Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Από το τελευταίο ποίημα του Χριστόφορου Λιοντάκη "Ένεκεν της ανωνυμίας σου" (εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, εκτός εμπορίου, 9.2019)

..............................................................


Χριστόφορος Λιοντάκης (1945 - 2019)





Από το τελευταίο του ποίημα "Ένεκεν της ανωνυμίας σου" (εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, εκτός εμπορίου, 9.2019)


και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς' ως επί ληστήν
εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με'
καθ' ημέραν προς υμάς ήμην εν τω ιερώ διδάσκων,
και ουκ εκρατήσατέ με. αλλ' ίνα πληρωθώσιν 
αι γραφαί. και αφέντες αυτόν έφυγον πάντες.
και είς τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτώ,
περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού'
και κρατούσιν αυτόν οι νεανίσκοι' ο δε καταλιπών
την σινδόνα γυμνός έφυγεν απ' αυτών.

                                                   κατά Μάρκον 14, 48-52


Οι πάντες έφυγαν, μαζί κι οι μαθητές του
και μόνο εσύ τον ακολούθησες.
Άραγε τι σ' έσπρωξε κοντά του να βρεθείς
με μια σινδόνη μόνο επί γυμνού;
Σίγουρα θα απόρησες με το φιλί στην αυλή 
του Αρχιερέα.
Έφτασες άραγε ως το Πραιτώριο
όπου τον γύμνωσαν διαμερίζοντας τα ιμάτιά του
όπως πριν λίγο σε γύμνωσε ο νεανίσκος όχλος;
Μέσα στον πανικό τι σε οδήγησε σ' εκείνον;
Επισκέφτηκες άραγε τον άδειο τάφο;
Και πώς έκρυψες την εφηβική αιδώ;
Άραγε η λάμψη εκείνου που ακολούθησες
σε κρατούσε αόρατο
στα δρώμενα του μαρτυρίου σου;
Άπαξ μόνο μαρτυρείται η ύπαρξή σου στο κατά Μάρκον
και οι σχολιαστές αντιπαρέρχονται το σχετικό χωρίο.
Ματθαίος, Ιωάννης, Λουκάς σε αγνοούν.
Ανώνυμος γυμνός λοιπόν στο λευκό της λήθης.
Χωρίς εσθήματα και με μπερδεμένα αισθήματα
μέσα στη λάμψη έφυγες κι ακόμη σε τυλίγει.

Ωστόσο η ανωνυμία σου με την τόση ευρυχωρία της με βοηθά να κάνω άλματα στο χρόνο και στο χώρο, να σε αναζητήσω δι' εσόπτρου εν αινίγματι, και αργότερα ίσως, σε ανύποπτες στιγμές, να σε συναντήσω κατά πρόσωπο. Εξάλλου, ο "άγριος μυστικός", αυτός που "κάποτε είδε όσα ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε", πιστεύει ότι κάθε ύπαρξη δικαιούται να ζήσει πολλές ζωές και ότι με πολλούς ανθρώπους έχει μιλήσει δυνατά από την άλλη τους ζωή.

ΣΕ ΕΙΔΑ

Στο δρόμο προς τη Δαμασκό.
Στις όχθες του Νείλου να θρηνείς τον πνιγμό
του Αντίνοου.
Στη Νιτρία να πέφτεις στη λίμνη με το θειάφι
λιγοστεύοντας την ομορφιά σου
για να μη σκανδαλίζονται οι ασκητές.
Στο Τολέδο να ποζάρεις για την ταφή 
του Κόμητος Οργκάθ.
Στον Άθω να κυκλοφορείς δια Χριστόν σαλός.
Στην Ιερά Εξέταση ν' αποστρέφεις το βλέμμα σου
από την πυρά
και "ο Θεός αγάπη εστί" να ψιθυρίζεις.
Στην Κερκόπορτα να μπαινοβγαίνεις παραμιλώντας.
Στη Σμύρνη, μετέωρον ανάμεσα στην αποβάθρα
και το πλοίο.
Στο Νταχάου, γυμνό και πάλι, έξω απ' το θάλαμο
πριν αναπνεύσεις το Zyklon.
Στη Μόσχα να δικάζεσαι
Στην Πράγα να αυτοπυρπολείσαι.
Στον Γράμμο πεσμένο από αδελφικό βόλι.


ΣΕ ΕΙΔΑ

Ανάμεσα στις σφαίρες του Πολυτεχνείου
να τρέχεις στα στενά.
Στο θαλασσινό μοναστήρι να βγάζεις από τη θάλασσα 
το σταυρό.
Μεγάλη Πέμπτη, στα μισά των Δώδεκα
να κουβαλάς από το σπίτι στην τσέπη του παλτού σου
αναμμένα κάρβουνα, για το θυμιατήρι στην εκκλησία
που είχε σβήσει.
Στην Πάτμο, Δευτέρα του Πάσχα, εφτάχρονο
στο τέλος της λιτανείας μια χάρτινη εικόνα να κρατάς
σκουπίζοντας τις μύξες σου.
Στο παραποτάμιο κοιμητήρι, με το ποτάμι 
να φουσκώνει από ενοχές.
Στο Σούνιο, ανάμεσα στους κίονες
θύμα του ηλιοβασιλέματος.
Πριν ακόμα σβήσουν τ' άστρα, στο Ζάππειο
με πάχνη στα μαλλιά
στις τσέπες παγωμένα χέρια
και σταγόνες στις παρειές σου - ή μήπως...


ΣΕ ΕΙΔΑ

Στην Ομόνοια τζάνκι με το παλτό του Ακάκι
Ακακίεβιτς
επί γυμνού να ασπαίρεις.
Στη rue Mouffetard να παριστάνεις τον Άλλο
του Ρεμπώ.
Στην Αρεοπαγίτου με μια φυσαρμόνικα
να ζητιανεύεις.
Στον Κάβουρα να τραγουδάς:
"Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε".
Στη Μεσολογγίου να γράφεις συνθήματα
στα αραμαϊκά.
Μες στου Αιγαίου τα νερά, όχι,
δεν σκορπάς τριαντάφυλλα
μόνο μετράς πνιγμένους πρόσφυγες και μετανάστες.
Στον κομπιούτερ ν' αντιγράφεις όπως
ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ.
Στο ποτάμι να πλένεις τις κάλτσες σου σε κίτρινο νερό.
Σε ξεχασμένο παρεκκλήσι να δέεσαι
υπέρ αναρρήσεως των αιχμαλώτων.


ΣΕ ΕΙΔΑ

Να αναθάλλεις μέσα απ' το αυτονόητο.
Στο νοητό σκοτάδι να καθαιρείς τις έννοιες.
Στο λυπημένο καφενείο μ' ένα ποτήρι ζεστό νερό.
Ν' ακούς αίσιες φωνές από απρόσμενες μεριές.
Να κυκλοφορείς σε πόλεις, που ποτέ δεν κατάλαβες.
Στο πάρκο ένα παγωμένο απόγεμα στα όρθια
να με χαϊδεύεις με το γάντι.
Απρόσκλητος στον λυρισμό του φεγγαριού.
Να γυρίζεις την πλάτη στο προφανές.
Μέσα στο δροσολαμπές να υπερτιμάς το εδώ.
Να παραστέκεσαι σε ονόματα θνησιγενή.
Περισσότερο τρυφερό στο αιχμάλωτο σχήμα.
Με την παγωμένη καρδιά του καρπουζιού
να σβήνεις τη δίψα του θέρους μέσα στον καύσωνα
κι ο πάγος μέσα σου να μη λέει να λιώσει.
Να αυνανίζεσαι και το ανθισμένο ρόδινο να τρέμει.
Στο Αγιοφάραγγο, ευκάλυπτον
μέσα στις πικροδάφνες του χειμάρρου
Οιονεί παλλόμενον να μεγαλύνεις τη γυμνότητά σου.


ΣΕ ΕΙΔΑ

Δίπλα στην ανασκαφή να αφαιρείς το χώμα
απ' το μαρμάρινο κεφάλι.
Εκείνη τη βραδιά να τραυλίζεις
όταν οι άλλοι έβγαζαν δεκάρικους.
Άστεγο στη Σπυρίδωνος Τρικούπη
να διαβάζεις Σπινόζα.
Στη Σορβόννη, να αντιπροτείνεις
τον Αρεοπαγίτη στον Ακινάτη.
Στις όχθες του Ηριδανού
να απαγγέλλεις το Ρόδου μοσχοβόλημα.
Στον Κεραμεικό, μέσα σου
"όλα συγχωρούνται και μιλιούνται"
Αφύλακτον να προχωρείς στο άνοιγμα.
Με τους αναχωρητές να εμψυχώνεις την έρημο.
Μπροστά στην τηλεόραση
να κάνεις λουτρά χυδαιότητας.
Μαγεμένον μπροστά στην αναρχία του μικρόκοσμου.
Να είσαι εγώ
δίπλα στην παραπονεμένη σκιά της μητέρας.


ΣΕ ΕΙΔΑ...

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

...''Ποιος είσαι; Από πού είσαι;''... Μετάφραση ελληνικής επιγραφής από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. / Από τον φίλο στο fb Versin Versin (facebook, 26.11.2019)

..............................................................






"Είμαι ξεριζωμένος , διψασμένος και πεθαίνω ,
μα παραχωρήστε μου να πιω απ' την αστείρευτη
πηγή. Στα δεξιά υπάρχει ένα λευκό κυπαρίσσι.

''Ποιος είσαι; Από πού είσαι;''
"Είμαι γιος της Γης και του έναστρου ουρανού.
Μα ο αγώνας μου είναι ουράνιος."

.
Μετάφραση ελληνικής επιγραφής από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ.
.
VIA Getty Μuseum


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

«Ο Ησίοδος και το Πολυτεχνείο» έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 17.11.2019)

..............................................................


       «Ο Ησίοδος και το Πολυτεχνείο»



έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 17.11.2019)

Σχεδόν πάντα, η ανάγνωση της ιστορίας είναι ησιόδεια, τουλάχιστον από όσους δεν την προσεγγίζουν με επαγγελματική αυστηρότητα, αλλά επιτρέπουν στο συναίσθημα να τρυπώνει ανάμεσα στα εργαλεία τους. Το βλέπουμε αυτό σε κάθε επέτειο, ελληνική ή διεθνή· την επέτειο της Επανάστασης του 1821, λ.χ., ή κάποιας από τις επαναστάσεις της παραγωγικής Γαλλίας, 1789, 1848, 1968: Στις αναπαραστάσεις μας, όλα τα φωτεινά χρώματα αφορούν το παρελθόν (κι όσο πιο πίσω τόσο φωτεινότερο), όλα τα γκρίζα το παρόν, κι όλα τα σκοτεινά το μέλλον.
Ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε την πτωτική διαδρομή του ανθρώπινου γένους που εικονογράφησε ο Ησίοδος στο διδακτικό έπος «Εργα και Ημέραι» (να τη γνώριζε άραγε ο Φράνσις Φουκουγιάμα όταν κήρυσσε το «τέλος της ιστορίας»;), το μυθολογικό ποιητικό σχήμα ρυθμίζει τα συμπεράσματά μας και τα βαραίνει με τον πεσιμισμό του:
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε το «χρύσεον γένος μερόπων ανθρώπων», έπειτα ήρθε στη θέση του το «αργύρεον» και κατόπιν το «χάλκειον». Για να καταλήξουμε μοιραία, διαρκώς φθειρόμενοι (και παρά την προσωρινή παρεμβολή του «θείου γένους ανδρών ηρώων»), στο «σιδήρεον γένος» της παρακμής. Το ότι η ίδια η Ιστορία έχει το ελάττωμα να μη συνυπογράφει τα πορίσματα που την ακυρώνουν, και να επιμένει να μας εκπλήσσει με τα «άλματά της πάνω από τη φθορά», δεν μας ενοχλεί. Δεν μας ενδιαφέρει καν. Προσφεύγουμε έτσι στη μεταφυσική και στη θεολογία για να «εξηγήσουμε», λ.χ., την Επανάσταση του 1821, που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να συμβεί, έπειτα από τέσσερις (και κατά τόπους πέντε και παραπάνω) αιώνες σκλαβιάς, φθοράς, κατιούσας πορείας.
Και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου η επέτειος, έγραφα εδώ περίπου ένα τέταρτο του αιώνα πριν, στις 17 Νοεμβρίου 1996, σε ανάλογες πεσιμιστικές διαδρομές μάς κατευθύνει συνήθως, στην αναπαραγωγή δηλαδή του ησιόδειου μοντέλου: τότε ο ηρωισμός, τώρα η ηττοπάθεια και η μοιρολατρία· τότε η ανιδιοτέλεια, τώρα ο κυνισμός και ο αριβισμός· τότε το αίτημα της συλλογικότητας, τώρα η εγωπάθεια· τότε το δούναι, τώρα το λαβείν. Μ’ αυτή τη βίαιη τομή στον ιστορικό χρόνο όμως, που ανοίγει αυθαίρετα ένα χάσμα ανάμεσα στο Σπουδαίο Πριν και στο Ταπεινό
Τώρα, το Πολυτεχνείο, όπως και κάθε όντως εξαιρετικό συμβάν, μετατοπίζεται στα αδρανή Σύμβολα.
Ή εκτοπίζεται στην περιοχή των μύθων.
Η επιδίωξη απλή: Να σκεπαστεί κάτω από τον ηρωολογικό στόμφο ο πολιτικός πυρήνας της εξέγερσης, ώστε να φτάσει να σημαίνει κάτι το γενικώς αποδεκτό, δηλαδή κάτι το εύκολα αφομοιώσιμο, άρα και ακίνδυνο. Αυτό όμως προσβάλλει τα ειδοποιά γνωρίσματα της εξέγερσης, που δεν την έφεραν αντιμέτωπη μόνο με την «εθνοσωτήριο» χούντα και τους ασφαλίτες. Αυθόρμητη και ακηδεμόνευτη όπως ήταν, βρέθηκε απέναντι –καθαρά και ξάστερα– και στο προδικτατορικό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο στην πλειονότητά του εξάντλησε τον αντιχουντισμό του σε σποραδικές δηλώσεις, συνήθως από την ασφάλεια ξένων χωρών. Αλλά απέναντι και στους κομματικούς μηχανισμούς της διασπασμένης πια Αριστεράς, που δρούσαν στην παρανομία, υπό ποικίλα «μετωπικά» ονόματα. Και προπάντων του δογματικού ΚΚΕ, που βιάστηκε να καταγγείλει τους «προβοκάτορες» διά της έντυπης «Πανσπουδαστικής» του.
Η μετατόπιση του Πολυτεχνείου στα Σύμβολα, η απόσπασή του από το πραγματικό, υλικό πλαίσιό του και η εξώθησή του στην επικράτεια των θαυμάτων ή των παραδόξων (μια ολιγόζωη ενσφήνωση ενός ολιγάριθμου «ηρωικού γένους» ανάμεσα στα γένη της ήττας και της φθοράς), βόλευε πολλούς. Και προπάντων τους πλήρως ή μερικώς απόντες. Ολους αυτούς, δηλαδή, που ήδη με τον πρώτο επετειακό εορτασμό άρχισαν να συμπεριφέρονται ακριβώς όπως τους ζωγράφισε στα δεκάχρονα του Πολυτεχνείου, στην «Αυγή», ο πικρός σαρκασμός του Μανόλη Αναγνωστάκη:
«Φοβάμαι / τους ανθρώπους που εφτά χρόνια / έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας / “Δώστε τη χούντα στο λαό”. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που με καταλερωμένη τη φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. /
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σού ’κλειναν την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια / και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο / να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν».
Οσο κι αν φοβόμαστε τις λέξεις, στις τρεις ημέρες του Πολυτεχνείου ανατυπώθηκε ο εμφύλιος, αλλά με τη δική του ανέκδοτη μορφή και όχι σαν αντίγραφο (όπως εμφύλιος ήταν, διπλός μάλιστα, όσα συνέβησαν στην Κύπρο μετά την εισβολή του τουρκικού «Αττίλα»: ανάμεσα σε Ελλαδίτες και Κύπριους, αλλά και ανάμεσα σε δεξιούς και αριστερούς Ελληνοκύπριους). Φυσικά οι διαφορές ούτε λίγες είναι ούτε ασήμαντες: Οπλισμένη ήταν μόνο η μία πλευρά, των Ντερτιλήδων, που ήταν σάρκα από τη σάρκα της παράταξης που νίκησε στον μετακατοχικό εμφύλιο.
Η άλλη πλευρά ήταν άοπλη. «Είμαστε άοπλοι. Είμαστε άοπλοι» – αυτό θ’ ακούμε πάντα από τη φωνή του Δημήτρη Παπαχρήστου, που ήξερε βέβαια ότι διέθετε το μόνο όπλο που κανένας δεν μπορεί να σου στερήσει: τον έρωτα της ελευθερίας.
Παράδοξο ή όχι, τον θεμελιώδη πολιτικό χαρακτήρα του Πολυτεχνείου τον θυμούνται πρωτίστως, με βαθιά ενόχληση, οι κατεξοχήν αντίπαλοί του, όσοι παρέλαβαν από τους χουνταίους τη σκυτάλη της ύβρεως εναντίον του. Αυτοί πρωταγωνιστούν, δεκαετίες τώρα, στη συστηματική εκστρατεία κατασυκοφάντησής του. Αυτοί έσπευσαν πρώτοι να χλευάσουν την επέτειο σαν πανηγυράκι σουβλατζήδων, ώστε αναδρομικά να μειώσουν μέχρι μηδενισμού και τη σημασία της 17ης Νοέμβρη του 1973. Αυτοί χλευάζουν την «κεφάλα του Σβορώνου». Αυτοί αρνούνται ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι εκείνες τις μέρες: «Μύθος οι νεκροί του Πολυτεχνείου». Αυτοί διακινούν την κακοήθη φήμη ότι η εξέγερση «στήθηκε από Αμερικανούς πράκτορες». Αυτοί εμπορεύονται πολιτικά τον κατάπτυστο ισχυρισμό ότι για τον διαμελισμό της Κύπρου δεν φταίνε άλλοι από τους ελεύθερους εγκλωβισμένους του Πολυτεχνείου.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, είναι ολοφάνερη μια «ποιοτική διαφορά». Οι αρνητές του Πολυτεχνείου δεν πλασάρουν πια τη χολή τους αποκλειστικά από περιθωριακά ημίμαυρα κανάλια και από λαθρόβια κιτρινιάρικα έντυπα. Ορισμένοι από αυτούς έχουν αναρριχηθεί πλέον (τοκίζοντας πολιτικά και τη χλεύη τους κατά του Πολυτεχνείου) σε υψηλά αξιώματα. Μετατοπίστηκαν σταδιακά από την ακροδεξιά περιοχή του ιδεολογικού φάσματος (οπότε και υφυπούργευσαν ως στελέχη του ΛΑΟΣ) στη Δεξιά, και μάλιστα σε μια Δεξιά που πολύ θα ήθελε να πιστέψουν κι άλλοι –εκτός από τους υμνητές της στα Μέσα– ότι τυγχάνει Κεντροδεξιά. Κι έγιναν υπουργοί.
Και κομματικοί αντιπρόεδροι. Και μάλιστα ενός κόμματος του οποίου ηγείται ο κατά δήλωσή του νεαρότερος αντιστασιακός παγκοσμίως, αφού ήταν «πολιτικός κρατούμενος της χούντας σε ηλικία έξι μηνών». Και ο οποίος τώρα, διά του υπουργού Δημοσίας Τάξεως και Ασφαλείας, διατάζει τα ΜΑΤ να εισβάλουν στα πανεπιστήμια, με ποικίλες προφάσεις. Μα μήπως είχε δίκιο τελικά ο Ησίοδος;


Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

"Η οικολογία μεταμορφώνει τα πάντα" γράφει ο Τάσος Τσακίρογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.11.2019)

..............................................................
Η οικολογία μεταμορφώνει τα πάντα

γράφει ο Τάσος Τσακίρογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.11.2019)
Οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων στις περισσότερες ηπείρους έχουν ως πηγή έμπνευσης την υπεράσπιση του περιβάλλοντος και προβάλλουν το αίτημα για αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Ομως, πέραν αυτής της παγκόσμιας πραγματικότητας, η οικολογία έχει καταστήσει αμφιλεγόμενα και συζητήσιμα δεκάδες θέματα της καθημερινής μας ζωής, μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα διαμάχης: την άμετρη κατανάλωση κρέατος, την κακοποίηση των ζώων, τη χρήση παρασιτοκτόνων, τις εξορύξεις, τα πλαστικά μιας χρήσης, την αποδάσωση, τη ρύπανση των ωκεανών και πολλά άλλα. Σήμερα η ατζέντα είναι γεμάτη με θέματα που κάποτε απασχολούσαν κάποιους «γραφικούς οικολόγους» ή ορισμένα περιθωριακά «πράσινα» κόμματα.
Με αυτό δεν θέλω να πω ότι άλλαξε άρδην και ξαφνικά η κοινωνική συνείδηση και ότι η απάθεια και η αδιαφορία για τον πλανήτη μετατράπηκαν σε έναν συνειδητό περιβαλλοντικό ακτιβισμό. Κάθε άλλο.
Ωστόσο, όσον αφορά τουλάχιστον τη νέα γενιά, φαίνεται ότι κάτι έχει αλλάξει. Κάτι από την πίστη στην αέναη πρόοδο και στην αδηφάγα κατανάλωση δείχνει να έχει σπάσει. Εάν αυτό θα αποκτήσει και μια δυναμική αμφισβήτησης του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης μένει να αποδειχτεί. Το σίγουρο είναι πως τίποτα δεν είναι όπως πριν.
Η ίδια η έννοια της «ανάπτυξης» προκαλεί όλο και μεγαλύτερες συγκρούσεις, όπως στη χώρα μας οι Σκουριές ή τα αιολικά που επιχειρείται να στηθούν σε παρθένες περιοχές των Αγράφων. Το αναπτυξιακό μοντέλο που βλέπει τον περιβάλλοντα κόσμο μόνο σαν καύσιμο για περαιτέρω μεγέθυνση έχει χρεοκοπήσει οριστικά. «Η ανθρωπότητα καταναλώνει το τρέχον διάστημα τους πόρους του πλανήτη 1,75 φορές ταχύτερα από τις δυνατότητες των οικοσυστημάτων να τους ανανεώνουν» έγραφε τον Ιούλιο σε έκθεσή της η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Global Footprint Network. Υπολογίζεται πως σήμερα θα χρειαζόμασταν πέντε ολόκληρους πλανήτες αν όλοι οι κάτοικοι του κόσμου υιοθετούσαν τον τρόπο που καταναλώνουν οι Αμερικανοί!
Το περιβαλλοντικό απαρτχάιντ για το οποίο μιλούν πολλοί αφορά τη διαφαινόμενη απόφαση του 1% των υπερπλούσιων του πλανήτη να διαχωρίσουν τη θέση τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι οι συνέπειες της κλιματικής κατάρρευσης θα πλήξουν (μόνο) τους πιο φτωχούς. Η εκλογή του Τραμπ σηματοδοτεί αυτή την ψευδαίσθηση, αλλά και την απληστία των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες σπαταλούν κάθε χρόνο τεράστια ποσά για τη χρηματοδότηση «ερευνών» και προπαγάνδας στα ΜΜΕ για την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Το σχετικό λόμπι τείνει να γίνει –εάν δεν έχει γίνει ήδη– ένα από τα ισχυρότερα παγκοσμίως.
Σήμερα ένας οικολογικός ορθολογισμός θα είχε καθήκον την αντιστροφή της καταναλωτικής εξίσωσης «περισσότερο = καλύτερο» σε «λιγότερα, αλλά καλύτερα». Δηλαδή θα έθετε ως στόχο μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι θα δουλεύουν λιγότερο, θα καταναλώνουν λιγότερο και θα ζουν καλύτερα. Η έμφαση εδώ είναι στο ποιοτικό και όχι στο ποσοτικό στοιχείο, το οποίο λειτουργεί σαν φαύλος κύκλος, τρώγοντας τις σάρκες τόσο του ανθρώπου όσο και της φύσης.
Σήμερα η υπερκατανάλωση οδηγεί στην εξάντληση των φυσικών πόρων, στην αύξηση του όγκου των σκουπιδιών, στη ρύπανση της ατμόσφαιρας και των θαλασσών, αλλά και στις δεκάδες ασθένειες λόγω των συντηρητικών, των χημικών, των ορμονών, των αντιβιοτικών και των ζιζανιοκτόνων που παίρνουμε μέσω της τροφικής αλυσίδας.
Οπως γράφει ο Αντρέ Γκορζ, «η ανοικοδόμηση ενός κόσμου που ευνοεί την άνθηση της ζωής προϋποθέτει όχι έναν οικολογικό εκσυγχρονισμό της βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά έναν οικο-σοσιαλιστικό, αντι-τεχνοκρατικό και αντι-αυταρχικό εκσυγχρονισμό».


"Η μεγάλη υπεκφυγή" γράφει ο Χρήστος Λάσκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.11.2019)

..............................................................

                 Η μεγάλη υπεκφυγή


γράφει ο Χρήστος Λάσκος* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.11.2019)

Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο συγκλίνει το σύνολο των σοβαρών αναλύσεων, είναι πως επίκειται ένα νέο επεισόδιο όξυνσης της κρίσης. Από τους δεδομένα σοβαρότερους επιστημονικά μαρξιστές μέχρι τα πιο στρατευμένα στην υπηρεσία του κεφαλαίου νεοφιλελεύθερα θινκ τανκ και τους ακραίους κατσαπλιάδες του θατσερισμού, η διαφωνία βρίσκεται στον χρόνο εκδήλωσης, όχι στην πρόγνωση της κρίσης.
Μάλιστα υπάρχουν πολλές πιθανότητες η νέα πτώση να είναι μεγαλύτερη αυτής του 2008, δεδομένου ότι τα εργαλεία αντίδρασης -ειδικά τα νομισματικά, μετά από μια δεκαετία ποσοτικής χαλάρωσης και αρνητικών επιτοκίων και με το χρέος, ιδίως το εταιρικό, αυξημένο κατά πολύ σε σχέση με την αρχή της κρίσης- είναι σχεδόν πλήρως εξαντλημένα. Ετσι κι αλλιώς, όπως πολύ πειστικά το στοιχειοθετούν οι μαρξιστικές αναλύσεις, η οικονομική πολιτική δεν θα μπορούσε -και στην καλύτερη, ακόμη, εκδοχή της- να επιλύσει το πρόβλημα της κρίσης υπερσυσσώρευσης χωρίς εκτεταμένη καταστροφή αργούντος κεφαλαίου.
Ολα επιβεβαιώνουν αυτές τις αναλύσεις. Κυρίως το απόλυτο λίμνασμα των επενδύσεων – που θα ήταν ακόμη (;) χειρότερο χωρίς την παρουσία της κρατικοκαπιταλιστικής Κίνας. Ακόμη περισσότερο, όταν και η Κίνα εισέρχεται σε μια ασθμαίνουσα, για τα δεδομένα της, περίοδο και με συσσωρευμένα τα σημάδια μιας επερχόμενης πτώσης –τεράστια αύξηση του χρέους της, ένα πολύ επισφαλές τραπεζικό σύστημα και επενδύσεις, που όλο και συχνότερα καταλήγουν σε μη αξιοποιήσιμα βιομηχανικά και οικοδομικά κουφάρια.
Οι μαρξιστές έχουν δίκιο. Γι’ αυτό και οι πιο σοβαροί συστημικοί, όπως ο Σάμερς, υπουργός Οικονομικών του Κλίντον και προαγωγός της «παγκοσμιοποίησης», επιμένουν πως μόνη «λύση» παραμένουν για το σύστημα οι φούσκες – και ο Θεός βοηθός.
Κι εμείς εδώ, στη γαλάζια μας πατρίδα, πώς στεκόμαστε απέναντι σε όλα αυτά; Με μακαριότητα. Η ατζέντα που διαμορφώνουν τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν δεν βλέπει αυτές τις πολύ δυσοίωνες προγνώσεις –πόσο μάλλον απαντήσεις.
Η μεν κυβέρνηση οικοδομεί -με θεμέλιο μια πρωτοφανώς προκλητική, σε βαθμό γελοιότητας, ενίσχυση από τα «μέσα»- μια εικόνα περιφανούς καλπασμού προς την «ανάπτυξη» και «πρωτοβουλιών». Μπάφα ολκής…
Η δε αξιωματική αντιπολίτευση είναι ικανή να κάνει επί βδομάδες κύριο θέμα τη συμμετοχή του Πολάκη στην προανακριτική. Ή να «ελέγχει» την κυβέρνηση για τη σχέση της με τον θρησκευτικό συντηρητισμό -φοβερή αποκάλυψη!- όταν η ίδια, όντας κυβέρνηση, δεν μπόρεσε ούτε την απαλλαγή των μαθητών από τα Θρησκευτικά ή τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στους τίτλους σπουδών (το 'κανε η Κεραμέως!) να ρυθμίσει.
Μ' αυτά και μ’ αυτά, ο ελέφαντας στο δωμάτιο, η επερχόμενη κρίση, είναι σαν να μην υπάρχει.
Βέβαια, η στάση του δικομματισμού είναι, τελικά, εύλογη. Ολες οι κυβερνήσεις της περιόδου της κρίσης εφάρμοσαν την ίδια, με μικρές παραλλαγές, πολιτική – ανεξαρτήτως «ιδιοκτησίας» ή όχι. Μια πολιτική βασισμένη στην άγρια λιτότητα των εξωφρενικών πλεονασμάτων και στην αποδοχή του χρέους, με ευκολίες πληρωμής, μέχρι τον 22ο αιώνα, τουλάχιστον.
Πολιτική που αφήνει την Ελλάδα ιδιαίτερα ευάλωτη απέναντι στη νέα κρίση. Η εθελοτυφλία, λοιπόν, είναι ανάγκη πάσα για όσους συνέργησαν στη διαμόρφωση αυτής της τρομερής -και διαρκούς- για την ελληνική κοινωνία συνθήκης. Γι’ αυτό η ατζέντα και των δύο είναι «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Οπως το έθεσε ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, σε πρόσφατη συνέντευξη, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το τι θα έπρεπε να κάνει η Ελλάδα μπροστά σε μια νέα όξυνση της κρίσης: «Μπορείτε να προσευχηθείτε!»
Ετσι εξηγείται το γεγονός πως η Δεξιά και οι «κύκλοι» της επιχειρούν να ρίξουν το βάρος της κατάστασης στη βαρουφακειάδα του 2015. Το μήνυμα είναι σαφές: δεν είναι οι μνημονιακές πολιτικές υπεύθυνες για τη σημερινή ακραία τρωτότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι βλακείες των ιδεοληπτικών του «πρώτου εξαμήνου» ευθύνονται.
Σε μια παρέλαση «απόψεων», κυριολεκτικά σε ύφος «ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος», οι τεχνοκράτες παρελαύνουν, από καιρού εις καιρόν, πλειοδοτώντας ως προς «το κόστος του 2015». Ο «μετριοπαθής» Προκοπάκης το βγάζει 47 δισεκατομμύρια, ο Στουρνάρας 86, ο άρχων του ESM Ρέγκλινγκ το θέλει 100 δισεκατομμύρια, ενώ ο Βίζερ το υπολογίζει (!) στα 200.
Το γεγονός πως αυτή η προφανής και καταγέλαστη ηλιθιότητα γίνεται δεκτή ως τεχνοκρατική αποτίμηση του ζητήματος οφείλει πολλά στη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση. Η οποία δεν έχασε ευκαιρία να αποκηρύξει τον πρότερο εαυτό της ως εμφορούμενο από «αυταπάτες» - που σημαίνει πως οι «άλλοι» είχαν το «ρεαλιστικό» δίκιο. Οπως δεν έχασε και ευκαιρία να διακηρύξει πως το 3ο μνημόνιο, «με τα καλά και τα κακά του», μας έβγαλε τελικά στον «δρόμο της ανάπτυξης».
Και να 'μαστε τώρα εδώ, να μαθαίνουμε πως, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ξαναβρεθούμε στο επίπεδο του 2008… το 2031, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ή το 2034, σύμφωνα με το ΔΝΤ!
Αν, δε, σκάσει η κρίση, «μπορείτε να προσευχηθείτε».
Σαν να λέμε, καλά που δεν πάθαμε τίποτε το καλοκαίρι του 2015. Φτηνά τη γλιτώσαμε!
* εκπαιδευτικός

“Blow-Up” – έγραψε ο Γιάννης Σμοΐλης (cinedogs, 30.7.2019)

..............................................................


“Blow-Up” έγραψε ο Γιάννης Σμοΐλης (cinedogs, 30.7.2019)


Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι
Παίζουν: Ντέιβιντ Χέμινγκς, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Σάρα Μάιλς
Διάρκεια: 111′
Αλαζόνας φωτογράφος μόδας στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’60, νομίζει ότι έπιασε -κατά λάθος- στον φακό του, σκηνές από έναν φόνο. Κι αυτή η γραμμή συνοψίζει, πάνω κάτω, την πλοκή του Blow Up. Αν δεν κοιτάς προσεκτικά, αυτά θα νομίζεις κι εσύ ότι είδες: ένα art house murder mystery, που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, ούτε προς τη μία κατεύθυνση ούτε προς την άλλη. Δεν υπάρχει πλοκή στο Blow Up (άρα και κανένα μυστήριο προς επίλυση) γιατί δεν υπάρχει πλοκή στην πραγματικότητα, στις ζωές μας, στην Ιστορία. Αυτό που μοιάζει με αφηγηματική δομή του κόσμου (του εσωτερικού, του εξωτερικού), είναι μια ψευδαίσθηση που την δημιουργεί η συνήθειά μας να κοιτάμε -αλλά να μην βλέπουμε.
Ατάκτως ερριμμένα μέσα στη συνείδησή μας, τα γεγονότα, τα θραύσματα της αντίληψης, όσο περισσότερο τα κοιτάζουμε, τόσο περισσότερο τείνουν να αποκτούν συνδέσεις μεταξύ τους, να κινούνται το ένα προς το άλλο, να διαπλέκονται, να παράγουν αιτιοκρατικές αλυσίδες, να οργανώνονται. Αρχίζουν να μιλούν ως «ιστορίες». Η ύπαρξή μας, γίνεται μια αφήγηση. Η πραγματικότητα μια άλλη αφήγηση, την οποία προσπαθούμε να καταλάβουμε. Τι μας λέει;



Το Blow Up είναι η μεγάλη αυτοαναφορική ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ένα φιλμ για την ουσία της τέχνης του. Που είναι η παραποίηση. Ο χαοτικός, άνευ λογικής κόσμος, γίνεται μέσα απ’ τον φακό του φωτογράφου, τον φακό του κινηματογραφιστή, μια αφήγηση μεστή νοήματος. Ο σκηνοθέτης είναι ένας γλύπτης: η κάμερά του σμιλεύει τον άμορφο όγκο της πραγματικότητας και του δίνει ένα σχήμα, δημιουργεί το άγαλμα του νοήματος. Έτσι, παράγεται η ψευδαίσθηση μιας ιστορίας. Ό,τι βλέπουμε, πρέπει κάτι να εξιστορεί. Πάθη, εγκλήματα, ίντριγκες.
Χρειαζόμαστε συμβάντα και αφηγήσεις που να τα τοποθετούν σε εύτακτες νοηματικές δομές. Ξεκάθαρες ιστορίες, με αρχή μέση και τέλος, όπως στο σινεμά. Αρνούμαστε να αποδεχτούμε ένα παράλογο σύμπαν που διέπεται από έναν και μοναδικό νόμο: αυτόν της ασάφειας. Χωρίς τη Γλώσσα (κι ο κινηματογράφος είναι, επίσης, μια γλώσσα), έναν μηχανισμό παραγωγής νοήματος δηλαδή που αρθρώνει το πραγματικό ως αφήγηση, η εμπειρία θα βυθιζόταν στην άβυσσο του ασυνείδητου, όπου όλα επιτρέπονται κι όπου δεν υπάρχουν νόμοι. Η ζωή θα έμοιαζε με όνειρο. Δεν θα ξέραμε πού να ακουμπήσουμε για να κατασκευάσουμε τον εαυτό μας.

Στην πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, ο μεγάλος υπαρξιστής φιλόσοφος του σινεμά, επιλέγει να δείξει την αποτυχία του ανθρώπου (αυτού του όντος που αφηγείται ατέρμονα και που καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα από ιστορίες) να συλλάβει την Αλήθεια. Ή, μάλλον, τις αλήθειες. Της τέχνης, της ζωής, των άλλων, του κόσμου, της ίδιας του της κατάστασης. Άλλος γράφοντας, άλλος φωτογραφίζοντας, άλλος σκηνοθετώντας, οι καλλιτέχνες θεωρούν ότι έχουν μια προνομιακή σχέση με την αλήθεια. Ε, λοιπόν, δεν την έχουν, αυτό μας λέει ο Αντονιόνι. Ο φωτογράφος της ταινίας, απλώς τοποθετεί ανάμεσα στη συνείδησή του και τον κόσμο μια κάμερα, μια μηχανή (ανίκανη να πει ψέματα), και εξ αυτού νομίζει ότι βρίσκεται πιο κοντά στο αντικειμενικό, ότι έχει εγκατασταθεί στο κέντρο της Αλήθειας.


Ο φακός του είναι παράλληλα και Φαλλός, με τη λακανική έννοια: το υπερβατικό εκείνο σημαίνον που συμβολοποιεί το πραγματικό. Η εκπληκτική σκηνή με την παρωδία συνουσίας, όπου η κάμερα παίρνει τη θέση του πέους σε μια μεταφορική σεξουαλική πράξη ανάμεσα στον φωτογράφο και το μοντέλο του, δείχνει ξεκάθαρα προς αυτή την κατεύθυνση. Η όμορφη γυναίκα, απολαμβάνει ναρκισσιστικά τον εαυτό της μέσα απ’ τα μάτια του άλλου, κάνει έρωτα με το είδωλό της το οποίο ο φωτογραφικός φακός -δηλαδή ο Άλλος στην υπερβατολογική του εκδοχή- θα πολλαπλασιάζει επ’ άπειρον. Ο φωτογράφος ηδονίζεται σαν να την κατακτά σωματικά, γιατί η μηχανή του είναι ήδη μια προέκταση του φαλλού του, άρα ένας τρόπος άσκησης της συμβολικής του εξουσίας.

Φυσικά, όλα μπαίνουν στη θέση τους στο εκπληκτικό φινάλε. Ο φωτογράφος παρακολουθεί μια ομάδα από κλόουν τη στιγμή που εισέρχονται σ’ ένα άδειο γήπεδο τένις. Πιάνουν κάτι ρακέτες και παριστάνουν ότι παίζουν. Δεν υπάρχει μπαλάκι αλλά προσποιούνται ότι υπάρχει. Οι άλλοι κλόουν τους κοιτάζουν, στρέφουν τα κεφάλια τους μία αριστερά και μία δεξιά, σαν να παρακολουθούν την τροχιά μιας αόρατης μπάλας. Ο φωτογράφος αρχικά διασκεδάζει. Χαμογελά με την ανεμελιά αυτών των παλιάτσων που χαίρονται να παίζουν ένα ανόητο παιχνίδι, έτσι για το κέφι τους. Κάποια στιγμή, όμως, τα πάντα αλλάζουν. Ένας απ’ τους δύο κλόουν χτυπά λίγο πιο δυνατά το αόρατο μπαλάκι κι αυτό βγαίνει εκτός γηπέδου. Παρακαλούν, με νοήματα, τον φωτογράφο να πάει να το πάρει και να τους το πετάξει πίσω. Αυτός αρχικά διστάζει, δεν θέλει να γίνει ρεζίλι στον εαυτό του, αλλά τελικά τους κάνει το χατήρι. Πιάνει το αόρατο μπαλάκι και το ρίχνει με δύναμη πίσω. Έπειτα, τον βλέπουμε να κοιτάζει κι αυτός το παιχνίδι με άλλα μάτια. Τώρα πια μοιάζει να βλέπει το μπαλάκι. Εκτός πλάνου οι κλόουν κι εμείς ακούμε τους ήχους που κάνει η μπάλα όταν τη χτυπούν οι ρακέτες.


Κάπως έτσι συμβαίνει και με την κατασκευή του νοήματος μέσω των αφηγήσεων. Που είναι πολλαπλές. Θρησκείες, πολιτικές ιδεολογίες, κοινωνικά κινήματα, ηθικά συστήματα, καλλιτεχνικά ρεύματα δεν κάνουν τίποτα άλλο απ’ το να δομούν απ’ την α-νοησία του κόσμου ένα παιχνίδι με κανόνες, μια ιδεολογική πραγματικότητα στην οποία το υποκείμενο καλείται να συμμορφωθεί. Στο παιχνίδι που παίζει η κοινωνία, δεν υπάρχει νόημα, δεν υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει «μπαλάκι». Όποιος βρίσκεται εκτός κοινωνίας (ο φωτογράφος είναι ένας τέτοιος χαρακτήρας αρχικά ή, τουλάχιστον, θέλει να πιστεύει ότι είναι: αντικομφορμιστής, μποέμ, λίγο σνομπ, λίγο δανδής), μπορεί να καταλάβει το συλλογικά κατασκευασμένο ψέμα και να γελάσει μ’ αυτό.



Απ’ τη στιγμή, όμως, που η κοινωνία θα του απευθύνει το κάλεσμα, θα τον προσκαλέσει να ενταχθεί στις τάξεις της, θα του αποδώσει έναν ρόλο (εδώ, του υπεύθυνου ανθρώπου, του ηθικού υποκειμένου που καλείται να καταγγείλει το έγκλημα που κατέγραψε η κάμερά του), οσοδήποτε ασήμαντος κι αν είναι, τότε θα αρχίσει να πιστεύει στο ψέμα που προηγουμένως κορόιδευε. Θα αρχίσει να βλέπει το… μπαλάκι. Σήμερα, λοιπόν, που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή ζούμε σ’ έναν κόσμο παραπλανητικών οπτικών αφηγήσεων, έναν κόσμο που πνίγεται από τις εικόνες και μέσα στις εικόνες του, στις ψευδείς αναπαραστάσεις του, το Blow Up είναι πιο επίκαιρο (και πιο μοντέρνο) από ποτέ.







Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Θεόδωρος Αλεβίζος: Ένας Έλληνας γεννημένος στην Αμερική που έψαχνε τις ρίζες του...


..............................................................

Greek Folkongs

Theodore Alevizos

Video: Christos Zouliatis

1.ANTHISMENI AMIGDALIA 00:00
2.MISIRLOU 02:57
3.ENA POULAKI 05:22
4.MA TI TO THELI 06:27
5.XIPNA AGAPI MOU 07:47
6.ICHA MIA AGAPI 09:29
7.MIA VOSKOPOULA AGAPISA 11:56
8.KARAVI ENA APO TI CHIO 14:52
9.ASTRAPSEN I ANATOLI 17:20
10.AN PETHANO STO KARAVI 18:52
11.GERAKINΑ 20:06
12.OTAN MOU IPE ECHE YIAN 22:39
13.THA KOPSO RODA MIROMENA 23:52
14.TA MATAKIA SOU TA MAVRA 26:39
15.BOURNOVALIA 28:40
TED ALEVIZOS, είναι ο άνθρωπος που στάθηκε δίπλα στην Joan Baez στα πρώτα χρόνια της καριέρας της (1959), ασκώντας τεράστια επιρροή επάνω της, εκείνα τα πρώιμα χρόνια, στη νεαρή τότε Τζόαν Μπαέζ, όχι μόνο με την ευρύτητα του ρεπερτορίου του, όσο, κυρίως, με τη φωνή του.
Της ηχογράφησε και της εξέδωσε το πρώτο άλμπουμ με τ’ όνομά της στο εξώφυλλο. Είναι το σπάνιο άλμπουμ "Folksingers Round Harvard Square", που ηχογράφησαν από κοινού η Joan Baez, ο Bill Wood και ο Ted Alevizos, τον Μάιο του 1959.
Ο Αλεβίζος γεννήθηκε στο Milwaukee, από γονείς που κατάγονταν από τη Νότια Πελοπόννησο (μπορεί κι απ΄το χωριό μου αφού έχει πολλούς Αλεβίζους). Με σπουδές σε διάφορα πανεπιστήμια, διακρίθηκε, όχι μόνο για την τενόρο φωνή του, μα και ως folk ερμηνευτής. Γύρω στο ’58 έμαθε να παίζει κιθάρα τραγούδια από το "Greek Folklore", ανακαλώντας στη μνήμη του τραγούδια, τα οποία άκουγε, από μικρός, στο σπίτι του, παρουσιάζοντας αυτά ακριβώς τα ελληνικά τραγούδια σε έναν τηλεοπτικό σταθμό της Βοστόνης, στο Ballad Room επίσης στη Βοστόνη, στο radio show του Oscar Brand στη Νέα Υόρκη, όπως και σε διάφορα άλλα στέκια της Νέας Αγγλίας. Προφανώς, σε κάποια απ’ αυτά τα στέκια ο Alevizos γνώρισε την Joan Baez, η οποία από το 1958 ζούσε κάπου στο Belmont (προάστιο της Βοστόνης) με την οικογένειά της.
Η ίδια η Μπαέζ στην αυτοβιογραφία της γράφει "Ο Τεντ Αλεβίζος τραγουδούσε ελληνικά τραγούδια κι είχε ένα εκπληκτικό τέμπο στη φωνή του"
Ο Θεόδωρος "Τεντ" Αλεβίζος πέθανε σε ηλικία 83 ετών, από νεφρική ανεπάρκεια




Και για του λόγου του Χρήστου Ζουλιάτη το αληθές...