Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

"Morocco" [Μαρόκο] - String Theory / Live recording @Athenaeum, 2015

..............................................................

 

Morocco [Μαρόκο] - String Theory


Οργανική απόδοση για πιάνο και λαούτο τραγουδιού που πρωτοηχογραφήθηκε από την παλιά τραγουδίστρια Ιωάννα Μάκρη το 1958, στην Αμερική. Μουσική Π. Νικολάου.

Piano: George Paterakis 
Lute: Maria Ploumi 
Sound: Yiannis Skandamis 

Live recording @Athenaeum, 2015



Για το κλέφτικο τραγούδι "Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά" από τον φίλο στο fb Panos Zervas (facebook, 30.7.2021)

 ............................................................



Για το κλέφτικο τραγούδι "Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά"




από τον φίλο στο fb Panos Zervas (facebook, 30.7.2021)


Όλοι έχουμε ακούσει το κλέφτικο τραγούδι “ σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά, πάνε για να πατήσουνε την Τριπολιτσά”. Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι το τραγούδι αυτό είναι ψεύτικο, δηλαδή με αλλοιωμένο το θέμα του;

Δείτε το αυθεντικό τραγούδι:

Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά,
πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό,
πάνε και για να κάψουν χώρες και νησιά.
Κάνα (=κανένα) δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο,
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνιά, (=να τους συμβουλέψει)
επήγαν και τον βρήκαν σε βαθιά σπηλιά ,
οπόλιωνε τασήμι (=όπου έλιωνε τ’ ασήμι) κ’ έφτιανε κουμπιά.
“-Γεια σου, χαρά σου, γέρο. - Καλώς τα τα παιδιά,
καλώς τα παλικάρια, τα κλεφτόπουλα.
-Σήκου να βγούμε, γέρο, κλέφτες στα βουνά.
-Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
και πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη,
ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα,
ξέρει και τα λημέρια, που λημέριαζα,
ξέρει τις κρύες βρύσες, πόπινα νερό,
ξέρει τα μοναστήρια πόπαιρνα ψωμί,
και ξέρει και τις τρύπες, όπου κρύβομουν.
Αυτού μπροστά που πάτε, στο Καλό Χωριό,
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά,
τήρα (=προσέξτε) μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε,
και στον κατή σας πάνε και σας κρεμάσουνε”.
Του γέρου την ορμήνια την ξεχάσανε,
επήγαν και μέθυσαν και τους πιάσανε.
Σαν τάκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε,
κουμπούρια ξεκρεμάει κι αρματώνεται.
Στον δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά.
“Ώρα καλή, πασά μου και Τούρκο κριτή,
να βγάλεις τα παιδιά μου από τη φυλακή”.
 
"Αυτά λέει το τραγούδι. Πώς έγινε τώρα και προέκυψε ως προορισμός η Τριπολιτσά; Θυμάμαι που το τραγουδούσε ο πατέρας μου με τους κανονικούς του στίχους, όχι παλιά, αλλά στη δεκαετία του ‘70. Πολύ απλά, τα δημοτικά και τα κλέφτικα τραγούδια, έπρεπε να ενταχθούν με κάποιο τρόπο, δηλαδή δια της βίας, στην επίσημη “ηρωική - εθνική” αφήγηση και να μπουν έτσι στις σχολικές εορτές και (αργότερα) στη δισκογραφία. Γιατί δεν ήταν μόνο τα σαράντα παλικάρια που δεν είχαν καμιά δουλειά στην Τρίπολη, είναι και πολλά άλλα, στα οποία εφαρμόστηκε η κοπτική - ραπτική, ώστε να αλλοιωθεί καταλλήλως ο αρχικός χαρακτήρας τους. Ακόμα και το τραγούδι της προ-γιαγιάς μου, της Παπαλάμπραινας. Περισσότερα (και πολλά τραγούδια) στην ώρα τους."

"Ο καύσωνας, η αργία και οι παρακοιμώμενοι του Μαξίμου" γράφει ο Βαγγέλης Δεληπέτρος (https://www.documentonews.gr, 30.7.2021)

 ...............................................................


Ο καύσωνας, η αργία και οι παρακοιμώμενοι του Μαξίμου




γράφει ο Βαγγέλης Δεληπέτρος (https://www.documentonews.gr, 30.7.2021)


Όταν ένας σαχλαμάρας έχει συνηθίσει να εργάζεται μόνο σε κλιματιζόμενους χώρους, μετακινούμενος από και προς την εργασία μόνο με κλιματιζόμενα αυτοκίνητα και το βασικότερο όταν γνωρίζει ότι έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να σταματήσει την «εργασία» για να πιει ένα φρέντο ή να… αναστοχαστεί τις επόμενες κοινοτοπίες που θα πλασάρει ως καινοτόμες ιδέες, είναι εύκολο να ειρωνεύεται μια πρόταση «αργίας» λόγω καύσωνα.

Άλλωστε αυτοί οι τύποι δεν γνωρίζουν καν ότι τα περισσότερα ίσως Μέσα Μαζικής Μεταφοράς δεν έχουν κλιματισμό ή ότι κλιματισμός τους τα φτύνει όταν η θερμοκρασία υπερβεί τα συνήθη όρια, οπότε -εάν έχει δίκιο στις προβλέψεις της η Μετεωρολογική Υπηρεσία- με αυτό το κύμα καύσωνα θα ξεπεραστεί κάθε σύνηθες όριο.

Αυτά τα παρεάκια του νεοφιλελεύθερου εξυπνακισμού δεν έχουν καν υπόψη τους ότι οι περισσότερες εξωτερικές εργασίες θα είναι αδύνατον να γίνουν υπό τις συνθήκες του επερχόμενου καύσωνα. Αγνοούν επίσης ότι η παραμικρή βλάβη στο σύστημα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας θα έχει εκθετικές αρνητικές επιπτώσεις σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και θα είναι άκρως επικίνδυνη για πολλές κατηγορίες πολιτών.

Αυτά τα τσιράκια του νεοφιλελευθερισμού έχοντας τη δυνατότητα να «οχυρωθούν» στους κατάλληλα εξοπλισμένους χώρους τους ή να πεταχτούν για ένα «διάλειμμα» στα περί την Πλατεία Συντάγματος υπερπολυτελή ξενοδοχεία, αδυνατούν τελικά να χωρίσουν δυο γαϊδουριών άχυρα.


Γι αυτό οι παρακοιμώμενοι του Μαξίμου δεν σκέφτονται ότι στις κανονικές χώρες όταν οι συνθήκες είναι μη κανονικές, όταν τα καιρικά φαινόμενα γίνονται επικίνδυνα, λαμβάνονται μέτρα: κλείνουν, ή λειτουργούν λιγότερες ώρες τα σχολεία, φεύγουν νωρίτερα οι εργαζόμενοι από την εργασία τους ή δεν πάνε καθόλου, απαγορεύονται ή περιορίζονται οι μετακινήσεις.

Στις κανονικές χώρες ένα μόνο δεν γίνεται: να προτείνει ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης «να κηρυχτεί αργία λόγω καύσωνα η ερχόμενη Δευτέρα» και οι «κυβερνητικές πηγές» αντί να τοποθετηθούν υπεύθυνα να καταφεύγουν σε ειρωνείες του τύπου «Γιατί όχι μόνο η Δευτέρα; Και με ποια καιρικά φαινόμενα θα κηρύσσονται αργίες; Μόνο με καύσωνα ή και με χιόνι ή με χαλάζι;»

Αλλά εδώ δεν έχουμε μια κανονική χώρα. Και οι νεοφιλελεύθεροι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μην ξαναγίνει ποτέ κανονική. Σαχλαμαρίτσες λοιπόν από «εγχειρίδια» για ξεβλαχεμένους μετακλητούς και «αστεία» αντιγραμμένα από πάρτι κάποιας αδελφότητας πανεπιστημίου των ΗΠΑ.

Γιατί τελικά, παρά το τείχος προστασίας που υψώνουν γύρω τους τα ΜΜΕ τόσοι είναι! Η σοβαρότητά όλων αυτών των «επιτελικών» αρχίζει στις νομοθετικές ρυθμίσεις με ονοματεπώνυμο και τελειώνει στις απευθείας αναθέσεις. Κατά τα άλλα σκοτώνουν την ώρα τους κοροϊδεύοντας την κοινωνία και προσπαθώντας να μάθουν πώς ακριβώς μαζεύουν τα αγγούρια οι αγρότες.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

"ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΚΟΡΠΙΩΝ ΣΤΙΧΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ" από τον σκηνοθέτη, συγγραφέα και φίλο στο fb Τάκη Σπετσιώτη (facebook, 28.7.2021)

 

...............................................................


            Τάκης Σπετσιώτης (γ. 1954)





ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΚΟΡΠΙΩΝ ΣΤΙΧΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ:


'' ..τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως- που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή..." (Καβάφης)
''...τη σάρκα και το αίμα θα βάλω- σε σχήμα βιβλίου μεγάλο - ''Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες''- θα γράψουν οι εφημερίδες...'' (Καρυωτάκης)
''...Τεχνίτης, μουσικός του στίχου''- ''πολύ λεπτός, αισθητικός'' - αυτά που γράφονται συνήθως- κι αυτά που γράφουν σχετικώς..'' (Λαπαθιώτης ) ''΄Ηταν αλήθεια πως εζούσα- κάποια ζωή ξεχωριστή -ζούσα όπως ήθελεν η Μούσα- κι όπως δεν ήθελε η ζωή...'' (Μήτσος Παπανικολάου)
''.....βαρέθηκα -η ποίηση της ποίησης την ποίηση- τη ζωή σας- αυτή τι την κάνατε;.. '' (Ταχτσής)
''... Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΛΕΝΕ- Οι μισοί ΄Ελληνες γράφουν ποιήματα- οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα... '' (Γκόρπας)
''..Τι τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει - μάς τα 'παν κι άλλοι, σου λένε....'' (Μαστοράκη) ''.. Λατρείες και δηλητήρια, στα δεκαεφτά μου χρόνια,- ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, -παιδί χαμένο...'' (Δικταίος) ''..Σαν πάη κάτι - να- γραφή,- είναι- ωσάν- να γράφονταν- από την άλλη μεριά- αγγελτηρίων -θανάτου.'' (Εγγονόπουλος) ''..Από Αυτοκρατορία -κρατίδιον η ποίησις.'' (Μπάρας) ''...δεν έχω γράψει ποιήματα- μόνο σταυρούς- σε μνήματα καρφώνω...'' (Σαχτούρης). ''...Κι όμως όχι, δεν είναι το λαμπερό- από ένα ωραίο λυρικό ποίημα για το πρόσωπο του αγαπημένου μου, που μένει να γράψω.- Τόσοι ποιητές πριν από μένα θέλησαν- να περιγράψουν την ομορφιά που τους συγκλόνισε- και που γέμισε την ψυχή τους έρωτα...'' (Μεγαλυνός).




Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

"ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ" ποίημα του Νίκου Φωκά (1927-2021) (περ. Πλανόδιον, τ. 21, 1994)

 ............................................................









Νίκος Φωκάς (1927-2021)








ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

Χαμήλωσα στο ελάχιστο τον ήχο
Κι οι πρόστυχες φωνές αυτοστιγμεί
Ακούγονται σαν ψίθυρος αγνές'
Σαν ψίθυρος μαζί με τις φωνές
Οι γλωσσικοί βιασμοί κι οι ξενισμοί
Που δεν απαριθμούνται σ' ένα στίχο.

Διότι αν πρέπει να 'χω τέτοια γλώσσα
Με σόου τζάκποτ ζάπινγκ και τι-βι
Την καταργώ καλλίτερα εντελώς
Κι ας μείνει μόνο ως ψίθυρος απλός
Μιας πίστης υπενθύμιση ακριβή
Καθώς κοιτώ τα σύννεφα στην Όσσα.

(περ. Πλανόδιον, τ. 21, 1994)

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

"Ξανά Αρχαίο Δράμα" έγραψε ο Κωστής Καπελώνης (http://www.periou.gr, 24 Ιουλίου 2021)

 ..............................................................


                                         Ξανά Αρχαίο Δράμα





έγραψε ο Κωστής Καπελώνης (http://www.periou.gr, 24 Ιουλίου 2021)

Κάθε Ιούλιο παίρνουμε τη δόση μας από την αρχαία τραγωδία ή κωμωδία, κατά πώς αποφασίζουν οι αρμόδιοι φορείς και οι εγχώριοι θεατρικοί παραγωγοί και φεστιβαλικοί μεταπωλητές.
Στην Επίδαυρο πρωτίστως, όπου εμφανίζεται η πλήρης εκδοχή μιας παράστασης, (την οποία συνήθως κρίνουν οι θεατρικοί κριτικοί), καθώς και στα ανά την Ελλάδα καλοκαιρινά θέατρα, (που πολλά έχουν προδιαγραφές αναψυκτηρίων του ’70, ή έχουν μετατραπεί σε τέτοια από τα θεάματα που φιλοξενούνται), όπου βλέπουμε μέρος του αρχικού σκηνικού, ελλειμματική τεχνική υποστήριξη, χωρίς μια μέρα πρόβας για προσαρμογή στον χώρο και λοιπές εκπτώσεις. Αυτό που εξασφαλίζεται, με μεγάλη φροντίδα, είναι η συμμετοχή τηλεοπτικών αστεριών, που θα πρέπει να είναι με ευκρίνεια αποτυπωμένα στην αφίσα, για την προσέλκυση του κοινού. Το όνομα τους δεν πολυχρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ξέρει το όνομά τους. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Δηλαδή να είναι γνωστά και τα ονόματα.

Αυτή είναι η αρχή της καταστροφής, γιατί αυτά τα τηλεοπτικά αστέρια, που εμφανίζονται ευκρινώς στην αφίσα, δεν έχουν συνήθως προδιαγραφές χρήσης του σώματός τους -και κυρίως της φωνής τους- για ανοιχτούς θεατρικούς χώρους. Ούτε φωνή, ούτε εκτόπισμα, ούτε σκηνική γοητεία. Καλούνται δε δίπλα σε αυτούς να εμφανιστούν κάποιοι ικανοί ηθοποιοί, που θα συνεργαστούν με τις θεατρικές μετριότητες, επειδή αυτές οι μετριότητες έπαιζαν τον χειμώνα σε εμπορικό σήριαλ. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο σε ποια θεατρική γλώσσα συνομιλούν επί σκηνής και πώς και τι τους δίδαξε ο σκηνοθέτης. Ο όποιος σκηνοθέτης.
Ακριβώς λοιπόν επειδή η υποκριτική δεν μπορεί να πείσει, καταφεύγουν σε τεχνικές εξαπατήσεις, με δήθεν μοντέρνες σκηνογραφίες, φωτιστικές πομφόλυγες, λεντοταινίες και καπνούς, υπερμεγέθη ηχεία και απαραιτήτως μικρόφωνα (ακόμη και στην Επίδαυρο) για να ακουστούν οι άφωνοι ηθοποιοί ή και απλώς επειδή ο θεατρικός χώρος είναι το αναψυκτήριο που αναφέραμε παραπάνω. Αλλού βλέπεις τον ηθοποιό κι από αλλού έρχεται η φωνή του. Κι επειδή στα αρχαία έργα, ιδίως στο Χορό ομιλούν από δω κι από ’κεί, είναι αδύνατον να προλάβεις να εντοπίσεις τον ομιλούντα. Ίσως γι’ αυτό κάποτε ομιλούσαν όλοι μαζί. Κλείνεις λοιπόν τα μάτια και ακούς «θέατρο στο ραδιόφωνο». Αλλιώς καταλήγεις να ρεμβάζεις το πίσω από τη σκηνή τοπίο.
Έχει επιχειρηθεί και άλλη μια «επιδιόρθωση» αυτού του προβλήματος, με το να περιορίζουμε τον αριθμό των μελών του Χορού, για λόγους οικονομίας πρωτίστως, σε μισθούς, ασφαλιστικές εισφορές, κοστούμια, αμοιβές εκτός έδρας κλπ, αλλά και υποκριτικής ευκολίας στη μουσική ή κινησιολογική διδασκαλία.

Με αυτή τη συνεχή υποβάθμιση της υποκριτικής επάρκειας έχει καταφέρει το επαγγελματικό θέατρο να μπορεί να συν-αγωνίζεται με ερασιτεχνικά σχήματα που διαθέτουν κάπως αξιοπρεπή τεχνικά μέσα. Ένα φαινόμενο που θα έπρεπε να ανησυχεί το επαγγελματικό θέατρο και να κάνει χαρούμενους τους ερασιτέχνες.

Έχουμε επιπροσθέτως και μια άλλη μόδα, κάτι σαν θεατρική επιδημία, μεταφραστών και σκηνοθετών, που θέλει να «βελτιώσει» τα αρχαία έργα, προσθέτοντας στίχους -το έχουμε υποστεί και από εγκυρότατους μεταφραστές, (ξέρω περίπτωση προσθήκης 300 στίχων σε έργο του Ευρυπίδη), είτε γιατί τα έργα δεν συμβαδίζουν με τις απόψεις τους, είτε (ακόμη χειρότερα) νομίζουν ότι το κοινό δεν μπορεί να καταλάβει τα νοήματα ή τα συναισθήματα του αρχαίου ποιητή και πρέπει να τα κάνουν απλοϊκότερα ή να τα κάνουν να προσομοιάζουν με τα νοήματα και τα συναισθήματα τηλεοπτικών σειρών της σειράς. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν και οι τηλεοπτικοί ηθοποιοί -που λέγαμε παραπάνω-, να κληθούν να υπηρετήσουν την παράσταση και να φαίνεται ότι μπορούν να παίξουν ακόμη και Αισχύλο. Σε άλλες περιπτώσεις «ενισχύεται» το αρχαίο κείμενο, (δηλαδή μάλλον συσκοτίζεται) με κομμάτια από άλλα έργα, θεατρικά ή μη, αλλά η παράσταση να προτείνεται στο κοινό, σαν έργο του αρχαίου ποιητή και να απορεί ο κοινός θεατής: «Μα γιατί αυτός ο συγγραφέας θεωρείται μεγάλος;» Μα είναι, αλλά τον εκμηδένισε μια σύγχρονη μετριότητα.

Δεν διαφωνώ καθόλου με τις απόπειρες σύνδεσης των κειμένων, ή διακειμενικές κατασκευές παντός είδους, αλλά έχω τη γνώμη ότι θα πρέπει να δηλώνονται ως τέτοιες και να παρουσιάζονται σε θεατρικούς χώρους που να δηλώνουν την πειραματικότητα και όχι να παίζονται στο κοίλον της Επιδαύρου, ως έργα των αρχαίων.
Ας υπάρξει μια «Πειραματική Επίδαυρος», όπου να δοκιμάζονται τέτοιες απόπειρες, από παλιούς ή νέους σκηνοθέτες, ακόμη να δοκιμάζονται και νέες δραματουργίες βασιζόμενες στα αρχαία έργα. Ίσως η Μικρή Επιδαυρος θα μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο και όχι να φιλοξενεί σχήματα και θεάματα παντός είδους, μόνο και μόνο για το δέλεαρ του μισού τίτλου της, επειδή ο «δημιουργός» της είχε μια τάση προς την όπερα και την ξεκίνησε με μουσικά θεάματα.

Και η άλλη, μόνιμη πια πληγή, μερικοί σκηνοθέτες, που για αγνώστους λόγους αναλαμβάνουν να σκηνοθετήσουν Αρχαίο Δράμα σε αρχαία θέατρα, απλώς μεταφέροντας δια της μεθόδου αντιγραφής και επικόλλησης εικόνες παραστάσεων της γερμανικής κυρίως πρωτοπορίας, που τις λανσάρουν σαν δικές τους, αλλά φεύ δεν έχουν στην υπηρεσία τους ικανούς ηθοποιούς -όπως οι Γερμανοί συνάδελφοί τους- για να υποστηριχθεί η «άποψη», αλλά τηλεοπτικούς αστέρες που λέγαμε παραπάνω. Αστέρες, που τους επιβάλλονται από τους θεατρικούς παραγωγούς ή οι μερικοί σκηνοθέτες τους χρωστάνε, αφού αυτοί τους έχρισαν κάποτε σκηνοθέτες.
Ελάχιστη μελέτη, ελάχιστα εφόδια, ελλειπή δραματουργική έρευνα, με πρόβες δύο μηνών μετ’ εμποδίων, χωρίς μια κάποια προϋπηρεσία στο είδος και εντέλει χωρίς ντροπή.

Τα διασωθέντα ποιητικά κείμενα των αρχαίων προγόνων διασώθηκαν διά μέσου των αιώνων επειδή είχαν στέρεες διαχρονικές αξίες και ως Νόημα και ως Λόγος και κυρίως ως κοινωνικές αναφορές μυθικών περιστατικών που συσχετίζονταν με το παρόν της παρουσίασής τους.
Η πολιτική και η κοινωνική παράμετρος, της όποιας σκηνοθεσίας, περιέχεται στο ίδιο το κείμενο και απαιτεί τη σύγχρονη ανάδειξή της.
Εάν από τα κείμενα αυτά αφαιρέσεις την Ποίηση, τη δυνατότητά τους να σημαίνουν και άλλα από τα λεγόμενα, δηλαδή σε κάθε θεατή να λένε άλλα από ό,τι λένε στον διπλανό του, να κρούουν στον καθένα ιδιαίτερες προσωπικές χορδές και να ηχούν στην ψυχή του με μοναδικό τρόπο, να δονούν στον καθένα ατομικές ευαισθησίες και αν, αφού προσγειώσεις την Ποίηση, τα αποστειρώσεις και από το πολιτικό και κοινωνικό τους βέλος, τότε δεν έχουν κανένα λόγο σκηνικής ύπαρξης και συνεπώς ας μείνουν να ξεκουράζονται στα ράφια των βιβλιοθηκών.
Οι μερικοί αυτοί σκηνοθέτες, που λέγαμε, είναι ολοφάνερο ότι στερούνται πολιτικής σκέψης, δεν παίρνουν πολιτική θέση, γιατί θέλουν να τα έχουν καλά με τις μικρές ή μεγάλες εξουσίες της επικαιρότητας και εμφανίζουν ως πολιτική θέση τη συστράτευση τους σε δήθεν κινήματα κοινωνικών προβλημάτων, που υπαγορεύει η επικαιρότητα των καθημερινών ειδήσεων, σύμφωνα με τα κριτήρια mainstream αρχισυντακτών. Η απολιτίκ πολιτική στη θεατρική εκδοχή της.

Το Αρχαίο Δράμα είναι πολιτικό, είναι ποιητικό, είναι φιλοσοφικό, είναι εκρηκτικό. Ο όποιος φόβος, ότι μπορεί να είναι πολύ βαρύ ή δυσκολονόητο για το κοινό, είναι εντελώς αβάσιμος. Το κοινό είναι άνθρωποι. Αυτά τα κείμενα διασώθηκαν, γιατί άνθρωποι τα θεωρούσαν σημαντικά και ένιωσαν την υποχρέωση επί αιώνες να τα μελετούν και να τα παρουσιάζουν από σκηνής.
Ακριβώς οι σκηνοθέτες, που λέγαμε παραπάνω, είναι αυτοί που τα απομακρύνουν από την κατανόησή τους από το κοινό, που τα κάνουν περίπλοκα, για να χρειάζονται ειδικές γνώσεις αποκρυπτογράφησης των νοημάτων τους, όπου τα νοήματα συσκοτίζονται από υποκριτικές σάχλες, σκηνογραφικές παραπληροφορήσεις, μουσικές συσκοτίσεις των συναισθημάτων, χορευτικούς σαλτιμπαγκισμούς, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσουμε τους θεατρικούς κριτικούς και τους ακαδημαϊκούς προφέσορες, ότι τάχα τους παρουσιάζουμε κάτι που δεν έχουν ξαναδεί και να τους δώσουμε την ευκαιρία να γράψουν κάτι που δεν έχει ξαναγραφεί, όταν καλά γνωρίζουμε ότι όλα έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πολύ πριν από τη γέννησή μας.
Το α-νόητο και το ακατανόητο θεωρούνται σύγχρονο θεατρικό κατόρθωμα.
Ενώ όλοι ξέρουν ότι αυτά τα έργα είναι λαϊκά, (με την καλή έννοια), γράφτηκαν για το σύνολο των πολιτών της τότε Αθήνας κι όχι μόνο για τους φιλοσόφους της ή τους εγγράμματους της εποχής τους και παραστάσεις τους έμειναν στην Ιστορία του Θεάτρου· εκείνες οι παραστάσεις που κατάφεραν να επικοινωνήσουν με το μεγάλο ή ακόμη και το παγκόσμιο κοινό.

Δεν είναι καινούργια όλα αυτά. Εδώ και εκατό χρόνια, πάλι γερμανικά μοντέλα, προσπαθώντας να αναπαραστήσουν το Αρχαίο Δράμα, παρουσίαζαν την τραγωδία με δήθεν αυθεντικό τρόπο, αλλά με τέτοιο τρόπο που το λαϊκό κοινό, δηλαδή το μεγάλο κοινό, δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί το κυρίαρχο ήταν η αναπαράσταση των αρχαίων και όχι η απόδοση του λόγου και του νοήματος, με τρόπο που να νιώσει αυτό το κοινό ότι καταλαβαίνει και συγκινείται.


Ώσπου ήρθε ο Κουν.

Και είδε η μάνα μου τις Τρωαδίτισσές του και είπε μετά, όταν γύρισε στο χωριό και την ρωτήσανε τι είδε, είπε λοιπόν, με ένα τόνο μεγάλης απορίας και θαυμασμού: «Είδα αρχαία τραγωδία και τα κατάλαβα όλα!!!». Γιατί οι τραγωδίες, που είχε δει μέχρι τότε, ήταν αναπαραστάσεις εικόνων από αρχαία αγγεία, μακρόσυρτες ψαλμωδίες, χλαμύδες και αρχαίοι μακρινοί άνθρωποι, που μοιάζανε πιο πολύ με παπάδες παρά με θεούς και βασιλιάδες, δεν καταλάβαινε μέχρι τότε για τι ακριβώς θρηνούσε η Εκάβη, αλλά έβλεπε γυναίκες με μακρυά φορέματα να κινούνται με τον ίδιο τρόπο, να θρηνούν όλες το ίδιο, να μιλούν όλες μαζί, να χτυπιούνται όλες μαζί και να τραβούν με τον ίδιο τρόπο τα μαλλιά τους.

Το κριτήριο νομίζω και για την όποια σύγχρονη αναβίωση του αρχαίου δράματος είναι ακριβώς αυτό: Να την βλέπει ο σύγχρονος θεατής και «να τα καταλαβαίνει όλα», και όχι να αναρωτιέται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, γιατί το είπε έτσι, ποιος είναι αυτός, γιατί κρατάει ένα πεπόνι, γιατί μιλάει παράξενα, γιατί φοράει αυτό το φουστάνι, γιατί περπατάει σαν κάβουρας αφού είναι βασιλιάς, γιατί δεν καταλαβαίνω, γιατί νομίζω ότι με κοροϊδεύουν, γιατί ήρθα να δω αυτό το πράγμα, γιατί δεν αφήνουν τα έργα στην μακαριότητά τους, γιατί νομίζω ότι αυτό το έχω ξαναδεί σε άλλο θέατρο, σε άλλο έργο του ίδιου σκηνοθέτη, ή σε ένα άλλο έργο άλλου σκηνοθέτη, γιατί, γιατί, γιατί;…
Τα γιατί σε κάποιες σύγχρονες σκηνοθεσίες είναι πιο πολλά από το ίδιο το κείμενο του έργου. Αυτά τα γιατί είναι πια η «σύγχρονη εκδοχή» της απόδοσης των αρχαίων κειμένων.
Όσα πιο πολλά «γιατί» παράγεις τόσο πιο αξιοπρόσεκτος σκηνοθέτης είσαι.

Και τώρα, τι μέλλει γενέσθαι;
Δεν ξέρω…Θα επιχειρήσω σε επόμενο κείμενό μου να προτείνω ιδέες διαφυγής -προς συζήτηση- από το επί -τρεις τέσσερις- δεκαετίες, κατασκευαζόμενο αδιέξοδο.

"ΔΟΣ ΗΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ" Από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο fb Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 24.7.2021)

...............................................................






Πάνος Σταθόγιαννης (γ.1959)



Από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο fb  Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 24.7.2021)



ΔΟΣ ΗΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ

Τώρα που έρχεται πρωί και θα ξυπνήσουμε, δος ημίν νερό ευλύγιστο σαν κλέφτης, για να γλιστρήσεi μουλωχτά στις ρωγμές του ύπνου, να μας λύσει τους κόμπους στο πρόσωπο, να μας δείξει ως σάρκα στον άνεμο, σαν πηλό να μας ψήσει στον ήλιο.
Μετά, σαν βγούμε έξω από τα σπίτια μας, δος ημίν λιβάδι και δυο μέλισσες, πιο κει γρανίτες με αετοφωλιές, πιο δω μια χούφτα ανάστροφη, βαθιά και μπλε, να τη διασχίζουν ποντοπόρα, φουρνιές να φεύγουνε οι αδερφές μας για Αμέρικα.
Καθώς θα πιάνουμε δουλειά στο μπεζεστένι, δος ημίν σακιά πολλά με ζάχαρη κι αλεύρι, σουραύλια κρεμασμένα οι κανέλες, στην πίσω αυλή τσιράκια να καπνίζουν τους οξύρρυγχους, έξι φορές να κοντοστέκεται η Μαρία να μυρίσει, την έβδομη να τη γκαστρώσουμε, να γίνουμε κολόνα του σπιτιού της.
Την ώρα του δεκατιανού, δος ημίν μπόλικα νήπια τριγύρω, κι από πάνω μηλιές να σταλάζουν τα άνθη τους, να πηδήσει απ’ το βαγόνι ο χαμένος αδερφός μας και να μην τον αναγνωρίσουμε, ν’ ανοίξει τη βαλίτσα του και σ’ όλους να μοιράσει συσκευές, να ξεχάσουμε πως έχουμε δουλειά, να μεθύσουμε, νομάδες να μας καταπιεί μια στέπα, ως το Αμύνταιο να φτάσουμε κι ακόμα πιο πέρα.
Το ντάλα-ντάλα μεσημέρι, δος ημίν σοφία κατακόρυφη σαν ηλιαχτίδα, να σιχαθούμε κι άλλο τον πολιτισμό μας, να απαιτήσουμε άγγελοι να κατέβουν να μας θρέψουν, να ανάψει μέσα μας ο καημός της απαρτίωσης, σαν τον Διονύσιο Σολωμό να γίνουμε, που μόνο τα νεκρά κορίτσια αγαπούσε.
Ώσπου να πέσουνε λοξά οι ίσκιοι του απογεύματος, δος ημίν κάμποσους εμφύλιους να βάλουμε κατά το δειλινό μυαλό, στη μέση της σκηνής να σύρουμε τη μάνα μας, απ’ όλους τους πολεμιστές έναν πατέρα να διαλέξει και για μας, να βρούμε επώνυμο και όνομα πατρός, μη μας μπερδεύουν μ’ άλλους στις ανακρίσεις.
Πιο πριν, σε μια στιγμή απροσδιόριστη μες στην ημέρα, δος ημίν δεύτερη γυναίκα, πιο όμορφη, να ξέρει να αναδύεται παφλάζοντας, αφού κανένας δεν καβλώνει στα πηγάδια, στα βάθη δεν ανθίζουνε λωτοί, μονάχα κάτι δόντια φωσφορίζουνε, κάτι πετρέλαια που περιμένουνε το σπίρτο.
Όταν πιάσουν να ιωδίζουν οι νεφέλες, δος ημίν έναν ναό όσο το μπόι μας, να μπούμε με τα γόνατα αλλά υπερήφανοι, να μετρηθούμε πόσοι μείναμε, πόσοι γεράσανε πολύ τον ρόλο του ιερέα να αναλάβουν, πόσοι θ’ αναστηθούν ολόσωμοι, πόσοι θ’ αφήσουν κρέατα απάνω στους βωμούς, πόσοι επιτέλους δικαιούνται να λησμονηθούν.
Κάτω από την πανσέληνο, δος ημίν στήθος ανοιχτό, τα χέρια να σταυρώσουμε, όπως σταυρώνει το μαχαίρι το ψωμί, να κοιμηθούμε, ες αύριον να μας πούνε τα σπουδαία..

Και άφες. Άφες ημίν…





Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

"Η ιερότητα της αυτοκτονίας και το στίγμα" έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.4.2021)

...............................................................

Η ιερότητα της αυτοκτονίας και το στίγμα



έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.4.2021)

Τέλη της δεκαετίας του ’50, στη μικρή, αραιοχτισμένη γειτονιά μας, το νέο έσκασε βόμβα σωστή: αυτοκτόνησε ο γιος της κυρα-Ματίνας, κοτζάμ παλικάρι, έφεδρος αξιωματικός, για μιαν άτυχη αγάπη. Εμενε λίγα σπίτια παραπάνω απ’ το δικό μας, με πήρε ο μεγαλύτερός μου αδερφός, μεταξύ πέντε και έξι εγώ, και τρέξαμε σαν μαγνητισμένοι από τους γόους της μάνας, που ακούγονταν ώς πέρα στον δρόμο.

Ηταν η εποχή που ξαγρυπνούσαν τον νεκρό μέσα στο σπίτι, συγγενείς και γειτόνοι, γύρω απ’ το ανοιχτό φέρετρο, πνιγμένο στα λουλούδια, ιδίως τώρα που έκρυβαν επιμελώς το μοιραίο τραύμα στον κρόταφο.


Και ήταν η πρώτη μου επαφή με τον θάνατο, και ειδικά την αυτοχειρία. Με τον θάνατο εξοικειώθηκα, με τα χρόνια, με την αυτοχειρία όχι.


Ξεμπερδεύοντας σχετικά νωρίς από τον κόσμο της θρησκείας, ξεμπέρδεψα και με το μυστήριο του θανάτου: όχι με την τραγικότητά του, ούτε και με τον φόβο του εντέλει, αλλά με το υποτιθέμενο μυστήριό του. Γιατί το μυστήριο βασικά είναι η άλλη ζωή, κατά τις θρησκευτικές διδαχές. Παραμένει βεβαίως η απορία πώς τάχα να είναι το απόλυτο κενό, η μετάβαση απ’ τη ζωή στη μη ζωή, μα πάλι αυτή θα έλεγα πως είναι η ουσία της τραγικότητας, και όχι κάποιο μυστήριο.

⌦ Μυστήριο είναι η αυτοκτονία, γιατί μυστήριο είναι ο άνθρωπος και ο ψυχισμός του, όταν μάλιστα λοξεύει από το κλασικό σχήμα: γέννηση, ανάπτυξη, φθορά, θάνατος.

Σίγουρα δεν υπάρχει κάτι σαν τραγικόμετρο ή δυστυχιόμετρο, κάπως μπορούμε ωστόσο να δούμε τις διαβαθμίσεις του πόνου μπροστά στον θάνατο, ανάλογα με τη σχέση ζώντων και νεκρού, αλλά και τον χρόνο του θανάτου, τον όψιμο δηλαδή ή τον πρώιμο θάνατο.

Και τον θάνατο τον έχουμε ζήσει δίπλα μας όλοι· σπανιότερα όμως την αυτοκτονία. Λείπει έτσι η επαφή, η εμπειρία, η γνώση –όσο μπορεί να υπάρξει. Μένει λοιπόν εσαεί απροσπέλαστη η αυτοκτονία, γιατί απροσπέλαστος είναι πρώτον και κύριον ο πάντα διαφορετικός ψυχισμός κάθε ανθρώπου, με όσες ταξινομήσεις κι αν αποπειράται η επιστήμη, με τους αυτοκτονικούς τύπους λ.χ.

Προσωπικά, έτυχε να έρθω από νωρίς σε επαφή με ψυχικές διαταραχές και ασθένειες και ψυχικά ασθενείς. Τίποτα ωστόσο δεν με βοήθησε να προσεγγίσω ουσιαστικά και κυρίως εξατομικευμένα τον κόσμο του ανθρώπου που μπορεί να οδηγηθεί στην αυτοκτονία.

Το μυστήριο μένει ακατάλυτο, μεγεθύνοντας την ιερότητα της πράξης του αυτόχειρα που αναμετριέται με τον θάνατο, επειδή δεν τα ’βγαλε πέρα στην αναμέτρησή του με τη ζωή. Ιερό μυστήριο λοιπόν, καθώς μάλιστα δεν αυτοκτονεί κάθε ψυχικά διαταραγμένος, ακόμα κι αν βασανίζεται βαριά μια ολόκληρη ζωή, ή όπως δεν αυτοκτονούν όλοι όσοι έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο από τα υλικά βάρη της ζωής. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει «κάτι» ακόμα, αυτό ακριβώς που μας διαφεύγει, αυτό που οδηγεί κάθε προσπάθεια ερμηνείας στο κενό.

Θυμάμαι τον Νίκο Σκυλοδήμο, που κρεμάστηκε το 1986, τη μέρα που έκλεινε τα 38 του χρόνια. Σπάνιας στόφας ηθοποιός, χαρισματικός άνθρωπος, που ερωτοτροπούσε όμως με την κατάθλιψη, σχεδόν ευθέως με τον θάνατο. Λίγα χρόνια πιο πριν, το ’81, είχε αυτοκτονήσει στα 31 του, αυτοπυρπολημένος, ο εικαστικός Αντώνης Βεζιρτζής, ένα εξίσου χαρισματικό και ταλαντούχο πλάσμα, λαμπερό και ολοζώντανο, η ίδια η χαρά της ζωής, η απόλυτη κατάφαση στη ζωή!

Τι τον οδήγησε σε τέτοιο διάβημα τον Αντώνη, τι υπήρχε πίσω από τη μάσκα, εντέλει, της πληθωρικής μάλιστα χαράς; Ιδού το μυστήριο το ανερμήνευτο. Αυτό που δεν το υποψιάστηκε κανείς, όσο κοντά του κι αν βρέθηκε, κι ωστόσο «ξένος», αφού δεν μπόρεσε να νιώσει και να βοηθήσει.

Ετσι, η αυτοχειρία κατά κάποιον τρόπο μάς ενοχοποιεί· είναι ένα σιωπηλό, άρρητο κατηγορώ, έστω παράπονο του αυτόχειρα, που ήμασταν τόσο δίπλα του κι όμως μακριά, μίλια, αιώνες μακριά του.

Και το παράπονο αυτό, ή το κατηγορώ, είναι σχεδόν αδύνατον να το αντέξουμε. Και τότε η άμυνά μας, ασύνειδη οπωσδήποτε, είναι να αντιγυρίσουμε το κατηγορώ στον αυτόχειρα. Που με την πράξη του μας τιμώρησε, που πάντως δεν μας σκέφτηκε –εμάς, τους γονείς του, τα παιδιά του.

⌦ Γιατί ο θάνατος, κάθε θάνατος, είναι μια τεράστια ανατροπή στη ζωή των περιλειπομένων, αυτών που μένουν πίσω, κι εκεί τα βάζουμε με την ώρα την κακιά, την άτιμη αρρώστια, το φονικό χέρι… Στην περίπτωση της αυτοχειρίας, του «εκούσιου» θανάτου, με ποιον θα τα βάλουμε;

Οργανώνουμε, όπως είπα, την άμυνά μας, σε μιαν απόπειρα να προστατέψουμε τον εαυτό μας ή τους οικείους του νεκρού, αποσιωπώντας καταρχήν το γεγονός της αυτοχειρίας. Γιατί η γνώση σέρνει ξοπίσω της τις όποιες, ασύνειδες ή και συνειδητές, ενοχές, σέρνει κυρίως το στίγμα, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας ή διαταραχής –που έτσι, φυσικά, το διαιωνίζει.

Ομως η αποσιώπηση της έσχατης πράξης ενός ανθρώπου, όποια κενά και ανάγκες κι αν καλύπτει, η άρνηση ή απαξίωση της απόγνωσής του, είναι από μιαν άποψη και η έσχατη προδοσία απέναντι στον νεκρό.

Που με την πράξη του μας άφησε ένα τελευταίο γράμμα, κι εμείς το τσαλακώνουμε χωρίς να το ανοίξουμε και το πετάμε.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

"Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο" (από το αρχείο της lifo.gr, 15.6.2012)

 ..............................................................


Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο


"Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι".


                                                  από το αρχείο της lifo.gr, 15.6.2012

Υπήρξε μια εποχή σ’ αυτή την πόλη, που περπατώντας «πολλές φορές τη νύκτα» άκουγα τις αναπνοές των ανθρώπων απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα. Άκουγα τις ερωτικές τους συνομιλίες, τους ψιθυρισμούς τους, τις αγωνίες τους για τις ασήμαντες ή σπουδαίες υποθέσεις. Κι όσο απομακρυνόμουνα στις συνοικίες, τόσο πιο πολύ έμπαινα στη διαφάνεια του κόσμου τους. Τότε η παρουσία του ανθρώπου στις γειτονιές και τα περίχωρα ήταν παντοδύναμη. Όπως και η παρουσία του έρωτα. Ενός έρωτα που κυκλοφορούσε στον δρόμο και μετουσίωνε την πόλη ολόκληρη σ’ ένα ερωτικό εργαστήρι. Σήμερα δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν ούτε νέοι για να αισθανθούν τον έρωτα και να τον ενσαρκώσουν.

 

Η επικινδυνότητα του έρωτα -το πιο σπουδαίο ίσως συστατικό του- είναι στο δόσιμο, στον χαμό. Επικινδυνότητα δεν είναι το να βρεθείς σφαγμένος ένα πρωί αλλά το να διαλύσεις τα όρια του εγωισμού σου, χωρίς να ξέρεις το σημείο που θα φτάσεις. Δεν έχει αυτό σχέση με το αν κινδυνεύεις σε ύποπτες συνοικίες.

 

Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου.

 

Η απανθρωπιά αυτής της πόλης είναι συνυφασμένη με τις μεγάλες της κλίμακες. Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι. Έχει διαμορφωθεί, δυστυχώς, μια άλλη ψυχολογία που πριμοδοτεί τον τυχοδιωκτισμό - ένα καθεστώς πια οριστικό. Η μεγάλη κλίμακα φέρνει την αθλιότητα, γιατί κάνει διάφανες και σκληρές τις οικονομικές αντιθέσεις, προκαλώντας την εγκληματικότητα ως απάντηση αυτού του φαινομένου. Ο υπερπληθυσμός των Αθηνών, σε μια πόλη ανάρχως οικοδομημένη, οδήγησε στην αρχιτεκτονική των εργολάβων, που ρίχνει τους ανθρώπους στη λάσπη και μπορεί να γεννήσει μόνον εγκληματίες.

 

Τα δυόμισι εκατομμύρια αυτής της πόλης είναι τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας που έφερναν βία και ανασφάλεια. Υπάρχει μια κακή εκτίμηση των προοπτικών που θεωρεί την Αθήνα χρυσοφόρα γη. Ή υπάρχει μια χυδαία άποψη περί της επιτυχίας. Τώρα οι πλούσιοι τροφοδοτούν τα σκυλάδικα. Έχουν εξαφανιστεί οι ευγενικές μορφές. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την επικράτηση του κιτς. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων: γκρανγκινιολική κατάσταση, κακοτυπωμένες -πλην έγχρωμες- φωτογραφίες με μάτια κόκκινα, σαν γιοι του Φρανκενστάιν. Δέστε τις φυσιογνωμίες. Δεν εκπέμπουν καμία ευγένεια, μόρφωση ή ήθος. Εξέλιπεν η αρχοντιά και η καλή παιδεία που εξομάλυνε κάπως τις διαφορές των πληβείων και των αρχόντων. Υπάρχουν, όμως, κάθε τόσο ευγενικές μορφές χαμένες στο πλήθος. Τις συναντώ καμιά φορά στις συναυλίες μου, σε διαλέξεις ή παραστάσεις. Είναι, όμως, αυτά πρόσωπα που έχουν οικειοθελώς αποχωρήσει ή ακόμα βάναυσα παραγκωνιστεί, χωρίς να παίζουν κανέναν ρόλο στη ζωή του τόπου.

 

Πώς μπορεί να διορθωθεί αυτή η πόλη; Μόνο με τις σούπερ λουξ συνοικίες, σαν την Πλάκα της Μελίνας, που στην ουσία παραμένει απάνθρωπη και άξενη: ξαναφτιάχνονται για να γίνουν συνοικίες ορισμένων προνομιούχων, για να εντείνουν ακόμη περισσότερο τον διχασμό των στρωμάτων, για να διαλύσουν οριστικά την παλιά, λειτουργική διαταξική δομή της αθηναϊκής συνοικίας. Όταν ήμουν εγώ νεαρός φοιτητής, η Πλάκα ήταν το καταφύγιό μας για τις ωραίες, απλές στιγμές. Και φτηνές. Τότε δεν τρώγαμε στα ακριβά ρεστοράν, προτιμούσαμε την Πλάκα, όπου πίναμε και μιλούσαμε σε χώρους κατεξοχήν συνομιλιών. Η Πλάκα που γνώρισα δεν έχει να κάνει μ’ αυτό το απαστράπτον λουξ.

 

Κατά κανέναν τρόπο δεν θα δεχτώ τη μουσική κρίση ενός ζωώδους νέου, κι ας με ελκύει σεξουαλικά. Οι νέοι που μ’ ενδιαφέρουν είναι αυτοί που με ανακαλύπτουν. Όπως κι εγώ, νεαρός, μες στην αγέλη της ηλικίας μου, ανακάλυπτα τους δασκάλους μου, έτσι θα ‘θελα να με βρουν οι νέοι σήμερα. Μόνο μέσα από μια τέτοια παιδευτική σχέση, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους επίλεκτους, προχωρεί η ποίηση μέσα σ’ αυτή την πόλη.

 

Ο έρωτας σήμερα δεν είναι για μένα αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους αύριο. Όπως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα διαβατήριο για τη μελλοντική γενιά (όταν δεν αποτελεί δημογραφικό στόχο, αλλά φυσική συνέπεια του έρωτα), έτσι κι αυτή η έλξη μου για τους επίλεκτους νέους διεκδικεί ένα διαβατήριο ποιητικής συνέχειας. Όμως υπάρχει αυτό το τίμημα της σεξουαλικής γνώσης: έχει χαθεί ο έρωτας ανάμεσα στους νέους. Υπάρχουν καλές κατασκευές, πολλές φορές μια ωραιότατη πράξη - έχει χαθεί η αδεξιότητα των παλαιοτέρων. Αλλά μαζί μ’ αυτή έχει χαθεί και η ένταση μιας ερωτικής μυθολογίας, αφού όλοι «ερώνται» με εξαλλοσύνη μέσα από ασφαλιστικές δικλείδες. Παλιότερα οι άνθρωποι χάνονταν στον έρωτα, παραδινόντουσαν. Έχετε δει εσείς σήμερα να χάνεται κανείς από το πάθος;

 

Ο κάθε έρωτας πρέπει να ‘χει την υποψία ενός μεγάλου. Είμαι εξαίρετα μόνος προκειμένου να καταναλίσκομαι. Τη μοναξιά, έτσι όπως τη χρησιμοποιείτε, τη συνάντησα για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη - παλιότερα στην Ελλάδα δεν τη είχα ακούσει. Δέχομαι την ένστασή σας ότι άκουγα τότε τη λέξη «πείνα» και «επιβίωση».

 

Αλλά σκεφτείτε ότι αυτό ήταν υγιέστερη κατάσταση. Στην Κατοχή το Δημόσιο Ψυχιατρείο είχε κλείσει και η έννοια των καρδιακών νοσημάτων ήταν σχεδόν άγνωστη. Θέριζε, βέβαια, η φθίση, που έγινε θρυλική με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ.

 

Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Την πρώτη, ακριβώς μετά τον Πόλεμο, όταν οι μεγάλες ομάδες ξεχυνόντουσαν στους δρόμους κι εγώ ήμουν μια απίθανη μονάδα όλως ανυποψίαστη. Και άλλη μια φορά, στην Καλιφόρνια, το 1968. Απορείτε που νοσταλγώ την ανωνυμία και όχι έναν έρωτα; Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη διασημότητα. Όταν είμαι με κόσμο, είμαι αμήχανος. Κάθε φορά νιώθω έναν μικρό πανικό, που απλώς έχω τη δύναμη να μεταμφιέζω. Δεν υπερβάλλω που σας λέω πως μόνο αυτές οι δύο περίοδοι (η «Εποχή της Μελισσάνθης» και η εποχή της «Δεύτερης Μυθολογίας») ήταν οι κορυφώσεις της ζωής μου...

 

Θυμάμαι ακόμα τη λεωφόρο Κάνυον, τότε το ’68, που έδενε τα βουνά του Χόλιγουντ, γεμάτα σπίτια νέων που συζούσαν, που το βράδυ έπαιζαν μουσική, μοίραζαν free press, ενταγμένοι στο νεανικό κίνημα με την πρώτη πολιτική συνείδηση. Έγινα τότε φίλος με το συγκρότημα Jefferson Airplane κι έφυγα μαζί τους, χάθηκα για 6 μήνες μες στο Λος Άντζελες, το πνιγμένο στα ινδικά αρώματα. Για όλα αυτά τα παιδιά ήμουν απλώς ένας περίεργος Έλληνας που τους ακολουθεί. Αλλά εγώ, βλέπετε, ήμουν πολύ ρωμιός, πολύ αττικός για να χαθώ. Έτσι γύρισα στη Νέα Υόρκη.

 

Όμως αυτές οι εποχές είναι οι μόνες που μπορώ να νοσταλγήσω - όλες τις άλλες σας τις χαρίζω.

 

Συνέντευξη στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το 1985. 

 

 



Αποχαιρετισμός στη Μάγια Λυμπεροπούλου (1940-2021) από τη φίλη στο fb Maritina Passari (facebook, 22.7.2021)

..............................................................


   Μάγια Λυμπεροπούλου (1940-2021)


έγραψε η συνάδελφος και φίλη στο fb Maritina Passari* (facebook, 22.7.2021)


Σαν έτοιμη από καιρό
Έζησε και πέθανε όπως ήθελε.
Δασκάλα μας
Δεν θέλω να μιλήσω για μένα ούτε για τη σχέση μας (που πέρασε από μεγάλες φουρτούνες και στάδια) αλλά για την ίδια την Μάγια. Και όχι τόσο για την προσφορά της στο θέατρο που λίγο πολύ σε αυτό όλοι θα αναφερθούν, αλλά για κάποιες λεπτομέρειες και χαρακτηριστικά που την ξεχώριζαν και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ζωή της στην τέχνη. Γιατί η Μάγια δεν είχε «άλλη» ζωή. Το θέατρο, λίγο ο κινηματογράφος, ελάχιστα η τηλεόραση, το Θέατρο Τέχνης, το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο, το θέατρο στην Πάτρα, το Αμόρε, το Φεστιβάλ, η Σκηνή, το Εθνικό (για να αναφέρω μόνο μερικά) απορροφούσαν όλη τη ζωτική της ενέργεια. Εκεί κάθε φορά μέσα στην αναταραχή των προβών και μετά στην καθημερινότητα των παραστάσεων, έζησε πολλές ζωές με έρωτα και αγάπες, έκανε οικογένειες και παιδιά, δημιούργησε φιλίες κι έχθρες, αντιζηλίες και θυμούς και κλάματα και απογοητεύσεις και θριάμβους. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος η Μάγια. Ήταν απόλυτη και ξεροκέφαλη. Φλογερή και προνοητική μέχρι υστερίας. Έκανε πάντα του κεφαλιού της. Μια ανεξάρτητη γυναίκα, φεμινίστρια πριν ο όρος εφευρεθεί και παρακμάσει (για να ξανάρθει με άλλες σημασίες). Θαύμαζε την Μνουσκίν και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα στη Μεταπολίτευση ήθελε να της μοιάσει. Ήταν γεμάτη όνειρα: να κάνει ομάδα, έρευνα, να σκηνοθετήσει, να διδάξει, να πειραματιστεί, να παίξει - γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι κυρίως ηθοποιός. Ίσως ήθελε να σκηνοθετήσει και στον κινηματογράφο αλλά δεν της δόθηκε η ευκαιρία. Τόλμησε όμως πολλά και μερικές φορές παράτολμα (ας θυμηθούμε την περιπέτεια του Αεικίνητου). Ακόμα και λιγότερο φιλόδοξα σχέδιά της ήταν πιο μπροστά από την εποχή τους. Πολλά δεν ευδοκίμησαν. Είχε όμως και τεράστιες καλλιτεχνικές επιτυχίες. Και ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης. Και ως μεταφράστρια. Και φυσικά ως δασκάλα. Νομίζω ότι το ρόλο της δασκάλας τον απολάμβανε. Και διεκδικούσε με τον τρόπο της από τους μαθητές της αγάπη και αφοσίωση. Όχι ως μητέρα. Ως γυναίκα και ηθοποιός, πιο έμπειρη. Ως αρχηγός μιας φυλής που ενωμένη βαδίζει στα τυφλά στα παρασκήνια, ψάχνοντας τη σκηνή. Και σταματάει πού και πού την έρευνα για να μιλήσει -η Μάγια, κυρίως αυτή, γιατί κανείς άλλος δεν μπορεί να τα πει καλύτερα. Και να καπνίσει. Το τσιγάρο, όπως το θέατρο και την επίμονη τέχνη του δεν το απαρνήθηκε ποτέ. Κι εγώ που δεν καπνίζω εδώ και χρόνια, θα ανάψω ένα απόψε. Στη μνήμη της Στη Μάγια, στη ζωή, στα επιτεύγματά της, στην πορεία της που είναι η άτυπη αλλά πραγματική και τραγική ιστορία του μεταπολεμικού θεάτρου μας, από τον Κουν μέχρι σήμερα. Που πολύ λίγοι τη γνωρίζουν πραγματικά και αφήνει αδιάφορο το σύγχρονο κοινό. Δεν ξέρω αν η Μάγια πέθανε μόνη της ή αν ήταν κάποιος μαζί της, ξέρω ότι όταν πήρε την απόφαση να μην ξαναδουλέψει, δεν ήθελε πολλούς ανθρώπους γύρω της. Μιλάγαμε καμιά φορά στο τηλέφωνο, αλλά όσο και να επέμενα δεν ήθελε να αλλάξει γνώμη. Αγύριστο κεφάλι. Πάντα. Μέχρι το τέλος. Μάγια σε θυμάμαι. Νέα. Πανέμορφη. Με ψηλές μπότες και τακούνια, στενό κοτλέ παντελόνι, καθισμένη κάτω μαζί μας, στο πρώτο μας μάθημα.

*Σημείωση: Τον αποχαιρετισμό της συναδέλφου και φίλης Μαριτίνας Πάσσαρη συμμερίζομαι απόλυτα. Έζησα την κ. Μάγια Λυμπεροπούλου ως μαθητής της, συνάδελφος και συνεργάτης επί αρκετά χρόνια...


Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

"Δύσχρηστες λέξεις" έγραψε η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 20.7.2021)

 ...............................................................


                    Δύσχρηστες λέξεις




έγραψε η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 20.7.2021)


Είχα γνωρίσει κάποτε έναν Ευρωπαίο τουρίστα που δυσκολευόταν να μάθει τις λέξεις που ο ίδιος, και άλλοι τουρίστες βέβαια, θεωρούσε βασικές για να κυκλοφορεί στην Ελλάδα: ευχαριστώ, παρακαλώ, συγγνώμη. Αδύνατον να πει το ευχ, δυσκολευόταν με το ρο, ούτε και με το γγν που είναι νγν τα πήγαινε καλά. Στο τέλος τον λυπήθηκα και του είπα να μην παιδεύεται και στενοχωριέται, δεν τις χρειαζόταν πια και τόσο αυτές τις λέξεις στην Ελλάδα. Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.

Αλλά πλέον το είχα πει. Και λέγοντάς το κατάλαβα ότι είναι αλήθεια. Ευχαριστώ, παρακαλώ και ειδικά συγγνώμη προσπαθούν εδώ και δεκαετίες να μπουν στο λεξιλόγιο της καθημερινότητας, κυρίως μέσω μεταφράσεων. Υστερα από τόσα χρόνια και τόσα εκατομμύρια τουριστών που τα έχουν μάθει, κάτι γίνεται. Αλλά γενικά δυσκολευόμαστε αρκετά. Το να δείχνεις ότι υπολογίζεις τον άλλον με αυτές τις λέξεις θεωρείται κατά βάθος ότι δείχνει αδυναμία.



Διαβάζω αυτές τις μέρες στα κοινωνικά δίκτυα προτροπές προς τις «μανούλες». Αυτές φταίνε, θεωρούν πολλοί, για την επιθετικότητα των αντρών που φτάνει σε φόνο. Πραγματικά κάποιες γυναίκες υποσυνείδητα θεωρούν ότι αποκτούν εξουσία μέσω των αγοριών τους και τους μεγαλώνουν σαν μικρούς ηγέτες. Δεν συνεπάγεται απαραίτητα επιθετικότητα. Η μεγάλη ιδέα των μανάδων για τους γιους συχνά τους οδηγεί σε δρόμους μεγαλείου. Πιστεύω ότι η αντρική επιθετικότητα είναι μια γενικότερα αποδεκτή αξία στην κοινωνία μας, στην καθημερινότητα, τις κάθε είδους επαφές και σε κάθε μορφή τέχνης.


Είναι κάτι που έχει καλλιεργηθεί σε μακρές εποχές ανασφάλειας και έλλειψης νόμων και εμπιστοσύνης στο κράτος, στους θεσμούς, τους ισχυρούς πάσης φύσεως, κι ακόμα κρέμεται σαν κουρέλι άχρηστο κι επιβλαβές σε κάθε κοινωνική έκφανση. Οι άντρες μαθαίνουν να μην πολυμιλάνε, να είναι πολλά βαρείς, να μην καταδέχονται να δείξουν τρυφερότητα και αδυναμία. Μαθαίνουν να δείχνουν με το παραμικρό τον θυμό τους, που είναι βέβαια απειλή την οποία ενίοτε αισθάνονται την ανάγκη να υλοποιήσουν. Δεν μαθαίνουν να δείχνουν τρυφερότητα, να έχουν χιούμορ με ό,τι τους συμβαίνει. Η ευγένεια θεωρείται ταπεινωτική. Είναι για τα γκαρσόνια, υποκριτική οπωσδήποτε. Κι αν η αληθινή διάθεση είναι να σπάσεις κούπες ή άλλα αντικείμενα ή και κάνα κεφάλι;

Δεν φταίνε για όλα οι μαμάδες. Φταίνε οι αξίες μας. Ο τρόπος που μιλούν τα αγόρια μεταξύ τους για τις γυναίκες. Τα τραγούδια που υμνούν το αντριλίκι σε κάθε μορφή, η ευθιξία που καλλιεργείται γύρω τους ως προς τον ανδρισμό τους. Τα πρότυπα. Η κουλτούρα. Δεν οδηγούν στο έγκλημα απαραίτητα, στενεύουν τους δρόμους έκφρασης και επικοινωνίας.



"Ηλύσια" ποίημα του Κώστα Γ. Καρυωτάκη - μικρό επετειακό αφιέρωμα (αποδημία 21.7.1928)

 .............................................................




Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)


Ηλύσια

Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,
που ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο.
Κι έφυγαν οι ψυχές, πατούνε μόνες των,
αργά, τη χλόη σαν ανοιχτό βιβλίο.

Τα σώματα κυλούν χάμου, συσπείρονται
στρεβλωμένα. Και φαίνονται στο βάθος
τριαντάφυλλα κρατώντας, να πηγαίνουνε
με τ’ όνειρο οι ψυχές και με το πάθος.

Χώμα στο χώμα γίνονται τα σώματα.
Μα κείθε απ’ τον ορίζοντα, σαν ήλιοι
δύουν οι ψυχές, τον ουρανό που φόρεσαν,
ή σαν απλά χαμόγελα σε χείλη.



Από την ποιητική συλλογή "Ελεγεία και Σάτιρες"

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

"ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΩΡΑΙΕΣ ΜΑΣ ΣΤΟΛΕΣ" από τον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη (facebook, 12.7.2021)

 ..............................................................



               Για τον Άρη Αλεξάνδρου 



                     από τον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη (facebook, 12.7.2021)


ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΩΡΑΙΕΣ ΜΑΣ ΣΤΟΛΕΣ

Αξίζει πάντοτε να θυμάσαι
πως ο Άρης Αλεξάνδρου προς το τέλος της ζωής του,
την δεκαετία του 1970,
δούλευε ως συσκευαστής πακέτων
στα υπόγεια του Hermes στο Παρίσι,
και όταν κάποιος προϊστάμενος έμαθε για αυτόν
(για τα βιβλία που έγραφε; για την φθαρμένη του υγεία;
για τα χρόνια της εξορίας και της απομόνωσης; -
για κάτι από όλα αυτά, τέλος πάντων...)
του πρότεινε μια πιο ελαφριά δουλειά, μια δουλειά πολυτελείας:
Θα κάθονταν στην είσοδο του καταστήματος
με την σεβάσμια ευγενική μορφή του
και θα χαιρετούσε τους πελάτες - αυτό μονάχα.
Κι όμως, ο Αλεξάνδρου αρνήθηκε -
γιατί η θέση αυτή προϋπέθετε να φορέσει την στολή του πορτιέρη
κι αυτός δεν φορούσε στολές,
είχε περάσει στρατοδικείο, είχε πάει φυλακή για αυτό,
είχε γράψει τον στίχο
"Κυρ Λοχία, πάσχω από δαλτωνισμό /
βλέπω τον κάθε στόχο ίδιο με την καρδιά μου".

Κι έτσι συνέχισε να συσκευάζει πακέτα στο υπόγειο.
Κι έπειτα, όταν έπαψε η δουλειά στην συσκευασία,
ανέλαβε να καθαρίζει το πεζοδρόμια στην είσοδο -
ό,τι χαμαλοδουλειά να είναι, αρκεί να φοράει τα δικά του ρούχα,
αρκεί να μην φοράει στολή.

Επίσης αξίζει να θυμάσαι πως ο Αρ. Αλ. πέθανε στα 56 του χρόνια,
από ανακοπή σε ένα παρισινό δώμα,
τόσο φτωχικό όπου ο απινιδωτής των Πρώτων Βοηθειών
δεν μπόρεσε να ανεβεί την στενή σκάλα.

Όλα αυτά να τα θυμάσαι κυρίως
όταν ακούς όλους τους βολεμένους
καθηγητές, συγγραφείς, εκδότες,
διανοούμενους εν γένει,
να μιλούμε για αυτόν, να λέμε πως είναι ο πιο αληθινός,
ο πιο έτσι και ο πιο αλλιώς,
ο πιο σπουδαίος, τέλος πάντων -
να μιλούμε για αυτόν
από τα ωραία μας σπίτια με τις φαρδιές σκάλες,
φορώντας τις ωραίες μας στολές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

«Το κρανίο» διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (από τη συλλογή διηγημάτων «Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες» εκδ. Ερατώ, 2013)

 ...............................................................


    Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)





·       «Το κρανίο» διήγημα του Ναπολέοντα

 Λαπαθιώτη


(από τη συλλογή διηγημάτων «Ο μυστηριώδης φίλος και

 άλλες ιστορίες» εκδ. Ερατώ, 2013)

                                                   

   Ο Φάνης απ’ την ημέρα που είχε βάλει το διαβολεμένο εκείνο κρανίο στην κάμαρά του, δε μπορούσε  να ησυχάσει. Θέλεις οι αόριστοι εκείνοι τρόμοι, οι υποσυνείδητοι, που μένουν πάντα, απ’ την παιδική μας ηλικία, μεσ’ το κατακάθι της ψυχής μας, θέλεις, ακόμα, η ένστικτη  αποστροφή μας προς καθετί που μας θυμίζει θάνατο – το βέβαιο είναι ότι η παρουσία του κρανίου, μεσ’ τη μικρή φοιτητική του καμαρούλα, του ήταν εντελώς ανεπιθύμητη.

   Αν και συνηθισμένος, τρία χρόνια τώρα, ν’ αντικρίζει πτώματα, λόγω των σπουδών του, στο ανατομείο, δεν είχε αποκτήσει ακόμα, εντούτοις, την απαιτούμενη εκείνη ψυχραιμία, που χρειάζεται σ’ όλες αυτές τις εργασίες. Η ψυχή του ήταν πάντα φοβερά ευαίσθητη στην επαφή του μυστηρίου.

   Ο Φάνης αυτό, δεν τολμούσε να τ’ ομολογήσει ούτε στον ίδιο τον εαυτό του. Και όμως έτσι ήταν.

   Το κρανίο εκείνο, καθώς τον κοίταζε με τ’ αδειανά του μάτια, την ώρα της μελέτης, τον ενοχλούσε τώρα, σα μια παρουσία ζωντανή. Ίσως να είχε συντελέσει σ’ αυτό, κι ο τρόπος που το είχε αποκτήσει. Δεν το είχε αγορασμένο, καθώς άλλοι, από κανέναν ειδικό προμηθευτή – και υπάρχουν πλήθος τέτοιοι στο πανεπιστήμιο – αλλά το είχε βρει, ο ίδιος στο νεκροταφείο, μια βραδιά που είχαν πηδήσει, μισομεθυσμένοι, μαζί με πέντ’ έξι άλλους φίλους, από ‘ναν τοίχο χαμηλό. Το είχε βρει, στο πίσω μέρος, εκεί που βρίσκονταν θαμμένοι οι ταπεινοί κι ανώνυμοι νεκροί, όσοι δεν αξιώνουν μαρμάρινους σταυρούς και μαυσωλεία. Ξεχωμένο, απ’ τις βροχές, ή λησμονημένο – ποιος το ξέρει; - το είχε βρει μεσ’ στα χορτάρια, δίπλα σ’ έναν ξύλινο σταυρό, ανάμεσα σε δυο μεγάλα κυπαρίσσια. Κι επειδή λογάριαζε να βρει ένα κρανίο, για να στολίσει τη βιβλιοθήκη του – το πήρε.

   Το είχε τοποθετημένο τώρα, απάνω στη βιβλιοθήκη, αντίκρυ στο κρεβάτι του, δίπλα σ’ ένα βάζο με λουλούδια. Τις πρώτες μέρες που το κοίταζε – που κοίταζε τα δυο μεγάλα μάτια, και την πικρή μασέλα που γελούσε – ένιωθε μια λεπτή κρυάδα στην πλάτη. Έλεγε, όμως, πως θα συνηθίσει.

   Ήταν τώρα μια βδομάδα που το κοίταζε, κι ακόμα δεν το είχε συνηθίσει. Πάντα ένιωθε το κρύο μεσ’ στη πλάτη. Κι όμως αυτός ο ελαφρός ο τρόμος τον γοήτευε. Κι έπειτα, αισθανόταν την ανάγκη να φανεί ανώτερος αυτός της παιδικής αδυναμίας.

   Κι έτσι το κρανίο έμεινε στη θέση του, απάνω στη βιβλιοθήκη. Το ξεσκόνιζε κάθε πρωί με το φτερό – και φρόντιζε ώστε το βάζο που υπήρχε δίπλα, να έχει πάντοτε λουλούδια. Αυτό το θεωρούσε, τώρα, σα μιαν υποχρέωση, σαν ένα μυστικό καθήκον – χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί…

                                                               ***

   Ένα βράδυ, καθώς γύριζε απ’ το θέατρο, του φάνηκε πως το κρανίο είχε μετακινηθεί. Το είχε τοποθετημένο στη μέση της βιβλιοθήκης ακριβώς, απάνω σ’ ένα χοντρό δεμένο λεξικό. Το βάζο ήταν δεξιά του. Τώρα του φαινόταν κάπως μετατοπισμένο αριστερότερα… Ο Φάνης έμεινε λιγάκι σαστισμένος. Να υποθέσει ότι κανένας άλλος είχε μπει στην κάμαρά του, την ώρα που έλειπε, δεν ήταν δυνατόν. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Μια άλλη πόρτα, που συγκοινωνούσε με τα μέσα του σπιτιού, ήταν κι αυτή επίσης, καρφωμένη. Κι εξ άλλου, όλα τ’ άλλα πράγματα βρισκόντουσαν στη θέση τους – ακόμα κι ένα μικρό μαντιλάκι, μεταξωτό της τσέπης, που το ‘χε ξεχασμένο δίπλα στο κρεβάτι.

   Ένα ελαφρό ρίγος πέρασε στην πλάτη του.

   Και τη νύχτα εκείνη, δε μπόρεσε να κλείσει μάτι.

   Και μόνον η ιδέα ότι το κρανίο είχε αλλάξει θέση, χωρίς τη μεσολάβηση ξένου χεριού, ήταν ικανή να του καταστρέψει εντελώς την ησυχία.

   Μέσ’ τη ταραχή του – αν και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι είχε πέσει θύμα παραισθήσεως – σκέφθηκε ότι έπρεπε ν’ απαλλαγεί από εκείνη τη νεκροκεφαλή, με κάθε τρόπο.

   Και σκέφθηκε ακόμα ότι, το καλύτερό που είχε να κάνει, ήταν να την πάει εκεί που την είχε βρει.

   Αλλ’ αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ούτε θυμόταν που την είχε βρει.

   Μόλις τα χαράματα, κατόρθωσε να κοιμηθεί.

   Και τότε είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο.

   Του φάνηκε πως ήταν μέσα σ’ έναν κήπο. Στην αρχή περπατούσε με δυσκολία. Σιγά σιγά, όμως, ένιωσε περισσότερη ελευθερία στα πόδια. Και μέσ’ στο πυκνό σκοτάδι που βασίλευε, άρχιζε τώρα να γλυκοχαράζει.

   Έφτασε τότε σε μια στοά, με ψηλές κολόνες γύρω γύρω. Δεξιά κι αριστερά, οι κολόνες αυτές τελείωναν σ’ ένα είδος μεγαλοπρεπούς κτιρίου, με κάτι το βαρύ κι αρχαϊκό. Στη μέση ακριβώς, ήταν μια μεγάλη πόρτα. Ένα φως κοκκινωπό φαινόταν μέσ’ απ’ τις χαραμάδες, σαν κάποιος ν’ αγρυπνούσε εκεί μέσα. Απ’ όξω ήταν πάντα ένα φως χλωμό, συννεφιασμένο – ένα φως θλιμμένου δειλινού.

   Η μεγάλη πόρτα άνοιξε τότε, δίχως κρότο, και μεσ’ το φωτεινό της το τετράγωνο, είδε μια σκηνή που τον σταμάτησε: ένας νέος ήταν καθισμένος, μπροστά σ’ ένα τραπέζι, και διάβαζε. Ένα κερί ήταν αναμμένο δίπλα του, με μεγάλη φλόγα κόκκινη, που πετούσε δυνατές αναλαμπές.

   Ο νέος σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν μιαν έκφραση πολύ επίσημη και μελαγχολική. Έδειχνε κάπως σα να τον περίμενε. Τα χείλη του ήταν λεπτά, χλωμά και κουρασμένα. Δυο μελανές σκιές στεφάνωναν τα μάτια του, και τα μάγουλά του ήτανε σκαμμένα, σα να ήτανε σημαδεμένα από κάποια μυστική κι ανίατη αρρώστια.

   Σηκώθηκε από το κάθισμά του, και βάδισε ίσια, καταπάνω του.

   Έν’ άρρωστο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, και μια λάμψη συμπαθητική έφεξε στα σκοτεινά του μάτια.

   Ξαφνικά, η σκηνογραφία άλλαξε. –

   Τώρα ο Φάνης βρισκόταν σε μια κάμαρη δίχως φως. Το μόνο φως που έπεφτ’ εκεί μέσα, ήταν μια αλλόκοτη ανταύγεια, σαν του φεγγαριού – αλλά ενός φεγγαριού κοκκινωπού, που κόντευε να δύσει. Μεσ’ στο σκοτάδι, άκουσε λυγμούς.

   Γύρισε το κεφάλι, και είδε το νέο γονατισμένο μπροστά σε μιαν εικόνα. Φορούσε ρούχα φτωχικά, κουρελιασμένα. Είχε το κεφάλι ακουμπισμένο στις παλάμες, και το κορμί του σπάραζε, σαν από μεγάλην αγωνία…

   Έπειτα όλα χάθηκαν, κι ο Φάνης βρέθηκε ξανά μέσ’ στο σκοτάδι.

   Ένιωθε τώρα μια τρελή επιθυμία, να ξαναβρεί την πόρτα του κτιρίου. Ήθελε να τρέξει και δεν μπορούσε.

   Και βρέθηκε πάλι σ’ ένα δρόμο έρημο. Ένα κίτρινο φως, ήσυχο κι απελπισμένο, κυμάτιζε τριγύρω. Ο δρόμος έστριβε αριστερά, κι έμοιαζε σα να χάνεται σε μια κατηφοριά.

   Άξαφνα, μέσ’ στην ησυχία, είδε ένα πλήθος ανθρώπων που ανέβαιναν. Στην αρχή νόμισε πως ήταν πολλοί. Έπειτα όμως, όσο η συνοδεία πλησίαζε, τόσο έβλεπε λιγότερους ανθρώπους. Στα τελευταία, όταν έφτασαν κοντά, είδε πως ήταν μόνο πέντε άνθρωποι. Οι τέσσερες, που πήγαιναν μπροστά, κάτι κουβαλούσαν. Από πίσω, ερχόταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα. Η πομπή εκείνη έμοιαζε κηδεία.

   Ο Φάνης ήθελε ν’ αλλάξει δρόμο, αλλά δεν μπορούσε. Σταμάτησε στην άκρη, και περίμενε.

   Η κηδεία πέρασε δίπλα του αργά. Μπροστά βάδιζαν οι τέσσερες άνθρωποι, που κρατούσαν το φέρετρο. Ο ένας ήταν ψηλός, με γένια, και ξεσκούφωτος. Έμοιαζε σα ναυτικός. Περπατούσε με βήματα βαριά και κουρασμένα. Το μέτωπό του ήταν γιομάτο ρυτίδες.

   Ο διπλανός του ήταν πιο κοντός, και κάπως πιο παχύς. Φορούσε ένα κασκέτο, χωμένος ως τα μάτια, και περπατούσε κι αυτός με δυσκολία. Κούτσαινε λίγο, σα να είχε πόδι ξύλινο.

   Οι δυο κατοπινοί ήταν παιδιά. Αυτά ήταν ξυπόλητα, και κάτι έλεγαν σκυμμένα, μεταξύ τους.

   Η γυναίκα σερνόταν από πίσω. Έμοιαζε πολύ γριά. Κουνούσε, πού και πού, τα χέρια στον αέρα. Όταν πέρασε κοντά, την είδε που γελούσε. Γύρισε, τον κοίταξε, και κάτι του ψιθύρισε. Ο Φάνης, όμως, δεν κατάλαβε τι έλεγε. Έπειτα σωριάστηκε στο δρόμο, και δεν ξανασηκώθηκε.

   Οι τέσσερες προχώρησαν δίχως να γυρίσουν το κεφάλι.

   Τότε ο Φάνης έγειρε τα μάτια προς το φέρετρο. Είδε μια μορφή νεανική, με τα χείλη ελαφρά μισανοιγμένα. Έβλεπε τα δόντια, στη σειρά, να λάμπουν σα μαργαριτάρια. Είχε τα χέρια σταυρωμένα – δυο χέρια κατακίτρινα, σαν κέρινα.

   Η πομπή πέρασε δίπλα του αργά, κι απομακρύνθηκε. Έμοιαζε τόσο τραγικά σιωπηλή, που το Φάνη τον πήρε το παράπονο.

   Τα δάκρυά του έτρεχαν, κι αυτά σιωπηλά, κι έβρεχαν θερμά τα μάγουλά του.

   Και ξύπνησε…

 

                                                                  ***

   Ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα πικρό μέσ’ στην καρδιά, σαν από πραγματική κηδεία.

   Έμεινε πολύ ώρα έτσι, ωσότου να συνέλθει.

   Όταν συνήλθε, το πρώτο πράμα που αντίκρισαν τα μάτια του, ήταν το κρανίο. Του φάνηκε πως έβλεπε και πάλι το νεκρό, καθώς είχε περάσει στ’ όνειρό του.

   Έβλεπε τα χείλη τ’ ανοιγμένα, τ’ άσπρα δόντια, που λαμποκοπούσαν, αν και κιτρινισμένα απ’ το χώμα.

   Έβλεπε, ακόμα, όλη τη νοσταλγία της ζωής, όλη τη λαχτάρα της ζωής, μέσ’ στ’ αδειανό εκείνο καύκαλο, που τον παρατηρούσε μέσ’ στα μάτια.

   Πέρασε τα χέρια πίσω στο κεφάλι του, κι άρχισε να συλλογίζεται.

   Είδε τη ματαιότητα των πόθων, την ειρωνεία των ονείρων της ζωής, την τερατώδη ματαιοπονία. Διάβασε όλη τη χρεοκοπία των ανθρωπίνων «αιωνίων» αισθημάτων, όλη τη φοβερή μελαγχολία της αιωνίας ανθρωπίνης προσπαθείας, την ιστορία της ζωής και του θανάτου, καθώς συμβαίνει στην πραγματικότητα, στυγνή, σπαραχτική και τιποτένια.

   Απ’ όξω, άκουγε τον κόσμο που περνούσε, τις φωνές των μικροπωλητών, που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους – και του ήλθε να γελάσει ξαφνικά…

   Δεν είχε πια τον τρόμο του κρανίου – αλλά μια λύπη τεραστία στην καρδιά, μια λύπη ζοφερή και δίχως λόγο, για τους άλλους και για τον εαυτό του – μια λύπη που δε θα ‘βρισκε ποτέ παρηγοριά, και που θα τον απέλπιζε για πάντα…

   Ένιωθε πως, μ’ αυτή τη λύπη στην καρδιά, δε θα μπορούσε πια να μελετήσει, ούτε να ενδιαφερθεί για τίποτε…

   Τότε κάποιος χτύπησε στην πόρτα.

   Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει κάποιο γράμμα. Το είχε ρίξει απ’ τη χαραμάδα.

   Το πήρε, και τ’ άνοιξε μηχανικά. Ήταν ένα γράμμα του πατέρα του. Ανησυχούσε για τη σιωπή του, και του ‘γραφε πως του ‘στελνε τα χρήματα που γύρευε.

   Η είδηση αυτή, που δεν περίμενε, τον ξαναγύρισε και πάλι στη ζωή.

   Ντύθηκε γρήγορα, χτενίστηκε κομψά, έδεσε τη γραβάτα του με κέφι, κι ετοιμάστηκε να κατεβεί τη σκάλα, για να προλάβει το πανεπιστήμιο.

   Και τη στιγμή που γύριζε το πόμολο της πόρτας, τα μάτια του ξανάπεσαν απάνω στο κρανίο.

   Έκανε τότε βιαστικά μεταβολή, ανέβηκε σε μια καρέκλα, και για καλό και για κακό – ποιος ξέρει; - χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να πει γιατί, του βούλωσε τις αδειανές του κόγχες, με δυο μεγάλα άσπρα τριαντάφυλλα.    

  

    


                                                                        Πολ Σεζάν
                                                                     "Νέος και Κρανίο"
                                                                                        1898