Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Από το τελευταίο ποίημα του Χριστόφορου Λιοντάκη "Ένεκεν της ανωνυμίας σου" (εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, εκτός εμπορίου, 9.2019)

..............................................................


Χριστόφορος Λιοντάκης (1945 - 2019)





Από το τελευταίο του ποίημα "Ένεκεν της ανωνυμίας σου" (εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, εκτός εμπορίου, 9.2019)


και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς' ως επί ληστήν
εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με'
καθ' ημέραν προς υμάς ήμην εν τω ιερώ διδάσκων,
και ουκ εκρατήσατέ με. αλλ' ίνα πληρωθώσιν 
αι γραφαί. και αφέντες αυτόν έφυγον πάντες.
και είς τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτώ,
περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού'
και κρατούσιν αυτόν οι νεανίσκοι' ο δε καταλιπών
την σινδόνα γυμνός έφυγεν απ' αυτών.

                                                   κατά Μάρκον 14, 48-52


Οι πάντες έφυγαν, μαζί κι οι μαθητές του
και μόνο εσύ τον ακολούθησες.
Άραγε τι σ' έσπρωξε κοντά του να βρεθείς
με μια σινδόνη μόνο επί γυμνού;
Σίγουρα θα απόρησες με το φιλί στην αυλή 
του Αρχιερέα.
Έφτασες άραγε ως το Πραιτώριο
όπου τον γύμνωσαν διαμερίζοντας τα ιμάτιά του
όπως πριν λίγο σε γύμνωσε ο νεανίσκος όχλος;
Μέσα στον πανικό τι σε οδήγησε σ' εκείνον;
Επισκέφτηκες άραγε τον άδειο τάφο;
Και πώς έκρυψες την εφηβική αιδώ;
Άραγε η λάμψη εκείνου που ακολούθησες
σε κρατούσε αόρατο
στα δρώμενα του μαρτυρίου σου;
Άπαξ μόνο μαρτυρείται η ύπαρξή σου στο κατά Μάρκον
και οι σχολιαστές αντιπαρέρχονται το σχετικό χωρίο.
Ματθαίος, Ιωάννης, Λουκάς σε αγνοούν.
Ανώνυμος γυμνός λοιπόν στο λευκό της λήθης.
Χωρίς εσθήματα και με μπερδεμένα αισθήματα
μέσα στη λάμψη έφυγες κι ακόμη σε τυλίγει.

Ωστόσο η ανωνυμία σου με την τόση ευρυχωρία της με βοηθά να κάνω άλματα στο χρόνο και στο χώρο, να σε αναζητήσω δι' εσόπτρου εν αινίγματι, και αργότερα ίσως, σε ανύποπτες στιγμές, να σε συναντήσω κατά πρόσωπο. Εξάλλου, ο "άγριος μυστικός", αυτός που "κάποτε είδε όσα ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε", πιστεύει ότι κάθε ύπαρξη δικαιούται να ζήσει πολλές ζωές και ότι με πολλούς ανθρώπους έχει μιλήσει δυνατά από την άλλη τους ζωή.

ΣΕ ΕΙΔΑ

Στο δρόμο προς τη Δαμασκό.
Στις όχθες του Νείλου να θρηνείς τον πνιγμό
του Αντίνοου.
Στη Νιτρία να πέφτεις στη λίμνη με το θειάφι
λιγοστεύοντας την ομορφιά σου
για να μη σκανδαλίζονται οι ασκητές.
Στο Τολέδο να ποζάρεις για την ταφή 
του Κόμητος Οργκάθ.
Στον Άθω να κυκλοφορείς δια Χριστόν σαλός.
Στην Ιερά Εξέταση ν' αποστρέφεις το βλέμμα σου
από την πυρά
και "ο Θεός αγάπη εστί" να ψιθυρίζεις.
Στην Κερκόπορτα να μπαινοβγαίνεις παραμιλώντας.
Στη Σμύρνη, μετέωρον ανάμεσα στην αποβάθρα
και το πλοίο.
Στο Νταχάου, γυμνό και πάλι, έξω απ' το θάλαμο
πριν αναπνεύσεις το Zyklon.
Στη Μόσχα να δικάζεσαι
Στην Πράγα να αυτοπυρπολείσαι.
Στον Γράμμο πεσμένο από αδελφικό βόλι.


ΣΕ ΕΙΔΑ

Ανάμεσα στις σφαίρες του Πολυτεχνείου
να τρέχεις στα στενά.
Στο θαλασσινό μοναστήρι να βγάζεις από τη θάλασσα 
το σταυρό.
Μεγάλη Πέμπτη, στα μισά των Δώδεκα
να κουβαλάς από το σπίτι στην τσέπη του παλτού σου
αναμμένα κάρβουνα, για το θυμιατήρι στην εκκλησία
που είχε σβήσει.
Στην Πάτμο, Δευτέρα του Πάσχα, εφτάχρονο
στο τέλος της λιτανείας μια χάρτινη εικόνα να κρατάς
σκουπίζοντας τις μύξες σου.
Στο παραποτάμιο κοιμητήρι, με το ποτάμι 
να φουσκώνει από ενοχές.
Στο Σούνιο, ανάμεσα στους κίονες
θύμα του ηλιοβασιλέματος.
Πριν ακόμα σβήσουν τ' άστρα, στο Ζάππειο
με πάχνη στα μαλλιά
στις τσέπες παγωμένα χέρια
και σταγόνες στις παρειές σου - ή μήπως...


ΣΕ ΕΙΔΑ

Στην Ομόνοια τζάνκι με το παλτό του Ακάκι
Ακακίεβιτς
επί γυμνού να ασπαίρεις.
Στη rue Mouffetard να παριστάνεις τον Άλλο
του Ρεμπώ.
Στην Αρεοπαγίτου με μια φυσαρμόνικα
να ζητιανεύεις.
Στον Κάβουρα να τραγουδάς:
"Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε".
Στη Μεσολογγίου να γράφεις συνθήματα
στα αραμαϊκά.
Μες στου Αιγαίου τα νερά, όχι,
δεν σκορπάς τριαντάφυλλα
μόνο μετράς πνιγμένους πρόσφυγες και μετανάστες.
Στον κομπιούτερ ν' αντιγράφεις όπως
ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ.
Στο ποτάμι να πλένεις τις κάλτσες σου σε κίτρινο νερό.
Σε ξεχασμένο παρεκκλήσι να δέεσαι
υπέρ αναρρήσεως των αιχμαλώτων.


ΣΕ ΕΙΔΑ

Να αναθάλλεις μέσα απ' το αυτονόητο.
Στο νοητό σκοτάδι να καθαιρείς τις έννοιες.
Στο λυπημένο καφενείο μ' ένα ποτήρι ζεστό νερό.
Ν' ακούς αίσιες φωνές από απρόσμενες μεριές.
Να κυκλοφορείς σε πόλεις, που ποτέ δεν κατάλαβες.
Στο πάρκο ένα παγωμένο απόγεμα στα όρθια
να με χαϊδεύεις με το γάντι.
Απρόσκλητος στον λυρισμό του φεγγαριού.
Να γυρίζεις την πλάτη στο προφανές.
Μέσα στο δροσολαμπές να υπερτιμάς το εδώ.
Να παραστέκεσαι σε ονόματα θνησιγενή.
Περισσότερο τρυφερό στο αιχμάλωτο σχήμα.
Με την παγωμένη καρδιά του καρπουζιού
να σβήνεις τη δίψα του θέρους μέσα στον καύσωνα
κι ο πάγος μέσα σου να μη λέει να λιώσει.
Να αυνανίζεσαι και το ανθισμένο ρόδινο να τρέμει.
Στο Αγιοφάραγγο, ευκάλυπτον
μέσα στις πικροδάφνες του χειμάρρου
Οιονεί παλλόμενον να μεγαλύνεις τη γυμνότητά σου.


ΣΕ ΕΙΔΑ

Δίπλα στην ανασκαφή να αφαιρείς το χώμα
απ' το μαρμάρινο κεφάλι.
Εκείνη τη βραδιά να τραυλίζεις
όταν οι άλλοι έβγαζαν δεκάρικους.
Άστεγο στη Σπυρίδωνος Τρικούπη
να διαβάζεις Σπινόζα.
Στη Σορβόννη, να αντιπροτείνεις
τον Αρεοπαγίτη στον Ακινάτη.
Στις όχθες του Ηριδανού
να απαγγέλλεις το Ρόδου μοσχοβόλημα.
Στον Κεραμεικό, μέσα σου
"όλα συγχωρούνται και μιλιούνται"
Αφύλακτον να προχωρείς στο άνοιγμα.
Με τους αναχωρητές να εμψυχώνεις την έρημο.
Μπροστά στην τηλεόραση
να κάνεις λουτρά χυδαιότητας.
Μαγεμένον μπροστά στην αναρχία του μικρόκοσμου.
Να είσαι εγώ
δίπλα στην παραπονεμένη σκιά της μητέρας.


ΣΕ ΕΙΔΑ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: