Δε γνωρίζεις σε δυο μέρες έτσι που να τον ερωτευτείς τόσο. Κι εγώ την ξέρω εδώ και καιρό.
   - Μα πού τη γνώρισες λοιπόν;
   - Στο Ιντερνέτ.
   - Στο Ιντερνέτ!
   - Από το φθινόπωρο. Κι είμαστε κι οι δυο πολύ ερωτευμένοι.

   Χωρίσανε. Εκείνος πήρε από το σπίτι μόνο τον υπολογιστή του και πήγε να μείνει σε άλλη πόλη. Θα ζούσε μόνος κι όποτε μπορούσαν θα αντάμωναν με την Πολωνέζα, τον υπόλοιπο καιρό θα μιλούσαν με τα Ιντερνέτ τους.

   Η κοπέλα έμεινε στην παγωμένη πληχτική πόλη ολομόναχη με τον υπολογιστή και τον εκτυπωτή της κι ίσως να ψάχνει να βρει στο Ιντερνέτ μια συντροφιά.

   «…Πώς ερωτευόσασταν κείνα τα χρόνια…»

Εικόνα τέταρτη – ξεθωριασμένη: Ήμουνα δεκαπέντε χρονών. Ο μεγάλος μου ξάδερφος, που με περνούσε οχτώ χρόνια, είχε ένα φίλο. Ήτανε ψηλός με γκρίζα μάτια. Μόλις είχαν τελειώσει κι οι δυο τους τη Φιλοσοφική σχολή. Πολύ σπουδαίο να είσαι αδύνατη, κοντή να μοιάζεις δώδεκα και να σου δίνουν σημασία. Κι ο φίλος του ξαδέρφου μου μού έδινε και πολλή μάλιστα. Δεν βλεπόμασταν βέβαια συχνά ούτε μόνοι μας. Έγινε ο πόλεμος και πριν φύγει για το μέτωπο πήγα να τον αποχαιρετήσω. Έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, πολύ κοντά στα χείλη. «Να μου γράφεις, έχει σημασία για μένα». Του έστελνα μέρα παραμέρα δελτάρια γραμμένα με πολύ χιούμορ – για να ξεχνάει τα βάσανα του πολέμου – και με πολλές ανορθογραφίες. Μού έστελνε κι εκείνος, πιο σπάνια, χωρίς βέβαια ορθογραφικά λάθη, με περιγραφές από τη φύση και με καμιά φιλοσοφία πού και πού, ακαταλαβίστικη για μένα. Μόνο μια φορά ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά, όταν έγραψε πως σ’ ένα ολόγυμνο βουνό συνάντησε ένα μικρό δεντράκι που του θύμισε εμένα. Δεν τολμούσα να του γράψω πως τον είχα ερωτευτεί, μα έλεγα μόνο πως τον περίμενα ανυπόμονα. Άρχισα να του πλέκω κάλτσες. Δεν υπάρχει τίποτα το πιο δύσκολο από το να πλέκεις κάλτσα με πέντε βελόνες. Τρυπούσα τα δάχτυλά μου, μπέρδευα τις βελόνες, μα τον συλλογιόμουνα όλη την ώρα που έπλεκα: «Σου πλέκω κάλτσες». «Ανυπομονώ να τις λάβω, θα μου ζεστάνουν τα πόδια και την καρδιά». Ο πόλεμος όμως τέλειωσε γρήγορα κι εγώ δεν πρόλαβα ούτε στη μία κάλτσα να κλείσω τους πόντους. Έμαθα από τον ξάδερφό μου πως γύρισαν μαζί από το μέτωπο και πως εκείνος ζήτησε να με δει. Μού έδωσε ραντεβού μπροστά στο Μουσείο. Πήγα λίγο πιο νωρίς και κοίταζα πέρα τον δρόμο να τον δω να φτάνει.

   Ερχότανε κάποιος από μακριά, μα δεν μπορούσε να ήτανε αυτός γιατί ήτανε κοντός. Κι όμως, όσο πλησίαζε μού χαμογελούσε. Ήτανε εκείνος! Στάθηκε δίπλα μου. Είχαμε το ίδιο μπόι! Ο πόλεμος τον είχε κοντύνει, καθώς και το παλτό μου. Το φόρεμά μου που είχε στρίφωμα και το κατέβασα, περίσσευε απελπιστικά μια πιθαμή κάτω από το παλτό. Μού έσφιξε τα χέρια και με τράβηξε κοντά του. Οι μύτες μας στην ίδια γραμμή. Αρχίσαμε να περπατάμε δίπλα - δίπλα. Κοίταζα γύρω να μην με δει καμιά συμμαθήτριά μου μ’ έναν κοντό. Τα δελτάριά μου, μου λέει , τον διασκέδαζαν. «Μα βρε παιδάκι μου, κάνεις πολλά λάθη». Σιωπή εγώ. Μήπως τον περνώ λίγο στο μπόι; Μου λέει πως ψήλωσα πολύ, πάρα πολύ. Πρόσεξε φαίνεται το παλτό μου.  Δεν πήγαμε μακριά. Έπρεπε να φύγω γιατί είχα πρόβα στο κουκλοθέατρο, θα παίζαμε την άλλη μέρα σ’ ένα νοσοκομείο, στους τραυματίες. Το βρήκε πολύ σπουδαίο αυτό. «Θα βρεθούμε άλλη φορά», λέει. «Άλλη φορά», λέω.

   Τον έβλεπα με την κόγχη του ματιού που ξεμάκραινε. Εκείνος ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Ίσως συλλογιότανε πως δεν θα μπορούσε πως δεν θα μπορούσε να περπατάει δίπλα σε μια …ψηλή.

   Άρχισα να βαδίζω γρήγορα, τρέχοντα σχεδόν, κι ώσπου να φτάσω στη Μαρασλή που ήταν το κουκλοθέατρο ένιωθα τον έρωτα να φεύγει σιγά – σιγά και μόλις έπιασα την κούκλα μου είχε εξαφανιστεί εντελώς.

   Έκανα πολύ καιρό να τον ξαναδώ. Μα όταν τον συνάντησα τυχαία σ’ ένα σπίτι δεν είχα πια πρόβλημα. Είχα γνωρίσει τον Σεβαστίκογλου, που ήταν ένα και ογδοντατέσσερα.


   Τι άλλο λοιπόν να πω περί έρωτος; Αφού μου το απαγορεύει η εγγονή μου… που έχω τόσο καιρό να εξασκηθώ…



Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

"Εκποίηση" & "Απειρωτάν" - Δύο ποιήματα του Γιάννη Δάλλα (1924-2020) Από τη "Μεγάλη Ανθολογία της Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας" τόμος Α' ("Εφημερίδα των Συντακτών" & Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων - 2017)

..............................................................





            Γιάννης Δάλλας (1924 - 2020)



ΕΚΠΟΙΗΣΗ

                        Ο μαύρος αλέκτωρ
                        και το λειρί του να τρέμει
                        ο πρώτος σπασμός 
                        της ερχόμενης μέρας


Ξημερώνει μέρα πολύκροτη

Τόσα και τόσα γεγονότα βουίζοντας
στις εισόδους και στις παρόδους της αγοράς
πολυτονική μουσική
για την ηδονή του κορμιού και του κέρδους
Τα πρωινά παραρτήματα πνέοντας
στη χοάνη της σαν ανεμοστρόβιλοι
ως την οροφή παλλόμενα στόματα
χείλια και φιλιά φυσερά τ' ουρανού

Και στο βάθος του τούνελ ο αργυρόηχος ίλιγγος

Για δες ένα ζευγάρι εκεί πάνω, φώναξα
από το πολύ στροβίλισμα έγινε νόμισμα
ουράνια σφαίρα σε περιφορά δύο όψεων
κι όπου να 'ναι θα σκάσει
κορώνα γράμματα κάτω στ' οδόστρωμα
("Τι κάλπικη υδρόγειος η αγάπη μας!")
Και τώρα η σειρά σας... Ανακλιθήτε
καθένας στην περιστροφική πολυθρόνα του
στον αναβατήρα σας cher και συ σύντροφε
ακρωτηριασμένε από την παγκόσμια ευτυχία
Όλοι επί ποδός... Προσδεθήτε, εκτοξευτήτε
για το κυνήγι της σκύλας Επιτυχίας
Η σκύλα θεά! Θα μας λιανίσει έναν-έναν
μπήκε στην αγορά μυστικός υλοτόμος
σαν καρδιοσχίστης και σαν το σαράκι
σαν το σαράκι του δέντρου της Γνώσεως 
να σχίζεται η ρίζα
και τα πουλιά στα κλαδιά να σαρώνονται.

Χιλιάδες δούναι-λαβείν ανεμόρδατα

Στο βάθος του τούνελ αλυσίδα από Τράπεζες
των Ημεδαπών των Εταίρων των Διεθνών Forum
απ' όλα τα στόμια ο αργυρόηχος λόξυγγας
κι η κίτρινη σκόνη να κυκλοφορεί στα αιμοσφάιρια
               ο κίτρινος ίλιγγος
Πριμοδοτήστε Ποντάρετε Υπογράψτε Περάστε τα
από χέρι σε χέρι στη σημαδεμένη θυρίδα
Κι από κάτω άλλοι κύκλοι... Ζυγοί των ζυγών
από την Τράπεζα Παροχών στην Τράπεζα Πίστεως
("Για ποια ανάληψη μιλάς αδερφέ μου;")
Οι γνωστές παροχές... Η πίστη τα οράματα
όλα στο σφυρί, διαμαρτυρημένα

Από τον καρποσυλλέκτη Αδάμ ως τον Άνταμ
                τι χάσμα!
αυτοδιαχείριση, μερκαντιλισμός, εκβιομηχάνιση
κι η συσσώρευση κεφαλαίου έλεγε ο Μαρξ
ανεξέλεγκτη σαν του μάγου
όχι του μάγου που ήξερε να μεταμορφώνεται
παίρνοντας τη μορφή του χρυσού του φιδιού
                ή του στίχου
με τα κέρατα στα δυο σκέλια της φουρκισμένης
(guarda le piu violenti passioni, τόνιζ' ο Ποιητής)
αλλά του μάγου που παραφρόνησε κι όρμησε
εξουσιασμένος απ' τη μαγεία του έρμαιος
των σκοτεινών δυνάμεων που ο ίδιος ξεσήκωσε
αναρχούμενος μες στην κυκλοθυμία της αγοράς
Τέτοια κι η συσσώρευση κεφαλαίου στις μέρες μας
Η συσσώρευση θλίψης, συμπλήρωσε ο Σιγισμούνδος

(Ο θείος Κάρολος ο δαιμόνιος Σιγισμούνδος)

Και τώρα σας μιλώ σαν από κυλιόμενη σκάλα
Τόσα οδοντωτά γεγονότα... Από πού να πιαστείς;
Η μεταμόρφωση αέναη... Κι η πόλη βραδιάζοντας
με κλειστές τις εξόδους της ηχεί σαν κερματοδέκτης
όπου περνά ο καθένας κι αφήνει τη μέρα του 
κι ύστερα βιάζεται να χωθεί μες στο σπίτι 
κι εκεί οληνύχτα διασκεδάζει την πλήξη του
πυροβολώντας με το τηλεκοντρόλ την οθόνη
Οι πρώτες σκηνές τα γνωστά και τα τετριμμένα
νονοί της μαφίας πρωθυπουργοί και νυμφίδια
κι άλλα τέτοια - φτηνή χαρμολύπη
Έξω ένας γύπας αποτελειώνει τη μέρα
και μέσα άλλα γεγονότα - σφαγεία
Τα λόγια πολτός
               σαν το αίμα που τρέχει
Η κίνηση της οδού Σοφοκλέους ραγδαία
οι τιμές άνω-κάτω... Καιρός θυελλώδης
               χιονίζει
από την οθόνη ως τη μακρινή μου πατρίδα

Μετά τα μεσάνυχτα προβολή της ταινίας
Οι έμποροι των εθνών η γνωστή επανάληψη
(το αίμα δεν λειώνει λεκιάζει το χιόνι)
Και το ματς μεταξύ δολαρίου και μάρκου
μετά τα μεσάνυχτα 
               συνεχίζεται


ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ

Πήρε το χώμα της ανασκαφής
      Το νόμισμα
το γιάλισε με το μανίκι κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή: Απειρωτάν
Το γύριζε στις Τράπεζες... καμμιά
δεν δεχόταν να το πριμοδοτήσει
- Τα σύμβολά σας στα Μουσεία τού 'λεγαν
Δεν είναι σύμβολα - είν' η αρχαία συνταγή 
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής

- Κι οι μαντικές περιστερές που πέταξαν
κι ενώσαν δυο Ηπείρους δυο ιερά
πώς δεν τη νιώσαν δεν τη μαντέψαν 
την επερχόμενη κατάρρευση;

(Καιροί πτωχεύσεων καιροί της αγοράς
Η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!)
Κι οι συνταγές σας στον Καιάδα απάντησαν



Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Τέσσερα ποιήματα από τη συλλογή "Η Εφηβεία της Λήθης" της Κικής Δημουλά (εκδ. Στιγμή, 1994)

..............................................................






            Κική Δημουλά (1931 - 2020)


ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΟΥ ΒΑΘΜΙΑΙΟΥ

Από δω που αισθάνομαι δεν φαίνεται θάλασσα.
Όμως υπάρχει.
Ακούω προσαράξεις διαπιστώσεων
παφλασμούς κι εκτόπισμα καπνού που προκαλούν
στο πέρασμά τους μεγαθήρια αποκαΐδια.

Δεν φαίνεται καθόλου.
Τώρα αν λίγο μετακινηθώ από την άποψή μου
συρθώ στο γούπατο εκεί που ρεμβάζει η ολιγάρκεια
ίσως σε κάποιο άνοιγμα των συμπληγάδων χρόνων
κάποια γαλαζωπή ανατριχίλα του ελάχιστου 
προφτάσει να φανεί.

Αλλά εγώ είμαι πια σε ρήξη με το λίγο.
Δεν φτάνει που είναι τόσο
κάθε φορά που καταπλέει και λιγότερο.
Πότε πως κέρασε καφέ κάποιο παλιό πελάτη
έδωσε κατιτί και στο παιδί που το μετέφερε
άλλοτε πως το δάγκωσε ένα όνειρο
και του 'λειπε ολόκληρο κομμάτι
χρώσταγε νοίκια μαζεμένα στην εμπιστοσύνη
ε, τι είναι ο κάβουρας τι είναι το ζουμί του.
Έτσι που το πάει μια μέρα δεν θα 'ρθει καθόλου.

Αυτό το καθόλου προγεύομαι τώρα
και δεν φαίνεται η θάλασσα. 



ΒΙΑΖΟΜΑΙ

Απόγευμα. 
Όλοι το λένε απόγευμα.
Τι χελώνα λέξη είναι αυτή. Βιάζομαι.

Απόγευμα. Αυτό δεν είναι χρονομέτρηση
είναι καθισιό και ξόμπλιασμα
πόσον ουρανό καταπάτησε μια χρυσαφιά γραμμή
ποιαν κοκκινομάλλα δύση εμνηστεύθη
ρομαντικό πορτοκαλί εν ολίγοις
ένας διασυρμός της ακριβολογίας
και τι καλοντυμένος με τι ωραίους τρόπους
ο εξωραϊσμός
καθόλου δεν του φαίνεται πως είναι ζητιάνος. 

Όλοι το λένε απόγευμα.
Εγώ το λέω αποχωρίζομαι. Σκέτο. 
Κατευθείαν. Δίχως νερό. Μια και κάτω
αδιάλυτο το καταπίνω το απερίφραστο.


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Τι εφιάλτης.

Όνειρο τάχα που μου είχε συστηθεί
παιδιόθεν ως εμπρηστής
εμφανίστηκε μπροστά μου πυροσβέστης.
Τα γνωστά παζάρια και οι περικοπές.
Κάτι ασυναρτησίες να κομπιάζει
κάτι εκνευριστικά αβλαβή χειροφιλήματα
μου μίλαγε και στον πληθυντικό
ξέρετε εγώ τρέφω για σας εκτίμηση
απεριόριστη χαίρομαι που σας βλέπω
πιστέψτε με ό,τι περνάει από το χέρι μου
όποτε χρειαστείτε σας βλέπω σαν μητέρα μου.

Και βέβαια να με βλέπει το χαμένο σαν μητέρα του.
Πόσες φορές το γέννησα εκεί που δεν υπήρχε.




Ούτε κι εγώ κατάφερα να πω αυτό που ήθελα.

Ούτε κι εγώ κατάφερα να πω αυτό που ήθελα.
Είναι μοναχοπαίδι του ανείπωτου
δεν το αποχωρίζεται ποτέ.