Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

This is Jan Garbarek's version of Gula Gula by Mari Boine Persen. Jan Garbarek in concert with Nana Vasconcelos. (youtube)

 ..............................................................



This is Jan Garbarek's version of Gula Gula by Mari Boine Persen.

Jan Garbarek in concert with Nana Vasconcelos.


"ΣΥΡΙΖΑ: κίνδυνος ενός νέου "επώδυνου" συμβιβασμού;" έγραψε ο Γιάννος Θανασέκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.3.2021)

 ...............................................................



ΣΥΡΙΖΑ: κίνδυνος ενός νέου "επώδυνου" συμβιβασμού;




έγραψε ο Γιάννος Θανασέκος* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.3.2021)
 

Ύστερα από πολλούς μήνες διαδικασιών και αναμονής ολοκληρώθηκε τελικά το σχέδιο προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και δόθηκε σε διαβούλευση «όχι μόνο στο εσωτερικό του κόμματος» αλλά και σε όλους όσοι «ενδιαφέρονται για την υπόθεση της σύγχρονης κοινωνικής Αριστεράς» (Αλέξης Χαρίτσης, «Αυγή», 14.3.21).

Δεν μπορούμε σε ένα σύντομο άρθρο να σχολιάσουμε όλα τα κεφάλαια και όλες τις προτάσεις του εν λόγω σχεδίου προγράμματος που αφορούν τις πολυποίκιλες πτυχές της κρίσης. Ως προς το σύνολό του, ωστόσο, μια πρώτη εκτίμηση είναι δυνατή. Πρόκειται για ένα μεταρρυθμιστικό, τεκμηριωμένο και φιλόδοξο πρόγραμμα που βασίζεται στην πεποίθηση των συντακτών ότι κάτω από τις πιέσεις των πολλαπλών κρίσεων του ύστερου καπιταλισμού, ο νεοφιλελευθερισμός έχει υποστεί ανεπανόρθωτους κλονισμούς, ότι αμφισβητείται κοινωνικά εξαιτίας των καταστροφών που έχει επιφέρει και ότι ένεκα των αδιεξόδων που έχει ο ίδιος δημιουργήσει είναι υποχρεωμένος τελικά να προβεί σε ουσιαστικές διορθωτικές κινήσεις εισάγοντας στον κορμό του στοιχεία κεϊνσιανισμού προσαρμοσμένα στις νέες προκλήσεις.

Εν προκειμένω, την αναβάθμιση του κρατικού παρεμβατισμού ως ρυθμιστή των μακροοικονομικών μεγεθών, την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την αμοιβαιότητα του δημόσιου χρέους, όπως και προληπτικά μέτρα ενάντια στις πιο καταστροφικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης (μείωση της εξάρτησης από τον πλανητικό καταμερισμό της εργασίας και των αλυσίδων εφοδιασμού, επαναπατρισμός στρατηγικών μονάδων παραγωγής κ.ά.).


Υποτίθεται ότι το σύνολο αυτών των διορθωτικών κινήσεων δύναται να επιφέρει μια ριζική αλλαγή του ισχύοντος παραγωγικού μοντέλου με στόχους την ανάκαμψη της οικονομίας και της εγχώριας παραγωγής, τη βιώσιμη ανάπτυξη φιλικής προς το περιβάλλον, την καταπολέμηση των ανισοτήτων, τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος υπέρ των αδύναμων, την αποφυγή αποκλεισμών από την ψηφιακή μετάλλαξη της οικονομίας, την αναβάθμιση της δημόσιας υγείας και παιδείας, την εμβάθυνση των δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου – και όλα τα άλλα ρητορικά συμφραζόμενα.

Ο κρατικός παρεμβατισμός δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αποτελεί καίριο εργαλείο του καπιταλισμού εν μέσω δομικών κρίσεων, όχι μόνο ως μέσο διάσωσης αλλά και ως αποφασιστικός μοχλός ανακύκλωσης και επέκτασης του κεφαλαίου. Συχνά επισημαίνεται το παράδειγμα του «μεγάλου ιστορικού συμβιβασμού» κεφαλαίου/εργασίας (φορντισμός) κεϊνσιανής έμπνευσης, βάσει του οποίου επετεύχθησαν, μετά την κρίση του 1929, από τη μια η μετάβαση του καπιταλισμού από το ανταγωνιστικό του στάδιο στη μονοπωλιακή του επέκταση και από την άλλη η οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας που εξασφάλισε την ευημερία της «ένδοξης τριακονταετίας» (1945-1970).

Ξεχνάμε, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε ότι αυτός ο ιστορικός συμβιβασμός με επίκεντρο τον κρατικό παρεμβατισμό επιβλήθηκε όχι μόνο εκ των εγγενών αναγκών ανακύκλωσης του κεφαλαίου αλλά και κάτω από τις ριζοσπαστικές και μαζικές κινητοποιήσεις των τότε μεγάλων εργατικών κομμάτων και συνδικαλιστών οργανώσεων – πτέρυγες των οποίων είχαν ήδη σφυρηλατηθεί στις γραμμές των αντιστασιακών αγώνων. Δυστυχώς, σήμερα εκλείπουν παρόμοιες συλλογικότητες των υποτελών τάξεων ικανές να απειλήσουν το κεφάλαιο και να του επιβάλουν υποχωρήσεις και συμβιβασμούς τέτοιου βεληνεκούς. Επομένως, η αντιμετώπιση της τρέχουσας μετάλλαξης του καπιταλισμού σε ψηφιακό καπιταλισμό υπό την αιγίδα του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού απαιτεί την επινόηση άλλου είδους ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών και άλλου είδους κινητοποιήσεων και μορφών αγώνα.

Την επομένη της έκρηξης της πανδημίας σκληροί νεοφιλελεύθεροι ηγέτες έσπευσαν να φορέσουν, για δυο μέρες, κεϊνσιανά κοστούμια. Τη μεθεπόμενη, τα πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων. Ωστόσο, οι πολιτικές και επικοινωνιακές μεταμφιέσεις δίνουν και παίρνουν.

Ο νεοφιλελευθερισμός φοράει πλέον έντονη πράσινη προβιά. Εννοιες όπως «βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη», «πράσινο κοινωνικό συμβόλαιο», «βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο», «ανθεκτικότητα» των κοινωνιών απέναντι στις προκλήσεις της «νέας εποχής» (4η βιομηχανική επανάσταση, ρομποτική, ψηφιακή οικονομία), «κυκλική κοινωνική οικονομία», «νεοφυείς επιχειρήσεις» (start-up), «αποκεντρωμένες ενεργειακές κοινότητες», «αναβάθμιση των κοινών», «συμμετοχική δημοκρατία» και πολλοί άλλοι συνειρμοί του είδους, ανήκουν πια στο πολιτικό, ιδεολογικό και επικοινωνιακό οπλοστάσιο του νεοφιλελευθερισμού. Τίποτα στον άμεσο και έμμεσο ορίζοντα δεν προμηνύει μια οποιαδήποτε ουσιαστική υποχώρηση του νεοφιλελευθερισμού. Το αντίθετο μάλλον.

Ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί έκδηλα τη συσσώρευση όλων αυτών των κρίσεων –υγειονομική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική, οικολογική, προσφυγική– ως ευκαιρία για την κλιμάκωση και επέλαση νέων σκληρών μέτρων κατά των υποτελών τάξεων, των μικρομεσαίων συμπεριλαμβανομένων. Οδηγούμαστε προς την επιβολή ενός άκρως αυταρχικού ψηφιακού νεοφιλελευθερισμού. Στη Γαλλία η επέλαση τέτοιων νέων σκληρών μέτρων έχει πάρει διαστάσεις άνευ προηγουμένου. Στη Γερμανία, με την αναμενόμενη πτώση των Χριστιανοδημοκρατικών, τη συνεχή συρρίκνωση των Σοσιαλδημοκρατών, εντείνονται καθημερινά οι φωνές άμεσης επαναφοράς του Συμφώνου Σταθερότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Τα της Ελλάδας τα ξέρουμε. Στην Ιταλία, ο μεγαλοτραπεζίτης Ντράγκι επαγρυπνεί. Το γκρουπ Visegrad παραμένει άκαμπτο. Στην Ισπανία, το μέλλον του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλιστών και Podemos κρέμεται σε μια εύθραυστη κλωστή.

Πολλές ενδείξεις μαρτυρούν ότι κατά πάσα πιθανότητα το Ταμείο Ανάκαμψης, που πολλοί έσπευσαν να το θεωρήσουν «θετικό βήμα», θα συνοδευτεί γρήγορα από νέες επιτηρήσεις, νέες εποπτείες και νέα μνημόνια – με άλλες ονομασίες. Ακόμα και η απόπειρα να συνδεθεί το εν λόγω Ταμείο με τον σεβασμό του κράτους δικαίου από τα κράτη-μέλη κατέληξε σε ντροπιαστικό φιάσκο. Για να μην αναφερθούμε στην εγκληματική ευρωπαϊκή διαχείριση του προσφυγικού και στο ευρωπαϊκό φιάσκο των εμβολιασμών.

Ως αντι-παράδειγμα σε αυτήν τη ζοφερή εικόνα, αναφέρεται η πρωτοβουλία του Μπάιντεν, στην Αμερική, διπλασιασμού του ωριαίου μεροκάματου από 7 σε 14 δολάρια. Το επιχείρημα θα ήταν πενιχρό αν δεν προερχόταν από οικονομολόγους της Αριστεράς – όχι γιατί το μέτρο δεν είναι θετικό, αλλά γιατί αγνοείται το πώς διαμορφώνεται σήμερα η αμερικάνικη πολιτική, ιδιαίτερα δε στους κόλπους των Δημοκρατικών. Εύθραυστη, η νίκη τους εγκυμονεί τεράστια προβλήματα και κυρίως πολλά πισωγυρίσματα στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική τους.

Αυτών δεδομένων, θα ήταν σκόπιμο, πιστεύω, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ να συζητηθεί επειγόντως και αυτή η πολύ εφικτή υπόθεση εργασίας, δηλαδή η εκδοχή όπου όλες αυτές οι αισιόδοξες προσδοκίες υποχώρησης, χαλάρωσης και μεταρρύθμισης του ισχύοντος νεοφιλελευθερισμού θα αποδειχτούν σύντομα άτοπες και άστοχες. Και τούτο, για να μην πιαστεί εξ απρόοπτου και αποδεχτεί εκ νέου νέους «επώδυνους συμβιβασμούς» και ως εκ τούτου να περιπέσει στον ρόλο μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης διαχείρισης της κρίσης.

*Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας

"Τίτλοι τέλους" έγραψε ο Δημήτρης Γιατζόγλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.3.2021)

 ...............................................................



Τίτλοι τέλους










έγραψ
ε ο Δημήτρης Γιατζόγλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.3.2021)

Η παρατεταμένη δημοσκοπική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και τώρα που πληθαίνουν τα σημάδια εξασθένησης της πολιτικής επιρροής της Ν.Δ., επιταχύνει μια ακόμα πιο ριζική μετατόπισή του από τις καταγωγικές του προκείμενες σε σχέση με την προνομιακή του κοινωνική απεύθυνση, με τον πολιτικό του προσανατολισμό, ακόμα και με τα στρατηγικά του προτάγματα – με τις αρχές του όπως συνηθίζουμε να λέμε. Διότι το πρόβλημα με τις «αρχές» δεν είναι η συχνότητα της εκφώνησής τους σε συνέδρια, σε σεμινάρια, σε κείμενα διακηρύξεων, στις επετείους.

Το πρόβλημα είναι πόσο υπαρκτή είναι η σύνδεσή τους με τις τρέχουσες πολιτικές σου επιλογές και την πολιτική σου πράξη και αν αυτή η σύνδεση γίνεται κατανοητή από τον κόσμο και πρωτίστως από τον κόσμο της Αριστεράς. Πόσο, αλήθεια, ανιχνεύσιμη έστω είναι η ύπαρξη αρχών στην υπερψήφιση της σύμβασης για το Ελληνικό, στη συναίνεση για τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα, στην από δεξιά κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά, στην κατά κανόνα επικέντρωση της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. στο ζήτημα της διαχειριστικής της επάρκειας, στην αμήχανη αφωνία απέναντι στο αγοραίο ιδεολόγημα της «συνέχειας του έθνους» το οποίο ενσωματώνει την επαναστατική στιγμή του ’21 στη νεοφιλελεύθερη αναπτυξιακή παλιγγενεσία;

Στο εγχείρημα της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς πέφτουν βιαστικά οι τίτλοι του τέλους. Μέσα από ένα εσωκομματικό μορατόριουμ, επιλογές που θα έπρεπε να αποφασιστούν στο συνέδριο έχουν προεξοφληθεί και υλοποιούνται στην πολιτική πρακτική του ως δομικά στοιχεία μιας νέας ταυτότητας. Οποιος πιστεύει ότι οι δεσμεύσεις που δημιουργούνται μπορεί να ανατραπούν εκ των υστέρων σε ένα συνέδριο απροσδιόριστης διεξαγωγής υποτιμά ή αγνοεί τις ιστορικές εμπειρίες – τα συνέδρια έρχονται για να επικυρώσουν εκ των υστέρων τα ήδη συντελεσμένα.


Μια βασική εκτίμηση στο επίπεδο της ηγεσίας, εκφρασμένη ρητά ή υπόρρητα, θεμελιώνει και καθοδηγεί τη συγκυριακή αλλά και τη στρατηγική μετατόπιση του εγχειρήματος: Ο ιστορικός κύκλος συγκρότησης που προηγήθηκε έχει κλείσει. Η πολιτική δυναμική του έχει εξαντληθεί. Η επιλογή και η απόπειρα να επανεγγραφεί η ριζοσπαστική αμφισβήτηση του καπιταλισμού στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων τού σήμερα ως ιστορική δυνατότητα –και επομένως ως Πολιτικό Πρόγραμμα– δεν μπορεί να διαμορφώσει μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές πλειοψηφίες. Λειτουργεί, αντίθετα, ως παράγοντας καθήλωσης της εκλογικής επιρροής του κόμματος. Η εκτίμηση συνοψίζεται στο «ρεαλιστικό» δίλημμα «αριστερός ριζοσπαστισμός ή εκλογική νίκη», με αυτονόητη την απάντηση.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι το δίλημμα συναντά την παθητική αποδοχή ακόμα και πολλών από αυτούς που το απορρίπτουν στο επίπεδο της θεωρητικής ανάλυσης. Στο όνομα της «νίκης», μια ιδιόμορφη διατασική σύγκλιση στην κομματική κορυφή στηρίζει στην πράξη τη διεκδίκηση μιας δεσπόζουσας θέσης στο «πολιτικό κέντρο» με την αντίστοιχη διεύρυνση των κοινωνικών αναφορών (ο φετιχισμός των μεσοστρωμάτων στα καλύτερά του), την άμβλυνση των ρητορικών αριστερών ακροτήτων (με έναν νέο λαϊκισμό κεντρώας μετριοπάθειας), την κατασκευή μιας όσο γίνεται πιο ευρύχωρης ταυτότητας.

Αλλά ακόμα και αν, σε πείσμα όλων των ενδείξεων, αυτή η μετατόπιση είναι όρος και δρόμος για την εκλογική νίκη, μένει να απαντηθούν πολλά ερωτήματα: Μια τέτοια νίκη, πραγματοποιημένη με την αποδοχή των ιδεολογικών στερεοτύπων του αντιπάλου και του ορίζοντα των κοινωνικών προσδοκιών που αυτός έχει προδιαγράψει, συνιστά ανατροπή της συντηρητικής ηγεμονίας; Εγγράφεται, με αντοχή και διάρκεια, στην πορεία της κοινωνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης; Συγκροτεί το αναγκαίο συλλογικό φρόνημα για μια επανίδρυση ενός εναλλακτικού μέλλοντος; Βάζει φραγμό στη διαβρωτική διείσδυση του ακροδεξιού αντισυστημισμού στο φαντασιακό των νέων;

Αν το πολιτικό παιχνίδι στο κέντρο, δηλαδή η «μικρή πολιτική» του αποσπασματικού μεταρρυθμισμού που αφήνει ανέπαφο τον σκληρό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, είναι η κεντρική ιδέα του νέου ΣΥΡΙΖΑ – αν το διαζύγιο πολιτικής και ηθικής είναι το τίμημα του πολιτικού ρεαλισμού – αν η φιλοδοξία της Αριστεράς εξαντλείται στη συμβολή της σε έναν «νέο συμβιβασμό καπιταλισμού και δημοκρατίας» με ολίγη από οικολογία – αν ένα αριστερό πολιτικό υποκείμενο προσυπογράφει την καπιταλιστική μεγέθυνση ως ανάπτυξη, τότε μοιάζει να μην έχουμε διδαχθεί τίποτα από τη στρατηγική ήττα του 1989 και τη διαρκή της ανακύκλωση. Μοιάζει να αγνοούμε ότι η διαδρομή από τον Μπερλινγκουέρ και τον Ινγκράο στον Ρέντσι οδηγεί τελικά στον Ντράγκι.

Ο ΣΥΡΙΖΑ «του 3%» λοιδορήθηκε και πολεμήθηκε με φανατισμό ως λαϊκιστική εκτροπή από την κανονικότητα του συντηρητικού καθεστωτισμού. Η πρώτη κυβερνητική του θητεία, περιχαρακωμένη στα όρια που όριζε το ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, θεωρήθηκε ως το ναυάγιο μιας αδύνατης αντιστροφής. Το πολιτικό παράδοξο που δρομολογήθηκε το 2019, να αποτελεί ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο και ταυτόχρονα έκφραση μιας πολιτικής συμμαχίας, θεωρήθηκε ως έκφραση μιας διορθωτικής ωρίμανσης, που όμως δεν παρήγαγε την αναμενόμενη δυναμική. Ρευστοποίησε την ταυτότητα και επέτεινε την ιδεολογική και πολιτική απροσδιοριστία. Η αναζήτηση μιας νέας, περισσότερο δραστικής μετατόπισης κάνει την κρίση του εγχειρήματος ορατή διά γυμνού οφθαλμού.

* πρώην πανεπιστημιακός, πρώην στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Εσωτερικού

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου (1903-1984) «ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΧΩΜΑΤΑ & ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 1977)

 ..............................................................








Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984)






·        Από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου (1903-1984) «ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΧΩΜΑΤΑ & ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 1977)

 


Σελ. 37


«…Κουβέντιασα περιμένοντας το λεωφορείο σ’ ένα μαγαζί, στις Καρυές, με καλόγερους και τους άκουσα να μου αφηγιούνται, με άφατη ηδονή χυμένη στην όψη τους, τα θάματα της Παναγίας της Πορταΐτισσας, ενώ ταφτόχρονα με κοιτούσαν με κάποιο οίχτο, με την υποψία πως δε θα τους πίστεβα. Αν δίνει η πίστη μια εφτυχία στον άνθρωπο είναι ότι τον τυλίγει με παραμύθια που είναι πάντα καλόδεχτα στην ψυχή του. Ο έρωτας, η θρησκεία και η ιδεολογία όταν κυριέψουν την ψυχή και το πνέβμα μας, μας οπλίζουν με μια ειδική κουταμάρα που συνυπάρχει διαλεχτικά με την οσηδήποτε νοημοσύνη μας και την φρενάρει ως το σημείο να μη βλάφτει την επίτεφξη του τελικού τους σκοπού…»


 

Σελ. 54


«…Νομίζω σαν έσχατο εξεφτελισμό του ανθρώπινου σώματος τη διακόσμησή του με λογής μπιχλιμπίδια, δαχτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, καρφίτσες, λαιμαργιές, μετάλλια, παράσημα, μεγαλόσταβρους, κορδελάκια και άλλα πολύτιμα ή ψέφτικα κρεμαστάρια, άμφια, κορώνες, τήβεννες και καλπάκια που στην χειρότερη περίπτωση εκφράζουν κουφομυαλιά και στη χειρότερη απατεοσύνη. Δίχως απατεώνες η ανθρωπότητα θα φαινόταν ανάπηρη! Και οι βέρες των παντρεμένων είναι σύμβολα σεξουαλικής υποδούλωσης.

   Υπάρχει κάτι το τραγικά κωμικό μέσα σ’ αφτή την κοινωνικοαισθητική καπηλεία. Μοιάζει να θέλει ο άνθρωπος να διακοσμήσει τον ουρανό με ένα φιόγκο! Αλλά είναι συνάμα και τόσο ανθρώπινο να αφτομικραίνεται με τέτοια μασκαριλίκια ο άνθρωπος για να ξαλαφρώσει από την τεράστια εφθύνη της ύπαρξής του.

   Και τούτη πάλι η βέρα! Παρόλο που είναι φτιαγμένη από χρυσάφι, ποτέ δε μπόρεσε να δεσμέψει τη φύση, να σιγουρέψει το γεμάτο ανασφάλεια συζυγικό μονοπώλιο. Είναι άνθρωποι γεννημένοι από τη φύση να την παθαίνουν αφτή τη δουλειά κι άλλοι που την παθαίνουν χωρίς να ‘ναι…»


 

Σελ. 64-65


«…Γιατί η πορνεία δεν είναι κοινωνικό φαινόμενο που χαραχτηρίζει μόνο φτωχούς ανθρώπους, καθώς λογουχάρη όταν αναγκάζεται μια γυναίκα να πέφτει από του ενός άντρα την αγκαλιά στου άλλου για να κουτσοζήσει, ώσπου η συνήθεια γίνεται επάγγελμα το οποίο μάλιστα μπορεί καμιά φορά και να το σταματήσει, όταν από λόγους άλλους χορτάσει ψωμί και πριν την εξουθενώσει η κοινωνική περιφρόνηση. Στην εξουθένωση τούτη στηρίζεται το δραματικό στοιχείο της φτωχής πόρνης. Όμως η πορνεία συχνότατα χαραχτηρίζει πλατιά κοινωνικά στρώματα και κάποτε γίνεται μέσο μεγάλης κοινωνικής επιβολής.

   Υπάρχει στον άνθρωπο μια βιολογική ερωτική πείνα, μια πολυγαμική διάθεση, όπου ο ελέφτερος έρωτας μπερδέβεται με την πορνεία (όπως κι ον νόμιμος γάμος) όταν την ερωτική μανία του ενός την μεταχειρίζεται ο πιο ψύχραιμος, για να  πετύχει (έστω και εκούσια) εξωερωτικές εξυπηρετήσεις. Από την άποψη τούτη υπάρχει και πορνεία αντρική. Αφτά όμως όλα είναι κοινοτοπίες.

   Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως ο πραγματικός έρωτας είναι φαινόμενο απρομελέτητο και εφήμερο, προσδιορίζεται από ασύλληπτες παρορμήσεις, όταν για τη συντέλεσή του, χρειάζεται φαντασίωση, σχεδόν παρανοϊκή και η άγρια εκείνη διάθεση, με το σμίξιμο, να καταχτήσεις το ψυχικό μυστήριο του προσώπου που σε προσήλωσε. Και στην περίπτωση τούτη πια το δώρο και οποιαδήποτε άλλη προσφορά είναι αψηλή ψυχική κίνηση – συμβολική εισβολή στην  προσωπικότητα του ερωτικού ειδώλου.

   Στην απειράριθμη ποικιλία των περιπτώσεων στηρίζεται η τραγικότερη – ίσως- πλεβρά της ανθρώπινης μοίρας. Και οι άνθρωποι που δεν αντικρύζουν τη μοίρα τους είναι φτωχοί ψυχικά…»


 

Σελ. 91-92


«…ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ με μάγεβε η μάνα μας με το παραμύθι της για το Αχιλιοπουτάρι (που είτανε η λεσβιακή σταχτοπούτα) φτωχό και με κακιά μητριά πλην πανέμορφο κοπελούδι, που με το να κάθεται ολημέτα συμμαζεμένο κοντά στο τζάκι σκέπαζε το πουτί του στάχτη – αχιλιά! Γιατί; Ποτές δεν κατάλαβα, μα και ποτές δεν το σκέφτηκα παρά τώρα που γράφω. Ίσως λοιπόν να συμβολιζόταν με κάρβουνο που κρυφόκαιγε σκεπασμένο με στάχτη, αφτό το ίδιο το πουτί της κοπέλας – η παραριχμένη από τη φτώχεια ομορφιά της.

   Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνέχεια, θαρρώ πως έκανε κάποια ζημιά το Αχιλιοπουτάρι, άφισε, λογουχάρη, να καεί το φαγί, το δείραν, το διώξαν ή πήρε τα μάτια του κι έφυγε μόνο από το σπίτι της κακιάς μητριάς. Όπου γυρνώντας στα βουνά και στα λαγκάδια του κόσμου συνάντησε κάποια μάγισσα. Τούτη βρισκότανε σε κάποια δύσκολη θέση – έχουνε, βλέπεις, και τα δαιμονικά τις ανάγκες τους – και η κοπέλα τη βοήθησε. Τότες η μάγισσα της έδοσε τρία αμύγδαλα με τη σύσταση να τα σπάσει όταν βρεθεί σε ζόρι.

   Το κοπελούδι γυρνούσε τον κόσμο και όπως σε όλα τα παραμύθια, βρέθηκε μπρος στο βασιλόπουλο που διάλεγε γυναίκα να παντρεφτεί! (Η παγκόσμια λογοτεχνία, η λαϊκή και η λόγια, είναι γεμάτη με τη δραματική αναζήτηση από τα λογής βασιλόπουλα, γυναίκας όμορφης, κατάλληλης θήκης να βάλουν μέσα το μαραφέτι τους και να διαιωνίσουν την εβγενική τους γενιά). Έσπασε τότε το Αχιλιοπουτάρι το πρώτο αμύγδαλο και βγήκε από μέσα και ντύθηκε ένα φόρεμα που παράσταινε τον ουρανό με τ’ άστρα. Το βασιλόπουλο απόμεινε να τη βλέπει. Έσπασε τότες και το δέφτερο αμύγδαλο κι έβγαλε από μέσα και ντύθηκε ένα φόρεμα που παράσταινε τον κάμπο με τα λουλούδια. Κι ύστερα με το τρίτο αμύγδαλο φόρεσε τη θάλασσα με τα ψάρια! Έτσι ντυμένη την ομορφιά του Σύμπαντος μάγεψε το βασιλόπουλο και την πήρε γυναίκα του. Κι έφυγε, κοντά στο νου, η στάχτη που σκέπαζε το πουτί της.

   Από τα πρώτα σοσιαλιστικά βιβλία που διάβασα νέος, είταν του Άβγουστου Μπέμπελ «Η γυναίκα και ο σοσιαλισμός».  Έτρεμα από συγκίνηση που ο σοσιαλισμός προετοίμαζε για τον άνθρωπο μια μοίρα που το πρότυπό της, έλεγε ο Μπέμπελ, θα μπορούσε κανείς να το αναζητήσει ακόμα και στο «βασίλειο των ονείρων». Αφτή τη μαγεία του παιδικού μου παραμυθιού ένιωθα τότε που διάβαζα σοσιαλισμό. Τον άνθρωπο τυλιγμένο με την κοσμική ομορφιά.


 

Σελ. 121-122


«…Τίποτα άλλο δε σκέφτομαι τώρα για τη δικαιοσύνη μας που να μπορώ να το πω χωρίς να θεωρηθεί εξύβριση της αρχής. Κι όμως η «αρχή» δεν μπορεί να νοηθεί σαν αντικείμενο εξύβρισης γιατί μηδέ προσωπικότητα μηδέ ιδιαίτερη συνείδηση έχει. Η ειδωλοποίησή της είναι πράξη υποδουλωτική. Μια σωστή και πραγματική ελέφτερη κοινωνία, σημερινή ή αβριανή, θα έπρεπε ξεχωρίζοντας τη βρισιά από τη συκοφαντία, να την κάνει ακαταδίωχτη ποινικά, ιδιαίτερα όταν στρέφεται ενάντια σε αρχές και σε κυβερνήτες, αφίνοντας στην κρίση του κοινωνικού συνόλου τον υβριζόμενο και τον υβριστή.


   Γιατί εχτός που είναι η βρισιά βασική παρόρμηση της ψυχής μας είναι και οργανικά δεμένη με την κριτική που είναι απαραίτητη σε μιαν ελέφτερη κοινωνία. Η λεγόμενη «εξύβριση αρχής» είναι η αδυναμία κάθε κατεστημένου. Και η αρχή που το γόητρό της χρειάζεται υποστήριξη από τον ποινικό νόμο, είναι για να την κλαις. Αντίθετα πρέπει να θεσπιστεί σαν ποινικό αδίκημα η ακαταδίωχτη ως τα σήμερα  κ ο λ α κ ε ί α , με επιβαρυντικές συνέπειες όταν απεφθύνεται σε αρχές ή σε δυνατούς. Η κολακεία είναι πάντα μια απάτη προμελετημένη. Είναι μία ιδέα που έχουμε για τον εαφτό μας χωρίς να τη λέμε και μας τη λεν οι άλλοι χωρίς να την έχουν.

   Γιατί τα είπαμε τώρα όλα τούτα; Όταν ο άνθρωπος ταξιδέβει το μυαλό του βγαίνει όξω από τη φυλακή. Φέβγει. Και μιλώντας ελεφθερώνεται. Όμορφη τρέλα η ομιλία, έλεγε ο Νίτσε. Μιλώντας ο άνθρωπος χορέβει πάνω απ’ όλα τα πράματα.

 

Σελ. 185-186

   «…Το νερό και το δέντρο δυο αρχέγονα στοιχεία κυριαρχικά στην ψυχή του ανθρώπου, όπου η δεισιδαιμονία και η μαγεία είναι συστατικά της στοιχεία! Γι’ αφτό* και η πιο γνήσια θρησκεία του μένει πάντα ο παγανισμός, που επιζεί μες σε όλες τις νεότερες ηθικοθρησκευτικές του αντιλήψεις. Στη Λέσβο μας, όπως και σε όλη δα την Ελλάδα (και σ’ όλο τον κόσμο) ο χριστιανισμός ποτές δεν απώθησε τα είδωλα. Πλάι στις εκκλησιές είναι νερά που θαυματουργούν, «τα αγιάσματα», και δέντρα που γιατρέβουν* τις αρρώστιες.

   Στη Ρίγα της Σοβιετικής Λεττονίας είναι ένα δέντρο που κάνει καλό στον έρωτα, όταν πας και καθίσεις στον ίσκιο του. Πήγαινε, λεν, και καθόταν ο Μαξίμ Γκόρκι. Οι Έλληνες, που βρεθήκαμε εκεί, πήραν κομμάτια από τη φλούδα του, πήρα κι εγώ και το έχω ακόμα μες στο συρτάρι μου, δε βλέπω να μου έκανε σπουδαία πράματα!

   Στη Μυτιλήνη, κοντά στη Βαριά, πλάι στο ξωκλήσι του Άγιου Γιάννη του Μόθωνα είναι ένα δέντρο δασύ κι όποιος πάθαινε τότες ελονοσία – «πιασμό» τη λέγαν – πήγαινε κι έδενε στα κλαδιά του ένα μικρό κουρέλι από τα ρούχα του και γενόταν καλά! Και στ’ άλλο ξωκλήσι των Άγιων Ανάργυρων, στ’ Ακλειδιού, είτανε μια μικρή σπηλιά με νερό κι όποιος πήγαινε να προσκυνήσει τους άγιους, περνούσε πρώτα κι έπινε αγιάσμα από τη σπηλιά. Είταν κι ο Άη Θαράπης ο τζατζαλιάρης – τζάτζαλο λεν το κουρέλι, - που γιάτρεβε και τούτος τα πάθια των ανθρώπων με κουρέλια από τα ρούχα τους που του κρεμούσαν δε ξέρω πώς. Κι είχε τόσο πολύ συνδεθεί ο άγιος με τα κουρέλια ώστε και όταν κανένας συμπολίτης μας ξέπεφτε και κουρελιαζόταν τα ρούχα του τον αποκαλούσανε Άη Θαράπη!

   Ο άνθρωπος πάντα πίστεβε και σήμερα ακόμα πιστέβει πιο πολύ στους θεούς που βγαίνουν από το χώμα και το νερό, παρά σε κείνους που έρχονται από τον ουρανό…»

 

Σελ. 195

«…Η αφτοκριτική στην πολιτική σε εφκολύνει, με τίτλο την αναγνώριση των λαθών σου, να παίρνεις προθεσμία για να κάνεις καινούρια…»

 

Σελ. 199

«…Κάποτε οι άνθρωποι δε θα βρίσκουν πληρότητα στη ζωή τους και δε θα πεθαίνουν πριν περιπλανηθούν και περιεργαστούν το μικρό πλανήτη που από το χώμα και το νερό του είναι φτιαγμένα το σώμα μας και η ψυχή μας…»

 

Σελ. 231-232

«…Η βιομηχανία, ό,τι κι αν πεις, πληθαίνει τα χρειαζούμενα του ανθρώπου, όμως κατεβάζει το γούστο και των ανθρώπων και των πραγμάτων γιατί αφαιρεί απ’ αφτά την ψυχή του μάστορα – τα δάχτυλά του είναι κεραίες που εκπέμπουν μια ζέστα και την ενσωματώνουν στα έργα του…

…Είτε φορμάρεις στο καλαπόδι τα φόντια ενός παπουτσιού, είτε πλάθεις ένα λαγήνι στον ποδοκίνητο τροχό, είτε παλέβεις* με τις λέξες να φτιάσεις μια φράση στο χαρτί, η ίδια ψυχική διεργασία συντελιέται* ανάμεσο στη συνείδησή σου και στο υλικό σου. Στη λογοτεχνία η διεργασία είναι πιο δύσκολη γιατί το υλικό της δεν έχει υλική υπόσταση.

   Δεν είναι σωστό όταν λένε πως αφτό που βαραίνει σ’ ένα καλλιτέχνημα είναι αφτό* που δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η λέξη τέχνη είναι εξήγηση. Η βιομηχανία ποτέ δε μπορεί να είναι υποκείμενο τέχνης καθεαφτή*. Η τέχνη ξεκινάει από το άτομο και τελειώνει με αφτό*…» 


*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εννοείται ότι στην αντιγραφή τηρήθηκε η 

ορθογραφία του συγγραφέα...


Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

"Ο Πόλεμος" - Στέλλα Γιαλτζή / Ζωή Τσινιάρη / Δημήτρης Μυστακίδης (youtube, 2021)

 ...............................................................



Ο Πόλεμος - Στέλλα Γιαλτζή / Ζωή Τσινιάρη / Δημήτρης Μυστακίδης

Στίχοι - Πελαγία Κουκίδου / Μουσική - Ζωή Τσινιάρη / Εισαγωγή & Ενορχήστρωση - Δημήτρης Μυστακίδης / Τραγούδι - Στέλλα Γιαλτζή 

Δεν έχει τέλος το κακό ουτε αρχή το δάκρυ 
Και το μαντάτο του φονιά τρέχει απ΄άκρη σ΄άκρη 
Συμπόνια και αισθήματα ο πολεμος δεν έχει 
Κι αυτός που τον εκυνηγούν άλλο πια δεν αντέχει 

Ντροπή θε να΄ναι η ζωή σε τουτο τον πλανητη 
Γιατί σαν χάνονται παιδια 
Σε δείχνουν με το δείκτη 
Εσένα που δεν μπόδισες 
Να λάμψει η αλήθεια 
Μον σκίζεις τα ιμάτιά με ψέμα μες τα στήθια 

Να δώ μια μέρα τι θα πείς και τι θα ομολογήσεις 
Στη μάνα που θρηνεί παιδί και ζεί με αναμνήσεις 
Η φρίκη και η συμφορά κάποτε αλλάζουν ρότα 
Μα ό,τι χάλασε ποτέ δε γίνεται όπως πρώτα

"ΠΩΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΥΜΕ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ" ποίημα του Ζακ Πρεβέρ από τη σειρά ποιημάτων του φίλου στο fb Athanase Athanassiou "Ο ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ" (facebook, 28.3.2021)

 ..............................................................


Ο ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ (5/6)
(συνέχεια από την προηγούμενη Κυριακή, 21 Μαρτίου)

--------------------------------------------------------------


ΠΩΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΥΜΕ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ

Στην Elsa Henriquez.(*)

Ζωγραφίστε πρώτα ένα κλουβί
με την πόρτα ανοιχτή
ζωγραφίστε μετά
κάτι όμορφο
κάτι απλό
κάτι ωραίο
κάτι χρήσιμο
για το πουλί…
έπειτα ακουμπήστε το μουσαμά σ’ ένα δέντρο
μέσα σ’ έναν κήπο
σε κάποιο δασάκι
ή μέσα σε κάποιο δάσος
κρυφτείτε πίσω απ’ το δέντρο
χωρίς να βγάζετε μιλιά
χωρίς να κουνιέστε…
Καμιά φορά το πουλί έρχεται γρήγορα
μπορεί όμως να κάνει και χρόνια
ώσπου να το αποφασίσει
Μη χάσετε το κουράγιο σας
περιμένετε
περιμένετε αν χρειαστεί για χρόνια
το αν θα αργήσει ή αν θα έρθει αμέσως το πουλί
δεν έχει καμιά σχέση
με την επιτυχία του πίνακα
Όταν το πουλί έρθει
αν έρθει
κάντε απόλυτη ησυχία
περιμένετε να μπει μες στο κλουβί
κι όταν έχει μπει
κλείστε μαλακά την πόρτα με το πινέλο
μετά
σβήστε ένα ένα τα σύρματα του κλουβιού
προσέχοντας πολύ να μην αγγίξετε ούτε ένα απ’ τα φτερά του πουλιού
Ζωγραφίστε στη συνέχεια το δέντρο
διαλέγοντας το πιο ωραίο κλαδί του
για το πουλί
Ζωγραφίστε και τις πράσινες φυλλωσιές τη δροσιά του ανέμου τη σκόνη του ήλιου
και το βόμβο των ζουζουνιών στο χορτάρι μέσα στη ζεστασιά του καλοκαιριού
και τώρα περιμένετε ν’ αποφασίσει το πουλί να κελαηδήσει
Αν το πουλί δεν κελαηδήσει
είναι κακό σημάδι
σημάδι πως ο πίνακας είναι κακός
μα αν κελαηδήσει είναι καλό σημάδι
σημάδι ότι μπορείτε ν’ αφήσετε για σημάδι την υπογραφή σας
τότε λοιπόν ξεριζώνετε πολύ τρυφερά
ένα φτερό απ’ το πουλί
και γράφετε τ’ όνομά σας σε μια γωνιά του πίνακα.


(*) Η αφιέρωση είχε γίνει το 1943, με την ευκαιρία της πρώτης προσωπικής έκθεσης αυτής της εικοσάχρονης ζωγράφου, η οποία στη συνέχεια εικονογράφησε συχνά τα κείμενα του Πρεβέρ. https://pictures.abebooks.com/inventory/15066688037.jpg
----------------------------------------------------------------
[Μάλλον δεν πρέπει να μας παραπλανήσει ο τίτλος του ποιήματος καθώς και η αφιέρωση στη νεαρή ζωγράφο. Αν το καλοδιαβάσουμε, ίσως να σκεφτούμε ότι δεν αφορά μόνο τη ζωγραφική ή το σχέδιο αλλά κάθε έργο τέχνης. Το πνεύμα του καλλιτέχνη πρέπει να είναι ανοιχτό στη ζωή και στην ομορφιά∙ αυτό μήπως δε σημαίνει "με την πόρτα ανοιχτή"; Πρέπει να έχει την υπομονή να περιμένει την έμπνευση που χρειάζεται, να την αρπάζει γρήγορα όταν έρχεται, να την εκφράζει με χρώματα ή με λέξεις και, μετά, να σβήνει κάθε ίχνος καλλιτεχνικής προσπάθειας ("τα σύρματα") για να δώσει στο έργο του την όψη της ζωής ή και την ίδια τη ζωή (το πουλί να "κελαηδήσει"). Αν το έργο ζήσει, αν επιτύχει, μπορεί ήρεμα να υπογράψει ("να σημαδέψει με την υπογραφή του", για να χρησιμοποιήσουμε το λογοπαίγνιο του Πρεβέρ.)
Το ποίημα πάντως μένει ανοιχτό, σαν την πόρτα του κλουβιού, σε άλλες ερμηνείες και θα μπορούσαμε να δούμε, κι εδώ, έναν ύμνο στην αγάπη και στην ελευθερία.]




Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

"Ελληνικό: ο επιτάφιος της κυβερνώσας ριζοσπαστικής Αριστεράς" γράφει ο Βαγγέλης Γέττος (https://tvxs.gr, 26.3.2021)

 ...............................................................



Ελληνικό: ο επιτάφιος της κυβερνώσας ριζοσπαστικής Αριστεράς





                             γράφει ο Βαγγέλης Γέττος (https://tvxs.gr, 26.3.2021)


Παρά τον ιστορικό εκβιασμό τού 2015, παρά τις παλινωδίες και τις επικοινωνιακές αστοχίες, παρά το διαπλεκόμενο φλερτ μελών του κεντρικού επιτελείου με υπόγειους επενδυτικούς παράγοντες, παρά την ήττα του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ άντεξε. Και άντεξε γιατί έπεισε ότι μπορεί να αποτελέσει την απάντηση στην νεοφιλελεύθερη παλινόρθωση. Την στιγμή που κατάφερε να σώσει ό,τι σώζεται παρά την ασφυκτική μέγγενη, την στιγμή που ανακτούσε το ηθικό πλεονέκτημα μιας απελθούσας κυβέρνησης που απέτρεψε για 1 χρόνο την κατάρρευση του κράτους εν μέσω πανδημίας χάρη στα 37 δις που άφησε στην επόμενη κυβέρνηση, την ίδια στιγμή παραδίδει τα όπλα που τον κράτησαν στην επιφάνεια. Το «ναι» του ΣΥΡΙΖΑ στο Ελληνικό με ευθύνη προσωπικά του προέδρου του και του επιτελικού του σχήματος, είναι το συμβολικό και ιστορικό σταυροδρόμι του μετασχηματισμού του. Ίσως ακόμα πιο ιστορικό και από τα γεγονότα του 2015. Κι αυτό γιατί όταν βοηθάς να ανοίξει διάπλατα η πόρτα στην καζινοποίηση μιας χώρας, ένα είναι το σίγουρο: δεν υπάρχει επιστροφή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει την Αριστερά: τόσο το αντι-αφήγημα του ισχυρού κράτους που δεν απεμπολεί βασικά αναπτυξιακά εργαλεία ώστε να προσφέρει τα ωφελήματά τους στους πολλούς όσο και η αντίληψη της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την ανάπτυξη, πλήττονται βαρύτατα. Ο καζινοτουρισμός, η ψευδο-μεγέθυνση τύπου Ντουμπάι, ο αποκλεισμός των πολιτών μέσω της περίφραξης 20 χλμ., η δημιουργία μιας λατινοαμερικάνικου τύπου προστατευμένης «zona» ουδέποτε αποτέλεσαν προκρίματα του χώρου. Χώρες που επέλεξαν την στροφή σε αυτή την σαθρή αναπτυξιακή στρατηγική όπως π.χ. η Κύπρος, αργά ή γρήγορα μετέτρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειά τους σε μη-κυρίαρχο, μη κρατικά ελεγχόμενο έδαφος. Η παραγωγική ανασυγκρότηση, η υγιής συνύπαρξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και άλλα τέτοια συνθήματα πάνε, απλά, περίπατο.


Συμβολική (και τραγική) ειρωνεία: ο ΣΥΡΙΖΑ βάζει πλάτη σε μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικοποιήσεις στην σύγχρονη ελληνική ιστορία την ώρα που ωρύεται για την εγκατάλειψη ενός κρίσιμου τομέα του Δημοσίου, αυτού της Υγείας. Παράλληλα, αναρωτιέμαι, τι μήνυμα στέλνει η συμφωνία στην εκχώρηση εθνικής γης την ώρα που ο τουρκικός ιμπεριαλισμός κατέχει έδαφος που κατέλαβε στον Έβρο και ετοιμάζεται να διεκδικήσει όσα δεν κατάφερε να πάρει το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάνης; Το μήνυμα που εκπέμπει μια αριστερή πατριωτική δύναμη όσον αφορά στην υπεράσπιση της εθνικής εδαφικής κυριαρχίας δεν μπορεί να είναι άλλο στο εσωτερικό και άλλο στο εξωτερικό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπει την κεντροαριστερή διεύρυνση σε κεντροδεξιά: το θεώρημα ότι ξεπουλώντας το Ελληνικό με τους όρους που θέτει η ΝΔ θα προσδέσει πάνω στο άρμα του κόμματος ακόμα πιο ισχυρά τους εκ ΠΑΣΟΚ προερχόμενους, δεν αντέχει ούτε στην πιο απλοϊκή κριτική. Ποια η ανάγκη ενός πρώην ΠΑΣΟΚου από την Θεσσαλονίκη, την Αχαΐα, την Ηλεία, το Ηράκλειο, την Αιτωλοακαρνανία να δει το Ελληνικό να γίνεται Las Vegas; Ποιο αντιδεξιό, προοδευτικό, δημοκρατικό ένστικτο ικανοποιεί μια συμφωνία στα μέτρα της πιο σκληρής δεξιάς κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης και του μητσοτακικού δόγματος; Ο Τσίπρας, ο Σπίρτζης, ο Τζανακόπουλος, ο Παππάς και ο Ραγκούσης γνωρίζουν ότι η ροή από το ΠΑΣΟΚ αγγίζει τα όριά της, αν δεν έχει ήδη ολοκληρωθεί. Απ’ ό,τι φαίνεται, εκτιμούν ότι για να επανέλθουν στην διακυβέρνηση χρειάζονται κάτι περισσότερο: κομμάτι από την πίτα της μετριοπαθούς δεξιάς. Και είναι πρόθυμοι να ξεθεμελιώσουν το βασικό ιδεολογικό οικοδόμημα του ΣΥΡΙΖΑ για να το καταφέρουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποχωρίζεται τα μέλη και τις οργανώσεις του: από το κόψιμο των κάγκελων στο Ελληνικό και την απελευθέρωση του παραλιακού μετώπου από τις μαφίες της νυχτερινής διασκέδασης μέχρι τις αντιπολιτευτικές δηλώσεις περί «μη πώλησης του Ελληνικού», ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τη δύναμή του στους ανθρώπους του και τις δημοτικές ή τοπικές συλλογικότητες όπου αυτοί συμμετείχαν. Ρομαντικές και νοσταλγικές σκέψεις θα πει κάποιος. Διόλου.






Με την υπερψήφιση του νομοσχεδίου, ο Τσίπρας αφήνει έκθετα εκατοντάδες μέλη και στελέχη πρώτης γραμμής (δηλαδή μέρος του σκληρού εκλογικού του μηχανισμού) που θα δυσκολευτούν να επανεμφανιστούν στις τοπικές κοινωνίες. Εκτός και αν τα άτομα αυτά θεωρούν ή έχουν λάβει διαβεβαιώσεις ότι για την τοπική τους αποστράτευση, θα λάβουν αντίστοιχα εσωκομματικά ανταλλάγματα. Ακόμα και έτσι, εκλογές ίσως να ξανακερδηθούν. Η εμπιστοσύνη, όμως, που είναι το πιο ουσιαστικό στοιχείο της πολιτικής εκπροσώπησης, αμφιβάλλω.


Ο ΣΥΡΙΖΑ τελειώνει με την υπόθεση οικολογία: αυτό το σημείο δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Μόνο και μόνο αν σκεφτεί κανείς τί σημαίνει ουρανοξύστες, καζίνο, ιδιωτικό παραλιακό μέτωπο, μπορεί να αντιληφθεί την αύξηση της συγκέντρωσης της εποχούμενης και ναυσιπλοϊκής κίνησης εντός ενός αστικού θύλακα. Και φυσικά, εδώ δεν μιλάμε κυρίως για το οικογενειακό αυτοκίνητο του μέσου πολίτη (ποιος θα χρειάζεται κι άλλο mall μετά τον οικονομικό Αρμαγεδδόνα της πανδημίας;) αλλά για περισσότερα θηριώδη οχήματα, ιδιωτικά λεωφορεία που θα μεταφέρουν τζογαδόρους απ’ όλα τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τις Αραβικές χώρες, γιοτ, σκάφη παντός είδους των οποίων την κίνηση αγνοώ πώς ακριβώς θα ελέγξει ένα κράτος που θα κοιτά όσα έφτιαξε με το πρόσωπο στριμωγμένο ανάμεσα στα κάγκελα της περίφραξης. Περαιτέρω, το Ελληνικό θα αποβεί καθοριστικό όσον αφορά στο τουριστικό μοντέλο της χώρας που μέχρι ώρας στηριζόταν στις ποιοτικές υπηρεσίες φιλοξενίας πλησίον της φύσης όλης της επικράτειας.

Είναι αναμενόμενο να αποτελέσει το κύτταρο εξάπλωσης του καζινοτουρισμού με όλα τα συμπαρομαρτούντα χαρακτηριστικά του: απευθείας σύνδεση αεροδρομίου με το καζινοχωριό, all inclusive αποκλειστικές υπηρεσίες, διεκδίκηση κομματιού της τουριστικής πίτας από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, την επαρχία και τα νησιά καθώς και αλλοίωση του αισθητικού περιεχομένου του τουριστικού μηνύματος που εκπέμπει η χώρα διεθνώς. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και μάλιστα σε μια άναρχα εξαπλωμένη μητρόπολη 5 εκατομμυρίων ανθρώπων μετατρέπεται σε ένα άδειο επικοινωνιακό σχήμα. Αν όχι σε σχήμα εξαπάτησης.

Κλείνω με μια προσωπική σημείωση: συμμετείχα στις διεργασίες του χώρου επί 18 χρόνια, έχοντας ωριμάσει πολιτικά μέσα από τους αγώνες του. Επιδόθηκα κι εγώ, όπως τόσοι και τόσες άλλες συνοδοιπόροι, στους ατέλειωτους εσωτερικούς μονολόγους μετά την ταπείνωση του 2015 προσπαθώντας να μην ενδώσω στο βαρύ πολιτικό πένθος. Μέσα μου, τα κατάφερα. Η διάσωση εκατοντάδων χιλιάδων ζωών μεταναστών στο Αιγαίο όταν η δεξιά ζητούσε νεκρούς, η έξοδος από τα μνημόνια, τα 37δις, η στρατηγικής σημασίας ενεργός συμμετοχή στο αντιφασιστικό μέτωπο, μου πρόσφεραν και πάλι ελπίδα. Η ελπίδα κατέρρευσε με πάταγο όταν είδα μόνο έναν από τους 86 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνει ευθαρσώς την αντίθεσή του σε αυτή την κομβική αλλαγή πλεύσης. Κομβική όχι μόνο για την ελληνική Αριστερά – αυτό είναι το λιγότερο – αλλά κυρίως για την δημοκρατία, την λαϊκή και κρατική κυριαρχία.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

"Αγιάζι" - Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Απόστολος Σιαραμπής (youtube, 2021)

 ...............................................................


"Αγιάζι" - Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Απόστολος Σιαραμπής


Στίχοι-μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου 

Ερμηνεία: Απόστολος Σιαραμπής

Μουσικοί 
Αποστόλης Γιάγκος: Nord Electro, Farfisa, Moog Minitaur, Σπινέτο 
Γιώργος Αγγελάκης: Τρομπόνι 
Γιάννης Αντωνιάδης: Κλαρίνο 
Κώστας Παπαδημητρίου: Ηλεκτρική κιθάρα 
Αποστόλης Μαυραντζάς: Τύμπανα 
Βασίλης Μπαχαρίδης: Τρίγωνο, καπάκια, παλαμάκια 
Γιάννης Λίταινας, Άκης Πιτσάνης, Ρούλα Πίκουλα: Φωνητικά




Χώρα μου τρελή και ψώνιο μπαλαρίνα 
μέγαρα ζητάς, μα θέλεις και κλαρίνα. 
Κι όπως τα κιλά σου ανεμίζεις, 
δέκα εκατομμύρια ψυχές αποκοιμίζεις. 

Δείξε χαρακτήρα, τράβα την κουρτίνα 
κι άσε μια φορά να βγει απ’ την κουζίνα 
το προσωπικό τ’ αδήλωτο που έχεις 
για να φτύνεις, να πηδάς και να ελέγχεις. 

Η μπάντα παιανίζει, τρέχουνε τα σάλια! 
Μπάτσοι♥, στρατηγοί♥♥, παπάδες♥♥♥ 
και ρεμάλια, στην εξέδρα πάνω κορδωμένοι 
κι από κάτω οι άτυχοι, τ’ απόπαιδα, οι ξένοι. 

Αετώματα και τσίγκια στη σκεπή μας, 
πάγωσα κυρά, μπάζει το τσαρδί μας. 
Με παλιομπαλώματα και νάζι, 
δε θα το γλυτώσουμε το κοφτερό αγιάζι.

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ 
Μπάτσος: Δυνατό χτύπημα με την παλάμη, χαστούκι, ράπισμα 
♥♥ Στρατηγός: Η Λαγκεστρέμια η ινδική - ο ευρύτερα γνωστός ως Στρατηγός - είναι ένας πολυετής φυλλοβόλος θάμνος, εξαιρετικής -και με μακρά διάρκεια -ανθοφορίας. 
♥♥♥ Παπάς: Το πάνω μέρος του καρμπυρατέρ


«Π.Κ. (ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ)» διήγημα του Κώστα Ακρίβου από τη συλλογή διηγημάτων του «Σφαίρα στο βυζί» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2003)

 ..............................................................







Κώστας Ακρίβος

(γ. 1958)








·        «Π.Κ. (ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ)» διήγημα του Κώστα Ακρίβου

(από τη συλλογή διηγημάτων του «Σφαίρα στο βυζί» 

   κδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2003)

 

1824. Νοέμβριος, στοχάζομαι, Σιλίμνα Αρκαδίας.

   Τότες ήταν που οπού εφονεύθηκε ο Πάνος. Άλλον και μεγαλύτερον πόνον από τούτον δεν εδοκίμασα. Ούτε μου μέλλεται. Δεν ηξεύρω πώς, αλλά η χρονιά εφαίνουνταν δύσκολη εξαρχής. Ο Μαυροκορδάτος εκάθονταν επί θρόνου πρόεδρος. Άρχισε ο αναμεταξύ μας πόλεμος, Έλληνας με Έλληνα. Πολιορκούν τ’ Ανάπλι δια ξηράς και θάλασσας, μας πολιορκούν εις την Τριπολιτσά, κάμνομε έναν μήνα πολιορκημένοι. Η χώρα εις τα χειρότερα, εκινδύνευε η επανάστασι*. Εις την Καρύταινα εσύναξα στρατιώτες και τους εχτύπησα σε διάφορα μέρη, έπιασα τρακόσους ζωντανούς χωρίς να χυθή* αίμα. Έγινε αμνηστία για τον Πάνο και έσμιξε με τον Ζαΐμη και τον Λόντο. Εν τω μεταξύ ο Παπαφλέσσας εβγήκε δια να καθυποτάξη τες επαρχίες Αρκαδιά, Φανάρι και λοιπές. Τα δάνεια εδυνάμωσαν την κυβέρνησι του Κουντουριώτη και η δύναμι την έκανε νόμιμη. Έγραψα να έλθη ο Πάνος και ο Γενναίος εις την Καρύταινα για να αντισταθούν, τον Παπαφλέσσα εκυνήγησαν οι επαρχίες κ’ επήγε στ’ Ανάπλι. Έστειλαν δύναμι τον Βάσο με 800, απαντήθηκαν οι στρατιώτες με τον Πάνο και τον εσκότωσαν.

   Παγενάμενος στην Τριπολιτσά έμαθα τα νέα. Είχαν πλακώσει δικοί μου, κ’ έρχεται ο λαός που τους είχαν κλεμμένα βόδια κι’ άλογα προσκλαιόμενοι εις εμέ και τους κλέφτες τους ήξευρα κ’ έγινα κριτής. Τότε αίφνης άκουσα φωνές από τον δρόμο και μία έλεγε: «Φάγαν τον Πάνο το παλικάρι». Στη Σιλίμνα έγινε το φονικό, ούτε μία ώρα δρόμος μακριά.

   Ο Πάνος δεν ήξερε τίποτες από το κακό που του μηχανεύονταν. Όχι μόνο γιατί ήτο παιδί άβγαλτο, πιότερο που δεν ήξερε να αγρικάει τες συμφορές. Μου είπαν πως του εψιθύρισαν μυστικά: «Πρόσεχε! Ευτούνοι θα σε φάνε!» Η αφεντιά μου τους εγνώριζε, ο Πάνος όχι, δεν ήτο πονηρός, εγώ ναι. Τα είπαν όλα. Ποιοι και πώς τον εφόνεψαν. Μαζί του είχε μονάχα τους μπιστεμένους του, καβαλαρία ούλοι, τον παραφύλαξαν έξω από το χωριό. Πετάχτηκαν μέσα από θάμνους, ακούστηκαν δυο τρεις μπαταριές, το ένα βόλι τον ηύρε στο κροτάφι. Έπεσε δίχως δεύτερη ανάσα. Γιάννης Γουρούνης ο φονιάς. Ήτο στην δούλεψι του Κουντουριώτη και του είχαν τάξει γενναία αμοιβή για κάθε αντάρτη που θα εσκότωνε. Σαν τέτοιοι λογιζόμασταν τότενες εμείς.

   Ήτο ο αγαπημένος, το χέρι μου το καλό. Και πώς αλλιώς. Δεν ευρέθηκε Έλληνας ή άλλος που να ‘χει τουναντίον για τον Πάνο μου. Καλύτερα τον ενθυμούμαι την νύχτα της φυγής μας εις Ζάκυνθον. Ο Πάνος εξάχρονος, εγώ εγεννήθην το 1770. Από καιρό είχαμε αρχίσει το τρεχαλητό, από βουνό σε βουνό, στάνες και λημέρια να μην έχομε τίποτις κρυφό. Οι Τούρκοι λυσσασμένοι για ελόγου μου. Οι δικοί μου λάχα λάχα, με την ψυχή στο στόμα και για να λημεριάσουμε μας έβγαινε η πίστι. Για το πέρασμα στο Τζάντε εφοβήθηκα πολύ. Το κατόρθωσα με την πιστόλα στο δεξί, το ζερβί για να θαρρύνω συνεχώς τον Πάνο. Αλάλητο πουλί ακόμη το κακόμοιρο μα δεν έτρεμε. Ήξερε καλά το μαχαίρι, έριχνε ευθεία το λιθάρι, το κλάμα του δεν το είχα ακούσει ποτέ. Περάσοντας εις Ζάκυνθον όλα άλλαξαν για την τύχη μου. Έβλεπα να έρχεται η επανάστασι δια το Γένος και μαζί ο Πάνος να δένει σε άντρα.

   Έστειλα έναν πεζοδρόμο, γύρισε και μου έφερε τα μαντάτα. Το παλικάρι μου έμεινε στον τόπο, τον έχωσαν οι συντρόφοι μου με φθηνές τιμές. Για το πρώτο που νοιάστηκα ήτο μη και οι μπιστικοί του χαλάσουν την γυναίκα του. Ήξέραμε πως η Ελένη δεν τον αγάπαγε πια, επήγαινε με άλλον. Παίρνω πληροφορία πως τα παλικάρια του ψάχνουν να τήνε βρουν, θα την χαλάσουν λένε διατί έκαμε αγαπητικόν της τον Γρίβα Θεόδωρο. Σέλωσα γρήγορα, πήγα και τον εβρήκα. Είχε μάθει για τούτο και δεν επρόβαλε αντίρρηση. Καβαλαρία τον επήγα πολύ μακριά, είδαμε στο βάθος την θάλασσα. Από ‘κει εύκολα θα πάγαινε στη μάνα της στο νησί. Μετά γύρισα πίσω. Το χώσιμο είχε τελειώσει. Δεν άντεξα να πάγω στο χώμα του, πήρα τες κορφές. Ήθελα να μείνω μόνος, κατάμονος. Όσο να έβγω στην ράχη, απόστασε το άλογο, κόντεψε να σκάσει, το έδεσα σε ένα κλαδί κ’ εβγήκα στο κορφοβούνι. Έκανε κρύο, αέρας, με θωρεί ένα τσοπανάκι, πιλαλάει, ρίχνει στους ώμους μου μια καποτίτζα άσπρη όπου με είδε βαλαντωμένο. Ηύρα μια καρυδιά με τους καρπούς της ατρύγητους ακόμη. Κανείς γύρω μου, καλύτερα. Έβγαλα τα σπλάχνα μου. Κάθησα μέχρι που εσκαπέτησε ο πρώτος πόνος. Ύστερις επήρα στα χέρια πέτρες. Μία μία εσήκωνα τες λιθαριές και εσημάδευα. Δεν άφησα καρπό που να μην ρίξω από το δέντρο. Θάρρηγα πως έτσι τιμωρούσα εμένα. Μαζί και την γυναίκα, την μάνα της Ελένης. Ότι σ’ αυτήν επίστεψα πως έμοιαζε το δέντρο στο μπόι και στην εμορφάδα.

   Τιμωρία, είπα. Με τιμωρεί ο Θεός οπού δεν ετήρησα τους νόμους του. Ήτο τότες με την επιστροφή μας. Τριάντα έξι χρονώ όταν επήγα εις Ζάκυνθον, πενήντα χρόνους είχα σαν εβγήκα στην επανάστασι. Πρώτο πρώτο έκαμα τους αξιωματικούς κατά σειρά της αξιότης του καθενός, λάβαιναν τον μιστό τους, εδίδονταν και βραβεία. Όταν έσφαλλαν, τιμωρία ήτο το κόψιμο των μαλλιών, το ξαμάρτωμα. Μετά, σέβας προς τες γυναίκες. Έδιωχνα όποιον ήθελε βιάσει καμίαν δύστυχη. Αυτά είπα και έκαμνα παντιέρα μου. Αλλά πρώτος και χειρότερος τα παρεβηκα εγώ. Τότες, στην Τριπολιτσά.

   Όταν ήλθαν και είπαν πως με ζητεί η χήρα του Μπούμπουλη, απόρησα. Η φήμη δια την εμορφιά και την αξιάδα της μεγάλη, οπού εμείς άλλο από την βρώμα στο τσαντίρι δεν είχαμε. Πριχού προλάβω να συμμαζευτώ, να σου την και στέκει στην εμπασιά με τα χέρια στην  μέση. Έδειξε να γελά. Την επαρουσίασε ο Πάνος και τα παλικάρια απόξω ετήραξα πώς την γλυκοκοιτούσαν. Τους πρόγκηξα. Μετά την έβαλα καθήμενη απέναντι και επήραμε να κουβεντιάζουμε του Αγώνος. Είχεν ακόμα πίκρα μέσα της για το παιδί της το χαμένο, τον Γιάννο, οπού το είχε φάει ο Χουρσίτ στις είκοσι πέντε τ’ Απριλομάη έξω από το Άργος. Είπαμε πολλά και εζήτησα να την παρηγορήσω. Είπε θρηνώντας πως εβρήκε καταφύγι στην εξοχή, εκεί σκούζοντας και χαροπαλεύοντας με τα άνθη της ανοίξεως. Λίγο αργότερα έμελλε και σ’ εμένα αυτή η παράστασι, τότες ακόμα ήμουν ανυποψίαστος.

   Επλησίασα σιμά της. Βάζω το χέρι στον ώμο και θέλοντας να την ημερέψω, κατέβηκε αυτό αθέλητα πιο χαμηλά. Είχε περάσει πολύς καιρός που δεν εδοκίμασα θέρμη γυναίκας, η δική μου η καψερή τρία χρόνια ήτο φευγάτη στο χώμα, κ’ εγώ χήρος της πιστός. Τώρα επαρανόμησα. Θολά είχα τα μάτια και δεν αγρικούσα τίποτις, μήτε ότι απόξω επερίμεναν οι σύντροφοι και ο Πάνος. Εκείνη ήταν αφράτη κ’ εμοσκοβόλαγε θάλασσα, από την Σπέτσα φερμένη να βοηθήσει τον Αγώνα με ούλες τις δυνάμεις και τα πλούτη της. Κυλιστήκαμε στην βρωμιά από το χώμα και τις πατημασιές. Ήτο η πρώτη φορά οπού ήβλεπα γυναίκα σε όλη της την γύμνια, διατί μέχρι τότε πάντοτες εμείς βρισκόμασταν σαν άντρας μετά γυναικός μέσα στο σκοτάδι της κάμαρης. Η δική μου, Θεός σχωρέσ’ την, και φορώντας τα μισά από τα ρούχα της. Μ’ αυτήν εδώ ήτο άλλο. Ξεπροβοδίζοντάς την είδα τα παλικάρια μου γελαστά, τον Πάνο σκεφτικόν. Λίγο ακόμα και θα ντρεπόμουν.

   Δεν ήτο όποιος όποιος, λέω, ξεχωριστό παιδί από τ’ άλλα μου. Πιο έμορφος και γενναιότερος, εγνώριζε δε να μιλήσει και την γλώσσα των Φράγκων, να παίρνει τον λόγο, και πρώτος στις πράξεις. Είχε πει κάποτες ο Ζαΐμης ότι ευτούνος ήτο ο μόνο των Κολοκοτρωναίων οπού δεν είναι αγροίκος. Εγέλασα τότες ευχαριστημένος, αλλά τον εσιχτίρισα κιόλας.

   Εκείνη η πρώτη ήτο η πιο γλυκιά. Ακόμη δεν είχαμε ανάμεσά μας συγγένεια, οπού ήρθεν αμέσως με το που ο Πάνος έγινε άντρας της θυγατρός της Ελένης. Είχεν όμως γίνει και το πάρσιμο της Τριπολιτσάς. Η καπετάνισσα ανέβηκε τες παραμονές, αρχές Σεπτέμβρη. Μπροστά ευρέθη σε όλες τες συναλλαγές όταν ο Ελμάζ Μπέης έβγαινε με παρακάλια όχι μόνο δια τους Αλβανούς του, αλλά μη χαλάσοντας οι Έλληνες το χαρέμι του Πασά. Νύχτα παγαίνω στη σκηνή της, κάμνουμε ό,τι κάμνουμε, της λέω, αύριο να χορτάσουμε νίκη και χρυσαφικό.

   Εμπήκαμε στην Τριπολιτσά καβαλαρία, με τον γήλιο μεσούρανα. Παντού κεφάλια κομμένα και χέρια ζερβόδεξα πεταμένα. Κλαπ κλαπ ο μαύρος μου δεν πάταγε χώμα, πάνω σε κουφάρια κάλπαζε κι άντερα βγαλμένα των Τουρκαλάδων. Χαιρόμουν και δεν χαιρόμουν. Γυρνάει αυτή από δίπλα, αηδιασμένη, τι όλεθρος είναι ετούτος, Θοδωρή; ρωτάει, αλλά τήνε βλέπω να χαίρεται κιόλας. Πιάνω τα χάμουρα, την ξεκαβαλικεύω, λόγο δεν είχα να δώσω σε κανέναν και τήνε τραβάω στο παλάτι του Χουρσίτ. Μ’ αφήνει η φρουρά των εδικών μας και περνάω, σιωπή εκεί μέσα. Ανοίγω μία θύρα βαριά, ύστερις άλλη, την σέρνω από το χέρι ακόμη βαθύτερα. Βρίσκω μια νταμιτζάνα σαμιώτικο, ήπιαμε, ήπιαμε. Με το σπαθί ανοίγω σεντούκια, ή σε κερδίζω και σ’ έχω παντοτινή μου ή θα με σιχαθείς, σκέφτομαι. Από την ορμή τήνε ρίχνω καταγής, τριγύρα χρυσαφικά και χυμένα νομίσματα της Τουρκιάς. Την κρατώ με το κεφάλι στα χέρια μου. Φαίνεται να με θέλει πολύτερα από άλλοτε. Σμίγουμε. Σαν σηκώνεται, γελάει, μου φανερώνει το σημάδι στο πίσω του κορμιού από νόμισμα που πάνω του εξάπλωσε. Ψάχνω το βρίσκω. Για το κέφι της δίνω αντίτιμο το βενέτικο φλουρί. Γυάλισε το μάτι της, ήξερα πόση αγάπη είχε για όσα αστράφτουνε. Έσκυψε, με ασπάστηκε, έτοιμη για επανάληψη. Βρήκα το μυαλό μου κ’ είπα όχι. Αρκετά ως εδώ, έξω το αίμα πολύ, λίγη τσίπα δεν έβλαφτε. Παγενάμενος μπροστά από μια εκκλησιά, μπήκα, ανάβω ένα κερί στη χάρη Του και για χάρη του Ελληνικού. Εκείνη ξοπίσω μου, δεν την έδιωχνα κι’ εγώ;

   Μέχρις εδώ καλά. Ακόμα και στο Δερβενάκι, λίγο πριχού ορμήξουμε του Δράμαλη, ξανασμίξαμε νύχτα πάνω στον σκληρό βράχο. Αλλά και πάλι, καλά λέγω. Διατί ακόμα το επέτρεπε η συνήθειά μας. Το κακό άρχισε από το μεσημέρι του γάμου Ελένης και Πάνου. Στην κάμαρη εσμίγαν τα νιόπαντρα και στην διπλανή εμείς οι αντρόπιαστοι εκάμναμε την πρώτην αμαρτίαν.

   Από τότες ξανάδα την καπιτάνισσα πολύ μετά, κόντευε ο Μπραΐμης να κουρσέψει τον Μοριά κ’ ελπίδα άλλη από το να μονοιάσουμε δεν είχαμε. Τουναντίον εγώ συλημένος. Με σίδερα στα χέρια, μπάλες βαριές στα πόδια, με είχαν φέρει οι τζουτζέδες του τραγόπαπα στον Άι-Λια στην Ύδρα, εκεί με μπουντρούμιασαν. Γήλιο έβλεπα από έναν  φεγγίτη, ψωμί στις δύο ημέρες. Βλαστήμαγα και κοπανούσα τις αλυσίδες στους τοίχους. Αλώνιζε στα χωριά ο Αράπης, παντού φωτιά και σίδερο, εγώ ανήμπορος να χιμήξω με το γιαταγάνι. Η Ρούμελη όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, μόνον ο Μοριάς έμενε. Ο Κιουταχής είχε πάρει προσκυνοχάρτια, επάσκιζε να πάρη κι’ ο Μπραΐμης δια να στείλη στην Κωνσταντινούπολη, και όταν ο μινίστρος της Αγγλίας ή άλλης Δυνάμεως θα εμεσίτευαν εις τον Σουλτάνον για την Ελλάδα, να τους αποκριθή, ποια Ελλάδα; Η Ελλάς είναι προσκυνημένη και να τα προσκυνοχάρτια τους, εκτός από μερικούς κακούς ανθρώπους, ιδού οι άλλοι επροσκύνησαν. Τότες οι Δυνάμεις δεν θα είχαν τίποτις να αποκριθούν, κ’ εμείς εχανόμεθα. Εγώ εν τω μεταξύ στα σίδερα.

   Ένα πουρνό ακούω φασαρία μεγάλη. Από την αυλή του μοναστηριού πόρτες άνοιγαν και πόρτες έκλειναν με βιάση. Τεντώνομαι στα κάγκελα, στήνω αυτί, ακούω φωνή γνώριμη. Ύστερα πάλι φασαρίες και σαματάς. Τραβήχτηκα στην άκρη μου, εγνώριζα το πάθος, την δύναμι της γυναικός και πως αν έβαζε κάτι στον νου της, αλίμονο σ’ αυτόν που θα της έκανε κόντρα. Ετούτη την φορά έλαχε να ‘ναι ο Παπαφλέσσας. Ανοίγει απότομα η θύρα, μπροστά η καπιτάνισσα, ξοπίσω ο τραγογένης με τους μπιστεμένους του. Χιμάω να τον βαρέσω. Σηκώνει εκείνη το χέρι, σταμάτα, γέρο, που θες και παλικαριές, λάλησε με φωνή αντρίκια, κι’ εγώ την επάκουσα.

   Μείναμε οι δυο μας. Μισοσκόταδο στο δώμα κι’ αυτή δείχνει να μην έχει συνηθίσει το μπουντρούμι. Κινάω, πάω στο μέρος της. Την ακουμπάω δειλά και φαίνεται κουρασμένη. Ακούγω την ανάσα της. Την βάζω να κάτσει στο σκαμνί κι’ ύστερις παίρνω να της ζητάω εξηγήσεις, τι γίνεται εκεί έξω στον κόσμο, πόσο χειροτέρεψαν τα πράγματα, πώς διανοήθηκε μια τέτοια παλαβομάρα. Τα λέγει όλα. Και περισσότερο το σχέδιο που ετοιμάζει να με δραπετέψει, τι αν εγώ μείνω λίγον καιρό ακόμη έγκλειστος, ο Μπραΐμης ήθελε κυριέψει τα πάντα κ’ οι λακέδες του Κουντουριώτη ξεπουλήσουν την χώρα στον εχθρό. Την ακούω μα δεν αποκρίνομαι. Η καρδιά μου εμένα είναι καημένη. Μια φορά δια τον χαμό του Πάνου, την  δεύτερη από την αδικία οπού μου έκαμνε το Εχτελεστικό. Κάνω να σηκωθώ. Νιώθω το χέρι της στον ώμο, με σπρώχνει με τον τρόπο τον γνωστό. Σε λίγο είμαι παραδομένος στην ορμή της, κυλιόμαστε χάμω, από πάνω τα εικονίσματα μας γρικούν. Καλά έπαθα κι’ έχασα το παιδί μου, πιάνω το μυαλό να μονολογεί, μα κουράγιο να της πω να σταματήσει δεν είχα, τι είναι αμαρτία μεγάλη να σε βλέπουν οι Αγίες τσίτσιδο. Ευτούνη δεν άκουγε, μετρούσε φωναχτά τις ουλές του κορμιού μου, την σπαθιά στον αριστερό καρπό, την σφαίρα στο βυζί, κάψιμο στο στομάχι, μιαν άλλη χαρακιά στο πόδι.

   Κάποιαν ώρα λαβαίνει τέλος και σηκωθήκαμε. Με βλέπει σκεφτικό, εκεί οπού εσκούπιζα τον ιδρώ, με σιμώνει, κρένει. Να μην πικραίνεσαι για τίποτα, ούτε για τον Αγώνα ούτε για τον πόνο σου τον μεγάλο. Έχασα κ’ λόγου μου παιδί, στην ηλικία του εδικού σου, κατέχω από θρήνους. Γι’ αυτό είναι τα παλικάρια, να τα τρώγει η φωτιά. Γυρίζω, της απαντάω λόγια άσχημα. Ο καθείς τιμάει διαφορετικά το σπιτικό του, αγαπάει με τον τρόπο τους ανθρώπους της φαμελιάς του. Εμένα ο Πάνος ήτο ο καλύτερος όλων, κι άλλον Πάνο η Ελλάδα δεν θα κάμνει ξανά. Κι αν θες, μάθε και το άλλο. Η κόρη σου, η γυναίκα του η Ελένη, αυτή τον έφαγε. Ήθελε να βγει από τη μέση τι είχε βρει αγαπητικό τον άτιμο τον Γρίβα, οι δυο τους έβαλαν τους Βούλγαρους να ξεπαστρέψουν το παιδί μου.

   Τήνε βλέπω που πετάγει την μπόλια της, μετά σέρνει φωνή μεγάλη. Τρόμαξα μην έρθει ο τραγής και ντροπιαστούμε. Τότενες έμαθα κι’ εγώ δια πρώτην φοράν την πάσαν αλήθειαν για τον φόνο του Πάνου. Τα καθέκαστα όπως έγιναν και όχι καταπώς νόμιζα μέχρι τότες. Η γυναίκα ήτο στα πράγματα, κάτεχε τα μέσα έξω και τα έξω, εγώ άλλο από το σπαθί και να χουγιάζω τους πολιτικάντηδες δεν ήξερα. Μίλησε με τις ώρες. Σωπασμένος την άκουγα. Ίσως διατί τα είχε καλά με αντίπαλους τους εδικούς μου, ίσως διατί ήτο φίλος της ο γραμματικός του Πάνου, εκείνος ο Θοδωρής Ρηγόπουλος. Ή και διατί ήτο γυναίκα.

   Άρχισε η καπιτάνισσα να εξομολογείται. Λέει τα ίδια λόγια του γραμματικού. Ξημερώνοντας Νοεμβρίου δεκατρείς, επετάχτηκε ο Πάνος από κακό όνειρο ότι τον εδάγκασε μαύρο σκυλί. Περάσοντας από το χωριό Βουνό, έλαβε μήνυμα από τον Γενναίο να χτυπήση τους κυβερνητικούς, ή να παραδοθούν ή να εγκαταλείψουν την θέσι τους. Ενόσω τα δύο αδέρφια εσχεδίαζαν δράσι από κοινού, αίφνης οι στρατιώτες του Πάνου φεύγουν τρέχοντας, είχε διαδοθή ότι πολύς στρατός βγαίνει από Τριπολιτσά μεριά να τους χτυπήση εκ των νώτων. Ψέμα βέβαια, μα το κακό κι’ ο πανικός μεγάλος. Απόμεινε με τρεις. Επήρε τον δρόμο να κατέβη προς Σιλίμνα. Ήτο ήδη στο Μπεσίρι, μέσα στην κοίτη του χειμάρρου, στενοχωρημένος από την φυγή των αντρών του, όταν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός. Γύρισαν να δουν από πού, ξεχώρισαν δύο Βουλγάρους και τα σαρίκια τους. Αισθάνουνταν ντροπιασμένος από τα γεγονότα γι’ αυτό δεν υπάκουσε στον Βατικιώτη να τρέξη να φύγουν μη και τους στραβώσουν οι παλιανθρώποι. Στον δεύτερο πυροβολισμό, πάρ’ τον κάτω. Η σφαίρα τρύπησε το κρανίο, θρύψαλο το σαγόνι, αγνώριστος στο πρόσωπο. Προβάλλει ο Γουρούνης, πίσω του καμιά εικοσαριά Βούλγαροι, οι δικοί του σύντροφοι ετρόμαξαν και το ‘βαλαν στα πόδια. Οι άτιμοι τον εξεγύμνωσαν από όπλα και ενδύματα, ως και τα εσώρουχα επήραν, τον αφήκαν ολόγυμνο. Εβιάζονταν να επιστρέψουν στην Τριπολιτσά, να αναγγείλουν πως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εβγήκε από τη μέση.

   Τινάζομαι από το σκαμνί οπού εκαθόμουν. Τηράω την καπιτάνισσα μπας και ελάθεψε το όνομα. Τήνε ρωτάω. Σηκώνει το βλέμμα, ακούω πάλι αυτό που δεν θέλω. Το πώς συνέβηκε η πλάνη, η καπιτάνισσα το ανέφερε όταν ο Γουρούνης, φορώντας λάφυρο το σακάκι του νεκρού, ένιωσε στην τσέπη ένα χαρτί. Το άνοιξε, εδιάβασε. «Αγαπημένο μου παιδί, Πάνο…» Τότες εκατάλαβε.  Ο νεκρός δεν ήμουν εγώ. Εγώ παρέμενα ζωντανός και νεκρός ο γιος μου. Λάθος άνθρωπο είχε φονέψει. Λάθος βόλι, λάθος θανατικό.

   Πέφτω χάμω, χτυπιέμαι. Δεν ντρέπομαι οπού έχω αντίκρυ μου θηλυκό, σάμπως κι’ αυτή δεν έχασε πρωτότοκο; Σκύβει, δοκιμάζει να με συνεφέρει. Σαν να έχει μετανιώσει οπού γίνηκε τόσο πικρή μαζί μου. Βρίζω τα Θεία, τήνε σπρώχνω να βγει από το κελί, δεν θέλω να ιδώ κανέναν. Σιχτιρίζω την ζωή μου. Με το κεφάλι παίρνω φόρα, παγαίνω και πέφτω πάνω στο εικονοστάσι. Με συνέφεραν μες στα αίματα και κλαίγοντας οι φρουροί, επειδής με αγάπαγαν τα παλικάρια, επήραν να με περιποιούνται.

   Έμεινα μία εβδομάδα ανήμπορος στο στρώμα μέχρι να συνέρθω. Απάνω στην Κυριακή ήρθε η είδησι πως η κυβέρνησι δεν άντεξε άλλο στες φωνές του λαού, πιέστηκε, μ’ αφήνει ελεύτερο. Μαζί με τούτο άκουσα και τα νέα από τον χαμό του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι. Το έκανε να συγχωρεθούν  τα κρίματα οπού είχε πολλά. Λουστοπλύθηκα, φόρεσα καινούργια ενδύματα, ζώστηκα τα άρματα και βγήκα να πολεμήσω τον Μπραΐμη.

   Έξω ο ήλιος έλαμπε, μα εμένα μού έμοιασε μαύρος, κατάμαυρος.