Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

"Κατοικώ, άρα υπάρχω" γράφει η Βαρβάρα Παπαδοπούλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.8.2020)

..............................................................


Κατοικώ, άρα υπάρχω






γράφει η Βαρβάρα Παπαδοπούλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.8.2020)

Ο άνθρωπος είναι ζώον της συνήθειας. Τον αφήνεις στο πουθενά και μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχει χτίσει καθημερινότητα. Η συνήθεια είναι το κουκούλι της ασφάλειας απέναντι στην αταξία και το απρόβλεπτο του βίου. Το υφαίνει με ό,τι υλικό βρει για να χωθεί μέσα του και να βρει καταφύγιο από τις σαρωτικές μεταβλητές που παραμονεύουν σε κάθε του βήμα.

Αν μετά από ένα μήνα σε ένα κάμπινγκ, όπου έχω πάει για καλοκαιρινές διακοπές και όχι εξ ανάγκης, νιώθω τον χώρο ως σπίτι μου, αυτό δεν οφείλεται στις χαρές του κοινοβιακού, παρεΐστικου πνεύματος στο όμορφο κυκλαδονήσι αλλά στην πρωταρχική, ανθρώπινη ανάγκη να φτιάχνει κανείς σπίτι όπου κι αν βρεθεί. Ακόμη κι η αράχνη σε μια γωνίτσα στην κοινή τουαλέτα γίνεται μέρος και μέλος του προσωρινού σπιτιού.

Παρατηρώντας ακριβώς κάθε μέρα μιαν αράχνη στον μισοσκουριασμένο μεντεσέ της πόρτας, εκεί που κι ο βασιλιάς πάει μόνος του, άρχισα να σκέφτομαι την ευκολία του ανθρώπου να δημιουργεί σπίτι από το τίποτε. Μου ήρθαν στο μυαλό όλοι οι πρόσφυγες που έχω γνωρίσει τα τελευταία χρόνια σε καταυλισμούς και καταλήψεις, οι οποίοι περνούν εβδομάδες, μήνες, χρόνια σε χώρους και κοινότητες που δεν έχουν επιλέξει και όπου, μέσα και παρά την αίσθηση μιας ατέρμονης προσωρινότητας, οικοδομούν καθημερινότητα, οικειοποιούνται το ανοίκειο, κάνουν σπίτι τους τη ζούγκλα.

Θυμάμαι στο παλιό 5ο Λύκειο, που λειτούργησε για μια τριετία ως δομή φιλοξενίας προσφύγων, τις σχολικές αίθουσες να μετατρέπονται σε μικρές ιδιωτικές εστίες. Το σύνορο της ιδιωτικότητας ήταν ένα σεντόνι. Τρεις οικογένειες στην ίδια αίθουσα, τρία σπίτια με υφασμάτινα ντουβάρια. Η Ασμα, μια Σύρια νεαρή ζωγράφος, στη γωνιά που κοιμόταν έφτιαξε ένα σκίτσο χαμηλά στον τοίχο με μολύβι. Ηταν μια γυναικεία φιγούρα που ούρλιαζε: τρία κεφάλια της ίδιας φιγούρας που σταδιακά ούρλιαζε ολοένα και πιο δυνατά.

Εκτός από εκτόνωση του αδιεξόδου που ένιωθε, χαράσσοντας τον τοίχο με το μολύβι της «κατοικούσε» αυτό τον ξένο χώρο, τον έκανε σπίτι της. Και τώρα πια, που έμεινε κενό και σφραγισμένο το κτίριο τούτο, θα φέρει για πάντα τα σημάδια αυτής της κατοίκησης. Ακόμη πιο ακραία, σκέφτομαι πως το τσίτι που σκέπαζε κι έκρυβε ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ το ξερακιανό σώμα ενός άστεγου σε μια αχανή λεωφόρο στο Νέο Δελχί, κι αυτό ένα εύθραυστο σπίτι όριζε.

Ο Χάιντεγκερ στο δοκίμιό του «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», που έγινε κείμενο αναφοράς για το μοντέρνο κίνημα στην αρχιτεκτονική, εστιάζει στην πρόθεση του ανθρώπου και τη διαδικασία της κατοίκησης ως ουσία τού κτίζειν και αναγνωρίζει στην κατοίκηση την ιδιότητα να μετατρέπει τον χώρο σε τόπο.

Ακόμη κι αν ο άνθρωπος δεν επιλέγει τις συνθήκες διαβίωσής του, η ικανότητά του να οικοδομεί την οικειότητα σε ανοίκεια περιβάλλοντα είναι πρωταρχικό χαρακτηριστικό του. Η συνήθεια, δε, την οποία υφαίνει ο άνθρωπος στην εκάστοτε καθημερινότητα, η ίδια καθ' εαυτήν, είναι ίσως το άυλο, αφηρημένο σπίτι που τρέπει τον ασαφή «χώρο» της ζωής σε συγκεκριμένο «τόπο» του ανθρώπινου βιώματος.


*καλλιτέχνις, ακτιβίστρια

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971) "Το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ" (μτφ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. "Αντίποδες", 2015)

..............................................................
















Γκαϊτό Γκαζντάνοφ
(1903-1971) 







·        Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971) «Το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ» (μτφ. Ελένη Μπακοπούλου, επίμετρο Χρήστος Αστερίου, εκδ. ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ, 2015)



…Δεν μπορούσα να μην προσέξω ότι η κύρια ειδοποιός διαφορά στη σχέση μου μαζί της ήταν πως δεν υπήρχε, όπως μου φαινόταν, ούτε στιγμή που να μη βίωνα κάποιο επίμονο σφοδρό αίσθημα. Αν δεν ήταν η επιθυμία να είμαι κοντά της, θα ήταν η τρυφερότητα, θα ήταν μια ολόκληρη ακολουθία άλλων αισθημάτων ή ψυχικών καταστάσεων, για την περιγραφή των οποίων δεν ήξερα ούτε τις λέξεις, αλλά ούτε και τον τρόπο να βρω αυτές τις λέξεις. Εν πάση περιπτώσει, στην ύπαρξή της χρωστούσα την αποκάλυψη ενός κόσμου που μέχρι τότε αγνοούσα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι σημαίνει σωματική εγγύτητα μιας γυναίκας – μου φαινόταν αδιανόητο να τη συγκρίνω με τις παλιότερες ερωτικές μου ιστορίες. Ήξερα ότι κάθε έρωτας είναι επί της ουσίας ανεπανάληπτος, όμως αυτός ήταν ένας πολύ σχηματικός και σχετικός ισχυρισμός· με μια κάπως πιο προσεχτική ματιά, μπορούσες πάντα να βρεις ομοιότητες, το ανεπανάληπτο συνίστατο σε ορισμένες τυχαίες αποχρώσεις ορισμένων τυχαίων τονικοτήτων. Τώρα ήταν διαφορετικό, διόλου ίδιο με τα προηγούμενα, και σε όλα τα ψυχικά βιώματά μου δεν έβρισκα τίποτα που να μου θυμίζει την τωρινή μου κατάσταση. Είχα την εντύπωση ότι μετά την εξοντωτική προσπάθεια που κατέβαλλα στον έρωτα αυτό, δεν θα μου απέμεναν δυνάμεις για κανένα άλλο συναίσθημα και ότι σίγουρα δεν θα μπορούσα να συγκρίνω με τίποτα αυτή την αβάσταχτη ενθύμηση. Όπου κι αν ήμουν κι ό,τι κι αν έκανα, αρκούσε να αφαιρεθώ για μερικά δευτερόλεπτα, για να εμφανιστεί μπροστά μου το πρόσωπό της, με τα απόμακρα μάτια, το χαμόγελό της, τόσο αθώα ξεδιάντροπο, όσο όταν στεκόταν ολόγυμνη. Και ταυτόχρονα, παρά τη δύναμη της σωματικής έλξης που ένιωθα γι’ αυτήν, ο έρωτάς μου δεν έμοιαζε με θυελλώδη πόθο, διότι, όπως μου φαινόταν, τον διαπερνούσε πάντα ένα ρεύμα κρυστάλλινης εντιμότητας και εκπληκτικής, εντελώς ασυνήθιστης για μένα ανιδιοτέλειας. Δεν ήξερα ότι ήμουν ικανός για τέτοια συναισθήματα· υποθέτω όμως ότι ήταν εφικτά μόνο αναφορικά μ’ εκείνη, και αυτό ήταν για μένα το πραγματικά ανεπανάληπτο και θεσπέσιο.

   Όπως πάντα στη ζωή μου, κάθε φορά που εμφανιζόταν μπροστά μου κάτι καινούργιο, δεν μπορούσα να πω τι ακριβώς το είχε ανακαλέσει από την ανυπαρξία. Σκεφτόμενος τι συγκεκριμένα ήταν εκείνο που προκαλούσε την ανυπέρβλητη έλξη που ένιωθα για τη Γιελένα Νικολάγιεβνα, δεν έβρισκα απάντηση. Είχα γνωρίσει γυναίκες που ήταν πιο όμορφες απ’ αυτήν, είχα ακούσει φωνές πολύ πιο μελωδικές από τη δική της φωνή· το ανέκφραστο πρόσωπό της και το ταπεινωτικά ατάραχο βλέμμα της θα μπορούσαν, θα έλεγε κανείς, να μου προκαλούν, μάλλον δυσάρεστη αίσθηση. Της έλειπε σχεδόν εντελώς εκείνη η ψυχική ζεστασιά που τόσο αγαπούσα, δεν έδειχνε σχεδόν καθόλου τρυφερότητα, ή, σωστότερα, αυτή εκδηλωνόταν πολύ σπάνια και πάντα κάπως απρόθυμα. Δεν διέθετε τίποτα «μαγευτικό», η έννοια αυτή δεν της ταίριαζε καθόλου. Και παρά ταύτα, εκείνη ακριβώς ήταν η ανεπανάληπτη και θεσπέσια στη σκέψη μου, κι αυτό τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει.

   Δεν μπορούσες να την πεις μυστικοπαθή· αλλά η μακρόχρονη γνωριμία ή η στενή ψυχική εγγύτητα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μάθεις πώς είχε κυλήσει μέχρι τώρα η ζωή της, τι της άρεσε, τι δεν της άρεσε, τι την ενδιέφερε, τι θεωρούσε αξιόλογο στους ανθρώπους που συναναστρεφόταν. Για μεγάλο διάστημα δεν είχα την ευκαιρία να ακούσω από μέρους της κάποιο σχόλιο που να δίνει μια ιδέα για την ίδια, παρότι μιλούσα μαζί της για τα πλέον διαφορετικά θέματα· συνήθως άκουγε σιωπηλά ή απαντούσε μονολεκτικά. Μετά από πολλές εβδομάδες, είχα μάθει ελάχιστα περισσότερα από όσα τις πρώτες μέρες. Συνάμα, δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει από μένα οτιδήποτε, αυτό ήταν απλώς απόρροια της φυσικής της αυτοσυγκράτησης, που δεν μπορούσε να μη μου φαίνεται παράξενη. Όταν τη ρωτούσα κάτι, δεν ήθελε να απαντήσει, εγώ μονίμως απορούσα κι αυτή αποκρινόταν:
   «Το ίδιο δεν κάνει για σένα;»
   Ή
   «Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει αυτό;»

   Εμένα όμως με ενδιέφεραν όλα όσα την αφορούσαν, και ήθελα να ξέρω τι της είχε συμβεί μέχρι τη στιγμή που συναντηθήκαμε.
   Τη χαρακτήριζε μια ιδιότυπη ψυχική βραδύτητα, που δεν αντιστοιχούσε στη σβελτάδα και την ακρίβεια των κινήσεών της εν γένει, του γρήγορου βαδίσματός της, στην ταχύτητα και την ακρίβεια των σωματικών της αντανακλαστικών. Μόνον σε ό,τι σχετιζόταν με εκείνη την απροσδιόριστη ένωση του ψυχικού και του σωματικού, στον έρωτα για παράδειγμα, μόνον εκεί διαταρασσόταν συνήθως η ανεπίληπτη αρμονικότητα του σώματός της, κι ετούτη η τυχαία συμφωνία ήταν γι’ αυτή κάτι σχεδόν οδυνηρό. Η αίσθηση της παράξενης, σχεδόν ανατομικής, δυσαρμονίας που είχα παρατηρήσει πάνω της το απόγευμα της πρώτης μας συνάντησης, και συγκεκριμένα ο συνδυασμός του ψηλού, πολύ αδρού στις γραμμές του, μετώπου με το αισθησιακό χαμόγελο δεν ήταν συμπτωματική. Υπήρχε μια αδιαμφισβήτητη αναντιστοιχία ανάμεσα στο πώς ζούσε το σώμα της και στο πώς, πίσω απ’ αυτήν την ευλύγιστη ύπαρξη, ακολουθούσε, βραδυκίνητη και αργοπορημένη, η ψυχική της ζωή. Αν ήταν δυνατόν να τα χωρίσει αυτά τα δύο, κι ύστερα να το ξεχάσει, θα ήταν απολύτως ευτυχισμένη. Το να την αγαπάς απαιτούσε μόνιμη δημιουργική προσπάθεια. Η ίδια δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει τη μία ή την άλλη εντύπωση· ποτέ δεν σκεφτόταν πώς θα λειτουργήσουν τα λόγια που λέει. Ζούσε για τον εαυτό της, τα αισθήματά της για τους άλλους υπαγορεύονταν είτε από σωματική έλξη, τόσο αδιαμφισβήτητη όσο η επιθυμία για ύπνο ή για φαγητό, είτε από μια ψυχική παρόρμηση, που έμοιαζε με τις ψυχικές παρορμήσεις των περισσότερων ανθρώπων, με τη διαφορά ότι σε καμιά περίπτωση δεν έπραττε διαφορετικά από αυτό που ήθελε. Οι επιθυμίες των άλλων έπαιζαν ρόλο μόνο όταν ή μόνο όσο συνέπιπταν με τις προσωπικές της επιθυμίες. Με εντυπωσίασε από τις πρώτες κιόλας μέρες η ψυχική ακηδία της, η αδιαφορία της για το τι θα σκεφτεί γι’ αυτήν ο συνομιλητής της. Αγαπούσε όμως με ψυχρό και ανυποχώρητο πάθος τα επικίνδυνα κι έντονα βιώματα.

   Τέτοια ήταν η φύση της κι ήταν, σκέφτομαι, εξαιρετικά δύσκολο να την αλλάξεις. Παρ’ όλα αυτά, όσο περνούσε ο καιρός, άρχισα να παρατηρώ πάνω της κάποιες εκδηλώσεις ανθρώπινης ζεστασιάς, σαν να έλιωνε λίγο λίγο. Τη ρωτούσα ακατάπαυστα για τα πάντα, μου απαντούσε σχετικά σπάνια και μάλλον ολιγόλογα. Μού είχε πει ότι είχε γεννηθεί στη Σιβηρία, σε μια μακρινή επαρχία, όπου είχε ζήσει μέχρι τα δεκαπέντε της. Η πρώτη πόλη που είδε ήταν το Μούρμανσκ. Δεν είχε ούτε αδελφούς ούτε αδελφές, οι γονείς της είχαν χαθείς τη θάλασσα: στη διάρκεια ενός ταξιδιού τους από τη Ρωσία στη Σουηδία, το πλοίο τους έπεσε σε μια επιπλέουσα νάρκη. Η ίδια ήταν τότε δεκαεπτά χρονών, ζούσε στο Μούρμανσκ. Λίγο μετά παντρεύτηκε έναν Αμερικανό μηχανικό, αυτόν για τον αιφνίδιο θάνατο του οποίου έλαβε τηλεγράφημα στο Λονδίνο, πριν από ένα χρόνο. Μού εξήγησε ότι τότε εκείνος της άρεσε, διότι είχε μια γκρίζα τούφα μαλλιών κι επειδή ήταν καλός σκιέρ και δρομέας με παγοπέδιλα, κι έλεγε πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες για την Αμερική. Έφυγε μαζί του από τη Ρωσία· αυτό είχε συμβεί περίπου την εποχή που στην άλλη άκρη της τεράστιας χώρας, μέσα στην εξοντωτική παραφροσύνη του εμφυλίου, εγώ περιπλανιόμουν στις πυρακτωμένες στέπες του Νότου, με το καμένο χορτάρι, κάτω από τον κατακόρυφο ήλιο. Μίλησε για τον περίπλου του κόσμου, για το πώς το υπερωκεάνιο ατμόπλοιο με το οποίο ταξίδευε, είχε περάσει τη νύχτα το Βόσπορο, μετά τη θάλασσα του Μαρμαρά και το Αιγαίο πέλαγος, πόσην ζέστη έκανε και πώς η ίδια χόρευε φοξτρότ. Κι εγώ θυμήθηκα εκείνες τις νύχτες και τον ιδιαίτερο, ζοφερό καύσωνά τους και το πώς καθόμουν με τις ώρες στην απόκρημνη ακτή των Δαρδανελλίων και κοιτούσα μέσα στο αποπνικτικό σκοτάδι τα φώτα των γιγάντιων καραβιών τα οποία περνούσαν τόσο κοντά μου που άκουγα τη μουσική από τις ορχήστρες τους και παρακολουθούσα τις σειρές αναμμένα φώτα που απομακρύνονταν αργά και, όσο το καράβι απομακρυνόταν, συνέπιπταν σε μια αρχικά λαμπερή, στη συνέχεια όλο και πιο αμυδρή, και τέλος αδιόρατη κηλίδα φωτός. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είχα δει και το δικό της καράβι και να τα είχα παρακολουθήσει με την ίδια αδηφάγα και παράλογη ένταση που με διακατείχε τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στο εξωτερικό.

   Είχε ζήσει πολλά χρόνια ενδιαφέρουσας ζωής, γεμάτης αναπάντεχα συμβάντα, ταξίδια, συναντήσεις, κάποιες «αναπόφευκτες», όπως έλεγε, ερωτικές ιστορίες. Είχε ταξιδέψει στην Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αμερική, και σε καθεμιά απ’ αυτές τις χώρες είχε περάσει πολύ καιρό. Στην Αγγλία είχε πάει πρώτη φορά πριν δυόμισι χρόνια.
   «Μετά από αυτό όλα ήταν απλά», είπε.
   «Απλά σημαίνει Παρίσι, rue Octave Feuillet, αγώνας Τζόνσον-Ντιμπουά και τα λοιπά; Ωστόσο, σε τι υπολόγιζες, αφού δεν είχες εισιτήριο; Στους μαυραγορίτες;»
   «Στους μαυραγορίτες ή στην τύχη. Όπως βλέπεις, δεν έπεσα έξω.»
   «Τα αποτελέσματα του αγώνα υπερέβησαν τις προσδοκίες σου;»
   «Από μια άποψη, ναι».

   Όσο πιο πολύ τη γνώριζα τόσο πιο πολύ συνήθιζα τον αφύσικο διαχωρισμό ψυχικής και σωματικής ζωής, που την χαρακτήριζε τόσο. Πιθανόν ο διαχωρισμός αυτός να ήταν πάντα μέσα της, αλλά τώρα γινόταν σχεδόν νοσηρός και μου ερχόταν επανειλημμένα στο μυαλό η σκέψη ότι πριν από την τωρινή περίοδο της ζωής της θα πρέπει να συνέβη κάτι συγκλονιστικό για το οποίο δεν γνώριζα τίποτε και το οποίο η ίδια απέφευγε να αναφέρει. Η ζωή μαζί της εμπεριείχε δύο διαφορετικές αισθηματικές ιστορίες: την αισθησιακή εγγύτητα, στην  οποία όλα συνέβαιναν φυσικά, και την ψυχική εγγύτητα, απείρως πιο δύσκολη, πιο αργή και που θα μπορούσε να απουσιάζει εντελώς. Κάθε άντρας που θα γινόταν εραστής της, αναπόφευκτα θα σχημάτιζε αρχικά λανθασμένες εντυπώσεις σχετικά με το τι συμβαίνει· τα λάθη αυτά θα ήταν ακόμη πιο αναπόφευκτα επειδή θα ήταν τελείως φυσιολογικά. Είχα σκεφτεί πολλές φορές την αλληλουχία τους. Το πρώτο θα ήταν η εντύπωση ότι η μία ή η άλλη εξέλιξη των πραγμάτων εξαρτάται από τον εν λόγω άντρα. Στην πραγματικότητα η επιλογή ήταν πάντα δική της, κι όχι μόνο η επιλογή αλλά ακόμα και η δυσδιάκριτη πρώτη κίνηση που καθορίζει την έναρξη της σχέσης και στην οποία συχνά ενυπάρχουν όλα όσα θα συμβούν στη συνέχεια. Η ιδιομορφία της αυτή δεν ήταν, βεβαίως, κάτι μοναδικό: σε πάρα πολλές περιπτώσεις, απ’ ό,τι γνώριζα, και η έναρξη και η λήξη μιας σχέσης εξαρτιόταν κυρίως από τη γυναίκα. Το δεύτερο λάθος θα ήταν να θεωρεί κανείς τη σχέση δεδομένη. Στην πραγματικότητα η σχέση δεν σήμαινε τίποτα ή σχεδόν τίποτα, και θα μπορούσε να τελειώσει οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς καμιά εξήγηση και χωρίς καμιά δυνατότητα ανανέωσης. Και το τρίτο, το κυριότερο, είναι ότι μόνο μετά από πολύ καιρό και μόνο χάρη σε μια περίπτωση σπάνιας και ευτυχούς σύμπτωσης άρχιζε, επιτέλους, η αληθινή σχέση, η οποία – αν κρίνουμε από τα εξωτερικά σημάδια – ήταν προ πολλού γεγονός. Έψαχνα επί μακρόν μια παρομοίωση γι’ αυτό το χαρακτηριστικό, και δεν έβρισκα: θα μπορούσε, ίσως, να μοιάζει με το άγγιγμα παγωμένων χειλιών που θερμαίνονται αργά και μόνο τότε αποκτούν τη χαμένη καυτή μαγεία τους, ή δεν την αποκτούν καθόλου και αφήνουν την ανάμνηση ενός παγωμένου ανικανοποίητου και τη μάταιη λύπη γι’ αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει και δεν υπήρξε. Αλλά το πιο σταθερό στη σχέση μαζί της ήταν η υποσυνείδητη και αναπόδραστη ένταση όλων των ψυχικών δυνάμεων, χωρίς την οποία η ουσιαστική οικειότητα μπορούσε να είναι μόνον κάτι τυχαίο, ένα επεισόδιο. Αυτό δεν οφειλόταν διόλου στην υπερβολική απαιτητικότητά της, αλλά προέκυπτε από μόνο του, και μάλιστα, θα έλεγες, παρά τη θέλησή της. Έτσι ήταν, εν πάση περιπτώσει, και, κατά τα φαινόμενα, δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Από τις λίγες ομολογίες της μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι έτσι σκέφτονταν, πιθανότατα, με μεγαλύτερο ή λιγότερο βαθμό ορθότητας, όλοι όσοι την είχαν γνωρίσει από κοντά.

    Αναθυμούμενος πολύ αργότερα τη συνάντησή μας και το πώς είχαν αρχίσει όλα, μου ήταν ευκολότερο να τα ανασυστήσω κλείνοντας τα μάτια και αποκλείοντας συνειδητά και συμβατικά το περιεχόμενο της πρώτης μας συζήτησης στο καφέ, τον αποχαιρετισμό κάτω από τη βροχή και όλα εν γένει τα πράγματα που θα είχαν σημασία σε μια συνεκτική αφήγηση. Ένιωθα καθαρότερα από ποτέ στη ζωή μου ότι όλο αυτό αναγόταν σε μια τυφλή και σκοτεινή δραστηριότητα, στη διαδοχή οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων, ταυτόχρονα με τα οποία αναπτυσσόταν ασυγκράτητα μια ασυνείδητη μυϊκή έλξη.  Ο θώρακας του Τζόνσον, ο πεσμένος Ντιμπουά, το άγγιγμα των δαχτύλων μου στο χέρι της, όταν τη βοήθησα να μπει στο αυτοκίνητο, όλη αυτή η βουβή μελωδία δέρματος και μυών, αυτή η φευγαλέα δόνηση του σώματός της, την οποία ίσως και να μην πρόλαβε να συνειδητοποιήσει, ακριβώς αυτά ήταν τα κυριότερα κι ακριβώς αυτά προκαθόρισαν τα υπόλοιπα. Τι ήξερε για μένα εκείνο το ομιχλώδες απόγευμα του Φεβρουαρίου, γιατί μετά από αυτό περίμενε το τηλεφώνημά μου μια ολόκληρη βδομάδα; Όταν μου χαμογέλασε πρώτη φορά μ’ εκείνο το αισθησιακό χαμόγελο, τόσο αναπάντεχο, ήξερα πια ότι θα γίνει δική μου, κι αυτή το ήξερε πριν από μένα. Και, βεβαίως, είχε προηγηθεί η κατάρρευση όλου του κόσμου των αφηρημένων πραγμάτων, που περιφρονούσε τις πρωτόγονες και καθαρά σωματικές έννοιες και όπου μια ιδιότυπη φιλοσοφία ζωής, χτισμένη στην εκ προοιμίου απόρριψη της υπεροχής των υλιστικών απολαύσεων, ήταν ασύγκριτα πιο σημαντική από κάθε αισθηματική αντίδραση, του κόσμου που εκείνο το βράδυ διαλύθηκε αστραπιαία μέσα στην άφωνη μυϊκή δραστηριότητα. Όταν της μίλησα κάποια στιγμή περί αυτού, η Γιελένα Νικολάγιεβνα απάντησε με χαμόγελο:

   «Ίσως γιατί χωρίς φιλοσοφία θα μπορούσαμε να ζήσουμε, αλλά χωρίς το άλλο, για το οποίο μιλάς, η ανθρωπότητα θα απειλούνταν με εξαφάνιση, υπό τη μία ή την άλλη μορφή.»

   Δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν ήταν παρούσα ένιωθα πως δεν ήμουν ελεύθερος, ιδίως τον πρώτο καιρό. Πολύ σύντομα πείστηκα ότι σε όλα όσα συνέβαιναν, οι αντιδράσεις της δεν έμοιαζαν με των άλλων γυναικών. Για να την κάνεις να διασκεδάσει, επί παραδείγματι,  χρειάζονταν άλλα πράγματα από αυτά που διασκέδαζαν όλες τις άλλες· για να της προκαλέσεις την εκδήλωση κάποιου συναισθήματος, έπρεπε πρώτα να βρεις έναν ξεχωριστό τρόπο, που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους. Και αυτή η δύσκολη ανασυγκρότηση του συναισθηματικού κόσμου μέσα στον οποίο εξελισσόταν η σχέση μας, μου πήρε πολύ χρόνο και πολλές προσπάθειες. Όμως τώρα ζούσα επιτέλους μια κανονική ζωή, που δεν αποτελούνταν κατά το ήμισυ – όπως μέχρι τώρα – από αναμνήσεις, λύπες, προαισθήματα και θολές προσδοκίες…  

    


Beethoven - Sonata 8 Opus 13 (Pathéthique) - Ashkenazy Live recording from the University of Essex, Colchester (1972)

.............................................................



Beethoven Sonata 8 Opus 13 (Pathéthique) Ashkenazy



Live recording from the University of Essex, Colchester (1972) 
Vladimir Ashkenazy - piano 

Ludwig van Beethoven - Sonata No. 8 in C minor Opus 13 (Pathetique) 

0:37 Grave – Allegro di molto e con brio 10:07 Adagio cantabile 15:39 Rondo: Allegro






"Χαμένες γενιές" έγραψε ο Κιμπι ("Εφημερίδα των Συντακτών, 30.8.2020)

..............................................................


                    Χαμένες γενιές




έγραψε ο Κιμπι ("Εφημερίδα των Συντακτών, 30.8.2020)

«…Και στη μικρή θ’ αφήσουμε το χωράφι στη θάλασσα». Τα παλιά χρόνια όλοι οι γονείς άφηναν κάτι στα παιδιά τους. Δηλαδή, ποια παλιά χρόνια; Ανέκαθεν. Από τότε που υπάρχει κληρονομικό δίκαιο. Και οι πιο φτωχοί φρόντιζαν ν’ αφήσουν κάτι στα παιδιά τους. Ενα μικρό χωράφι, μια μικρή αποταμίευση, ένα σπίτι, δυο ζευγάρια σεντόνια, ένα ρολόι, ένα κομπολόι, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, μια τέχνη. Ηταν μια υπόθεση ιδιοκτησίας αλλά και μνήμης. Συσσώρευσης αλλά και αλληλεγγύης. Ετσι πορεύτηκε ο κόσμος για αιώνες, έτσι διασώθηκε κι ο καπιταλισμός από μια ανθρωπιστική αποσύνθεση, πριν την ώρα του. Ακόμη και την εποχή της αιματηρής πρωταρχικής συσσώρευσης που αποσπούσε βίαια τα παιδιά από τους γονείς τους για να κάνει κυριολεξία την έννοια του προλετάριου, του ανθρώπου που δεν είχε τίποτε άλλο δικό του εκτός από τους απογόνους του, διασωζόταν μια ελάχιστη έγνοια για τα τρυφερά παιδιά που παραδίδονταν σαν κρέας για τα κλωστήρια, τα βυρσοδεψεία, τα ορυχεία ή τα καμίνια: μερικές συμβουλές, ένα manual επιβίωσης, μια φορεσιά για να τα προστατέψει από το κρύο και την ασφυκτική ζέστη.

Ούτε καν οι μεγάλοι πόλεμοι των δύο προηγούμενων αιώνων κατάφεραν να διακόψουν αυτή την αρχέγονη και ζωτική για την αναπαραγωγή κάθε κοινωνικού συστήματος αρχή της αλληλεγγύης των γενεών. Οι έφηβοι και οι νέοι άνδρες ρίχνονταν κατά εκατομμύρια σαν κρέας στην πολεμική μηχανή του κιμά, αλλά στη θέση τους εκατομμύρια νέες γυναίκες γίνονταν αποδέκτριες της γονικής μέριμνας, όχι πάντα εκφρασμένης με τρυφερότητα, συχνά εκδηλωμένης με ανδροκρατική βία και καταναγκασμό, αλλά πάντως με μια πρόθεση στοιχειώδους αλληλεγγύης γενεών.

Πάνω σ’ αυτή την ουσιαστικά βιολογική διαδικασία αναπαραγωγής της ανθρωπότητας, όσο κι αν ακούγεται σήμερα στερεοτυπική, αναχρονιστική και παρωχημένη, όσο κι αν φαίνεται να ευτελίζει τη σχέση γονέων και παιδιών, παππούδων κι εγγονών, τρίτης και πρώτης ηλικίας στο επίπεδο ενός συμβολαίου, μιας διαθήκης, μιας γονικής παροχής, μιας δωρεάς κι οποιασδήποτε άλλης οικονομικής συναλλαγής («Ανάθεμά τα τα τάλαρα», που θα ‘λεγε κι η κυρα-Επιστήμη, «ανάθεμά τα τάλαρα» που θα ‘λεγε κι ο Αντρέας στο αριστούργημα του Θεοτόκη, αλλά πόσο διαφορετικά ο ένας απ’ τον άλλο), βασίστηκε λίγο-πολύ κι αυτό που λέμε κοινωνικό κράτος. Η αλληλεγγύη των γενεών είναι ο σκληρός πυρήνας του. Και αλληλεγγύη όχι μονοσήμαντη, από τους κατιόντες προς τους ανιόντες, αλλά αμφίπλευρη: μπορεί οι νέοι να πληρώνουν τις συντάξεις των ηλικιωμένων, αλλά και οι δεύτεροι, ως φορολογούμενοι κι ασφαλισμένοι, έχουν πληρώσει τη μόρφωση, την εκπαίδευση, την κατάρτιση των νεότερων - για να περιοριστούμε μόνο στη σχέση των γενεών ως συντελεστών της παραγωγικής διαδικασίας.


Λοιπόν, είμαστε στην απαρχή της πλήρους κατάλυσης και εξάλειψης αυτής της αρχέγονης σταθεράς. Νιώθω υπόλογος και τρομακτικά ανίκανος απέναντι στην κόρη μου, που στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής της δεν έχω να της προσφέρω σχεδόν τίποτα που να της εξασφαλίζει ότι θα τα πάει λίγο καλύτερα από μένα. Η γενιά της -η Ζ, Υ, Χ κι όπως αλλιώς την ονομάσουν οι τεχνοκράτες της κοινωνικής μηχανικής, μέχρι εξαλείψεως του λατινικού αλφάβητου (τι θα γίνει μετά; Θα προσφύγουν στο κινέζικο;)- είναι κυριολεκτικά η πρώτη εδώ και πολλές δεκαετίες που οι προϋποθέσεις κοινωνικής και παραγωγικής ένταξής της είναι πολύ χειρότερες από των γονιών και των παππούδων της.

Κι αυτό είναι αντιστρόφως ανάλογο των προσόντων και των δεξιοτήτων της, τουλάχιστον στο πλαίσιο του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Είναι κοσμοπολίτες, πολύγλωσσοι, φορτωμένοι με πτυχία, μεταπτυχιακά και πιστοποιημένα προσόντα και δεξιότητες, επιμελημένα βιογραφικά στα οποία καταγράφεται και η πιο σύντομη επαφή τους με εργασιακή εμπειρία, είναι δικτυωμένοι, φορτωμένοι με απίστευτους όγκους πληροφοριών (αν και συχνά ανεπεξέργαστες καταλήγουν σε αποπληροφόρηση, σύγχυση και μερική ή ολική άγνοια), κι όμως είναι εκτεθειμένοι σε μια κυριολεκτική και γυμνή προλεταριοποίηση.

Το 2010, στην κρίση χρέους με επίκεντρο και πρωταγωνίστρια την ελληνική κοινωνία, πιστέψαμε ότι αυτό συνέβη για πρώτη και τελευταία φορά. Φτωχοποιήθηκαν ταυτόχρονα οι τρεις γενιές που συμβατικά συγκροτούν το δημογραφικό όλο μιας κοινωνίας, αλλά υποθέσαμε ότι αυτό θα ήταν απλώς ένα μεγάλο διάλειμμα, μια χαμένη δεκαετία που στο τέλος της θα περίμενε, τουλάχιστον την επόμενη γενιά, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, τους Millennials, τη γενιά Υ κι όπως αλλιώς την ονομάσουμε, μια εποχή ανόδου, ευφορίας, βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, αύξησης του εισοδήματος, πολλαπλασιασμού των ευκαιριών.

Ο κορονοϊός διέψευσε κι αυτή την προσδοκία με δύο τρόπους, εξίσου καταστροφικούς: πρώτα, πρόσθεσε στην προηγούμενη χαμένη δεκαετία, σ’ αυτήν που μέχρι τώρα θεωρούσαμε «μια χαμένη γενιά», μερικές ακόμη χαμένες δεκαετίες και μία (τουλάχιστον) ακόμη χαμένη γενιά. Δεύτερο, κατέστησε αυτή την εξέλιξη κυριολεκτικά παγκόσμια. Η ομοιομορφία με την οποία επιδεινώνονται οι συνθήκες οικονομικής και παραγωγικής ένταξης των νέων ανθρώπων στην Ευρώπη, στην Ασία ή στην Αμερική δεν είναι καθόλου παρηγορητική. Ισα ίσα είναι τρομακτική.

Κι ακόμη πιο τρομακτική είναι η αδυναμία η δική μας, των ανιόντων τους, να ανακουφίσουμε στο ελάχιστο τον ανήφορο που έχουν μπροστά τους τα παιδιά μας. Με μια μικρή αποταμίευση, μια μαγιά για την εκκίνηση, κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό που οι δικοί μας γονείς και παππούδες, αν και τσακισμένοι από τη δική τους χαμένη δεκαετία πολέμου κι εμφυλίου, κατάφεραν να μας προσφέρουν.

Είναι τρομακτικό και συνάμα ντροπιαστικό, αντί της αλληλεγγύης και τρυφερότητας που τους οφείλουμε, να ανταγωνιζόμαστε τα παιδιά μας στην επιβίωση.




💬 Θεωρίες για την υπεραξία


«Οχι!» του ‘πε μ’ απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;». Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!».
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!», εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!».
Κι εβγήκε στο δρόμο.

Κωνσταντίνου Θεοτόκη, «Η τιμή και το χρήμα»

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Από τον "Ερωτευμένο" του Χόρχε Λουίς Μπόρχες - από τον φίλο στο fb Kostas Holis (facebook, 24.8.2020)

..............................................................







"...Πρέπει να υποκριθώ ότι υπάρχουν κι άλλοι. Ψέματα.
Μονάχα εσύ υπάρχεις.
Η δυστυχία μου, εσύ
και η ευτυχία μου, απλή μαζί και ανεξάντλητη..."


Χόρχε Λουίς Μπόρχες , "Ο ερωτευμένος"

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

[«Εδώ να με σημαδέψετε» Ένα πολύτιμο κεφάλαιο του ΕΛΑΣ είναι οι αξιωματικοί του."] έγραψε ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr 27.8.2020)

............................................................




«Εδώ να με σημαδέψετε» Ένα πολύτιμο κεφάλαιο του ΕΛΑΣ είναι οι αξιωματικοί του.









έγραψε ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr 27.8.2020)


ΕΝΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΑΣ είναι οι αξιωματικοί του. Η παρουσία τους στον ένοπλο αγώνα βοήθησε όχι μόνο στην οργάνωση και στο αξιόμαχο των τμημάτων, αλλά και στην αποδοχή του αντάρτικου από τα συντηρητικά στρώματα του πληθυσμού. 

Οι διαταγές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας ήταν κάθετα αρνητικές. Σε συνεννόηση με τις κατοχικές αρχές, φρόντιζαν να διορίζουν τους αξιωματικούς σε υπηρεσίες και επιμελητείες για να τους έχουν υπό έλεγχο. 

Όμως πολλοί μόνιμοι στρατιωτικοί ακολούθησαν τον δρόμο της τιμής. Έπρεπε να εξοφλήσουν τα «τροφεία» προς την πατρίδα, όπως έλεγε ο μόνιμος λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης.   

Παρά τον χλευασμό που δέχονταν απ' τους συναδέλφους τους με αφορμή τους παλιούς κλαρίτες που είχε ενσωματώσει με επιτυχία ο ΕΛΑΣ: «Πού θα πάτε, να ενωθείτε με τους Καραλιβαναίους. Ληστές θα γίνετε κι εσείς;» 

Σε σύνολο 6.000 μόνιμων αξιωματικών, κατετάγησαν στον ΕΛΑΣ περίπου 800. Επιπλέον προσχώρησαν 1.550 έφεδροι ανθυπολοχαγοί και υπολοχαγοί (πλην των 1.260 ανθυπολοχαγών της Σχολής του ΕΛΑΣ). 


Για τους μόνιμους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ, ενός στρατού εθελοντικού, χωρίς τακτικό εφοδιασμό σε τρόφιμα, χωρίς επαρκή ρουχισμό και ιδίως με ελλιπέστατο οπλισμό και πυρομαχικά, η ύπαρξη του Καπετάνιου είναι μάλλον ανακουφιστική. 


Πρωτοφανής αριθμός για λαϊκό στρατό. Στη Γιουγκοσλαβία, που διαθέτει περισσότερους από 20.000 εν ενεργεία αξιωματικούς, δεν προσχώρησαν στον αντάρτικο στρατό του Τίτο πάνω από 100. 

Δεν τους θέλει και δεν τον θέλουν γιατί, σε αντίθεση με τον ΕΛΑΣ, αυτός δημιουργεί ταξικό στρατό. 

Μια συνηθισμένη πρόφαση όσων μόνιμων αξιωματικών δεν ήθελαν να καταταγούν στον ΕΛΑΣ ήταν η τριμελής διοίκηση, που είχε θεσπίσει από την αρχή ο Άρης και η οποία διατηρήθηκε και μετά τον σχηματισμό των στρατιωτικών μονάδων. 

Διατείνονταν πως δεν ανέχονται άλλους πλάι τους στη διοίκηση του τμήματος. 

Δικαιολογίες. Ουδείς παρεμβαίνει στο καθαρά στρατιωτικό έργο του αξιωματικού. Έχει απόλυτη δικαιοδοσία και ευθύνη τόσο για τον σχεδιασμό όσο και για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. 

O κανονισμός συγκροτήσεως και λειτουργίας του ΕΛΑΣ δεν επιτρέπει παρανοήσεις: «Τα καθοδηγητικά όργανα του ΕΛΑΣ αποτελούνται από έναν στρατιωτικόν αρχηγό που έχει το βέτο για τη στρατιωτική οργάνωση, εκπαίδευση και τας πολεμικάς επιχειρήσεις και φροντίζει για τον εφοδιασμό της μονάδος του. Από τον καπετάνιο βοηθό του στρατιωτικού αρχηγού και τον αντιπρόσωπο του ΕΑΜ που συνδέει τον ΕΛΑΣ με τας πολιτικάς οργανώσεις του ΕΑΜ (τον Λαό)». (ΔΙΣ/ΓΕΣ) 

Τις ελάχιστες φορές που η δικαιοδοσία του στρατιωτικού αμφισβητήθηκε, η ηγεσία του ΕΛΑΣ επενέβη δραστικά, όπως φαίνεται και από διαταγή του Στρατηγείου Πελοποννήσου προς τις μονάδες του: «Μόνος αρμόδιος και υπεύθυνος απέναντι της ανωτέρας διοικήσεως διά τας επιχειρήσεις είναι ο στρατιωτικός διοικητής ενεργών συμφώνως προς τας διαταγάς της ανωτέρας του διοικήσεως. Oυδεμία χωρεί αμφισβήτησις ή διαφωνία εις το ζήτημα τούτο κατά το μέλλον».(Σ. Γρηγοριάδης) 

Όχι πως δεν υπάρχουν κόντρες, μεταξύ των μελών της τριαδικής διοίκησης, μα δεν είναι ο κανόνας. Τον σημαντικότερο ρόλο στη συνύπαρξή τους, τον παίζει η προσωπικότητα των συνδιοικητών και όχι τα όρια του ρόλου του καθενός χωριστά. 

«Το παράδειγμα της στοργικής συμπεριφοράς προς τους αξιωματικούς το έδινε το ίδιο το Γενικό Στρατηγείο με πρώτον τον Άρη. Η συνεργασία του με τον στρατηγό Σαράφη αποτελούσε το υπόδειγμα για όλα τα κλιμάκια του ΕΛΑΣ». (Σεβαστάκης) 

Για τους μόνιμους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ, ενός στρατού εθελοντικού, χωρίς τακτικό εφοδιασμό σε τρόφιμα, χωρίς επαρκή ρουχισμό και ιδίως με ελλιπέστατο οπλισμό και πυρομαχικά, η ύπαρξη του Καπετάνιου είναι μάλλον ανακουφιστική. 

Στον Καπετάνιο και όχι στον Στρατιωτικό πέφτει ο κλήρος να ανακοινώσει στους άνδρες «σήμερα δεν θα έχουμε συσσίτιο» ή να εφεύρει τρόπους να τους ντύσει ή να τους πείσει να πάνε στη μάχη με μια χούφτα σφαίρες και «έχει ο εχθρός». 

Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία οι μόνιμοι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ υιοθέτησαν την καινοφανή άσκηση διοίκησης «χωρίς αμοιβές και χωρίς ποινές». Κατάλαβαν πως άλλο στρατιώτης σε υποχρεωτική θητεία και άλλο εθελοντής αντάρτης. 

Εξαίρεση ο ανερμάτιστος, γενικώς, ταγματάρχης Ζούλας, διοικητής του 36ου Συντάγματος, που τιμώρησε έναν αντάρτη με 20ήμερη φυλάκιση. Αμέσως έλαβε μια απανταχούσα από τον Στρατιωτικό διοικητή της ΧΙΙΙης Μεραρχίας της Ρούμελης συνταγματάρχη Ι. Παπαθανασίου: 

«Απαγορεύω απολύτως την επιβολήν πειθαρχικών ποινών. Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν των μονάδων επί του ζητήματος τούτου, καθ' όσον αντίθετος ενέργεια θα απεμάκρυνε τον στρατόν μας από των βασικών αρχών του ΕΛΑΣ». (Φ. Γρηγοριάδης) 

Δηλωτικό του πνεύματος που επικρατεί είναι, πως ο υπερασπιζόμενος τις αρχές του ΕΛΑΣ, συνταγματάρχης Παπαθανασίου, είναι δηλωμένος αντικομουνιστής, ενώ ο ταγματάρχης Ζούλας, που επιχειρεί να τις ανατρέψει, είναι παλιό μέλος του ΚΚΕ. 

Αρκετοί μόνιμοι αξιωματικοί κατατάσσονται στον ΕΛΑΣ με τον όρο της «αποφυγής οιασδήποτε πολιτικής δεσμεύσεως», ο οποίος στο Βουνό γίνεται αμέσως δεκτός. 

Και η συμφωνία τηρείται. 

O λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης θυμάται τη χαρακτηριστική κίνηση του βασιλόφρονος διοικητή της ΙΙης Μεραρχίας συνταγματάρχη Ρήγου: 

«Όταν του άφηναν στο γραφείο του καμιά εφημερίδα ή προπαγανδιστική διακήρυξη, την πετούσε επιδεικτικά, αλλά πώς την πετούσε: με την ανάστροφη κίνηση των δακτύλων, όπως απομακρύνει κανείς κανένα πολύ σιχαμερό έντομο ή σκουλήκι». 

«Oύτε καν δημοτικιστής έγινε!» λέγαν οι κομματικοί για τον μέραρχό τους. 

O επίσης βασιλόφρων στρατηγός Κ. Τσαμάκος στη Ρούμελη αποκαλούσε τα μέλη του ΚΚΕ «μυστήριους» και, σε κάθε περίπτωση, διευκρίνιζε ότι ο ίδιος δεν ήταν «μυστήριος». 


Μετά την απελευθέρωση, όταν οι επιζήσαντες μπαρουτοκαπνισμένοι αξιωματικοί κατέβηκαν από τα βουνά, όπου τίμησαν τη στολή τους και τον όρκο τους στην πατρίδα, δεν κατηγορήθηκαν μόνο ως «σφαγείς» και «κομουνιστοσυμμορίτες». 


Είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ένστολους ποντικούς των κατοχικών γραφείων, των μπακάλικων και των φούρνων, οι οποίοι με αναφορές τους, τους είχαν κηρύξει «λιποτάκτες» από τις υπηρεσίες στις οποίες τους είχε διορίσει ο κατακτητής 


Αγάπησαν πολύ τον ΕΛΑΣ οι αξιωματικοί του. 

Όταν διαφαίνεται η σύγκρουση με τον ΕΔΕΣ, καλείται στη ΧΙΙΙη Μεραρχία, ο λοχαγός Γιώργος Ζέρβας του 2/39 Συντάγματος, ανιψιός του αρχηγού του ΕΔΕΣ, για να ερωτηθεί εάν θα συμμετάσχει σε ενδεχόμενη σύρραξη. 

Και η απάντηση του λοχαγού: «Oι αξιωματικοί δεν ερωτώνται, διατάσσονται». (Βούλτεψης, Ακέλας) 

O βασιλόφρων ταγματάρχης Ευγένιος Στράτος, πολεμάει στη φοβερή μάχη της γενέθλιας πόλης του, της Αμφιλοχίας, και ακούει έναν καπετάνιο να εμποδίζει τον ολμιστή να ρίξει προς μια ορισμένη κατεύθυνση: «Μη εκεί, είναι το σπίτι του Στράτου». 

O ταγματάρχης παρεμβαίνει άτεγκτος: «Ρίξτε, κάψτε το, το ρημάδι μαζί με τον εχθρό». 

O ταγματάρχης πεζικού Περικλής Μεσημέρης, διοικητής του 16ου Συντάγματος στη Μακεδονία, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος των Γερμανών σε μια φονική μάχη στο Βέρμιο. 

O επικεφαλής αξιωματικός της γερμανικής δύναμης, μόλις τον αντικρίζει, αρχίζει να ουρλιάζει κουνώντας απειλητικά χέρια και πόδια. Σαν κάτι να είχε πάθει. 

Ένας άθλιος γερμανοντυμένος διερμηνέας τού ψιθυρίζει: «Πέταξε από το δίκοχό σου αυτό το διαβολικό σήμα που τον αγριεύει». Και ο διερμηνέας κάνει να το τραβήξει ο ίδιος, μα ο ταγματάρχης Μεσημέρης τον σπρώχνει περιφρονητικά. «Δεν βγάζω το έμβλημα του στρατού μου», δηλώνει. 

Και, απευθυνόμενος στον Γερμανό αξιωματικό, τον προκαλεί δείχνοντας το εθνόσημο του ΕΛΑΣ στο μέτωπό του: «Εδώ να με σημαδέψετε». 

Και τον σημάδεψαν εκεί. 

Μετά την απελευθέρωση, όταν οι επιζήσαντες μπαρουτοκαπνισμένοι αξιωματικοί κατέβηκαν από τα βουνά, όπου τίμησαν τη στολή τους και τον όρκο τους στην πατρίδα, δεν κατηγορήθηκαν μόνο ως «σφαγείς» και «κομμουνιστοσυμμορίτες». 

Είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ένστολους ποντικούς των κατοχικών γραφείων, των μπακάλικων και των φούρνων, οι οποίοι με αναφορές τους, τους είχαν κηρύξει «λιποτάκτες» από τις υπηρεσίες στις οποίες τους είχε διορίσει ο κατακτητής. 



Πηγή: www.lifo.gr

"Κωστής Παπαγιώργης: Εγγύτητα και απόσταση" έγραψε ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ [www.lifo.gr 28.8.2020 (ανατύπωση)]

..............................................................




Κωστής Παπαγιώργης: Εγγύτητα και απόσταση 



Η απόσταση κατάγεται από το «αφίστημι», απομακρύνομαι, γι' αυτό απασχολεί τις κοινωνικές θεωρίες του «φίλου» και του «εχθρού». 







έγραψε ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ www.lifo.gr 28.8.2020 (ανατύπωση)



Το παράδειγμα είναι πολύ γνωστό. Όταν τηλεφωνούμε σε κάποιο φίλο που βρίσκεται μακριά, στα Τρίκαλα ή στη Νέα Υόρκη, τίθεται ένα ζήτημα εγγύτητας και απόστασης που αίρει τη λογική ή χωρική ισχύ των δεδομένων. Ο οιοσδήποτε διαβάτης που με προσπερνά στον δρόμο είναι «κοντά μου», αντίθετα ο φευγάτος φίλος είναι μακριά «μου» - έτσι σκέφτεται ο κοινός νους. 


Και όμως, ισχύει το αντίθετο. Το κοντινό και το μακρινό δεν μετράται με τη μεζούρα. Αν η μεζούρα αποφάσιζε για την απόσταση, τότε η συσκευή του τηλεφώνου που είναι κολλημένη στο αυτί μου θα πρέπει να θεωρείται εγγύτατη και ο άνθρωπος που μου μιλάει από την άλλη άκρη του σύρματος απόμακρος. 

Εντούτοις, η ζωή η ίδια γνωρίζει από ένστικτο ότι υπεράνω ωκεανών, οροσειρών και μυριάδων ανθρώπων η φωνή του άλλου «σκάει» μέσα στην ακοή μου ως το πλέον εγγύτατο. Εξού και το όμορφο: «από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει»! 

Η απόσταση κατάγεται από το «αφίστημι», απομακρύνομαι, γι' αυτό απασχολεί τις κοινωνικές θεωρίες του «φίλου» και του «εχθρού». Με λίγη προσοχή τη διαπιστώνουμε στους δρόμους της Αθήνας, όπου η παρουσία ξένων αποτελεί πλέον καθημερινό θέαμα. Πόσο κοντά βρισκόμαστε στους μαύρους που πωλούν σι ντι και ξύλινα αγαλματίδια; Πόσο κοντά στους Ασιάτες που, παρατεταγμένοι στην Αιόλου, ανεμίζουν κεντημένα τραπεζομάντηλα ή εκθέτουν αναπτήρες-γίγαντες και αυτοκίνητα ποδηλατάκια για παιδιά; Ουσιαστικά, δυο βήματα. Και όμως. 

Χωρίς να το πολυσυνειδητοποιούμε, ο «μαύρος» έρχεται από πολύ μακριά και παραμένει μακριά· το χρώμα, η ομιλία, η ανένταχτη κοινωνικά θέση του, η στρωματσάδα των εμπορευμάτων καταμεσής του πεζοδρομίου δεν του επιτρέπουν να πλησιάσει. Μας απευθύνεται, παρότι τα πόδια του πατούν «ακόμη» Αφρική. 


Ο οιοσδήποτε διαβάτης που με προσπερνά στον δρόμο είναι «κοντά μου», αντίθετα ο φευγάτος φίλος είναι μακριά «μου» - έτσι σκέφτεται ο κοινός νους. Και όμως, ισχύει το αντίθετο. 


Η πόρτα, όπως ξέρουμε, κλειδώνει απέξω και από μέσα. Απέξω κλείνουμε τους ξένους, τους κλέφτες, τους διαρρήκτες και τους κακοποιούς. Από μέσα προστατεύουμε τον εαυτό μας, την οικογένεια, το έχει μας και το σπίτι ως ηθική διάσταση. 


Υπ' αυτή την έννοια, το κοντινό και το μακρινό, το οικείο και το ανοίκειο συμπλέκονται με αποκλειστικά εσωτερικό τρόπο, αγνοώντας τις εμπράγματες συνθήκες. 

Το ίδιο δεν συμβαίνει με τα πρόσωπα; Λέμε «κλειστό» πρόσωπο, εννοώντας κάποιον που δεν «ανοίγεται» σε ξένους, άφιλους, εχθρούς ή παρατρεχάμενους. Αντίθετα, μιλάμε για «ανοιχτοπρόσωπο» άνθρωπο όταν η μορφή παραμένει σκοπίμως ξεκλείδωτη, χωρίς να φοβάται την εγγύτητα ή την οιαδήποτε επίθεση. 

Ακολουθώντας αυτό το παιχνίδι του κοντά και του μακριά, μπορούμε -σακάτικα έστω- να σκεφτούμε λιγάκι και το ζήτημα της απόστασης και της εγγύτητας του εγώ από ή προς τον εαυτό του. 

Εδώ τα δεδομένα αλλάζουν συναρπαστικά, διότι δεν έχουμε να κάνουμε με εξωτερικότητα. Δεν συναντάμε τον εαυτό μας· δεν τον εγκαταλείπουμε· δεν τηρούμε αποστάσεις· δεν τον εχθρευόμαστε· δεν τον αναζητούμε μέσα στο πλήθος. Μεταφορικά, βέβαια, όλα τούτα ισχύουν. Η παιδαγωγική πασχίζει να γνωρίσει το παιδί τον εαυτό του. Η μαιευτική λέει πολλά για την αυτογνωσία. Και βέβαια ο πάσα ένας διερωτάται: είναι δυνατόν να είμαι κάτι και να μην το γνωρίζω; 

Στην περίπτωση των ασθενειών, η εγγύτητα και η απόσταση παίζουν χοντρό παιχνίδι. Έχω ένα πονάκι στο στομάχι· κάθε φορά που σηκώνομαι απότομα με πιάνει ζαλάδα· τα μάτια μου βλέπουν αστεράκια και θαμπάδες. Χάνω συνεχώς βάρος. Τι να 'ναι άραγε; 

Το περίεργο είναι ότι πάμε στον γιατρό με άκρα φυσικότητα. Του παραδίδουμε το σώμα μας -το πλέον οικείο γνώρισμά μας- για να μας το επιστρέψει «πακέτο» με ασφαλή διάγνωση. Πόσο λοιπόν απέχει από μας και πόσο κοντά βρίσκεται στον γιατρό; 

Με την εισαγωγή στο νοσοκομείο, τα σούρτα φέρτα των θεραπευτών και των νοσοκόμων, την ατμόσφαιρα του επείγοντος συμβάντος, έχουμε τη διαρκή εντύπωση ότι ασχολούνται με μας αλλά όχι ακριβώς με 'μας. Είμαι εγώ, εσωτερικό και αυτόνομο, μόνο που ατυχώς το σώμα μου με προδίδει κάθε τόσο. Άρα, ο γιατρός μπορεί να ασχοληθεί με το «εξωτερικό» του εαυτού μου, τη σωματικότητάμου, χωρίς να πολυνοιάζεται για τον εαυτό μου. Άλλωστε, δεν ισχύει τάχα η σκέψη ότι οι γιατροί ασχολούνται με «ασθένειες» και όχι με «ασθενείς»; 

Η μεγάλη πλάκα -και η πλέον επώδυνη- ξεσπάει όταν κάποιος πηγαίνει στον ψυχαναλυτή. Εκεί δεν υπάρχουν χειρουργεία και νοσοκόμες, αιμοδοσίες και αποκοπές μελών. Ο γιατρός, αυτήν τη φορά, δεν αγγίζει το σώμα. Πάει κατευθείαν στην ψυχή. Σε βάζει να μιλάς για τη ζωή σου και για τα όνειρά σου, θεωρώντας σε απλό -και απόμακρο- θεατή των βιωμάτων σου. Εσύ ζεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις κι αυτός ερμηνεύει κάτι που δεν έζησε. 

Πέρα από τη θεραπεία και τα ξινά σταφύλια, το σκληρό μάθημα του ψυχαναλυόμενου αφορά τη διαπίστωση ότι το εγώ -παρά τη διατυμπανιζόμενη αυτονομία του- ενδέχεται να απέχει πόρρω από την αυτής βασιλική υψηλότητα τον εαυτό του. Μάλιστα, ο ψυχισμός του μιλάει συνθηματική γλώσσα, είναι μεταμφιεσμένος,στέλνει ξενόγλωσσα ονειρικά γράμματα, όντας ξένος και οικείος εν ταυτώ, άρα μόνο με τη μεσίτευση δραγουμάνου θα μπορούσε να πιάσει κάβο με τον εαυτό του. 

Το «μακριά» μας βοηθά να φτάσουμε κάποτε, το «κοντά», αντίθετα, μας απομακρύνει.

Πηγή: www.lifo.gr

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

"Την «Πρέσπα» με την Τουρκία θα τη βρούμε πριν ή μετά από θερμό επεισόδιο;" Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr, 27.8.2020)

..............................................................



Την «Πρέσπα» με την Τουρκία θα τη βρούμε πριν ή μετά από θερμό επεισόδιο;

Η Τουρκία, υπό την καθοδήγηση ενός αυταρχικού, επικίνδυνου και ριψοκίνδυνου ηγέτη, βρυχάται. 



Η διακρατική διαφορά είναι μια πραγματική κατάσταση, την οποία, όσο δεν αντιμετωπίζεις, γίνεται πιο δύσκολη. 

Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr, 27.8.2020)


«ΤΗ ΔΙΕΝΕΞΗ, ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΔΙΕΝΕΞΗ, μπορεί να τη δημιουργήσει οποιοσδήποτε διαφωνών μαζί σας, αμφισβητών το δίκιο σας. [...] Από τη στιγμή αυτή δημιουργείται πρόβλημα το οποίο δεν μπορείτε να αγνοήσετε. Είστε υποχρεωμένος να το αντιμετωπίσετε». Αυτά έλεγε στις 16 Μαρτίου 1978 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής σε κοινοβουλευτικό διαξιφισμό του με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέα Παπανδρέου. Ο τελευταίος επέμενε στη γνωστή θέση, βάσει της οποίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπάρχει μόνο μία διαφορά, η υφαλοκρηπίδα, και πως όλα τα άλλα είναι τουρκικές προκλήσεις. 

Πολλά χρόνια αργότερα, ο Κωστής Στεφανόπουλος, έχοντας πλέον αφυπηρετήσει από το ύπατο αξίωμα, έγραφε σε κείμενό του στην «Καθημερινή» ότι η θέση σύμφωνα με την οποία «εμείς αναγνωρίζουμε ως μόνη διαφορά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας δεν φαίνεται σοβαρή. Οι διαφορές δημιουργούνται όταν ένα κράτος διατυπώνει αξιώσεις, δίκαιες ή άδικες, κατά του άλλου». 


Οι Καραμανλής και Στεφανόπουλος δεν ήταν ούτε διεθνιστές ούτε κοσμοπολίτες, έλεγαν όμως το αυτονόητο. Ωστόσο, οι θέσεις αυτές δύσκολα ακούγονται σήμερα. Η ελληνική κοινή γνώμη είναι γαλουχημένη με την αντίληψη ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα (κι αυτή, αν και εφόσον) και θεωρεί πως οποιαδήποτε διαπραγμάτευση πέραν της υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία είναι προδοσία των εθνικών μας δικαίων. Αλλά η κοινή γνώμη δεν οφείλει να γνωρίζει, και ούτε γνωρίζει, Διεθνές Δίκαιο (ανεξαρτήτως του αν θεωρεί πως το Διεθνές Δίκαιο είναι πάντα αυτό που στηρίζει το δίκιο της). Έτσι, οποιαδήποτε τουρκική κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση αποτελεί εξ ορισμού «πρόκληση» που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. 


Μυωπικά η Ελλάδα αρνείται να δει ποια ακριβώς είναι η διαφορά: οι τουρκικές αξιώσεις, είτε στον εναέριο χώρο, είτε στην αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε στις διαβόητες «γκρίζες ζώνες», θεωρούνται a priori παράνομες προκλήσεις, για την ικανοποίηση των οποίων δεν χωρεί κουβέντα ούτε διαπραγμάτευση. Η διεθνής διαφορά, όμως, όπως ορθά επισήμαναν οι δύο μέντορες της νεότερης ελληνικής δεξιάς, δεν είναι αυτό που βολεύει το ένα μόνο μέρος. Είναι αυτό που αξιώνει και το άλλο, δικαίως ή αδίκως. Η διακρατική διαφορά είναι μια πραγματική κατάσταση, την οποία, όσο δεν αντιμετωπίζεις, γίνεται πιο δύσκολη. 


Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν συζητά και η Τουρκία απαντά εντείνοντας εκβιαστικά τις αξιώσεις αυτές και διευρύνοντας το πεδίο με νέες, με βασική αιχμή την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, που είναι σχετικά νέα έννοια στο Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας.


Μυωπικά η Ελλάδα αρνείται να δει ποια ακριβώς είναι η διαφορά: οι τουρκικές αξιώσεις, είτε στον εναέριο χώρο, είτε στην αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε στις διαβόητες «γκρίζες ζώνες», θεωρούνται a priori παράνομες προκλήσεις, για την ικανοποίηση των οποίων δεν χωρεί κουβέντα ούτε διαπραγμάτευση. 


Έτσι, η χώρα μας είναι αιχμαλωτισμένη μεταξύ μιας λαίμαργης Τουρκίας και μιας ελληνικής κοινής γνώμης εθισμένης σε παραμύθια. Το ότι η Τουρκία, όμως, τελεί εν εξάλλω σε μια σειρά από ζητήματα που αφήνουν άφωνους ακόμα και τους διπλωμάτες της δεν σημαίνει ότι δεν έχει και σημεία με το μέρος της. Δηλαδή το ότι η Τουρκία έχει απόλυτο άδικο σε ό,τι αφορά το μνημόνιο με τη Λιβύη ή στο ζήτημα των γεωτρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο δεν σημαίνει πως γίνεται να μην έχει λόγο στο Αιγαίο, επί του οποίου έχει ακτογραμμή 3.000 χιλιομέτρων. 


Κοινώς, το ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ως ταραξίας, συνομολογώντας παράνομα μνημόνια με κράτη-παρίες, όπως η Λιβύη, ή το ότι κάνει τσαμπουκάδες με την απειλή γεωτρήσεων δεν σημαίνει ότι το Αιγαίο είναι ελληνική λίμνη. Το να υποστηρίξει, όμως, κανείς αυτό στην Ελλάδα θεωρείται μειοδοσία κι έτσι το πρόβλημα εδραιώνεται. 


Ένας συμβιβασμός σημαίνει υποχωρήσεις, τις οποίες η ελληνική κοινή γνώμη, διαπαιδαγωγημένη από κόμματα, ΜΜΕ, ειδικούς και «ειδικούς» σε μια λογική που υπαγορεύει πως η Ελλάδα έχει σε όλα δίκιο επειδή είναι η πατρίδα μας, δεν είναι σε θέση να τις δεχτεί. Έτσι, δημιουργείται ένας νοσηρός φαύλος κύκλος: οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις φοβούνται την κοινή γνώμη και παγιδεύονται από αυτήν, πλειοδοτούν σε εθνικισμό, η κοινή γνώμη γίνεται ακόμα πιο αδιάλλακτη κ.λπ. 

Έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε εδραιωθεί η αντίληψη που λέει ότι καλύτερα το όλον να παραμένει άλυτο και στο ψυγείο. Πλέον, όμως, το ψυγείο δεν αντέχει άλλο. Σκάει. Η Τουρκία, υπό την καθοδήγηση ενός αυταρχικού, επικίνδυνου και ριψοκίνδυνου ηγέτη, βρυχάται. Στη θέα της ισχύος της, η Ελλάδα ψάχνει συμμαχίες. 

Όταν το αγοραίο ζεύγος Τουρκία - Ισραήλ τα έσπασε, η Ελλάδα δεν περίμενε στιγμή: πήδηξε αμέσως στο κρεβάτι του Ισραήλ με κουμπαριά του Κύπριου Προέδρου. Ένας νέος άξονας δημιουργήθηκε, όπως και με την Αίγυπτο, η κυβέρνηση της οποίας είναι μια δικτατορία για να κρατάει υπό έλεγχο τους Αδελφούς Μουσουλμάνους υπό την ευλογία της Δύσης. Οι άξονες, όμως, κάνουν αντι-άξονες κι έτσι γεννήθηκε το νομικό τερατούργημα του Μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης. Και βυθιζόμαστε στην ένταση. 

Η Τουρκία, όμως, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όχι απλώς είναι μεγαλύτερη και ισχυρότερη αλλά είναι εθισμένη σε κουλτούρα πολέμου, κάτι που η χώρα μας ευτυχώς έχει ξεχάσει. Κάποιοι στην Ελλάδα μπορεί να οικτίρουν που δεν είμαστε Ισραήλ, αλλά, είτε αρέσει είτε όχι, η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί τις απώλειες ανθρωπίνων ζωών. Μετά από εβδομήντα χρόνια, ο πόλεμος μας είναι ξένος πλέον κι αυτό, αν μη τι άλλο, είναι επίτευγμα. Με την εξαίρεση των ΗΠΑ, οι χώρες της Δύσης δεν αντέχουν πια φέρετρα με σημαίες και πτώματα αγοριών. Η Τουρκία αντέχει. Κι αυτό δεν είναι μυστικό. 

Για τον λόγο αυτόν, μολονότι το κλίμα είναι στα όρια του πολεμοχαρούς, λίγοι είναι αυτοί που τολμάνε να ψελλίσουν «πάμε για πόλεμο». Οι περισσότεροι βολεύονται στην εκ του ασφαλούς ρητορεία, αλλά στο διά ταύτα υπερισχύει η κυνική συγκατάβαση. Ο φόβος του θερμού επεισοδίου είναι αυτός που πρυτανεύει, αλλά ο κίνδυνος, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ολοένα και ζυγώνει. 

Έτσι, ανοίγει η πόρτα του πραγματικού ερωτήματος: θα διαπραγματευτούμε πριν ή μετά το θερμό επεισόδιο; Θα το προλάβουμε ή θα αρχίσουμε να συνομιλούμε για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο Αιγαίο, έχοντας χάσει μερικούς φαντάρους; Ας μην υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι αυτό και μόνο είναι, σε τελευταία ανάλυση, το επίδικο. Να διαλέξουμε. 


ΥΓ.: Η ελληνοτουρκική διένεξη για το Αιγαίο είναι πρόσφορο έδαφος εύκολης μαξιμαλιστικής αντιπολίτευσης. Το ίδιο ήταν και το Μακεδονικό. Η αξιωματική αντιπολίτευση, δυστυχώς, πληρώνει τη νυν κυβέρνηση με το ίδιο νόμισμα που η ΝΔ ανεύθυνα την πλήρωσε για τη Συνθήκη των Πρεσπών, όταν, ως αξιωματική αντιπολίτευση, πλειοδοτούσε σε πατριδοκαπηλία για το Μακεδονικό. Είναι, όμως, σημαντικό η Αριστερά να αντισταθεί στον πειρασμό αυτόν. Πολιτικά, αναμασώντας τα εθνικιστικά τετριμμένα, κάνει μια τρύπα στο νερό. Αντιθέτως, λέγοντας μερικές άβολες αλήθειες, θα κάνει καλό σε όλους: στην ειρήνη, στην Ελλάδα και στην ίδια. Από τη βολικά ανεύθυνη ρητορεία περί εθνικών δικαίων, άλλοι πάντα είναι αυτοί που κερδίζουν. 

Πηγή: www.lifo.gr

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

"Τι κι αν ο ήλιος του καλοκαιριού χρυσώνει..." ποίημα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γιέιτς (1865 - 1939) μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης (facebook, 25.8.2019)

.............................................................













Ουίλιαμ Μπάτλερ Γιέιτς (1865 - 1939)







Τι κι αν ο ήλιος του καλοκαιριού χρυσώνει
του ουρανού το συννεφένιο το στεφάνι,
ή του χειμώνα η σελήνη το ελαττώνει
σε μια θυελλόδαρτη πλεκτάνη,
δεν τα προσέχω εγώ όλα αυτά,
νιώθω στους ώμους την ευθύνη μου βαριά.

Πράγματα που έκανα παλιά ή που είπα,
ή που δεν έκανα ή δεν είπα
μα σκέφτηκα ίσως να τα κάνω ή να τα πω,
με γονατίζουν. Μέρα μπαίνει
μέρα βγαίνει με κεντούν,
τις τύψεις που με τρώνε, την ντροπή ξυπνούν.

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ

(μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης, facebook 25.8.2019)