Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

"ΕΚΤΑΦΗ..." ποίημα της ποιήτριας, φιλολόγου και φίλης στο fb Άννας Ε. Πετράκη (facebook, 29.3.2022)

..............................................................






'Αννα Ε. Πετράκη








ΕΚΤΑΦΗ...



Δυο φωτογραφίες ξεριζώνονται
Μάρμαρα κομματιάζονται
χώματα πετιούνται
Από το βύθος ξύλινοι υπόκωφοι ήχοι
Τέσσερα χρόνια η κατοικία σου,
λέγανε
Αλλά εσύ δεν ήσουνα μέσα
Το ξέρω πως δεν ήσουνα μέσα
Παιχνίδι αλλόκοτο έπαιζες
Όταν ερχόμουν,
έκανες τάχα πως ήσουν εδώ
Μα την πλάτη σαν γύριζα
με την περήφανη περπατησιά σου
ξεχυνόσουν στο φως
Οι τάφοι τριγύρω όνειρο κακό
Εσύ περιδιάβαινες
τις εσχατιές της παράξενης πολιτείας
και με περίμενες νά ʾρθω
με μια γλύκα, ένα ματσάκι λουλούδια
έναν ψίθυρο, μια μικρή ενοχή




Τώρα, αξημέρωτα
ο κασμάς, το φτυάρι, οι υπόκωφοι θόρυβοι
οι γδούποι οι ανατριχιαστικοί
ένα πάρωρο μεγαλοβδομαδιάτικο πένθος
δίχως την προσμονή καμίας ανάστασης
είναι για κάποιαν άλλη
'Οχι για σένα
Παίζεις πάλι μαζί μας
Από κάπου μας κρυφοκοιτάζεις
και χαμογελάς




Αραίωσαν οι τσαπιές
Το κρασί ξεπλένει
ό,τι δικό σου έχει απομείνει
Ένα κλωνάρι βασιλικός το μυρώνει
Λευκό σεντόνι μανδύας
τυλίγει τις ρίζες μου
και του αδελφού μου τα πρώτα κλαριά
Μας αποκόψανε από τη γη που πατάμε
Ανάερα θα περπατάμε πια δίχως εσένα
Βγάλε, μάνα, το μαγνάδι σου
Ρίξʾ το πάνω μας και σκέπασέ μας
Τόση παγωνιά τέλη του Μάρτη
δεν νιώσαμε ποτέ




Σώπασαν όλα
Μια τεράστια ουλή απόμεινε στο χώμα
Έφυγες, μάνα
για την αιωνιότητα και το άπειρο.
Πόσο χώρο και πόσο χρόνο
έβαλες ανάμεσά μας;
Λευτερώθηκες, μάνα, σήμερα
αιμόφυρτη
ηλιόφυρτη
για μία ακόμη φορά
για πρώτη φορά
για τελευταία...


'Αννα Ε. Πετράκη
29/3/2022





"Ο Πόλεμος" ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005). Από την ποιητική συλλογή «Εποχές».

 ...............................................................





Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 - 2005)






"Ο ΠΟΛΕΜΟΣ"


Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς και τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις· απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούριων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.
Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία), ετών 8 κτλ. κτλ.»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ’ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ’ ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και νά που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές.
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ.

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005). Από την ποιητική συλλογή «Εποχές» 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Παγκόσμια μέρα θεάτρου σήμερα*, με ένα απόσπασμα από το υπέροχο Camino real (1953) του Tennessee Williams. / από την ποιήτρια και φίλη στο fb Efi Kalogeropoulou (facebook, 27.3.2022)

 ..............................................................


Παγκόσμια μέρα θεάτρου σήμερα*, με ένα απόσπασμα από το υπέροχο Camino real (1953) του Tennessee Williams.

 
 
ΖΑΚ: Γιατί η απογοήτευση να χαλάει πάντα τις σχέσεις των ανθρώπων;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Είμαστε τόσο μόνοι κι οι δυο μας...τόσο μόνοι.
ΖΑΚ: Μόνοι είμαστε όταν δεν εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πρέπει να μην εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο…
Η μόνη μας άμυνα στην προδοσία…
ΖΑΚ: Εγώ νομίζω πως η άμυνά μας είναι ο έρωτας…
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ω Ζάκ, συνηθίσαμε ο ένας τον άλλο, είμαστε σαν αιχμαλωτισμένα γεράκια φυλακισμένα στο ίδιο κλουβί...μεγαλώσαμε…συνηθίσαμε..
Να τι περνιέται γι΄ αγάπη σε τούτη την σκοτεινή άκρη του Καμίνο Ρεάλ…γιατί τι έχουμε σίγουρο; Ούτε την ίδια μας την ύπαρξη…
τι μέρος είναι αυτό;… Πού βρισκόμαστε; ποιόν να ρωτήσουμε;... αυτόν τον παράξενο γέρο που μας σαστίζει με τους υπαινιγμούς του... ή την ψευτοτσιγγάνα που διαβάζει τα χαρτιά και τα φύλλα του τσαγιού; Ασήμαντα γεγονότα, άγνωστοι άνθρωποι γύρω μας και εμείς συνεχίζουμε,προς τα πού; γιατί;
Να τι μας προσφέρεται και το έδαφος φεύγει κάτω από τα πόδια μας… Απειλούμαστε με έξωση.
Εδώ είναι ένα λιμάνι με αναχωρήσεις και αφίξεις, καμιά μονιμότητα... και που να πάμε; Στο σανατόριο ή στο Ρίτς ;
Κι ούτε είναι εύκολο να περάσεις στην Terra Incognita.
Είμαστε μόνοι μας, φοβισμένοι.
Οι σκουπιδιάρηδες πολύ κοντά… έτσι αν κι έχουμε πληγώσει ο ένας τον άλλο, αγκαλιαζόμαστε σφιχτά σε ένα σκοτάδι απ’ το οποίο δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε. Στριμωχνόμαστε παρέα, προκειμένου να ανακουφιστούμε. Αυτό περνιέται για αγάπη στην άκρη ενός δρόμου που κάποτε γνώρισε μεγάλες δόξες. Τι είναι αυτό το συναίσθημα που μας ενώνει; Κάτι…ναι,... κάτι εύθραυστο... άπιαστο... που δεν πονάει.
Ένα είδος βιολέτας που θα μπορούσε να φυτρώσει στο φεγγάρι ή σε απάτητα φαράγγια ,γεμάτα λίπασμα, απ' τα νεκρά πουλιά, που πέφτουν. Αυτά τα πουλιά, τάχουμε δεί. Οι σκιές τους τριγυρίζουν στην πλατεία. Τ' άκουσα να χτυπάνε τα φτερά τους όπως χτυπάνε οι γριές παραδουλεύτρες τα φθαρμένα χαλιά…
Αλλά η τρυφερότητα... οι βιολέτες των βουνών... δεν μπορούν να σπάσουν τα βράχια...
ΖΑΚ: ΟΙ βιολέτες των βουνών μπορούν να σπάσουν τα βράχια, αν το πιστέψεις και τις αφήσεις να μεγαλώσουν...
*****

απόσπασμα από την σκηνή δέκα /σκηνή ανάμεσα στο διάσημο ζευγάρι των: Giacomo Casanova -Μarguerite Gautier

TENNESSEE WILLIAMS
"CAMINO REAL"
θεατρική απόδοση : Τότα Σακελλαρίου

από την ποιήτρια και φίλη στο fb Efi Kalogeropoulou (facebook, 27.3.2022)

*Σημείωση: Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου χτες 27.3.2022




Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

"Harvest Time" - Pharoah Sanders From The Album "Pharoah" [1977]

 ...............................................................


"Harvest Time" - Pharoah Sanders


From The Album "Pharoah" [1977]


"Love Is A Losing Game" X 2 : a) Epi K. Paradox b) Amy Winehouse (youtube)

 ...............................................................



Love Is A Losing Game - Epi K. Paradox


What Can A Poor Man Do

When He's Always Down And Out

He's Been Down For A Woman

And His Heart Is Filled With Doubt


Now He's Walking Through The Night

For A Love That Can't Be Found

He's Been Wandering Down The Streets

But There's Noone Around 


And The Sun Will Never Rise

As He's Waiting Now In Vain

He's Been Gambling For A Dime

But Love Is Losing Game





Love Is A Losing Game - Amy Winehouse


For you, I was a flame
Love is a losing game
Five-storey fire as you came
Love is a losing game


One I wish I never played
Oh, what a mess we made
And now, the final frame
Love is a losing game


Played out by the band
Love is a losing hand
More than I could stand
Love is a losing hand


Self-professed, profound
'Til the chips were down
Know you're a gambling man
Love is a losing hand


Though I battle blind
Love is a fate resigned
Memories mar my mind
Love, it is a fate resigned


Over futile odds
And laughed at by the gods
And now the final frame
Love is a losing game



"ΑΝΘΗ ΛΕΜΟΝΙΑΣ" - Κώστας Παρίσσης - Σε στίχους της φίλης στο facebook Ράνιας Θεοδωράτου (youtube, 2022)

 ...............................................................


"ΑΝΘΗ ΛΕΜΟΝΙΑΣ" - Κώστας Παρίσσης | Ράνια Θεοδωράτου




Στίχοι: Ράνια Θεοδωράτου 
Μουσική: Κώστας Παρίσσης 
Ερμηνεία: Κώστας Παρίσσης 

Στίχοι: 

Πες στις πυκνές τις στάλες 
μιας ξαφνικής βροχής 
σε είδα να χορεύεις 
στο φως μιας αστραπής 
ρυθμός η καταιγίδα 
κι εσύ αερικό 
μια κόκκινη κηλίδα 
στο άσπρο νυφικό. 

Τα πέπλα σου στη λάσπη 
και τ’ άνθη λεμονιάς 
μπορεί να είσαι θύμα 
μπορεί και ο φονιάς 
τριγύρω κάθε φύλλο 
σε πένθιμο χορό 
της έριδος το μήλο 
σ’ ανάδρομο καιρό. 

Ρυθμός η καταιγίδα 
κι εσύ αερικό 
μια κόκκινη κηλίδα 
στο άσπρο νυφικό.




Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Δυο ποιήματα του Γιάννη Κοντού από την ποιητική του συλλογή "Ηλεκτρισμένη Πόλη" (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2008) από τον φίλο στο Γιάννη Μουγγολιά (facebook, 24.3.2022)

 .............................................................







Γιάννης Κοντός (1943 - 2015)






Η ελάχιστη δύναμη 


Το χορταράκι του Μαρτίου μοιάζει με τα μάτια σου.
Δεν υπάρχει εξήγηση. Έτσι αυθαιρέτως:
είναι ξυράφια, είναι κλωστές που πλέκουν παραμύθια.
Αλλάζει χρώμα με τις ώρες και τις γωνίες του φωτός.
Το πατάνε, το κόβουν,
αλλά αυτό θεριεύει και φοβίζει τον δράκο
που μας απειλεί με την πύρινη αναπνοή του
και τα κοφτερά του δόντια.




Άνθρωπος στη θάλασσα

Άνθρωπος στην πόλη, ήθελα να πω - χωρίς σωσίβιο,
να τον παίρνουνε τα κύματα της νύχτας και να
τον χτυπάνε στα βράχια του πρωινού.
Έτσι να γίνεται συνέχεια.
Μέχρι που βρήκε μια ξέρα - ένα αποκούμπι -
και γαντζώθηκε και έχτισε μια καλύβα.
Όχι ότι δεν ήτανε ναυαγός, αλλά τώρα κάπως καλύτερα.
Όπου μια μέρα ένα μεγάλο κύμα τα παρέσυρε όλα,
και πάλι από την αρχή.
Τώρα κρατιέται από μια σανίδα μέσα στον χαλασμό
και κρέμεται στα νερά όπως τριανταφυλλιά από τον ουρανό.
Τώρα κρατιέται από μια σπασμένη εικόνα.
Οι γωνίες του χρόνου και οι σκιές των φιλιών σου
με προφυλάσσουν από την καταστροφή.
Σε λίγο πατάω στεριά και πιάνω φως.
Σκόνη γίνεται το σκοτάδι και βλέπω
μουσικές και ανθρώπους.



Δυο ποιήματα του Γιάννη Κοντού από την ποιητική του συλλογή "Ηλεκτρισμένη Πόλη" (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2008)

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Για την ταινία του Νίκου Παπατάκη "Η φωτογραφία" (1986) από τη φίλη στο fb Eirini Giannaki (facebook, 21.3.2022)

 ..............................................................


Για την ταινία του Νίκου Παπατάκη "Η φωτογραφία" (1986)




από τη φίλη στο fb Eirini Giannaki (facebook, 21.3.2022)


Ημέρα της ποίησης σήμερα, κάποιος μου θύμισε αυτή τη φωτογραφία από μια ταινία που ονομάζεται απλά "Η Φωτογραφία" και είναι του Νίκου Παπατάκη. Μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, αν όχι η καλυτερη κι ας είναι συγκριτικά ελάχιστα γνωστη. Για όποιον δεν έχει δει την ταινία του 1986, στη φωτογραφία είναι ο Ηλίας-Άρης Ρέτσος μπροστά στη φωτογραφία της λαϊκής τραγουδίστριας που θα συστήσει ως αδελφή του στον Γεράσιμο - Χρήστο Τσάγκα, μετά τη μετανάστευση του στο Παρίσι και τη φιλοξενία του από τον τελευταίο, στα χρόνια της δικτατορίας. Αυτό το ψέμα το οποίο ο Ηλίας θα συνεχίσει να τροφοδοτεί με διάφορα τεχνάσματα θα σταθεί καταλυτικό για τον Γεράσιμο αλλά και για όλη την πλοκή της ταινίας. Ο Γεράσιμος θα ερωτευτεί την εικονιζομενη άγνωστή του γυναίκα και θα αναδιοργανώσει όλη τη ζωή του, γκρεμίζοντας τα πάντα στην κυριολεξία, μέχρι και τους τοίχους του σπιτιού του, προκειμένου να την παντρευτεί. Η φαντασία θα φουντώσει την αγάπη του για ενα "πουκάμισο αδειανό", για μια γυναίκα που δεν υπάρχει καν και που τι ειρωνεία, τη λένε Ευτυχία, μέχρι που οι δυο τους θα επιστρέψουν στην Ελλάδα για τον γάμο και το τραγικό τέλος της ιστορίας. Ο Ελληνογάλλος Παπατάκης που είχε γεννηθεί στην Αιθιοπία είχε πει σε συνεντευξη: "Ήθελα να κάνω ένα ελληνικό φιλμ κι όταν λέω ελληνικό δεν εννοώ να διαδραματίζεται στην Ελλάδα ή να παρουσιάζει ελληνικές φορεσιές. Αλλά να πραγματεύεται ένα σοβαρό ελληνικό πρόβλημα, και νομίζω πως τα κατάφερα." Κι ο Ραφαηλιδης είχε γράψει πως πρόκειται για "μια βαθιά ελληνική ταινία". Οπως τόσοι ποιητές της διασποράς ή που ενίοτε δεν μιλούσαν καν ελληνικά, έγραψαν, ως γνωστόν, μερικά από τα πιο "ελληνικα" ποιήματα κι οπως τόσοι καλλιτέχνες μίλησαν πολύ πιο δραστικά για τα καθ' ημάς ενώ είχαν μετοικήσει. Ωστοσο, δεν μιλάμε για μιαν "ελληνικότητα" για προφανείς λόγους. Το φιλμ δεν πραγματευεται μόνο τη μετανάστευση και τον νοστο αλλά και πολλά άλλα θέματα, όπως τις εθνικές μας ψευδαίσθησεις, τη δύναμη της εικόνας, τη φρεναπάτη του έρωτα και την αναζωογονητικη οσο και διαβρώτική ενέργεια του ονείρου. Παρ' όλο που η ταινία είναι ρεαλιστική, ταυτόχρονα στηρίζεται σε ένα παράδοξο το οποίο ο Παπατάκης με ευφυή τρόπο εξυφαινει, πειθοντας και τους πλέον κυνικους. Είναι δυνατόν ένας μεσήλικας με τακτοποιημενη φαινομενικά ζωή, μέχρι χθες ήσυχος κι απλός άνθρωπος, να στηριξει ολη του τη ζωή του σε μια χίμαιρα, οδηγούμενος στην καταστροφη;; Και από τι είδους σαδισμό εκκινείται ο ευεργετημενος νεαρός Ηλίας που πυροδοτεί την καταστροφή του ευεργέτη του; Αρκεί μία και μόνο εικόνα, μία προβολή, μια φαντασίωση για να στηθεί το οικοδόμημα ολοκληρης ζωης; Στο τέλος, ο Παπατακης δε λυπάται τους ήρωες του, όπως σε αρχαία ελληνική τραγωδία, η μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα θα είναι αναπόφευκτη. Η φαντασία έχει πάντα ακριβό τίμημα για τους θαρραλέους εραστές της, όσο και για τους υποδαυλιστές της. Ο ποιητής Γιάννης Κακουλιδης έγραψε τους υπέροχους στιχους του τραγουδιού της ταινίας που τραγουδησε η ξεχασμένη Έλια Φιλίππου σε μουσική του Χριστόδουλου Χάλαρη και που εξηγούν καλυτερα με τη θαυμαστή οικονομία και την ακριβή στόχευση του λαϊκού τραγουδιού και την ταινία και τη φωτογραφία:


Μη στέλνεις γράμμα και γραφή,
μη στέλνεις ταχυδρόμους
και μέσα στα μεσάνυχτα
με βγάζουνε στους δρόμους.

Μη γράφεις άλλα ψέματα,
μην κοροϊδεύεις άλλο,
μου είναι βαρύ, αβάσταχτο
και βάσανο μεγάλο.

Τι δυστυχία, με λένε Ευτυχία
και τη ζωή μου τη χαλώ
σε έναν κόσμο ψεύτικο
και μέσα σ’ ιστορίες για άγρια θηρία.

Μη στέλνεις άνθη και φοντάν
και χρυσαφείς καδένες,
σταμάτα πια τα κόλπα σου
κι οι πονηριές κομμένες.

Τα όνειρα σε σελοφάν
τα τύλιξες, αλήτη.
Με πρόδωσες, με πούλησες
και μου `κλεισες το σπίτι.



"Οι τοίχοι τέσσερις" - από την ποιητική συλλογή της Καίτης Δρόσου «Οι τοίχοι τέσσερις» (εκδ. Κείμενα, 1985).

 ...............................................................





Καίτη Δρόσου (1924 - 2016)





Οι τοίχοι τέσσερις


Την μακρινή σου χώρα
πάντα νοσταλγούσες
τις γλώσσες μπέρδευες
στα χείλη τα ξανθά
κι όπως με κοίταζες
σαν κάτι, δήθεν, να ρωτούσες
απορημένα πρόφερες
τη λέξη «ντα».

Ω , δέστε. Είναι νύχτα
θά ’ρθει
γι’ αυτό χαμογελάω
τα μουσκεμένα μου μαντήλια
τ’ αρμυρά
βαθιά τα κρύβω
από τα ξένα μάτια
τ’ άπληστα
τα ερευνητικά.


Δεν είμαι με καμιά αλυσίδα
εδώ δεμένη
μα τα μαντήλια τ’ αρμυρά
σηματοδείχτες
σε νότια παρισινά προάστια
τ’ αφήνω
να με σέρνουν σταθερά.

*
Φανερά, σε σπηλιά κρυφή
άσπρο μαύρο στο στήθος
μαύρο κι άσπρο στα σκέλια
σε σπηλιά κρυφή
στη σπηλιά σου
ξεδιψώ με τ’ αλάτι.



Δες, ο άνεμος βιάζεται
κουβαλώντας τη θάλασσα
σε πελώρια όστρακα.


Δες ξανά
πώς φυσά
η καμένη ανάσα.

Κάνε γρήγορα.
Τώρα.
Η κορφή τού βουνού χαμηλώνει
και η πέτρα
ένα κρακ
σπάει το δέντρο στα δυό
σ’ ένα.

Μη μιλήσει κανείς.
Μια θολή συννεφιά
με χωρίζει απ’ τον κόσμο.


*

Ανεβαίνω την rue Royale κ εκεί απέξω απ’ του Μαξίμ που πήγες να
δειπνήσεις σε βλέπω να με χαιρετάς μ’ ένα ποτήρι μπύρα.
Η μακριά μου φούστα μπλέχτηκε στα γόνατα, λίγο πιο πάνω από
τ’ αγαπημένο χέρι.
Εσύ μου τό ’μαθές Marcel το πισωγύρισμα και το προσπέρασμα
του χρόνου, μόνο που μέσα μου πνιγήκαν οι ασπραγκαθιές.
Εδώ στη χώρα σου εκτοξεύτηκα κυνηγημένη από τα τανκς.
Ο ύπνος μου συρματοπλέγματα, περίμενε ν’ ανέβω στη σοφίτα
μου και ν’ αραδιάσω λέξεις.
Λέξεις πληγές για έναν ποιητή, γυμνή καρδιά σε ρούσικη σημύδα.
Το καμπανάκι αντήχησε Marcel: Ύπνος, έρωτας, μνήμη.

Πόσες φορές γλυκά μιλούν
τα χείλη — κι ας μη λένε.
Πόσες φορές πικρά θρηνούν
τα μάτια — κι ας μην κλαίνε.
*
Χειμώνας, ο πατέρας σου
κι η Άνοιξη μητέρα,
γλυκιά του Μάρτη συννεφιά,
μελαχρινούλα μέρα.



Απόσπασμα από την ποιητική συλλογή της Καίτης Δρόσου* «Οι τοίχοι τέσσερις» (εκδ. Κείμενα, 1985).

*Σημείωση : Ελληνίδα ποιήτρια και δημοσιογράφος, σύζυγος του Άρη Αλεξάνδρου και επιστήθια φίλη του Γιάννη Ρίτσου.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/960

© SanSimera.gr

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Erik Satie - Gnossienne No.1 - Seth Ford-Young / Composed by Erik Satie - Arranged by Seth Ford-Young (youtube, 2015)

 ...............................................................



Erik Satie - Gnossienne No.1 - Seth Ford-Young

Composed by Erik Satie 
Arranged by Seth Ford-Young 

Evan Price (violin) 
Rob Reich (accordion) 
Jason Vanderford (guitar) 
Seth Ford-Young (bass)

Μια ανάγνωση ενός εμβληματικού τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 20.3.2020)

..............................................................


Μια ανάγνωση ενός εμβληματικού τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου

από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 20.3.2020)


 


Υπάρχει ένα τραγούδι του Νίκου Γκάτσου, που περιλήφθηκε στη Μυθολογία του Μάνου Χατζιδάκι, δίσκο του 1966. Τίτλος του είναι "Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος", και πρώτος ερμηνευτής του ήταν ο νεαρός τότε Γιώργος Ζωγράφος.* Ο Γκάτσος μέσα από ένα παραμύθι μάς αφηγείται τη ματωμένη ανθρώπινη ιστορία.

Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο
εκεί που ανθίζει η φοινικιά
δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο
δώρα κρατώντας και προικιά.
Ο ένας ήταν Ιρλανδός
ο άλλος ήταν Ιουδαίος...
 
Η πορεία μέσα στην έρημο είναι δύσκολη, όμως η ελπίδα δεν τους εγκαταλείπει:

Δίψα τους έκαιγε τα χείλη
μα πριν φωνάξουν τη βροχή
είδαν στην έρημο μια πύλη
που 'γραφε τέλος και αρχή.

 
Όταν διαβαίνουν όμως την πύλη, και ρωτούν πού πρέπει να πάνε, μαθαίνουν ότι έχουν φτάσει αργά:

Πέρασαν τα μεγάλα τείχη
και γύρω από την αγορά
κάποιον ρωτήσανε στην τύχη
πού είν' ο γάμος κι η χαρά.
Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια
τους έδειξε στο χώμα εμπρός
δυο πεθαμένα περιστέρια
που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός.
 
Οι μορφές που ο ποιητής επιλέγει δεν είναι τυχαίες. Λίγοι λαοί έχουν υποφέρει τόσο στην ιστορία τους όσο οι Ιρλανδοί και οι Ιουδαίοι. Κι αν η μοίρα του εβραϊσμού είναι μέσες άκρες γνωστή, η ιρλανδική ιστορία είναι πολύ λιγότερο. Δεν ξέρω πόσοι έχουν υπ’ όψιν τους την βάρβαρη και μακραίωνη αγγλική καταπίεση που υπέστησαν, την συστηματική, διά γραφειοκρατικών μεθόδων εντεταλμένων από το Λονδίνο, εξάλειψη της κέλτικης γλώσσας (ο "Ξεριζωμός" του Μπράιαν Φρίελ που παίχτηκε κι εδώ σε μας είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία), τον μεγάλο ιρλανδικό λιμό που, επίσης με την αγγλική συνέργεια, στα μέσα του 19ου αιώνα αποδεκάτισε τον πληθυσμό μειώνοντας τον στο μισό, από τα 9 εκατομμύρια που ήταν τότε, και από τον οποίο ακόμη και σήμερα η Ιρλανδία δεν έχει συνέλθει.
Στα 1966, που γράφει ο Γκάτσος, το Έιρε έχει αποκτήσει κοντά 40 χρόνια την ανεξαρτησία του, όμως στη Βόρεια Ιρλανδία όπου ο πληθυσμός είναι μεικτός, πιστοί καθολικοί οπαδοί της Ένωσης και προτεστάντες οπαδοί της παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο ακονίζουν τα νύχια τους, η κατάσταση σιγοβράζει. Θυμίζω ότι σιγοβράζει επίσης τότε το Κυπριακό, και στο ελληνικό αυτό νησί το αγγλικό διαίρει και βασίλευε έχει στρέψει τη μια ομάδα του πληθυσμού ενάντια στην άλλη.
Και είναι να ανατριχιάζει κανείς αναλογιζόμενος πόσο προφητικός αποδείχτηκε ο Γκάτσος. Μια χρονιά μετά, το 1967, η ιστορική μείζων Παλαιστίνη θα ζήσει τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1972 θα έχουμε την τρομοκρατική επίθεση κατά της ισραηλινής αποστολής στους ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου, το 1973 τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, και όλα τα άλλα που ακολούθησαν έκτοτε και είναι γνωστά.
Στην Βόρειο Ιρλανδία με την πορεία της 5ης Οκτωβρίου 1968 και τη "Μάχη του Μπογκσάιντ" του Αυγούστου του 1969 θα ξεκινήσει ένας κανονικός τριακονταετής πόλεμος, με κοντά 4.000 νεκρούς, που θα κορυφωθεί στη Ματωμένη Κυριακή του 1972 και στις απεργίες πείνας των εγκλείστων στις φυλακές της Θάτσερ το 1981, πόλεμος που μόλις στα 1998 θα σταματήσει (προσωρινά;) με την ειρηνευτική συμφωνία των δύο μερών.
Θα πει κανείς, υπάρχουν, μπορεί να τα βρει κανείς όλα αυτά σ’ ένα τραγούδι; Κι αυτά κι άλλα πολλά, θα έλεγα. Ας ακούσουμε ξανά τους σπουδαίους στίχους του Γκάτσου κι ας αναλογιστούμε όλους εκείνους που αυτήν εδώ τη στιγμή πορεύονται μέσ' απ' τις ερήμους - στο Κουρδιστάν, στην Κύπρο, στην Καταλωνία και όπου άλλου. Και που ρωτούν, πόσο συχνά μάταια, να μάθουν «πού είναι ο γάμος και η χαρά».


*Σημείωση, δική μου : Παιδί το τραγουδούσα αυτό το τραγούδι μόνο αφουγκραζόμενος τις εικόνες του. Μεγάλος ψυχανεμίστηκα το ιστορικό του νόημα. Προτιμώ τη λιγότερο "φωναχτή" και χαμηλόφωνη, ευαίσθητη ερμηνεία του Γιώργου Ρωμανού.

Σ όπως Σολωμός (Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ από την Κυριακή Σπανού) από την σκηνοθέτιδα και φίλη στο fb Κυριακή Σπανού (facebook, 20.3.2021)

 ..............................................................



Σ όπως Σολωμός  (Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ από την Κυριακή Σπανού)






από την σκηνοθέτιδα και φίλη στο fb Κυριακή Σπανού (facebook, 20.3.2021)


Διονὐσιος Σολωμός. Να πω την αμαρτία μου, αν δεν είχε υπάρξει αυτός ο ποιητής δε θάχα τρόπο να σχετιστώ με το 1821. Μπορεί η υπερβολική σχολειοποίηση αυτής της γιορτής, ίσως μια αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στο ρομαντισμό της Σφαγής της Χίου του Ντελακρουά και των ατσαλάκωτων φορεσιών των ηρώων όπως τις αποτύπωσαν οι ξένοι Περιηγητές από τη μια όχθη, και από την άλλη η απάντηση του Καραϊσκάκη στο Μουχτάρ Πασά… «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»… αυτό το αγεφύρωτο με γκρέμισε σ ένα φαράγγι απ΄ όπου εγκατέλειψα την προσπάθεια να σχετιστώ και αφέθηκα στα φωτογραφικά ενσταντανέ της φουστανέλας στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, που κι αυτή η σιωπή των Ευζώνων σοφά σκηνοθετημένη συμφωνούσε με τη δική μου σιωπή. Όσο πιο άπλυτες, αθυρόστομες ξεβράκωτες ευφυίες και γενναιότητες πολέμησαν στο τότε, τόσο λευκαντικό ξοδεύτηκε δύο αιώνες τώρα να λευκανθεί η εικόνα τους έως το αόρατο.
Και νάμαι σήμερα εδώ, να θέλω να γιορτάσω γιατί κι αν είναι έφηβο το κράτος το δικό μου ανάμεσα στα μεσήλικα της Ευρώπης, ακόμα κι αν δεν ξέρω προς τα πού φυσά η ενηλικίωσή του, θάθελα να γιορτάσω, αλλά φωνή δε βγαίνει. Κι αυτά τα ποιήματα των σχολικών γιορτών με τας φωτογραφίας τους, τί θλίψη, θάπρεπε να καταργηθούν και κάπου αλλού στα σκοτεινά, τρεμάμενη, σαν βρέφη ζωηρά ν’ αρχίσουν τα φωνήεντα να λάμπουν, σε σύμφωνα σκοντάφτοντας με πληγωμένα γόνατα και μύτες ανοιγμένες μπας και μπορέσω τα ψιθυρίσματα τα δύσκολα του Σολωμού ν΄ ακούσω, τη γέφυρα που έχτιζε δίφθογγο με το δίφθογγο να περπατήσω, αυτός ο ξένος σε πατρίδα αγαπημένη, αυτός ο απελπισμένος του φωτός, του έρωτα στραγγισμένο κορμί κι αξεδίψαστο, που έστησαν τα σπλάχνα του χορό σε τούτο τ΄ αλωνάκι… κι αυτό αρκεί για ν΄ αναπνέω σήμερα νέα αινίγματα της χώρας μου στον αιώνα τούτο.


Κυριακή Σπανού 19 Μαρτίου 2021
(Η εικόνα από χειρόγραφο του ποιητή)

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

«Μην πυροβολείτε τα δέντρα, παρακαλώ» διήγημα της Πατρίτσια Χάισμιθ (1921 – 1995) από τη συλλογή «Ιστορίες Μυστηρίου» (μτφ. Μαρία Σακκή, εκδ. «Ροές-αστυνομικό μυθιστόρημα», 2002)

 ...............................................................



        

           Πατρίτσια Χάισμιθ (1929 - 1995)


·       «Μην πυροβολείτε τα δέντρα, παρακαλώ» διήγημα της Πατρίτσια Χάισμιθ (1921 – 1995) από τη συλλογή «Ιστορίες Μυστηρίου» (μτφ. Μαρία Σακκή, εκδ. «Ροές-αστυνομικό μυθιστόρημα», 2002)

 

«Συζητούσαμε το θέμα της αποθήκευσης του νερού το καλοκαίρι!» φώναξε μια φωνή. «Κατ’ αρχήν, γενικά!»

   «Δεν τελειώσαμε το ψάρι!» είπε μια άλλη φωνή πιο δυνατά.

   «Ποιος προεδρεύει σήμερα;»

   «Και τα δέντρα…» Αυτή η φωνή έσβησε.

Η Έλσι Γκίφορντ χαμογέλασε, αναστέναξε, αλλά ενδιαφερόταν αρκετά για να σηκωθεί λίγο και να κοιτάξει πίσω της για να αναγνωρίσει, αν μπορούσε, αυτούς που φώναζαν. Είχε έρθει μόνο για ν’ ακούσει σήμερα, γιατί εκείνη δεν είχε κανένα πρόβλημα αυτή τη στιγμή.

   «Πανάθεμά σας όλοι σας!»

   Γέλια! Αυτή η φωνή ήταν σωστή καμπάνα.

   Η Έλσι γέλασε μαζί με τους άλλους. Θα είχε κάτι να πει στον Τζακ απόψε – αν και ο Τζακ θεωρούσε τους Πολίτες για Ζωή ηλίθια οργάνωση. Η Έλσι και ο Τζακ, όπως και οι περισσότεροι εκεί μέσα, ζούσαν σε μια προστατευμένη περιοχή που λεγόταν Ουράνιο Τόξο, αρκετά πιο νότια απ’ το Λος Άντζελες, ώστε να μην έχει νέφος. Το Λος Άντζελες είχε τώρα εγκαταλειφτεί τελείως από τους κατοίκους αλλά και τις βιομηχανίες, αν και πολύ φτωχοί ζούσαν ακόμη εκεί. Οι πλούσιοι έμεναν στις προστατευμένες περιοχές, μακριά απ’ τις μεγάλες πόλεις, όπως το Λος Άντζελες, το Ντητρόιτ και τη Φιλαδέλφεια. Τώρα οι μη προνομιούχοι, οι φτωχοί, αναγκάζονταν να μετακομίζουν ολοένα και πιο κοντά στις μεγάλες πόλεις γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Όλα είχαν γίνει τόσο τακτικά που κανείς δεν μπορούσε πια να πάει για κάμπινγκ, να παρκάρει κάπου ένα τροχόσπιτο ή να κοιμηθεί στο ύπαιθρο, μέσα στα δάση.

   «Τα δέντρα!» Η ίδια φωνή και πάλι. Την έκαναν όμως να πάψει.

   Τι ήταν αυτή η φήμη για τα δέντρα; Η Έλσι έσκυψε προς τη διπλανή της κυρία, που τη γνώριζε εξ όψεως αλλά δεν ήξερε τ’ όνομά της. «Τι είναι αυτή η ιστορία με τα δέντρα;»

   Αλλά τα λόγια της πνίγηκαν, καθώς οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο και μια χορωδία από διάφορες φωνές άρχισε να ουρλιάζει:

   «Ήρθαν οι Σαράντα-Εννιάρηδες!»

   Άλλα γέλια! Βογγητά. Μερικά Μπούου!

   Και χειροκροτήματα όμως.

   Η Έλσι ξαναχαμογέλασε, γιατί εδώ και ώρα σκεφτόταν πως αυτό χρειαζόταν η συνάντηση – τους Σαράντα-Εννιάρηδες. Ήταν μια ομάδα νεαρών (με μέσο όρο ηλικίας τα δεκαεννιά) που είχαν σαν έμβλημα ένα κλειστό κάρο και σαν σκοπό να κάνουν τη Δύση, και ιδιαίτερα την Καλιφόρνια ή τη Χρυσή Πύλη, τόσο ανόθευτη και παρθένα όσο ήταν το 1849, τη χρονιά της Χρυσής Εξόρμησης. Ο Τζακ τους κορόιδευε, γιατί, όπως έλεγε, οι άνθρωποι που είχαν έρθει εδώ για να βρουν χρυσό δεν ήταν και τόσο αγνοί και δεν χρησιμοποιούσαν κλειστά κάρα, παρά έρχονταν στην Καλιφόρνια με άλογα ή άμαξες. Αλλά είμαστε στο έτος 2049 και τα παιδιά είχαν αρπαχτεί από την ημερομηνία.

   Τώρα οι νέοι κατέβαιναν τον διάδρομο κρατώντας ένα πανό τρία μέτρα μακρύ, στερεωμένο σε δυο κοντάρια μ’ ένα κλειστό κάρο ζωγραφισμένο στη μέση και τις λέξεις: ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΤΗ ΔΥΣΗ ΧΡΥΣΗ!

   «Σταματήστε τις πυρηνικές δοκιμές! Σταματήστε τους πυρηνικούς αντιδραστήρες!»

   «Μπορείτε να τους σταματήσετε! Εσείς γυναίκες! Και άντρες!»

   «Πολλές από σας είσαστε παντρεμένες με άντρες που φτιάχνουν αυτά τα πυρηνικά!»

   «…που κλονίζουν τα θεμέλια των σπιτιών σας!» Μερικές κοριτσίστικες φωνές ξεχώριζαν απ’ τις άλλες.

   Οι Σαράντα-Εννιάρηδες ήταν πάντα καλά οργανωμένοι. Ήταν γύρω στους διακόσιους και αποτελούσαν μιαν ελίτ, με πολύ φινέτσα.

   «Προβλέπεται σεισμός! Προβλέπεται σεισμός!» τραγουδούσαν οι Σαράντα-Εννιάρηδες.

     Μερικοί πιο ηλικιωμένοι πολίτες είχαν σταυρώσει τα μπράτσα τους και χαμογελούσαν μ’ επιείκεια, αλλά μ’ ένα ύφος εγκατάλειψης. Η συνάντηση είχε πάρει τέλος. Οι Σαράντα-Εννιάρηδες έκαναν πέντε ως επτά λεπτά για να πουν τα συναισθήματά τους και μετά έφυγαν, αλλά πολλοί είχαν να πάνε πίσω στις δουλειές τους ή έπρεπε να γυρίσουν σπίτι τους, οπότε η συγκέντρωση θα διαλυόταν.

   «…ΚΑΤΑΡΓΗΣΤΕ ΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ!»

   Τι θα τους φώναζε άραγε ο Τζακ αν ήταν εδώ; αναρωτήθηκε η Έλσι. Ο Τζακ ήταν φυσικός και θεωρούσε την πυρηνική ενέργεια σαν το σπουδαιότερο πράγμα που ανακάλυψε ποτέ η ανθρωπότητα. Θα θύμιζε σίγουρα σ’ αυτά τα παιδιά πως οι επιστήμονες του Ουράνιου Τόξου είχαν εξαλείψει ένα φρικτό ολοκαύτωμα με την πυρηνική ενέργεια, χρησιμοποιώντας χημικά, σύμφωνα με τον νόμο. Πολλοί έφευγαν τώρα. Η Έλσι σηκώθηκε κι αυτή.

   «Δεν λένε μεγάλα λόγια;» είπε η Τζέην Νιούκομπ, μια ξανθιά γυναίκα στην ίδια ηλικία με την Έλσι, και γειτόνισσά της.

   «Ναι, αλλά έχουν καλές προθέσεις», είπε η Έλσι χαμογελώντας πλατιά. «Θες να σε πετάξω στο σπίτι σου, Τζέην;»

   «Όχι, ευχαριστώ, ήρθα με το δικό μου ελικόπτερο. Πώς πάνε όλα;»

   «Ω, όπως συνήθως. Μια χαρά», είπε η Έλσι.

   Η Έλσι μπήκε στο ελικόπτερό της και υψώθηκε αργά στον ουρανό. Με μάλλον μικρή ταχύτητα, έστριψε νότια προς το Ουράνιο Τόξο και πλανήθηκε σχεδόν αθόρυβα προς αυτό. Δεξιά κι αριστερά της μικρά κόκκινα και πράσινα φωτάκια άλλων ελικοπτέρων κυκλοφορούσαν σαν νωχελικές πεταλούδες, πηγαίνοντας προς εργαστήρια, εργοστάσια ή σπίτια. Στα δυτικά, δεξιά της, ήταν ο Ειρηνικός, μια σκοτεινή λωρίδα τώρα, πλαισιωμένος από μια λεπτή γραμμή φώτων που προσδιόριζαν τους σταθμούς ραντάρ, όλοι εφοδιασμένοι με λέιζερ, αν και από ψηλά τα φώτα έμοιαζαν μ’ ένα πεταμένο κολιέ από διαμάντια, ή σαν κάτι φυσικό, ένα μέρος της παραλίας. Έβλεπε ακόμη το μεγάλο ημικύκλιο από κόκκινα και πορτοκαλιά φώτα που καθόριζε τ’ ανατολικά σύνορα του Ουράνιου Τόξου κι έφτανε σχεδόν ως την ακτή. Τα δύο τόξα φωτός του Ουράνιου Τόξου ήταν μια καινούργια επινόηση με ακτίνες λέιζερ που μπορούσε να τεμαχίσει οτιδήποτε μεταλλικό πετούσε προς το Ουράνιο Τόξο με εχθρικές διαθέσεις. Η Έλσι κατέβαινε τώρα προς το σπίτι της. Το ελικόπτερό της, όπως τα περισσότερα οικιακά ελικόπτερα, πήγαινε με μάξιμουμ ταχύτητα εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Αυτά τα ελικόπτερα (τα δύο των παιδιών έπιαναν μόλις ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα) θεωρούνταν συντηρητικά και πατριωτικά, γιατί κατανάλωναν ελάχιστο χυμό και σχεδόν δεν έκαναν καθόλου θόρυβο. Η ¨Ελσι το είχε πολύ βολευτεί, αν και ο Τζακ γκρίνιαζε μερικές φορές για την περιορισμένη του ταχύτητα.

   Η Έλσι πέρασε ακριβώς πάνω απ’ το γκαράζ που διέθετε έναν ειδικό ανιχνευτή. Ένα νούμερο ήταν γραμμένο κάτω απ’ το ελικόπτερό της και η οροφή το αναγνώριζε αυτόματα και άνοιγε μόνο γι’ αυτό. Η Έλσι κατέβασε το ελικόπτερο, και το αυτόματο ραντάρ ανέλαβε την προσγείωση και το παρκάρισμα. Ο Τζακ δεν είχε γυρίσει ακόμη, αλλά τα αγόρια ήταν σπίτι, το κατάλαβε όταν είδε τα ελικόπτερά τους. Σήμερα ήταν η μέρα των σπορ και είχαν μείνει στο σχολείο ως τις πέντε.

   Μιας και ήταν περασμένες επτά, η Έλσι αποφάσισε να φάνε ένα έτοιμο δείπνο. Η μηχανή της είχε τριάντα έξι δείπνα και ήταν σχεδόν μισοάδεια. Παρήγγελνε συνήθως έναν ολόκληρο κύλινδρο, κατεψυγμένο αλλά με ατομική ηλεκτρονική απόψυξη και θέρμανση που ζέσταινε μόνο το φαγητό που διάλεγες. Υπήρχαν κύλινδροι με φαγητά με χορτοφάγους, για διαβητικούς, με λίγες θερμίδες, ό,τι ήθελες, αλλά η Έλσι προτιμούσε τον κύλινδρο με την ποικιλία που πρόσφερε τέσσερα κινέζικα φαγητά, τέσσερα μεξικάνικα, ελληνικά, ιταλικά και άλλα διάφορα.

 

«Υπό έλεγχο», είπε ο Τζακ Γκίφορντ μ’ ένα χαμόγελο, όταν η Έλσι τον ρώτησε για τον σεισμό και τις φήμες που κυκλοφορούσαν. «Ξέρουμε τα πάντα για το ελάττωμα του Σαν Αντρέας».

   Η Έλσι τού μίλησε για τη συνεδρίαση, αν και δεν είχε πολλά να πει μετά την αναγκαστική διακοπή λόγω της εμφάνισης των Σαράντα-Εννιάρηδων.

   Όταν άκουσε για τους Σαράντα-Εννιάρηδες, ο Ρίτσαρντ, ο γιος τους, ηλικίας δέκα χρόνων, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και πήγε και έφερε ένα κίτρινο αεροπλάνο φτιαγμένο από χαρτί. «Έριχναν αυτά σήμερα», είπε ο Ρίτσαρντ.

   «Α, ναι, ναι», είπε ο μικρότερος αδελφός του Τσαρλς. «Τα πετούσαν απ’ τα ελικόπτερα. Ένα σωρό».

   Η Έλσι ξεδίπλωσε το χαρτί και διάβασε:

   ΜΗΝΥΜΑ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΣΑΡΑΝΤΑ-ΕΝΝΙΑΡΗΔΕΣ:

                                      ΕΝΑΣ ΣΕΙΣΜΟΣ

             προμηνύεται – αλλά δεν θα το ακούσετε

                                   απ’ τις «Αρχές»!  

                                  ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

ΠΟΛΕΜΗΣΤΕ ΤΩΡΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ

                    ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΠΥΡΗΝΙΚΕΣ ΕΚΡΗΞΕΙΣ!

                                   Η ΓΗ ΣΑΣ ΤΡΕΜΕΙ!

              ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΑΙ!

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΑΘΑΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ.

                                     ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ!

ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ; ΕΛΑΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ

                                       ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΠΥΛΗ

                     ΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

                      ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ!

     ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΙΣ 11 Π.Μ. ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ

                                       ΧΡΥΣΗΣ ΠΥΛΗΣ

ή στείλτε μια δωρεά στους ΣΑΡΑΝΤΑ-ΕΝΝΙΑΡΗΔΕΣ

                   Θυρίδα 435 Λεωφ. Ήλεκτρον

       Νότιο Σαν. Φραν. Ή ΚΑΝΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ!

Ο Τζακ διάβασε κι αυτός το χαρτί. «Όλο ζητάνε λεφτά. Οι γονείς θα ‘πρεπε να κλείσουν αυτά τα παιδιά στα σπίτια τους. Νότιο Σαν. Φραν.! Τι θράσος!

   Η Έλσι θυμήθηκε τότε στα τέλη του τριάντα που είχαν βγει στον δρόμο εκείνη κι ο Τζακ και διαμαρτύρονταν – για τι; Δεν ήταν ακόμη παντρεμένη τότε. Η Έλσι ένιωθε κάποια συμπάθεια, κι έβλεπε με συναδελφικό βλέμμα αυτά τα παιδιά, μόνο που οι Σαράντα-Εννιάρηδες ήταν πολύ πιο μαχητικοί και οργανωμένοι απ’ ό,τι ήταν οι άλλες ομάδες στις οποίες ανήκαν κάποτε εκείνη κι ο Τζακ.

   «Τι είναι όμως όλα αυτά που λένε για τον σεισμό; Είναι ψέματα;» ρώτησε η Έλσι.

   Ο Τζακ άφησε τα πλαστικά ξυλάκια του – το φαγητό ήταν κινέζικο – και είπε: «Πρώτα απ’ όλα είναι ψέματα, γιατί ξέρουμε πολύ καλά πως δεν προβλέπεται σεισμός πριν από μερικά χρόνια. Δεύτερον, αν γινόταν, θα το ξέρουμε ώρες πριν και μπορούμε να τον ελέγξουμε βομβαρδίζοντας τα υπόγεια στρώματα. Σ’ το έχω ήδη εξηγήσει».

   Πράγματι ο Τζακ της το είχε εξηγήσει, η Έλσι το θυμόταν τώρα. Κοίταξε τους γιους της. Τ’ αγόρια άκουγαν με αδιάφορα χαμόγελα που η Έλσι σιχαινόταν, χαμόγελα που έλεγαν «Τίποτα δεν μπορεί να μας ξαφνιάσει, γιατί δεν μας νοιάζει, καταλάβατε;» Η Έλσι είχε δει τα ίδια χαμόγελα στα πρόσωπά τους όταν έβλεπαν τα πιο φρικιαστικά προγράμματα στην τηλεόραση – κι ακόμα όταν τους είχε αναγγείλει, πριν ένα χρόνο περίπου, πως ο παππούς και η γιαγιά τους, η μητέρα της και ο πατέρας της, είχαν σκοτωθεί σε μια σύγκρουση ελικοπτέρων, πάνω απ’ το Σάντα Φε. Είχε χαλάσει κάτι στο ραντάρ του άλλου ελικοπτέρου απ’ ό,τι είχε διαπιστωθεί μετά. Οι συγκρούσεις ελικοπτέρων ήταν αδύνατες εφόσον τα ραντάρ δούλευαν κανονικά, ακόμη κι αν κάποιο ελικόπτερο επεδίωκε να συγκρουστεί μ’ ένα άλλο. Αυτά τα χαμόγελα που έλεγαν «τα ξέρουμε όλα» και «τι μας νοιάζει;» προστάτευαν τον Ρίτσαρντ και τον Τσαρλς. Τέσσερα ή πέντε χρόνια πριν, όταν εκείνη κι ο Τζακ αντιμετώπισαν το σχεδόν συνηθισμένο πρόβλημα της άρνησης στο διάβασμα και της έλλειψης ενδιαφέροντος, ο ψυχίατρος είχε πει κάτι για απάθεια, εκτός από τον επιστημονικό όρο ημιαυτιστικό. Η Έλσι προτιμούσε τη λέξη απάθεια γιατί κατά τη γνώμη της ήταν πιο σωστή. Είχε καταφέρει να κάνει ένα χρόνο Ελληνικά στο πανεπιστήμιο, την τελευταία χρονιά που διδάσκονταν στην Αμερική, και θαύμαζε την ακρίβεια του ελληνικού λεξιλογίου. Η Έλσι μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού της πίεσε το βλέμμα της ν’ αποτραβηχτεί απ’ τα πρόσωπα των γιων της και είπε «Τι;» γιατί ο Τζακ εξακολουθούσε να μιλάει.

   «Αν δεν με προσέχεις γλυκιά μου – »

   «Όχι, σ’ άκουγα».

   «Ελευθερώσαμε τη Χρυσή Πύλη – και όλη την Αμερική, τον κόσμο όλο απ’ το φόβο των σεισμών. Αν οι μπάσταρδοι στην άλλη άκρη της γης, όπως η Ιταλία και η Ιαπωνία, είχαν αρκετό παραδάκι για ν’ αγοράσουν τον εξοπλισμό μας…»      

   Ναι, Τζακ. Η Έλσι όμως δεν το είπε. Όταν εκείνη κι ο Τζακ ήταν γύρω στα είκοσι ένα δεν μιλούσαν έτσι. Τότε ακόμα υπήρχε ελπίδα, μια πρόθεση να μοιραστούν τα πάντα με όλους. Τώρα η Αμερική ήταν χωρισμένη σε τέσσερις μεγάλες Πολιτείες, και η Χρυσή Πύλη ήταν η πιο πλούσια (όλη η περιοχή της Καλιφόρνια ως τον Καναδά) και δεν μοιραζόταν τίποτε με τους άλλους. Όλη η Δυτική Ακτή ήταν ένα μεγάλο κάστρο ενάντια στη Σινο-Ρωσία, μιας και η Ιαπωνία είχε γίνει προ πολλού αποικία της Σινο-Ρωσίας. Οι μεγάλες πόλεις είχαν γίνει φυλακές των φτωχών και των μαύρων, και η Νέα Υόρκη και το Σαν Φραντσίσκο ήταν κακές, βρόμικες λέξεις, όπως ήταν το Ντιτρόιτ και η Φιλαδέλφεια την εποχή της γιαγιάς της Έλσι.

   «Και τα δέντρα, Τζακ; Άκουσες τίποτα για τις αρρώστιες των δέντρων; Μιλούσαν σήμερα γι’ αυτές – όχι μόνο οι Σαράντα-Εννιάρηδες – »

   «Η Υπηρεσία Δασών δεν ανέφερε τίποτα, γλυκιά μου. Αυτά τα παιδιά πιπιλάνε την ίδια παλιά καραμέλα για την καταστροφή της φύσης και όλες αυτές τις αηδίες. Οι καιροί δεν άλλαξαν. Αν τα πυρηνικά και οι δοκιμές ήταν επικίνδυνα για μας, θα σταματάγαμε, έτσι δεν είναι; Έχουμε αποθέματα ενέργειας παντού». Ο Τζακ ανάδιδε εμπιστοσύνη, καθησύχαση. Ακόμα και τα μάγουλά του ήταν ρόδινα, σημάδι υγείας και ευεξίας. Οι επιστήμονες που δούλευαν στο ίδιο εργαστήριο με τον Τζακ έπαιζαν τένις ή κολυμπούσαν τρεις φορές την εβδομάδα στο γυμναστήριο του εργαστηρίου.

   Το άλλο πρωί – ένα όμορφο, ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη – η Έλσι αποφάσισε να πεταχτεί ως τη βιβλιοθήκη του Ουράνιου Τόξου που απείχε περίπου δώδεκα χιλιόμετρα απ’ το σπίτι της. Δεν είχε προλάβει να καθίσει στο ελικόπτερό της όταν είδε κι άλλα κίτρινα χαρτάκια να πλανιώνται στον ουρανό. Βγήκε και έπιασε ένα στον αέρα.

                  ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΒΓΑΖΟΥΝ ΦΟΥΣΚΑΛΕΣ ΤΩΡΑ…

                ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΜΕΝΩΝ ΧΥΜΩΝ!

                                        ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ;

   ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΣΑΣ! ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΗ ΓΗ!

                            ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΑΣ!

                       ΑΠΑΓΟΡΕΨΤΕ ΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΙΣ

                                       ΠΥΡΗΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ!

   Τα υπόλοιπα ήταν μια επανάληψη του μέρους και της ώρας της πορείας. Δηλητηριασμένοι χυμοί; Τι εννοούσαν; Η Έλσι ξαναμπήκε στο ελικόπτερό της.

   Δεν είχε κανένα λόγο να πάει στη βιβλιοθήκη, γιατί τα οπτικοακουστικά βιβλία παραγγέλνονταν τηλεφωνικώς και παραδίδονταν κατ’ οίκον με ελικόπτερα. Κάθε σπίτι στο Ουράνιο Τόξο είχε έναν ειδικό πύργο για τέτοιες παραδόσεις και παραλαβές, που κλείδωνε με ραντάρ. Η Έλσι όμως διασκέδαζε να χαζεύει τον μεγάλο φωτεινό πίνακα όπου γυρνούσαν οι καινούργιοι τίτλοι, της άρεσε να συναντάει φίλες της και να κουβεντιάζει μαζί τους ή να πίνει καφέ στην καφετέρια της βιβλιοθήκης. Το κτίριο ήταν ένα πελώριο μοβ κατασκεύασμα σε σχήμα RL, αλλά ενωμένο, και διακρινόταν καθαρά από ψηλά. Η Έλσι επέστρεψε δυο κυλίνδρους και πήρε τρεις καινούργιους, μια σύγχρονη νουβέλα, τα άπαντα του Γ.Σ. Έλιοτ, που συμπεριλάμβαναν και τα δοκίμιά του, και μια καινούργια προσφορά που ήταν πολύ τυχερή που τη βρήκε – καινούργια, σύγχρονα κινέζικα και ρωσικά ποιήματα. Η Έλσι τα άκουγε όταν συγύριζε το σπίτι ή δούλευε στον κήπο. Ο κάθε κύλινδρος διαρκούσε οκτώ ώρες. Ο ίδιος κύλινδρος έμπαινε και στην τηλεόραση και μπορούσε κανείς να δει τον ομιλητή και διάφορες σκηνές σχετικές με το κείμενο. Το πλεονέκτημα ήταν, κατά τη γνώμη της Έλσι, πως οι κύλινδροι περιείχαν πάντα ατόφιο το κείμενο των πρωτοτύπων. Τώρα θεωρούντο κλασικοί και ξεπερασμένοι. 

   «Ευχαριστώ, Γκβυν», είπε η Έλσι στη γυναίκα που καθόταν πίσω από το γραφείο, μ’ όλο που η Έλσι είχε πάρει τους κυλίνδρους πατώντας μόνη της τα σχετικά κουμπιά. «Ησυχία έχετε σήμερα το πρωί». Η Έλσι δεν είχε συναντήσει κανέναν γνωστό, ή τουλάχιστον κανέναν που να ήξερε αρκετά καλά ώστε να πιει καφέ μαζί του.

   «Ναι», είπε η Γκβυν. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα που λάτρευε τα σπορ και την υγιεινή διατροφή.

   Ήταν ασυνήθιστο να μη χαμογελάει η Γκβυν και γι’ αυτό η Έλσι ρώτησε: «Σου συμβαίνει τίποτα;»

   Η Γκβυν έδειξε κάποια αμηχανία για μια στιγμή, αλλά μετά κούνησε το κεφάλι της και είπε: «Όχι, τίποτα. Όλα είναι εντάξει, υπό έλεγχο».

   Η Έλσι σκέφτηκε πως ίσως είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο στην οικογένεια της Γκβυν – ίσως κάποιος θάνατος. Κάποιος συγγενής ίσως, γιατί η Γκβυν δεν ήταν παντρεμένη. Η Έλσι βγήκε έξω για να μπει στο ελικόπτερό της. Κόντευε να φτάσει σ’ αυτό όταν πήρε το μάτι της μια κηλίδα στον κορμό ενός δέντρου, ακριβώς στο ύψος των ματιών της. Ήταν σαν παράξενο μανιτάρι, λίγο εξογκωμένο. Ένας άσπρος δίσκος και στη μέση ρόδιζε λίγο. Σαν γυναικείο στήθος, σκέφτηκε η Έλσι κι έβαλε τα γέλια. Γύρισε προς το ελικόπτερό της και τότε είδε ένα πιο μεγάλο κύκλο σ’ ένα άλλο μεγαλύτερο δέντρο. Μύκητας. Αυτό εννοούσαν οι Σαράντα-Εννιάρηδες όταν μιλούσαν για την αρρώστια των δέντρων. Δεν φαινόταν σοβαρό. Το Ουράνιο Τόξο είχε καταπολεμήσει πολλές φορές τέτοιους μύκητες, και μερικούς χειρότερους απ’ αυτούς.

   Παρ’ όλ’ αυτά, η Έλσι ένιωθε κάπως ταραγμένη και, όταν γύρισε σπίτι της άνοιξε την τηλεόραση για ν’ ακούσει τα νέα. Ήταν συνηθισμένα και καθησυχαστικά. Η Έλσι ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει στον προμηθευτή των δείπνων για να παραγγείλει φαγητά, όταν ο εκφωνητής των ειδήσεων, μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο, είπε: «Και τώρα μια έκτακτη ανακοίνωση. Παρακαλούμε μην αγγίζετε τα δέντρα σας για κανένα λόγο μέχρι νεωτέρας ανακοινώσεως. Αυτά τα παράξενα εξογκώματα δεν είναι επικίνδυνα, αλλά μπορούν να εξαπλωθούν, και μερικά παιδιά τα πυροβολούν με αεροβόλα ή τα σκαλίζουν για να διασκεδάσουν. Η Δασική Υπηρεσία τα φροντίζει ήδη, επομένως δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε. Η Δασική θα περάσει απ’ το σπίτι σας τις επόμενες σαράντα οκτώ ώρες. Αλλά μην αφήνετε τα παιδιά να τ’ αγγίζουν. Εντάξει;» Πλατύ χαμόγελο.

   Της Έλσι δεν της άρεσαν καθόλου αυτά που άκουσε. Αυτός ήταν ο τοπικός σταθμός του Ουράνιου Τόξου. Πήρε στο τηλέφωνο τον Τζακ, κάτι που έκανε σπάνια τις ώρες εργασίας.

   «Ω, ξέχασέ το, γλυκιά μου! Δεν έχουν τίποτ’ άλλο να πούνε στα νέα και ασχολούνται με τα δέντρα!» Η φωνή του Τζακ ήταν ήρεμη όπως πάντα.

   Αλλά όταν η Έλσι κοίταξε τον κύλινδρο με τα δείπνα, που τον είχαν εγκαταστήσει γύρω στις τρεις το απόγευμα, παρατήρησε πως το ψυγείο είχε γυρίσει απότομα απ’ τη  πυρηνική ενέργεια στην μπαταρία. Πράγμα που σήμαινε ότι κάτι είχε συμβεί.

   Η Έλσι πήγε αμέσως και πήρε τηλέφωνο την Τζεήν Νιούκομπ.

   «Δεν τ’ άκουσες;» είπε η Τζέην. «Ίσως επειδή ο Τζακ δουλεύει στ’ απόρρητα και δεν μπορεί να μιλήσει. Τα δέντρα  ρίχνουν εύφλεκτο χυμό, Έλσι. Κάτι σαν φώσφορο ή ναπάλμ. Το θυμάσαι το ναπάλμ;»

   Η Έλσι το θυμόταν. «Τι εννοείς «ρίχνουν»;»

   «Αυτά τα μανιτάρια εκρήγνυνται. Δεν είναι μύκητες. Μοιάζουν περισσότερο με καρκινώματα. Όλοι το ξέρουν εδώ και τουλάχιστον – από σήμερα το πρωί, νωρίς. Τα παιδιά δεν πρέπει να τα σκαλίζουν, πες το στ’ αγόρια σου».

   «Μα είναι αρρώστια των δέντρων, έτσι δεν είναι;»

   «Δεν ξέρω. Ποιο το όφελος να της δώσουμε όνομα; Όπως λες κι εσύ, Έλσι, μήπως έτσι καλυτερεύουν τα πράγματα;» Η Τζέην προσπάθησε να γελάσει. «Αν έχουν και τα δικά σου δέντρα τέτοια, μην πας πολύ κοντά, γιατί σκάνε».

   «Σαν όπλα;»

   «Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Μόλις ήρθε ο Τόμι και θέλω να βεβαιωθώ πως έχει ενημερωθεί. Εντάξει;»

   Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, η Έλσι βγήκε απ’ την πίσω πόρτα του σπιτιού, διέσχισε το γκαράζ και πήγε στην αυλή της. Λάτρευε κυριολεκτικά τις λεύκες της, τη νεαρή βαλανιδιά, τους φοίνικες, τα δυο δέντρα του ανανά. Η Έλσι φρόντιζε μόνη της τον κήπο της, κλάδευε τις τριανταφυλλιές, περιποιόταν τα πάντα. Του Τζακ δεν του άρεσε η κηπουρική. Προχώρησε πάνω στο χαλικόστρωτο δρομάκι ως την καγκελένια εξώπορτα, όπου στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας μέσα απ’ τον φράχτη την έκταση γης με το ελαφρό κίτρινο αλλά εύφορο χώμα, τα διάφορα πράσινα των δέντρων. Όλα φαίνονταν υγιή. Όμορφα. Τουλάχιστον στο μάτι.

   Γύρισε για να ξαναμπεί στο σπίτι. Και τον είδε τον μικρό άσπρο κύκλο στον κορμό της βαλανιδιάς. Ένα χέρι έσφιξε την καρδιά της σαν να είχε δει μια πληγή στο σώμα ενός απ’ τα παιδιά της. Ο άσπρος κύκλος την κοίταζε στα μάτια σαν να την κατηγορούσε. Είχε μόλις έξι πόντους διάμετρο, ήταν μικρότερος απ’ τους άλλους δύο που είχε δει στον κήπο της βιβλιοθήκης, αλλά ήταν ίδιος, διέκρινε μάλιστα το αχνό ροζ στη μέση του.

   Ένας πυροβολισμός την έκανε ν’ αναπηδήσει και τότε κατάλαβε πόσο εκνευρισμένη ήταν. Οι πιο κοντινοί της γείτονες, οι Όσμπουρν, έκαναν εξάσκηση μερικές φορές, πυροβολώντας πήλινα περιστέρια. Το κυνήγι απαγορευόταν στο Ουράνιο Τόξο. Άκουσε άλλους δύο πυροβολισμούς, που όμως έρχονταν από άλλη κατεύθυνση, από πιο μακριά.

   Χτυπούσε το τηλέφωνο. Η Έλσι έτρεξε να το πιάσει.

   «Είμαι η Έλεν Λάντλοου απ’ τη Ακαδημία», είπε μια ευχάριστη γυναικεία φωνή. «Είσαστε η κυρία Γκίφορντ;… Σας τηλεφωνώ για να σας πω πως ο Ρίτσαρντ είχε ένα μικρό ατύχημα. Όχι, τίποτα το σοβαρό, αλλά θα τον φέρουμε εμείς σπίτι και ίσως αργήσει λίγο γιατί του δίνουμε τις πρώτες βοήθειες. Κάποιος θα φέρει το ελικόπτερό του για να το έχει σπίτι. Ο αδελφός του Τσαρλς είναι καλά».

   Η Έλσι ρώτησε αν το ατύχημα είχε κάποια σχέση με τα δέντρα, αλλά στο μεταξύ η γραμμή είχε βουβαθεί. Η μις Λάντλοου δίδασκε ιστορία, αν θυμόταν καλά η Έλσι.

   Τώρα ακούγονταν περισσότεροι πυροβολισμοί, μερικοί τόσο μακριά που μόλις και έφταναν στ’ αυτιά της. Βγήκε ξανά έξω για να δει την κηλίδα πάνω στη βαλανιδιά. Της φάνηκε πως είχε μεγαλώσει αισθητά τα τελευταία πέντε λεπτά. Το εξωτερικό περίγραμμα ήταν ζαρωμένο σαν δέρμα που είχε μουλιάσει στο νερό. Έμοιαζε να πάλλεται καθώς το πλησίαζε. Ή μήπως το φανταζόταν;

   Αποφάσισε να τηλεφωνήσει στη Δασική Υπηρεσία.

   Βούιζε συνέχεια. Αν έπαιρνε το Νοσοκομείο; Όχι, θα της έλεγαν αοριστίες αυτοί. Την αστυνομία; Προφανώς θα της έλεγαν πως το θέμα αφορούσε τη Δασική Υπηρεσία. Η Έλσι άνοιξε την τηλεόραση. Έπιασε μια συναυλία του Μότσαρτ, σ’ ένα άλλο κανάλι ένα μάθημα ισπανικών, μετά ένα πρόγραμμα γυμναστικής, ένα μάθημα μαγειρικής, και τελικά συνήλθε και πάτησε το Κανάλι 30 που μετέδιδε ειδήσεις όλο το εικοσιτετράωρο. Ο εκφωνητής μιλούσε για την επίσκεψη του Προέδρου στην πρωτεύουσα κάποιας χώρας της Άπω Ανατολής, λες κι ενδιαφερόταν κανείς γι’ αυτό.

   Η Έλσι ένιωσε να υποκύπτει στον πανικό.

   Άρπαξε ένα τζάκετ και πήγε στο ελικόπτερό της. Τουλάχιστον από ψηλά θα μπορούσε να δει καλύτερα τι συνέβαινε.

   Οι σποραδικοί πυροβολισμοί συνεχίζονταν.

      Η Έλσι πήρε την ίδια κατεύθυνση που είχε πάρει και το πρωί, προς το κέντρο του Ουράνιου Τόξου, το Φόρουμ, όπου βρίσκονταν η Βιβλιοθήκη, το Νοσοκομείο, το Δημαρχείο και η Αίθουσα Συναυλιών. Τώρα παρατήρησε πως στους δρόμους κινούνταν περισσότερα αυτοκίνητα απ’ όσα συνήθως και όλα πήγαιναν προς τ’ ανατολικά σύνορα του Ουράνιου Τόξου. Ήταν μικρά αλλά χωρούσαν περισσότερα πράγματα απ’ όσα τα ελικόπτερα. Είχαν θέσεις μόνο για δύο επιβάτες, αλλά πίσω υπήρχε αρκετός χώρος για βαλίτσες και χαρτόκουτα, αν μετακόμιζε κανείς. Η Έλσι πέταξε πιο χαμηλά καθώς πλησίαζε σ’ ένα σύδεντρο. Είδε άντρες με καραμπίνες. Μερικοί γελούσαν, γέρνοντας πίσω το κεφάλι τους, αλλά δεν μπορούσε ν’ ακούσει τι έλεγαν.

   «Έι! Μην έρχεστε τόσο κοντά!» της φώναξε ένας απ’ τους άντρες κουνώντας τα χέρια του.

   «Δονήσεις! Κρατηθείτε μακριά!» φώναξε ένας άλλος. «Κι εσύ πάψε!» είπε ο πρώτος.

   Η Έλσι είδε δυο δέντρα, κι αμέσως μετά ένα τρίτο να μαραίνονται απότομα και να καταρρέουν – σε κλάσματα του δευτερολέπτου!

   Κι άλλοι πυροβολισμοί.

   Δυο άσπρα ασθενοφόρα εμφανίστηκαν τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προς την περιοχή με τα δέντρα. Η Έλσι σταμάτησε και περίμενε να δει τι γινόταν. Βρισκόταν τώρα πάνω από ένα άλλο σημείο του πάρκου, κοντά στην Αίθουσα Συναυλιών.

   «Απομακρυνθείτε, παρακαλώ!» της φώναξε ένας μεσόκοπος άντρας από κάτω κουνώντας της ένα μπαστούνι. «Κραδασμοί!» Φορούσε την πράσινη στολή της Δασικής Υπηρεσίας.

   Τότε η Έλσι είδε έναν άσπρο πίδακα να ξεπετάγεται απ’ το πουθενά και να χτυπάει τον άντρα στο πρόσωπο. Ο άντρας ούρλιαξε κι έπεσε χάμω με το πρόσωπο μέσα στα χέρια του.

   Χωρίς να σκεφτεί καν, η Έλσι άρχισε να κατεβαίνει. Ο άντρας είχε πέσει σ’ ένα ξέφωτο και είχε αρκετό χώρο για να προσγειωθεί κοντά του. Βγήκε απ’ το ελικόπτερο κι έτρεξε προς το μέρος του. Άκουγε τώρα τα βογγητά του.

   «Είσαστε – ». Η Έλσι σταμάτησε γεμάτη φρίκη. Το πρόσωπο του άντρα καιγόταν. Ατμός υψωνόταν, και η μυρωδιά της καμένης σάρκας χτύπησε τα ρουθούνια της ανακατεμένη με μια μυρωδιά ρητίνης. Τράβηξε ενστικτωδώς τα χέρια του άντρα για να δει το πρόσωπό του καλύτερα και είδε πως κι αυτά καίγονταν. «Μπορείτε να περπατήσετε ως το ελικόπτερο;» Η Έλσι κοίταξε γύρω της σαν τρελή, γιατί ο άντρας δεν φαινόταν να μπορεί να σηκωθεί και δεν ήταν καθόλου σίγουρη πως μπορούσε μόνη της χωρίς βοήθεια να τον μεταφέρει ως το ελικόπτερο για να τον πάει στο νοσοκομείο που ήταν ένα χιλιόμετρο μακριά. Αυτό είχε συμβεί και στον Ρίτσαρντ;

   Έπιασε τον άντρα απ’ τις μασχάλες και άρχισε να τον σέρνει προς το ελικόπτερο, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως είχε λιποθυμήσει. Όχι, είχε πεθάνει. Τα μάτια του, ορθάνοιχτα, είχαν γυρίσει και ήταν ροζ-άσπρα εκτός από ένα μικρό γκρίζο μισοφέγγαρο. Ήταν πεθαμένος; Η Έλσι έσκυψε και έπιασε τον σφυγμό του.

   «Φύγετε από δω, είναι επικίνδυνη αυτή η περιοχή!» της φώναξε ένας ψηλός άντρας ντυμένος στα πράσινα, πιο νέος, πιο έξαλλος, που βαστούσε μια καραμπίνα στο χέρι.

   «Μα τι συμβαίνει;»

   «Πυροβολούμε τα δέντρα και κανείς δεν ξέρει από ποια μεριά θα εκραγούν! Απογειωθείτε κυρία!»

   Η Έλσι έριξε μια ματιά γύρω της, είδε αρκετά δέντρα να μαραίνονται, άκουσε κι άλλους πυροβολισμούς και μετά έτρεξε προς το ελικόπτερό της. Της φάνηκε πως το έδαφος έτρεμε κάτω απ’ τα πόδια της, αλλά έδιωξε αυτή τη σκέψη. Είχε μόλις δει έναν άντρα να πεθαίνει. Γιατί να μην νομίζει πως έτρεμε το έδαφος; Καθώς έβαζε μπροστά το ελικόπτερό της, είδε τον νεαρό να πυροβολεί ένα δέντρο και μετά να πέφτει χάμω να προφυλαχτεί, σαν να είχε κάνει μ’ έναν ζωντανό εχθρό, και η Έλσι είδε πάλι τον άσπρο πίδακα να ξεπετάγεται απ’ το δέντρο.

   Το ελικόπτερο υψώθηκε αργά και η Έλσι κοίταζε σαν υπνωτισμένη το σκηνικό κάτω. Απ’ το σύδεντρο, πέντε ή έξι λεπτές στήλες καπνού  υψώνονταν προς τον ουρανό. Οι φωτιές θα μπορούσαν εύκολα να ξεφύγουν απ’ τον έλεγχο, σκέφτηκε. Είδε έναν άντρα της Δασικής με μια καραμπίνα στο χέρι να σέρνεται προσεκτικά ανάμεσα στα δέντρα που κάπνιζαν, ψάχνοντας για έναν άλλο στόχο. Ένας πίδακας τον χτύπησε στο στήθος, τον έκανε να πέσει στο πλάι, και η Έλσι τον είδε να σκίζει το πουκάμισό του, είδε καπνό να βγαίνει απ’ το ύφασμα της στολής του και μετά αναγκάστηκε να στρέψει το βλέμμα της στον πίνακα ελέγχου του ελικοπτέρου. Άρχισε να πετάει προς το σπίτι της με το μάξιμουμ της ταχύτητάς της.

   Η επιφάνεια της πισίνας τους κυμάτιζε σαν να είχε σηκωθεί δυνατός άνεμος, κι όμως δεν φυσούσε καθόλου. Να ξανατηλεφωνήσω στον Τζακ, σκέφτηκε η Έλσι. Αλλά όταν σήκωσε το ακουστικό έπιασε τον εαυτό της να σχηματίζει τον αριθμό της Τζέην Νιούκομπ.

   Δεν πήρε απάντηση, μ’ όλο που τ’ άφησε να χτυπήσει δέκα φορές. Ίσως η Τζέην είχε βγει για ψώνια. Αλλά ένα δυνατό προαίσθημα της έλεγε πως η Νιούκομπ είχε φύγει. Η τετραμελής οικογένειά τους ίσως ήταν μέσα σε τέσσερα απ’ τ’ αυτοκίνητα που η Έλσι είχε να δει να τρέχουν στον αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση τα σύνορα του Ουράνιου Τόξου.

   Ετοιμαζόταν να γυρίσει την τηλεόραση στο Κανάλι 30, όταν άκουσε το κουδούνι που την ειδοποιούσε ότι ένα ελικόπτερο ζητούσε να προσγειωθεί. Ήταν ένα φιλικό σήμα. Προφανώς ήταν ο Ρίτσαρντ και ο Τσαρλς που γύριζαν.            

   Ένας ταραγμένος νεαρός ντυμένος στ’ άσπρα βγήκε απ’ το μεγάλο ελικόπτερο του νοσοκομείου. Τα ελικόπτερα των δύο παιδιών προσγειώνονταν στο γκαράζ. Ο Ρίτσαρντ ήταν μαζί με τον νεαρό με τ’ άσπρα και στο κεφάλι του είχε έναν επίδεσμο, αλλά περπατούσε κανονικά και φαινόταν καλά.

   «Δεν είναι τίποτα, κυρία Γκίφορντ. Ένα μικρό κάψιμο. Το δέσαμε για να είμαστε σίγουροι – αντισηπτικά και τέτοια, ξέρετε. Μπορείτε να βγάλετε τον επίδεσμο αύριο. Κατά πάσα πιθανότητα θα είναι καλύτερα να παίρνει αέρα».

   «Τι συνέβη; - Δεν μπορείτε να μου πείτε;» πρόσθεσε βλέποντας τον νεαρό να τρέχει πίσω στο ελικόπτερό του, ενώ ο συνάδελφός του έβγαινε κι αυτός τρέχοντας απ’ το γκαράζ για να τον συναντήσει.

   «Έχουμε δουλειά, κυρία! Το παιδί σας είναι εντάξει!»

   Πράγματι ο Ρίτσαρντ και ο Τσαρλς είχαν τα συνηθισμένα τους χαμόγελα. Η Έλσι συνήλθε κάπως και είπε, «Ελάτε μέσα, για τ’ όνομα του Θεού! Τι συνέβη, Ρίτσαρντ;»

   «Σκάλισε μια φουσκάλα σ’ ένα δέντρο», είπε ο Τσαρλς. «Με το μπαστούνι του μπέιζμπολ. Την ώρα της γυμναστικής. Αν και μας είχαν πει να μην αγγίζουμε τα δέντρα». Το αχνό χαμόγελο του Τσαρλς πρόδινε ήρεμη διασκέδαση.

   «Εγώ έσκυψα, αλλά το παιδί πίσω μου – » Ο Ρίτσαρντ έκανε μια εύγλωττη κίνηση με τα χέρια του. «Τον βρήκε στο πρόσωπο, κατάφατσα. Πέθανε. Ήταν σαν κι αυτές τις ταινίες που βλέπουμε στην τηλεόραση».

   «Ποιο παιδί;» ρώτησε η Έλσι.

   «Κλείνουν όλα τα σχολεία!» είπε ο Τσαρλ. «Έκλεισαν απ’ το μεσημέρι! Αυτό το πράγμα που βγάζουν τα δέντρα είναι υγρή φωτιά! Έπρεπε να το δεις, μαμά!»

   Ο Ρίτσαρντ συνέχισε να χαμογελάει.

   «Σε πονάει, Ρίτσαρντ;» ρώτησε η Έλσι.

   «Κανονικά θα ‘πρεπε να πονάει, αλλά μου έβαλαν κάτι για να μην πονάει».

   «Τα δέντρα γαργαλάνε τη γη», είπε ο Τσαρλς. «Ο χυμός γαργαλάει τις ρίζες κι ένας απ’ τους τύπους είπε πως θα έχουμε τον μεγαλύτερο σεισμό που έγινε ποτέ». Παρά τον ενθουσιασμό της φωνής του, ο Τσαρλς εξακολουθούσε να χαμογελάει άχρωμα κι αδιάφορα και τα βλέφαρά του έπεσαν νυσταγμένα και μισόκρυψαν τα ανέκφραστα μάτια του.

   Η Έλσι αναρωτήθηκε μήπως τα μισά απ’ αυτά δεν ήταν παρά της φαντασίας τους. «Ποιος το είπε αυτό;»

   «Κοίτα τον πίνακα!» φώναξε γελώντας ο Ρίτσαρντ.

   Ο πιο βαρύς πίνακας μέσα στο σαλόνι είχε στραβώσει, σάμπως να είχε κουνηθεί ο τοίχος. Τώρα ακούστηκε ένας θόρυβος σπασμένων γυαλικών απ’ την κουζίνα και η Έλσι πήγε να δει τι είχε γίνει. Μια γυάλινη γαβάθα με πορτοκάλια και μήλα είχε χοροπηδήσει και είχε πέσει απ’ το τραπέζι. Όλα τα γυαλικά κουνιόνταν και μερικά τσούγκριζαν αναμεταξύ τους βγάζοντας μια παράξενη, παράφωνη μουσική. Η Έλσι τα έσπρωξε προς τα πίσω, και βαθιά μέσα στα ντουλάπια, ξέροντας πόσο ανώφελη ήταν αυτή της η κίνηση.

   «Έι, ήρθε ο μπαμπάς!» φώναξε ο Τσαρλς.

   Ο Τζακ είχε μπει στο σαλόνι, κατάχλομος, αλλά με το συνηθισμένο του χαμόγελο στα χείλη – ή σχεδόν.

   «Τζακ – » άρχισε να λέει η Έλσι.

   «Το ονομάζουν διαταραχή των χυμών στις ρίζες των δέντρων, γλυκιά μου», είπε ο Τζακ με την ήρεμη βαθιά φωνή του. «Προσπαθούμε να το εξουδετερώσουμε, μην ανησυχείς λοιπόν»

   «Το ξέρεις ότι έχουμε γυρίσει στις μπαταρίες απ’ το πρωί;» ρώτησε η Έλσι. Εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα μακρινό μπουμ και το σπίτι τραντάχτηκε αμέσως μετά. Αυτό ήταν σίγουρα υπόγεια έκρηξη. Σκριιτς πίσω της: το βαρύ κάδρο είχε πέσει με το καρφί που το στερέωνε στον τοίχο.

   «Το ξέρω», είπε ο Τζακ. «Δεν σ’ το είπα, δεν το βρήκα σημαντικό. Ένα απλό μέτρο ασφαλείας. Είχαμε μόνο μια βδομάδα στη διάθεσή μας για να εξετάσουμε αυτό το σύνδρομο των δέντρων – δεν ήταν αρκετή. Είναι αλλόκοτο. Τέλος πάντων – δεν θέλαμε να πανικοβάλουμε το κοινό, μιλώντας γι’ αυτό».

   «Κι εγώ – είμαι το κοινό;»

   «Γλυκιά μου, κάνουμε ό,τι χρειάζεται. Έχε μου εμπιστοσύνη, έχε μας εμπιστοσύνη. Το Σαν Αντρέας δεν κλοτσάει ακόμα, καθόλου. Μόνο τα δέντρα. Ανώμαλη περίπτωση. Είναι δύσκολο να την εξολοθρέψουμε με βόμβες. Κάνουμε πάντως ό,τι μπορούμε!» Ο Τζακ κοίταξε τώρα τους γιους του σαν να τους έβλεπε μόλις και σαν να τον ενοχλούσε η παρουσία τους.

   «Έι, Ρίτσι – »

   «Ναι», είπε η Έλσι. «Πείραξε ένα δέντρο. Ε – » Ξαφνικά η Έλσι συνειδητοποίησε πως ο Τζακ ήταν σε κατάσταση σοκ, σαν να είχε πέσει σε κατάσταση ύπνωσης. Δεν είχε παρατηρήσει τον επίδεσμο του Ρίτσαρντ ως τώρα – και τώρα κοίταζε τον Ρίτσαρντ με μάτια το ίδιο άδεια και θολά σαν του παιδιού. «Μήπως πρέπει να φύγουμε, Τζακ; Όλοι φεύγουν, έτσι δεν είναι; Οι Νιούκομπ έφυγαν!»

   Η ερώτηση δεν έβγαλε τον Τζακ απ’ την κατάσταση ύπνωσης, αλλά μίλησε. Είπε πως βομβαρδίζουν περιφερειακά για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, και γιατί δεν κάθονται όλοι να πιουν καφέ ή μια ζεστή σοκολάτα; Άλλος ένας θόρυβος ήρθε απ’ την κουζίνα, αλλά η Έλσι δεν έδωσε σημασία. Είχε αρπαχτεί απ’ τα λόγια του άντρα της προσπαθώντας ν’ αντλήσει απ’ αυτά κάποια παρηγοριά, κάποια πληροφορία.

   «Κι αν ο βομβαρδισμός ενεργοποιήσει περισσότερο τους χυμούς – και το Σαν Αντρέας;»

   Τ’ αγόρια, που πηδούσαν μέσα στο σαλόνι, γελούσαν και τσίριζαν βλέποντας τα έπιπλα να τρέμουν και να  κουνιούνται.

   «Τα πυροβολούμε και μαραίνονται», είπε ο Τζακ. «Φοράμε φόρμες από άσβεστο. Αυτό είναι άσβεστος, το βλέπεις;» Έβαλε την κουκούλα που κρεμόταν στην πλάτη του και κοίταξε την Έλσι μέσα απ’ το διαφανές υλικό. «Κανονικά έπρεπε να είμαι εκεί έξω και να πολεμάω μαζί με τους άλλους. Πρέπει να πηγαίνω. Ήρθα όμως πρώτα απ’ το σπίτι για να δω τι κάνετε. Πρώτα απ’ όλα, έλα να κατεβάσουμε ό,τι μπορεί να πέσει. Δεν θέλω να φύγω απ’ το όμορφο σπίτι μας, εσύ θες;»

   Ανέβηκαν όλοι στο επάνω πάτωμα. Όλα τα κάδρα ήταν στραβά, αλλά το χειρότερο ήταν πως είχε σαπίσει ένας σωλήνας και έτρεχε καυτό νερό μέσα στην μπανιέρα. Η Έλσι παραπάτησε καθώς το σπίτι κουνήθηκε βίαια κάτω απ’ τα πόδια της.

   Κρακ!

   Η Έλσι, ο Τζακ και τα παιδιά κοίταξαν κατά πάνω και έφαγαν στο πρόσωπο κομμάτια άσπρο πλαστικό. Μια ρωγμή τουλάχιστον τέσσερις πόντους φαρδιά διέσχιζε το ταβάνι του χολ και εξαφανιζόταν μέσα στην κρεβατοκάμαρα.

   «Δεν μπορούν να σκοτώσουν όλα τα δέντρα σε μισή ώρα!» είπε η Έλσι . «Αν τα δέντρα προκαλούν όλα αυτά – »

   «Δεν είναι τίποτα», είπε ο Τζακ.

   Ένα κλανκ! ακούστηκε στο μπάνιο και η Έλσι είδε πως ο νιπτήρας είχε φύγει απ’ τη θέση του, είχε πέσει χάμω και είχε γίνει κομμάτια. «Τζακ – σου είπαν να λες πως δεν είναι τίποτα, υποθέτω!» Η Έλσι ήλπιζε να έλεγε την αλήθεια, αλλά δεν το πολυπίστευε. Μήπως του είχαν δώσει κανένα χάπι;

   Χτύπησε το τηλέφωνο.

   Η Έλσι κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, απορώντας μάλλον που δούλευε ακόμη το τηλέφωνο.

   «Έλσι!» είπε η Τζέην. «Είσαι ακόμα εκεί;» Δεν θα φύγεις;» Απαίσιοι θόρυβοι στη γραμμή. «Από πού τηλεφωνείς;»

   «Απ’ τα ανατολικά σύνορα της Χρυσής Πύλης! Όλοι φεύγουν! Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι και σ’ έπιασα, γιατί σχεδόν όλες οι γραμμές είναι χαλασμένες! Θα γίνει σεισμός! Ο Τζακ θα πρέπει να το ξέρει! Πού είναι;»

   «Εδώ. Λέει πως προσπαθούν να τον εξουδετερώσουν».

   «Έλσι, καλή μου, η Χρυσή Πύλη…» - Ρ-ΖΖΖΖΖ!

   Η γραμμή κόπηκε, κόπηκε στ’ αλήθεια, οριστικά. Τι ετοιμαζόταν να πει η Τζέην; Η Έλσι ένιωσε το σπίτι να  τραντάζεται. Της φαινόταν πως από στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε και θα τους πλάκωνε – μια θανάσιμη παγίδα. «Τζακ!», φώναξε.

   Ίσως έψαχνε ακόμη για πράγματα που μπορούσαν να πέσουν. Άκουγε τ’ αγόρια να στριγγλίζουν χαρούμενα, ενθουσιασμένα. Η Έλσι έχασε την υπομονή της, έπαψε να μπορεί να σκέφτεται και άνοιξε την τηλεόραση. Το κανάλι 30 δεν είχε εικόνα, μόνο μια φωνή  να λέει: «…μην προσπαθείτε να πολεμήσετε τα δέντρα. Επαναλαμβάνουμε: διαταγή να φύγουν όλοι με ελικόπτερα απ’ τη Χρυσή Πύλη, ει δυνατόν αμέσως. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο – » Η φωνή του εκφωνητή πρόδινε τον τρόμο του. «Αναμένεται σεισμός τεραστίων; ασυνήθιστων διαστάσεων. Επαναλαμβάνουμε, όλοι…» Κρότοι και τριξίματα έπνιξαν τη φωνή, λες κι ένα γιγάντιο χέρι είχε λιώσει τα μηχανήματα του σταθμού και είχε πνίξει τον εκφωνητή. Ένας δυνατός, υπόκωφος γδούπος βγήκε απ’ τη σκοτεινή οθόνη και μετά τίποτε. Σιωπή.

   Η Έλσι γύρισε και είδε τον Τζακ να στέκεται στο κατώφλι του σαλονιού. Είχε ακούσει. Είχε βγάλει την κουκούλα του και το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο, πιο χλομό από πριν. Οι γιοι τους στέκονταν δεξιά κι αριστερά του, με τα ίδια πάντα χαμόγελα στα χείλη, αν και στέκονταν με τα πόδια πιο ανοιχτά απ’ ό,τι συνήθως για να μη χάσουν την ισορροπία τους καθώς το σπίτι έτρεμε ολάκερο.

   «Εντάξει, πάμε», είπε ο Τζακ. «Πάμε να μπούμε στα ελικόπτερα. Είναι ανώφελο να προσπαθήσουμε να πάρουμε οτιδήποτε μαζί μας. Θα πάμε ανατολικά, εντάξει, Έλσι; Ανατολικά. Ακόμα κι αν εκεί μας περιμένει η έρημος. Θα είναι κι άλλοι εκεί. Θα φέρουν φαγητό και τέτοια από κάπου.»

   «Εντάξει, ναι», είπε η Έλσι. «Αλλά γιατί δεν μου το είπες τόσες – μέρες; Το ήξερες».

   «Έλα τώρα, γλυκιά μου, δεν έχουμε καιρό για κουβέντες», είπε ο Τζακ. «Εσείς, παιδιά, απογειωθείτε, μ’ ακούτε; Πηγαίνετε ίσια προς τ’ ανατολικά, μην προσπαθήσετε να μας βρείτε, απλώς προσγειωθείτε όπου δείτε κόσμο. Θα βρεθούμε αργότερα. Έλα, Έλσι, πάμε!» Ο Τζακ έτρεξε πίσω απ’ τα δύο αγόρια.  

   Μια γωνία του σπιτιού κατέρρευσε, λιώνοντας την τηλεόραση και τον καναπέ. Η Έλσι βγήκε απ’ το σπίτι. Οι μακρινές σειρήνες και οι εκρήξεις δεν την άφησαν ν’ ακούσει τον θόρυβο των ελικοπτέρων, αλλά είδε τα δύο παιδιά ν’ απογειώνονται και να κατευθύνονται προς τ’ ανατολικά.

   Το ελικόπτερο του Τζακ ήταν στο διάδρομο. «Μπες μέσα στο ελικόπτερό σου, γλυκιά μου! Έχω ήδη ανάψει τη μηχανή!» Στεκόταν με το ‘να πόδι στο σκαλάκι του ελικοπτέρου.

   Ένα δέντρο τον πυροβόλησε – μια απ’ τις λεύκες. Η Έλσι είδε τον άσπρο πίδακα να τον χτυπάει στο πλάι του κεφαλιού του και να τον ρίχνει χάμω. Ο Τζακ ούρλιαξε. Ένα άσπρο εξόγκωμα τρεμούλιασε καθώς η Έλσι πλησίαζε τον Τζακ και αμέσως έσκυψε. Έβλεπαν άραγε τα δέντρα, με κάποιο είδος ραντάρ;

   Ο Τζακ προσπαθούσε να πει κάτι, αλλά το σαγόνι του είχε ήδη καεί. Πέθαινε και η Έλσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να τον βοηθήσει. Για μερικές στιγμές η Έλσι έμεινε σαν παράλυτη, με χείλη σφιγμένα και πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό, σαν να περίμενε μια βοήθεια από κει πάνω. Δεν είδε όμως παρά ένα σμάρι ελικόπτερα να πηγαίνουν ανατολικά, πετώντας ασυνήθιστα ψηλά.

   «Είσαστε εντάξει, κυρία; Έχετε ελικόπτερο;» φώναξε μια φωνή πίσω της.

   Η Έλσι γύρισε και είδε πίσω κι από πάνω της ένα ελικόπτερο με μια σκοινένια σκάλα να κρέμεται και το έμβλημα των Σαράντα-Εννιάρηδων ζωγραφισμένο στην πόρτα. Ένα αγόρι τής χαμογελούσε απ’ το κάθισμα του οδηγού και την κοίταζε ανήσυχο, με βλέμμα φιλικό, γεμάτο ενδιαφέρον. Η Έλσι είπε: «Ναι, ευχαριστώ. Ετοιμαζόμουν να απογειωθώ.»

   «Μπορείτε να τον μεταφέρετε;» ρώτησε το αγόρι.

   «Είναι νεκρός».

   Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του. «Καλά θα κάνετε να βιαστείτε, κυρία». Απομακρύνθηκε.

   Μια βουή ερχόταν απ’ τα βόρεια σαν δυνατός άνεμος και ένας ήχος σκισίματος – αυτός πιο κοντά. Υπόγειες εκρήξεις; Ή σεισμός; Η Έλσι είδε προς τα βορεινά πελώρια δάση να γέρνουν ελαφρά προς τ’ αριστερά. Η Έλσι πήγε πιο κοντά στην καγκελόπορτά της.

   Ένα ρήγμα ερχόταν προς το μέρος της, σαν ζωντανό πράγμα. Έβλεπε τη φρέσκια καστανή και κίτρινη γη να έχει σκαφτεί μέχρι τριάντα μέτρα βάθος καθώς το ρήγμα άνοιγε όλο και περισσότερο. Και όλη η γη έγερνε προς τ’ αριστερά. Το ρήγμα κουνιόταν προς τα δεξιά της και η Έλσι συνειδητοποίησε πως μπορούσε ακόμη να φτάσει στο ελικόπτερό της και να γλιτώσει. Δεν ήθελε όμως. Αυτό που έβλεπε της φαινόταν ηρωικό, και σωστό. Μια σκέψη σχετικά με τον Τζακ πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό της: Μου φέρθηκε όπως στο κοινό, σαν να ήμουν απλώς –

   Η Έλσι γύρισε για ν’ αντικρίσει τη βαλανιδιά της, την αγαπημένη της νεαρή βαλανιδιά, που τώρα έτρεμε, σημαδεύοντάς την με το άσπρο ζαρωμένο στήθος της, σαν να μάζευε δυνάμεις για να φτύσει το θανάσιμο υγρό της. Η Έλσι δεν τράβηξε τα μάτια της απ’ το ροζ κέντρο. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, αλλά το δέντρο δεν πυροβόλησε.

   Η βουή τώρα έμοιαζε με μανιασμένο κύμα και η Έλσι κατάλαβε πως ήταν ο ήχος που έκανε η Χρυσή Πύλη καθώς έπεφτε στον Ειρηνικό. Το σπίτι της και η γη της θα πήγαιναν κι αυτά στον πάτο. Η Έλσι γραπώθηκε απ’ τα κάγκελα της καγκελόπορτάς της, που είχαν κι αυτά γείρει. Πίσω της, στα δεξιά της, η βαλανιδιά ξέρασε τον φλογερό χυμό της και οι θάμνοι στ’ αριστερά της πήραν φωτιά. Η Έλσι χάρηκε που η βαλανιδιά της είχε πυροβολήσει πριν βουλιάξει.

   Ήταν σωστό, ένιωθε η Έλσι, σωστό να πάει έτσι, νικημένη απ’ τα δέντρα και τη φύση. Μεγάλη καλοσύνη των Σαράντα-Εννιάρηδων – σκέφτηκε καθώς τα σιδερένια κάγκελα τραντάζονταν ματώνοντάς της τα χέρια – να περάσουν απ’ το Ουράνιο Τόξο για να βοηθήσουν, μια περιοχή που οι Σαράντα-Εννιάρηδες μισούσαν επειδή έμεναν εκεί τόσοι πυρηνικοί επιστήμονες.

   Τώρα ο άνεμος σφύριζε στ’ αφτιά της και έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα. Μια μάζα γης, πελώρια σαν ήπειρος, ή τουλάχιστον έτσι της φαινόταν, έπεφτε – αργά για γη, αλλά γρήγορα γι’ αυτήν – μέσα στα σκούρα γαλάζια νερά.