Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Can't You Hear Me Knocking - TheRolling Stones (Live OFFICIAL 1998)

..............................................................

Can't You Hear Me Knocking - TheRolling Stones (Live OFFICIAL 1998)




“Μανώλης Μαυροματάκης: Ένας σεμνός εργάτης του ελληνικού Συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη (https://faretra.info, 29.4.2020)θεάτρου”

..............................................................


“Μανώλης Μαυροματάκης: 
Ένας σεμνός εργάτης του ελληνικού θεάτρου”

 



-
Συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη (https://faretra.info, 29.4.2020)

Πού γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε και ποιες αναμνήσεις κουβαλάτε από την παιδική ηλικία και τα νεανικά χρόνια σας; 

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1962, αλλά όταν ήμουν ενός έτους η οικογένειά μου μετακόμισε στο χωριό Οξύλιθος Κύμης Ευβοίας, όπου ο πατέρας μου υπηρέτησε ως Ενωμοτάρχης Χωροφυλακής. Στο δημοτικό σχολείο του χωριού έβγαλα την πρώτη τάξη του δημοτικού. Η μητέρα μου, που καταγόταν από ένα χωριό της ορεινής Ναυπακτίας και είχε πάει σχολείο μέχρι την τετάρτη δημοτικού, με είχε ήδη μάθει να διαβάζω πριν πάω στο σχολείο. Μια μέρα, τριών-τεσσάρων χρονών πρέπει να ήμουν, με πήγαινε ο πατέρας μου στον γιατρό του χωριού για να μου κάνει μία ένεση, το ήξερα και φοβόμουν. Αυτός μου έλεγε αστεία και ξαφνικά αρχίσαμε να τρέχουμε. Μα ο διασκελισμός του ήταν τόσο μεγαλύτερος απ’ το δικό μου, που εγώ, καθώς εκείνος με κρατούσε από το χέρι, νόμιζα πως πέταγα. 

Το 1969 ο πατέρας μου πήρε μετάθεση σ’ ένα χωριό της Σύρου, την Ποσειδωνία ή Ντελαγκράτσια. Εκεί μείναμε τρία χρόνια, τα ωραιότερα της παιδικής μου ηλικίας. Το χωριό είχε φοίνικες, ευκάλυπτους και πολλά όμορφα αρχοντικά, παραμυθένιο σκηνικό. Ποδόσφαιρο, παιχνίδια στη θάλασσα και ψάρεμα με τον πατέρα μου. Κι από κοντά κι εμείς τα παιδιά στα γλέντια των μεγάλων. Ο διαπεραστικός ήχος της γκάιντας που πρώτα τη φουσκώνανε και μετά έπαιζε μόνη της! Στη Ντελαγκράτσια τελείωσα και την τετάρτη δημοτικού. Στο μονοθέσιο σχολείο. Για όλο το σχολείο ένας δάσκαλος, σε μία αίθουσα και οι έξι τάξεις, 32 μαθητές συνολικά, 6 στην τάξη μου. Στα τρία χρόνια που έμεινα εκεί, άλλαξα τρεις δασκάλους. Είχαμε κι έναν κήπο στο σχολείο με ζαρζαβατικά, που τον φροντίζαμε οι μαθητές και τρώγανε κι οι δάσκαλοι …καλή τους ώρα όσοι ζουν! 

Το 1972 ήρθαμε στην Αθήνα, στο Βύρωνα. Την πρώτη μέρα στο σχολείο, πέμπτη δημοτικού, τα έχασα. Δυο τμήματα η κάθε τάξη του σχολείου, σύνολο δώδεκα αίθουσες και 400 με 500 παιδιά στο προαύλιο, στην προσευχή! Ποτέ δεν είχα δει τόσο πολλά παιδιά, ούτε στη Μέκκα να ήμασταν. Τελειώνει η προσευχή και μπαίνουμε. Σε ποια αίθουσα έπρεπε να πάω; Μπερδεύτηκα και έβαλα τα κλάματα. 

Είχαμε έρθει στην Αθήνα από το 1972, είχα τελειώσει το Βαρβάκειο και την πρώτη μέρα μου στο Πολυτεχνείο, Οκτώβρης του 1980, συνέβη κάτι παρόμοιο. Όχι δεν έβαλα τα κλάματα, απλώς είχα πάρει λάθος λεωφορείο, κι αντί για την Πολυτεχνειούπολη στου Ζωγράφου βρέθηκα στην Πανεπιστημιούπολη στα Ιλίσια. Τυχαίο; Ξέρω ’γω; 

· Σπουδάσατε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο πολυτεχνείο και μετά αλλάξατε άρδην πορεία ασχολούμενος με το θέατρο. Πώς έγινε αυτό; 

Φταίει ένας συμφοιτητής και φίλος μου που ανήκε στο δυναμικό της Θεατρικής Ομάδας Κούλουρης (ΘΟΚ), στη Σαλαμίνα. Αυτός με έφερε σε επαφή μαζί τους κι έτσι κόλλησα το μικρόβιο. Μου πρότειναν να παίξω τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Ποντικοπαγίδα» της Κρίστι, έτσι από το πουθενά. Στο θέατρο, ως τότε, είχα πάει μόνο μια φορά με το σχολείο, στην «Οδύσσεια» του Ευαγγελάτου. Θυμάμαι ακόμα... Είχανε δυο κοντάρια που τα κούναγαν, κι αυτές ήταν οι συμπληγάδες πέτρες, κύριε ελέησον! Και για να παραστήσουνε τη θάλασσα κούναγαν δύο μπλε μακρόστενα πανιά. Αφαίρεση, ε; Τι ωραίος κόσμος, διαφορετικός! 

Αλλά τα ξέχασα αμέσως όλα αυτά. Βαρβάκειο. Μαθήματα, βαθμοί και εξετάσεις. Και όλα αυτά σαν σκόνη σκέπασαν τα πάντα. Μέχρι το 1980 που μπήκα στο Πολυτεχνείο. Εκεί άλλαξε άρδην η κατάσταση. Ανεμελιά, διαβάσματα, παρέες, εκδρομές και ιδιαίτερα μαθήματα μαθηματικών και φυσικοχημείας. Ήθελα να βγάζω μόνος μου τα λεφτά που ξόδευα. Ήρθε κι η Σαλαμίνα και το αεράκι της φύσηξε και έδιωξε τη σκόνη. Έπαιξα εκεί σε δυο ακόμα παραστάσεις της Ομάδας. Βλεπόμαστε ως τώρα, φίλοι μου. 

· Ποιοι ρόλοι και ποια έργα σας σημάδεψαν; Ποιους ρόλους επιθυμείτε να ερμηνεύσετε; 

Χαίρομαι πάρα πολύ για τη γνωριμία μου με όλους. Με τον Κλοβ, τον Εστραγκόν, τον Μπερανζέ, τον Αγαμέμνονα, τον Κόλλια, τον Μιγκέλ, τον Βίσλερ, τον Καρίονα, τον Φέρη, τον Ζορμπά, τον Βόυτσεκ, τον Στάνλεϋ, τον Σμιτς, τον Κριστομπίτα, τον Μαρούφ, τον Άντζελο, τον Αντωνάκη, τον Ζορζέτο, τον Στροβίλη και τους ρόλους στο Λιωμένο Βούτυρο, Δάφνις και Χλόη, Ήρα, The Man Who, στη Νικαράγουα, στη Λέσχη, στους Μιμίαμβους και στη Ριμάδα τη ζωή, τον ακροβάτη και τους αγγελιαφόρους στον Ορέστη και στον Ηρακλή, τον Τσεμπουτίκιν, τον τρελό, τον Μπουν, τον Τειρεσία, τον πατέρα στο Reality, τον Κρίστοφερ, τον Τίχιι, τον Αρτούρ Αρτούροβιτς, τον Μπατζαλέκα, τον Οντάν, το Σιμωνίδη και τον Οδυσσέα. 

Αλλά και με τους κινηματογραφικούς μου ρόλους στον Εχθρό μου, στην Ουράνια, στον Καουμπόη, στη Γεννήτρια, στο Δημακόπουλο, στο Debtfulls στην Ελεύθερη Κατάδυση, και βεβαίως τον Κων/νο Κεδρινό των Μεταφραστών (Les Traducteurs), της Γαλλικής ταινίας που έπαιξα και η οποία προσεχώς -κορωνοϊού επιτρέποντος- θα προβληθεί και στην Ελλάδα. 

Κι άλλοι πολλοί… Από συνεργασίες μου με ποιητές, ορχήστρες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στη ΘΟΚ στη Σαλαμίνα. Όλοι κάτι είχαν από μένα. Κι εκεί που τα κατάφερνα κι εκεί που αποτύγχανα. Κι εκεί που άρεσα, κι εκεί που δεν άρεσα. 

Και ονειρεύομαι κι εγώ, όπως και όλοι οι ηθοποιοί, να παίξω κι άλλους ρόλους! Δεν θα πω ονόματα. Οι ρόλοι στο χαρτί, βεβαίως μεταφέρουν κάποιες σημασίες. Όμως είναι επάνω στη σκηνή που αυτές οι σημασίες δοκιμάζονται, δικαιώνονται ή ματαιώνονται. Και κάτι παραπέρα: Η σκηνή γεννάει νέες σημασίες. Γι’ αυτό δεν έχει σημασία ποιους ρόλους θα ήθελα να παίξω, αλλά το πώς θα τους ερμηνεύσω όταν έρθει η ώρα. 

· Ποιους ηθοποιούς θαυμάζετε; Αν δεν ήσασταν ο Μαυροματάκης, ποιος ηθοποιός θα θέλατε να είστε; 

Μου αρέσει πολύ ο Ίαν Μακ Κέλλεν, αλλά νομίζω πως αν ήμουνα αυτός, μπορεί τα πράγματα για μένα να ήταν κάπως καλύτερα, αλλά για τον ίδιο είναι σίγουρο πως είναι καλύτερα που ο Ίαν Μακ Κέλλεν είναι αυτός ο ίδιος και όχι κάποιος άλλος. Οπότε σκέφτομαι πως είναι πιο καλά να μείνει αυτός, αυτός που είναι και θα δω εγώ τι θα κάνω με ΄μένα. Μου αρέσει και ο Μαξ Φον Σίντοφ πάρα πολύ, και επειδή πέθανε πρόσφατα… Μήπως να γίνω αυτός; 

· Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προτέρημα και ποιο το μεγαλύτερο ελάττωμά σας; 

Βιάζομαι πολύ να φτάσω σε αποτέλεσμα, αλλά αυτό δεν είναι δα και το χειρότερο. Πού να σας λέω τώρα! Όσο για προτερήματα, πολλά! Μια το ένα, μια το άλλο, αλλά μέχρι να τα καταλάβω, χάνονται. Ξέρετε, εμένα με έμαθε η μάνα μου να μην κομπάζω, να μην κοκορεύομαι για τα καλά μου, τις επιτυχίες μου, τα προτερήματά μου. Είναι ελάττωμα λοιπόν για έναν άνθρωπο να αναφέρεται στα προτερήματά του. Είναι βεβαίως ίδιον της εποχής μας να αυτοδιαφημιζόμαστε για να πετύχουμε. Τι να πετύχουμε, ε; Πώς θα αποδειχτεί ο ένας πιο καλός από τον άλλον; Πώς θα φάει ο ένας τον άλλον, τελικά; Βασίζεται πολύ σ’ αυτό η κοινωνία μας. Να τη χαιρόμαστε. 

· Ποια ιστορική προσωπικότητα θαυμάζετε και γιατί; 

Τον Ρήγα Φεραίο. Γιατί το μυαλό του χώρεσε όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Την εποχή που άρχισαν να σχηματίζονται τα εθνικά κράτη αυτός μίλησε για ομοσπονδία κρατών, για συνεργασία και αλληλεγγύη και για συμμαχία των μικρών και αδύναμων κρατών σε μία εποχή που κυριαρχούσαν οι συμμαχίες των Μεγάλων Δυνάμεων. 

· Μετράτε μια διαδρομή 30 χρόνων στο θέατρο. Παρά ταύτα γίνατε γνωστός στο ευρύ κοινό μετά από 20 χρόνια από τη διαφήμιση του «ομορφάντρα»(ο γιατρός της πείνας). Σας ενοχλεί αυτό; Πώς διαχειρίζεστε γενικά την αναγνωρισιμότητα; 

Θαρρώ πως μαζί με τους υπόλοιπούς μου ρόλους, ναι, κι αυτόν τον αγαπώ πολύ. Όσο για την αναγνωρισιμότητα, έχει και τα καλά της, πέρα από τις δυσκολίες της. Είναι μέρος της δουλειάς μου. Τη διαχειρίζομαι δε κατά περίστασιν. Άλλοτε εκνευρίζομαι και άλλοτε μου αρέσει. 

· Με ποια κριτήρια κάνετε μια συνεργασία; 

Το έργο, ο ρόλος, τα χρήματα, πόσο τους αγαπάω ή με αγαπούν οι συνεργάτες μου, πόσο με σέβονται και με εμπνέουν, όλα αυτά και άλλα τόσα είναι τα κριτήρια και βέβαια με διαφορετική σειρά κάθε φορά. Υπερισχύει όμως κάτι που δεν έχει όνομα, είναι μια αίσθηση και μια προσωπική μου σχέση με το χρόνο. 

· Σε τι συνίσταται μια καλή ερμηνεία; 

Στην έλλειψη της βεβαιότητας γι’ αυτό που κάνεις. Και ως εκ τούτου και γι’ αυτό που είσαι. Ή της συνειδητοποίησης ότι αυτό που είσαι, δηλαδή αυτό που εσύ νομίζεις ότι είσαι είναι απολύτως αδιάφορο.
Εντάξει, απ’ αυτό θα αρχίσεις, αλλά πρέπει να ξέρεις πως ό,τι καλείσαι να κάνεις υπερβαίνει αυτό που είσαι.
Όταν νομίσεις πως το έχεις φτάσει, πέθανες.
Γιατί ποτέ δεν θα το φτάσεις. Είναι μια ήττα από τα αποδυτήρια, που λέμε. 
Η συνειδητοποίηση αυτής της ήττας είναι το ζητούμενο.
Έχει να κάνει σίγουρα με τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας.
Ο δυτικός άνθρωπος έχει ξεκοπεί απ’ αυτό. 

· Ποια υποκριτική μεθοδολογία (π.χ. Στανισλάφσκι ή κάτι προσωπικό) χρησιμοποιείτε για να δουλέψετε έναν ρόλο; 

Τη μέθοδο Μαυροματόφσκι… Οι μέθοδοι είναι μοντέλα που προσπαθούν να αναπαραστήσουν μια πραγματικότητα. Μέχρις ενός σημείου φτάνουν όμως. Ύστερα τι γίνεται; Η τέχνη όμως βρίσκεται εκεί, σ’ αυτό το ύστερα. Παίδεμα, αμφισβήτηση, επαναλήψεις, αγωνία για να ανακαλύψεις κάτι, ίσως τη χαρά. Συνεχής διαπραγμάτευση με το ανικανοποίητο, χαρά με τις μικρές χαρές, τάισμα στη φαντασία, χαλινάρια στη φαντασία, τόλμη και ταυτοχρόνως σύνεση, να παραδίνεσαι στο ένστικτο, να ελέγχεις το ένστικτο, τίποτα δε θα σου χαρίσει βεβαιότητα… Τι μέθοδος μου λέτε; Είναι πιο πολύπλοκα τα πράγματα. Οι μέθοδοι είναι σαν τις ιδεολογίες. Μοντέλα, χρήσιμα, αλλά μόνο για την εκκίνηση. Όπως η μίζα του αυτοκινήτου. Μετά… Δουλειά, υπομονή και αποδοχή. 

· Ποια η σχέση σας με το τρίπτυχο «Θέατρο-Σινεμά-Τηλεόραση»; 

Παλιά, αυτή ήταν η αξιολογική σειρά μου. Τώρα δεν ισχύει. Πουθενά δεν είναι ιδανικές οι συνθήκες. Είναι η δουλειά μου και τα τρία, είναι η τέχνη μου. Έχω επαγγελματική και καλλιτεχνική σχέση και με τα τρία και προσπαθώ να την υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα. Έχει μεγαλύτερη αξία να είσαι παρών και να προσπαθείς για μια καλύτερη καλλιτεχνική, ή επαγγελματική, ή ανθρώπινη, ή δεν ξέρω τι συνθήκη, εκεί όπου υπάρχει το σχετικό έλλειμμα, παρά να απουσιάζεις και να κριτικάρεις ή να ιδεολογικολογείς, ή να μεμψιμοιρείς.

· Ποιος πρέπει να είναι ο κοινωνικός ρόλος του σύγχρονου θεάτρου; 

Αυτός που ήταν από την αρχή, από την εποχή του αρχαίου δράματος. Πρακτική φιλοσοφία και ταυτόχρονα ψυχαγωγία. Αφορμή για αναστοχασμό αλλά και επαφή με το ωραίο. Η γέφυρα ανάμεσα στο πραγματικό και τη φαντασία. 

Το Θέατρο, και η Τέχνη γενικότερα, μας εκπαιδεύει στο να αντιλαμβανόμαστε την ομορφιά και τις μεγάλες αξίες της ζωής. Μέσα σ’ αυτόν τον ζόφο που ζούμε, μας βοηθάει πολύ αυτό στην προσπάθειά μας να επιστρέψουμε στα βασικά. Να αντιληφθούμε ότι εδώ κάτω είναι ωραία κι είναι κι άλλοι, πως δεν είμαστε οι μόνοι. Πως ζωή δεν είναι μόνο η δική μας η ζωή. Κατ’ αρχάς αυτό είναι ανακουφιστικό. Και κατά δεύτερον μας εφοδιάζει με το βασικό θετικό κίνητρο για να στηρίξουμε την οποιαδήποτε προσπάθειά μας για να διώξουμε τον ζόφο. 

· Πρόσφατα ολοκληρώσατε τις παραστάσεις του έργου «Τρεις αδερφές» στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Επιχειρήστε μια προβολή στο σήμερα των προβληματισμών που θέτει το έργο. 

Νομίζω ότι στην παράσταση που κάναμε δώσαμε κάπως την ευκαιρία στους θεατές να ταξιδέψει η ψυχή τους. Δεν πήραμε τους προβληματισμούς του έργου να τους φέρουμε στο σήμερα. Απλώς διαπιστώσαμε, για μια φορά ακόμη, πως ισχύουν και στο σήμερα. 

Η ψυχή μας δυστυχώς, έχει αλλάξει πάρα πολύ λίγο από την εποχή που ζούσαμε μες στις σπηλιές. 

· Το 2019 γίνατε «διεθνής» μέσω της πρωταγωνιστικής συμμετοχής σας στη γαλλική ταινία του Ρουανσάρ «Οι μεταφραστές», η οποία θα προβληθεί σύντομα στους κινηματογράφους. Περιγράψτε μου το χρονικό αυτής της συνεργασίας και την τιμή που αισθανθήκατε. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην προσέγγιση του ρόλου (ως προς τη γλώσσα ή κάτι άλλο); Ποιες διαφορές έχει μια ξένη ευρωπαϊκή παραγωγή όσον αφορά την καλλιτεχνική αρτιότητα και τον επαγγελματισμό εν συγκρίσει με μια ελληνική; 

Με βρήκαν από το γραφείο casting στο Παρίσι. Δεκέμβριος του 2016. Η ταινία «Ο Εχθρός μου» του Γ. Τσεμπερόπουλου είχε ήδη διακριθεί σ’ ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στο Παρίσι, οπότε υποθέτω πως με είχαν δει εκεί, διότι ζήτησαν το mail μου από την παραγωγό του «Ο Εχθρός μου», να μου στείλουν μια σκηνή. Τους την ετοίμασα, την έστειλα και μου απάντησαν ότι άρεσα πολύ στο σκηνοθέτη. Τον Απρίλιο του 2017 μου στέλνουν άλλη μια σκηνή, να τη μελετήσω και να πάω στο Παρίσι, για την τελική επιλογή. 

Γυρίσματα αρχίσαμε Γενάρη του 2017 κι έμεινα στο Παρίσι μέχρι και όλον τον Φλεβάρη. Μπορώ να σας πω πως, ακόμα και τώρα, δεν το πιστεύω ότι μου συνέβη όλο αυτό. Οι Γάλλοι κάνουνε τις ταινίες τους όπως κάνουμε κι εμείς τις δικές μας. Εντάξει έχουν πιο πολλά λεφτά, πιο προηγμένη τεχνογνωσία, και όλα αυτά. Όμως αυτό που εμένα πιο πολύ με εντυπωσίασε ήταν η ευγένεια και η γενναιοδωρία τους. Μου ανταπέδιδαν και το παραμικρό. Αφού κάποια στιγμή μου ήρθε η σκέψη ότι πίσω από το σκηνικό υπάρχουνε κρυμμένες κάμερες κι ότι «Οι Μεταφραστές» είναι απλώς η πρόφαση για μια άλλη ταινία, σαν το «Truman Show» ας πούμε, που ασχολείται με τις αντιδράσεις κάποιου ανόητου στα κολακευτικά σχόλια των συνεργατών του… 



· Με αφορμή την επίκαιρη ταινία «Ο Εχθρός μου» στην οποία πρωταγωνιστήσατε και η οποία θίγει τα ιδεολογικά και ψυχολογικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου, πόσο εύκολο είναι να είμαστε φιλελεύθεροι και “υπεράνω“ όταν το κακό χτυπά τη δική μας πόρτα; Ο εχθρός τελικά είναι γύρω μας ή μέσα μας; 

Και γύρω μας και μέσα μας. Και είναι το ίδιο δυνατοί και δύσκολοι αντίπαλοι. Αν τους υποτιμήσεις χάθηκες. Και δεν νικιούνται εφάπαξ. Ο αγώνας είναι συνεχής. 

Η εποχή μας βέβαια μας σπρώχνει να πριμοδοτούμε τελικά ό,τι πιο ευτελές, κενόδοξο και εγωιστικό υπάρχει μέσα μας για να πετύχουμε, για να τα καταφέρουμε. Και μάλιστα μας λέει πως μπορούμε όλα να τα καταφέρουμε, αν θέλουμε. Ποια όλα; Πού τελειώνει αυτό το όλα; Πού είναι το όριό του; Μήπως είναι ο άλλος; 

Γιατί η επόμενη κίνηση από την ανεξέλεγκτη υποταγή σ΄ αυτήν την «αξία» της εποχής μας, αυτό το ψεύτικο «όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε», δε μπορεί να είναι διαφορετική από την εξόντωση του άλλου. Είναι όμως κοινωνία αυτή, ή ζούγκλα; Αφήστε που και οι ίδιοι εξοντώνουμε τους εαυτούς μας με τον τρόπο αυτό. 

Δε μπορώ να ζήσω εγώ, αν δε μπορεί να ζει, με στοιχειώδη αξιοπρέπεια και ασφάλεια, κι ο πιο αδύνατος, ο γέρος, ο φτωχός, οι άρρωστοι, οι άνεργοι, τα παιδιά. Διότι δεν μπορώ να ζήσω μες στα πτώματα. Και διότι και εγώ θα γίνω αδύνατος μια μέρα. Η ζωή περνά και η ισχύς, η δύναμη, είναι μια μεταβλητή που φθίνει. Μόνο η αγάπη και η αλληλεγγύη μας οπλίζουν για να αντιμετωπίσουμε τον φόβο του θανάτου, τη φθορά. 

· Πώς βιώνετε τον εγκλεισμό στο σπίτι μαζί με την αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες και στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή λόγω του κορωνοϊού; Λέγεται ότι ο Σαίξπηρ έγραψε τον «Βασιλιά Ληρ» ενώ βρισκόταν σε καραντίνα λόγω της πανούκλας. Μπορεί αυτή η ζοφερή συγκυρία να αποτελέσει ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσουμε τα ουσιώδη της ζωής, αξίες, συμπεριφορές και να γίνουμε πιο αλληλέγγυοι και λιγότερο ατομικιστές; 

Ναι, στα διαλείμματα από τα χαρτιά υγείας και τα αντισηπτικά, τη διαδικτυακή μας φαντασίωση και την τρομοκρατία που μας επιβάλλουν οι πολιτικοί κι οι δημοσιογράφοι, ας κάνουμε κι αυτό. Ας προσπαθήσουμε να μείνει ζωντανό το σώμα μας, το πνεύμα μας και η ψυχή μας. Δύσκολο. Κάτι μπορεί να μείνει όμως. Είχαμε ξεχάσει ότι είμαστε θνητοί και η πανδημία μας το θύμισε. Συμπεριφερόμασταν ως αθάνατοι. Λοιπόν είναι ευκαιρία να ξανακάνουμε «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Πάντως είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα και όχι μόνο απ’ ευθείας λόγω του ιού, μα με αφορμή και πρόφαση την πανδημία. Αποφάσεις παίρνονται παρακάμπτοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες, τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα έχουν τεθεί ήδη υπό αμφισβήτηση, η Ευρωπαϊκή συνθήκη ψυχορραγεί. Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά γιατί νομίζω πως το μέλλον θα έχει εξελίξεις. Παγκοσμίως. 

· Υπάρχουν ήρωες σήμερα; Αν ναι, ποιοι είναι και γιατί; 

Οι νοσηλευτές, και οι υπάλληλοι των super market, και όλοι αυτοί που κινδυνεύουν για να μην πεθάνουμε οι υπόλοιποι. Εθελοντισμός, ηρωισμός, ατομική ευθύνη… Το αφήγημα μιας εξουσίας που δουλεύει, ως και τώρα, για να μη χαθεί, προς χάριν του κοινού καλού, ούτε μισό ευρώ από τις τσέπες των πλουσίων. 

· Αν η ζωή ήταν ταινία ή θεατρικό έργο ποιον τίτλο θα της δίνατε; 

La vita e bella (η ζωή είναι ωραία)…




Change | Live session at Jafar Studio - Victor Marc (youtube,2020)

.............................................................

Change | Live session at Jafar Studio Victor Marc


Live session of Victor Marc new song "Change" played alone with different looped instruments, such as guitar and piano, in a chill electronic aerial music.



"Τα ερωτηματικά πρέπει να απαντώνται..." από τον φίλο στο fb Ilias Malevitis (facebook, 30.4.2020)

.............................................................

Τα ερωτηματικά πρέπει να απαντώνται...





από τον φίλο στο fb Ilias Malevitis (facebook, 30.4.2020)




«Τα ερωτηματικά πρέπει να απαντώνται με την κατά το δυνατόν υψηλότερη σαφήνεια, οι σκιές να ξεδιαλύνονται, η εμπιστοσύνη και η προσήλωση στην αλήθεια είναι οι σημαντικότεροι παράμετροι», είπε ο κ. Τσιόδρας χθες στην ενημέρωση του Υπουργείου Υγείας, και στη συνέχεια μιλώντας για τους λόγους που οδήγησαν στο άνοιγμα των σχολείων, ανέφερε ανάμεσα σε άλλα «ότι σύμφωνα με τα νεώτερα δεδομένα και την τελευταία εκτίμηση κινδύνου του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης Νόσων (το ευρωπαϊκό CDC)... αναφέρονται τα εξής σχετικά με τη νέα νόσο και τα παιδιά... (5ο) μετάδοση από παιδί σε ενήλικα φαίνεται να είναι ασυνήθιστη...». Κατανοητό! Όντως η επιστήμη (και δη η ιατρική) δεν έχει θέσφατα και προχωρεί, εργάζεται και προσαρμόζει την εκάστοτε πορεία της σύμφωνα με τα εμπειρικά δεδομένα, το πείραμα, την παρατήρηση και την έρευνα, τις στατιστικές αποτυπώσεις, έρευνες και μελέτες. Και αναλόγως μπορεί να αλλάζει ή να μεταβάλλει αρχικές εκτιμήσεις ή διαπιστώσεις. Ούτως εχόντων των πραγμάτων λοιπόν, και ενόσω μέχρι σήμερα ακούγαμε τόσο από επιστημονικά, όσο και από πρωθυπουργικά ή καλλιτεχνικά (μέσω διαφημίσεων) χείλη ότι πάση θυσία πρέπει να αποφεύγεται η επαφή των παιδιών με τους παππούδες τους, αναρωτιέμαι γιατί λοιπόν (εν όψει των νέων δεδομένων, βάσει των οποίων ανοίγουν και τα σχολεία!) δεν αλλάζει αυτή η σύσταση ώστε και –τουλάχιστον ψυχικά–οι ‘ηλικιωμένοι’ παππούδες και γιαγιάδες να ανορθωθούν και να μην νιώθουν τόσο μα τόσο εκτοπισμένοι κάθε ζωντανής και ζωογόνου επαφής; Εδώ εμένα μ’ ενοχλεί να ακούω κάθε μέρα «οι ηλικιωμένοι» κι «οι ηλικιωμένοι» και να διευκρινίζεται: άνω των 70...
Σε σχέση με τις παλινωδίες περί την μάσκα (ιατρική, χειρουργική, υφασμάτινη, πάνινη, χάρτινη, δενξερωτιάλλο), τις χρήσεις της και τα πρόστιμα για τη μη-χρήση της, αναρωτιέμαι γιατί δεν ήταν αναγκαία μέχρι χτες στα σούπερ μάρκετ ενώ θα είναι επιβεβλημένη από αύριο. Γιατί είναι υποχρεωτική στα μέσα συγκοινωνίας αλλά προαιρετική στα σχολικά λεωφορεία και τις τάξεις; (την ίδια στιγμή που στο σχολείο τα παιδιά θα έχουν διαφορετικά διαλείμματα, όπως ανακοινώθηκε). Η δημιουργική ασάφεια είναι τόσο αμασκάρευτα σαφής, όπως και η προβλεπόμενη εκτίναξη των πωλήσεων των μασκών αλλά και των κρατικών εισπράξεων από τα πρόστιμα.
Από την άλλη, αναρωτιέται κανείς (τελείως καλοπροαίρετα και βάσιμα!) ποιος ο λόγος του ανοίγματος των σχολείων ουσιαστικά μόνον για δύο διδακτικές εβδομάδες (αν αναλογιστεί κανείς το προτεινόμενο εκ περιτροπής πρόγραμμα εναλλασσόμενων ημερών 3/2, με τα μισά τμήματα, για 4 ονομαστικά εβδομάδες), και αυτές κουτσουρεμένες τουλάχιστον κατά το ήμισυ του παραγόμενου διδακτικού έργου, καθώς δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν ούτε όλα τα διδακτικά αντικείμενα ούτε οι διδακτικές ώρες (εκεί που κάθε εκπαιδευτικός είχε ένα πενθήμερο πρόγραμμα διδασκαλίας που περιλάμβανε όλα τα τμήματα του σχολείου, τώρα θα έχει ένα τριήμερο, επαναλαμβανόμενο κάθε δεύτερη μέρα πρόγραμμα ώστε να διδάξει το ίδιο μάθημα και αντικείμενο στο άλλο μισό των ίδιων τμημάτων). Επιπλέον, ας συμπληρώσω, και σε (σαφώς υπονοούμενη) προαιρετική βάση, λόγω του δικαιώματος δικαιολογημένων απουσιών κάποιων μαθητών, εκ μέρους της οικογένειας. Ειλικρινά, θα ήθελα να μάθω τον στόχο και την επιδίωξη μιας τέτοιας επανεκκίνησης των σχολείων, από τη στιγμή που, στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ούτε κάλυψη ουσιαστικά περαιτέρω της διδακτικής ύλης θα γίνει, ούτε διαγωνίσματα, ούτε εξετάσεις προαγωγικές. Ομολογώ πως η επίκληση στην επιστροφή στην όποια (νέα, μερικής, άλλη κλπ.) κανονικότητα, με τέτοιους όρους, μόνο ως παραπειστική επίφαση μου φαντάζει.
Δεν θα ολοκληρώσω τον κατάλογο των αποριών και των αμφιβολιών μου, απλά θα καταθέσω μια τελευταία ερώτηση για μια –τελείως αναιτιολόγητη κατ’ εμέ– απόφαση: αφού επανεκκινούν τόσες και τόσες δραστηριότητες, γιατί δεν ανοίγουν οι βιβλιοθήκες; Τι αξεπέραστο πρόβλημα θα δημιουργούσε το άνοιγμα των βιβλιοθηκών, για τους ελάχιστους έστω χρήστες της οι οποίοι την προαγωγή κι εμβάθυνση της γνώσης και της έρευνας επιδιώκουν με την παρουσία τους εκεί;
Έγραφε ένα γιατρός τις προάλλες πως «όσο η “επιστήμη” πείθει για την αξιοπιστία, την ηθική και την αποτελεσματικότητά της και οι λειτουργοί της φαντάζουν “ήρωες”, η κοινή γνώμη ανέχεται την πατερναλιστική στάση του κράτους και τον προληπτικό περιορισμό των με αίμα κερδισμένων ελευθεριών της». Φοβάμαι όπως πως όσο η επιστημονική συμβολή δεν καταφέρνει να παραμένει πειστική και αξιόπιστη αλλά συμπαρατάσσεται με την πολιτική στόχευση, τόσο θα υπονομεύεται και θα υποσκάπτεται. Και όσο η πολιτική βούληση και οι αποφάσεις δεν έχουν ξεκάθαρες, ορθολογικές, τεκμηριωμένες και στοχευμένες στην (οικονομική, ψυχική κλπ.) ανόρθωση της κοινωνίας –μετά από τέτοια πρωτοφανή μέτρα– επιδιώξεις, αφήνοντας ασάφειες, σκιές, υποψίες και συγχύσεις, θα περιπίπτει σε σταθερή, έστω και σαν υπόκωφο μουρμουρητό, ανυποληψία, παρά τους τόνους λεκτικού θυμιάματος μεταξύ των μελών της κυβέρνησης.
Και δυστυχώς με έναν Τύπο, που στην πλειονότητά του δεν θέλει να κρίνει και να ελέγχει την εξουσία, η αναγκαία αντιπολιτευτική κριτική θα παίρνει άλλες ατραπούς και θα διαχέεται σε άλλα κανάλια.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

"Τα Πλοία" πεζό ποίημα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη (1863-1933) (από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)

.............................................................






Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863 - 1933)


Τα Πλοία

Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ' όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ' όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ' όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ' αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού.

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

"Στον κόσμο του Τραμπ, του Τζόνσον, του Σόιμπλε" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 28.4.2020)

.............................................................


Στον κόσμο του Τραμπ, του Τζόνσον, του Σόιμπλε



έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 28.4.2020)



Παρότι πέρασαν τέσσερις μήνες από τις 31 Δεκεμβρίου, οπότε Κινέζοι αξιωματούχοι ενημέρωσαν τον ΠΟΥ για την εμφάνιση μιας «μυστηριώδους πνευμονίας» στη Γουχάν, τα μυστήρια παραμένουν πολλά. Ο υπεύθυνος ιός εντοπίστηκε βέβαια, εντούτοις εξαιρετικά κρίσιμες πτυχές της δράσης του παραμένουν αφώτιστες.

Για την αμυντική αρματωσιά μας, που εμποδίζει την προσβολή μας από τον ιό, τα πράγματα αποσαφηνίστηκαν νωρίς: ατομική καθαριότητα - κοινωνική απόσταση. Περίπου δηλαδή ό,τι συστηνόταν επί λοιμωδών νόσων ραγδαίας εξάπλωσης και σε καιρούς με πολύ λιγότερα επιστημονικά εφόδια. Αντίθετα, ελάχιστα είναι σίγουρα για τον επιθετικό εξοπλισμό μας: για τα φάρμακα που θα μας βοηθήσουν να νικήσουμε τον ιό και όχι απλώς να περιορίσουμε τις απώλειες. Για ορισμένους τρανούς ηγέτες υπάρχει «ανεκτό επίπεδο θανάτων», αν κρίνουμε από το «σχεδόν πετύχαμε» του Μπόρις Τζόνσον, με 21.000 νεκρούς, και από την κυνική ευκολία με την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε «πολύ καλή δουλειά» το ενδεχόμενο να μην ξεπεράσουν οι θάνατοι στις ΗΠΑ τις 100-200 χιλιάδες. Για τους θνήσκοντες όμως και τους δικούς τους, ισχύει άλλη γλώσσα, όχι το ψυχρό ιδιόλεκτο των πολιτικών υπολογισμών, αμοραλιστικά συνοψισμένων στο δόγμα Σόιμπλε: «Δεν είναι απόλυτα ορθό ότι όλα υποχωρούν μπροστά στην προστασία της ζωής».


Τέλη Απριλίου πια, οι λοιμωξιολόγοι γνωρίζουν σαφώς περισσότερα απ’ ό,τι οι αιφνιδιασμένοι συνάδελφοί τους στην Κίνα ή στην Ιταλία τον πρώτο καιρό. Συνεχίζουν ωστόσο να αυτοσχεδιάζουν όσον αφορά τη θεραπεία και να εμπλουτίζουν τον κατάλογο των συμπτωμάτων. Συνεχίζουν επίσης να δηλώνουν την αδυναμία τους να απαντήσουν σε ερωτήματα που εκκρεμούν επί μήνες (για την επίδραση της θερμοκρασίας λ.χ.) ή να υποδείξουν την πλέον πρόσφορη ημερομηνία εξόδου από την καραντίνα. Παντού, και στην Ελλάδα, οι επισπεύδοντες είναι οι πολιτικοί, όχι οι γιατροί. Το άγχος των γιατρών σχετίζεται με το πλήθος των προσυμπτωματικών και των ασυμπτωματικών, και με τη μικρή εμπιστοσύνη τους στα τεστ αντισωμάτων. Το δημόσιο άγχος των πολιτικών συνδέεται με τον κλονισμό της οικονομίας, το δε ιδιωτικό με τη φθορά της εικόνας τους.

Στην Ελλάδα συμμορφωθήκαμε σε μια ασφυκτικά κλειστή άνοιξη, πρωτίστως από φόβο. Αν ο ιός μάς φόβιζε, οι ελλείψεις του ταλαιπωρημένου ΕΣΥ μάς τρόμαζαν. Και συνεχίζουν να μας τρομάζουν, γιατί, καταπώς φαίνεται, σε πιθανό δεύτερο κύμα, πάλι με λειψό προσωπικό θα δοθεί η μάχη. Και πάλι στο υποτιμητικά αμειβόμενο αυτοθυσιαστικό πνεύμα του θα στηριχτούμε.

"Ο ιός και ο ιαματικός μηχανισμός του χιούμορ" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 26.4.2020)

..............................................................


Ο ιός και ο ιαματικός μηχανισμός του χιούμορ

Η Σαντορίνη του Λυκούργου Κογεβίνα (1887-1940), από την έκθεση (Μουσείο Μπενάκη, Οκτώβριος - Νοέμβριος 2019) «Το τοπίο της Σαντορίνης στην ελληνική ζωγραφική του εικοστού αιώνα: Η συλλογή του Δημήτρη Τσίτουρα»
                    έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 26.4.2020)

Σοφός ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη, στο ποίημα «Ενας γέροντας στην ακροποταμιά», συγκεφαλαιώνει την κοινή ανθρώπινη εμπειρία: «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε». Είμαστε άνθρωποι και για να γελάμε – ή επειδή γελάμε, επειδή έχουμε την εξαιρετική ικανότητα του γέλιου, που διασκεδάζει ακόμα και τον βαρύ πόνο. Από τα υπόλοιπα πλάσματα του πλανήτη μάς διαφοροποιεί η δυνατότητα του έναρθρου λόγου, αλλά και το χαμόγελο, το γέλιο. Το συνειδητοποιούμε όποτε προσπαθούμε να διαβάσουμε την αρχή έστω ενός μειδιάματος στη μουρίτσα του κατοικιδίου μας, κυρίως του σκύλου, για να σιγουρευτούμε ότι είμαστε εντάξει στις υποχρεώσεις μας απέναντί του. Μάταια. Και χορτασμένο βόλτες και λιχουδιές να είναι, το βλέμμα του μοιάζει πάντα παραπονεμένο.


Τυπικά, η καραντίνα, η υποχρεωτική λογοκρισία του χαδιού και του φιλιού –ακόμα κι αν είναι να φιλήσεις το παιδί σου ή τον αδερφό σου που ζει σε παραδιπλανό σπίτι–, η αιφνίδια απαγόρευση της ενσώματης, διά ζώσης επικοινωνίας με δικούς και ξένους, εκείνης που κάνει στ’ αλήθεια κοινωνία την κοινωνία, είναι περίοδος πρόσφορη για κατάθλιψη, όχι για γέλιο. Δεν χρειάζεται να το πουν οι ειδικοί. Η εμπειρία του καθενός είναι ομιλητικότατη. Κι όμως, στον κόσμο, μόνο ο κόσμος μπορεί να μας κρατήσει, οι άλλοι άνθρωποι. Στην ηλεκτρονική εποχή μας, κι αφού δεν γίνεται αλλιώς, ο κόσμος θα είναι ψηφιακός, εικονικός. Φασματικός, αλλά τελικά υλικός. Και επειδή το χιούμορ γίνεται χιούμορ μόνο αν μεταδίδεται, αν το μοιράζονται πολλοί, το Διαδίκτυο αναλαμβάνει τον ρόλο του διανομέα. Και σε χρόνο ακαριαίο, μεταφέρει παντού μια ωραία ατομική έμπνευση, ένα αντικορωναϊκό καλαμπούρι, λεκτικό ή εικονογραφικό, και το καθιστά κοινό αντιστρεσογόνο κτήμα. Στη Σλοβενία μάλιστα, το Εθνογραφικό Μουσείο αποφάσισε να συλλέξει τα ανέκδοτα περί πανδημίας και να εκδώσει ένα «εγχειρίδιο αισιοδοξίας», που θα μπορούσε να διανέμεται και από τα φαρμακεία, σαν αγχολυτικό.


Στην ιαματική ιδιότητα του χιούμορ προσφύγαμε και στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Αφθονα τότε τα σαρκαστικά ανέκδοτα, ομοιοπαθητικής λογικής, ήταν μια κάποια ασπίδα. Θυμίζω ένα-δυο: «Πέρασα κατάθλιψη. Με άριστα». Και: «Αναπολώ την εποχή που χρωστούσαμε μόνο μαθήματα». Τα παραδοσιακού τύπου κορωνολογικά ανέκδοτα, που βασίζονται αποκλειστικά στις λέξεις, είναι πολύ λίγα, ορισμένα δε επινοούν νέους άθλους του Τσακ Νόρις, π.χ. «Ο Τσακ Νόρις γνωρίζει τον ασθενή μηδέν». Αντίθετα, είναι πάρα πολλές οι εικονογραφημένες ατάκες, που αναπαράγουν τη στρατηγική της οικείας μας γελοιογραφίας. Ενα ανέκδοτο το μεταδίδεις λέγοντάς το. Τα μιμίδια και τα ξαδερφάκια τους δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τον κόσμο της προφορικότητας. Είναι πλάσματα του Διαδικτύου. Σου τα στέλνουν ηλεκτρονικά οι φίλοι κι εσύ προσθέτεις μερικούς κρίκους στην αλυσίδα της μετάδοσης.

Τα χιουμοριστικά αντιιικά έχουν παραχθεί σε ευδιάκριτες ομάδες. Πολύ νωρίς εμφανίστηκαν όσα έπαιζαν με τις οδηγίες των λοιμωξιολόγων συνταγμένες σε κάποιο ιδίωμα, κρητικό, ρουμελιώτικο, μακεδονικό, γκρεκάνικο. Οταν μπήκαμε σε καραντίνα, οι παιγνιώδεις αναρτήσεις είχαν ήρωά τους το άλλοθι εξόδου: τον σκύλο αλλά και το ψαράκι, το καναρίνι, τη χελώνα. Η 25η Μαρτίου έδωσε καλές εμπνεύσεις, όπως και η Μεγαλοβδομάδα, ανέκαθεν πλούσια πηγή για τους σκιτσογράφους. Προσθετέα τα μελλοντολογικά (ο Σπύρος Παπαδόπουλος συνεχίζει να πλένει σχολαστικά τα χέρια του αλλά με λευκά μαλλιά), καθώς και τα 4-5 κορωνολογικά τραγουδάκια. Εχω γελάσει πολύ με πολλά απ’ αυτά τα ψηφιακά μονόπρακτα. Με ένα πάντως μου κόπηκε η χολή: στον λογότυπο της εκστρατείας «Μένουμε σπίτι», το σπίτι δεν έχει καμία πόρτα, ψηλά στο κέντρο σχηματίζεται ένας σταυρός, ενώ τα δέντρα δεξιά κι αριστερά είναι κυπαρίσσια.

Την ανάγκη πάντως να παραμείνει στον πραγματικό κόσμο ο άνθρωπος που πονάει και πενθεί, να μην απορροφηθεί από τη λύπη, όποια κι αν είναι η αιτία της, την αναδεικνύουν έξοχα και ορισμένες από τις ποιητικά υψηλότερες παραλλαγές ενός δημοτικού τραγουδιού, πανελλαδικής εξάπλωσης, που είναι γνωστό με τον συμβατικό τίτλο «Το Μοιρολόι της Παναγιάς» ή «Θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής». «Ξένη κι έρημη κι απελπισμένη» από τη σταύρωση του γιου της, η Παναγία «ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό για να γκρεμίσει». Παρηγορητής της στέκεται ο ίδιος ο Εσταυρωμένος, σαν γιος του ανθρώπου μάλλον παρά σαν Υιός του Θεού: «Μάνα μου σα σφαείς εσύ, σφάζετ’ ούλος ο κόσμος, / σφάζονται οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες, / σφάζονται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς των άντρες. / Να πάρεις την υπομονή για να την εύρ’ ο κόσμος» (αντλώ τους στίχους, τραγουδισμένους το 1975 στη νέα «Κάτω Παναγιά» Κυλλήνης από γυναίκα με καταγωγή από την Κάτω Παναγιά Τσεσμέ Σμύρνης, από το βιβλίο της Ελένης Ψυχογιού «“Μαυρηγή” και Ελένη: Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα», Ακαδημία Αθηνών, 2008).

Για να τραβήξει τη μάνα του από τον βυθό που την απειλεί, ο Χριστός οργανώνει ο ίδιος τον νου της και δίνει σχήμα στα συναισθήματά της. Της αναθέτει λοιπόν τελετουργικά καθήκοντα, περίπου με τον ίδιο τρόπο που η κοινωνία, προσωποποιημένη στους συγγενείς και τους γείτονες, αναθέτει στους χαροκαμένους, αντέχουν-δεν αντέχουν, το καθήκον της συμμετοχής στην τελετουργική «παρηγοριά», για να επιστρέψουν στον κόσμο και να κρατηθούν, έστω τρώγοντας δυο μπουκιές ψωμί, που λογίζεται σαν υποχρεωτικά εδώδιμη εικόνα της ψυχής του νεκρού: «Αντε, μάνα, στο σπίτι μας και στρώσε το τραπέζι. / Και βάλε και πικρές ελιές να φαν οι πικραμένες, / και βάλε και γλυκό κρασί να πιουν οι κουρασμένες». Αυτός ο κόσμος των ανθρώπων: το γλυκό και το πικρό αχώριστα ενωμένα.

Υπάκουη η Παναγία, στρώνει το ταπεινό τραπέζι ακριβώς κατά την υπόδειξη του θνήσκοντος Ιησού. Περνάει όμως από κει η αγία Καλή ή η αγία Ελένη, ανάλογα με την παραλλαγή, και πετάει τον πικρόχολο λόγο της με τη μορφή λοίδορου ερωτήματος: «Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;». Η Παναγία, Θεοτόκος αλλά όχι θεά, αντιδρά κατά τον ανθρώπινο κώδικα: πληγώνεται βαριά και αντιθέτει την κατάρα στη μομφή. Αν στην αρχή του μοιρολογιού καταριέται τον χαλκιά/Φαραώ/γύφτο να μη στεριώνει πουθενά, επειδή έφτιαξε τα πέντε καρφιά της σταύρωσης (η εμπλοκή Τσιγγάνων πάντως δεν απορρέει ούτε από τα κανονικά Ευαγγέλια ούτε από τα απόκρυφα, μάλλον είναι το αποτύπωμα της παμπάλαιης προκατάληψης εναντίον τους), στο τέλος του καταριέται την αγία Καλή («Αντε και συ, άγια Καλή, άγια να μη λογάσαι, / ούτε παπάς στην πόρτα σου ούτε να λειτουργάσαι») ή την αγία Ελένη: «Ελένη να λογιάζεσαι, Ελένη να λογιέσαι, / και ούδε να δοξάζεσαι ουδέ να προσκυνιέσαι». Προσκυνιέται βέβαια η αγία Ελένη, αλλά ποτέ μόνη της. Τιμάται σε ναούς που τους μοιράζεται πάντα με τον γιο της, τον Κωνσταντίνο.

"Ten Grand Goldie" - Einstürzende Neubauten (Music video from the 2020 album "Alles in Allem"/youtube).

.............................................................


Ten Grand Goldie Einstürzende Neubauten (official video)

Music video from the 2020 album "Alles in Allem".




"Διώξτε τους καταστροφείς του πολιτισμού" Ανοιχτή επιστολή του Matthias Langhoffστον Νικολά Ρουαγιέ, διευθυντή της κρατικής σκηνής / Χώρου Τεχνών του Σαλόν-σιρ-Σον. - Από τον φίλο στο fb Νίκο Χατζόπουλο (facebook, 28.4.2020)

.............................................................



"Διώξτε τους καταστροφείς του πολιτισμού"





του Matthias Langhoff




Ανοιχτή επιστολή στον Νικολά Ρουαγιέ, διευθυντή της κρατικής σκηνής / Χώρου Τεχνών του Σαλόν-σιρ-Σον.

«Αλλάξτε τον κόσμο, το χρειάζεται.» (Μπρεχτ)
«Έλα στ’ ανοιχτά!» (Χέλντερλιν) 

Αγαπητέ Νικό,
Όταν τον Φεβρουάριο μου έδειξες την καινούρια σου «εστία», τον Χώρο Τεχνών στο Σαλόν-σιρ-Σον, ένα από τα τελευταία «Σπίτια του Πολιτισμού» που ανεγέρθηκαν ακολουθώντας τον σχεδιασμό του Μαλρώ –ήσουν περήφανος για την επιτυχία των ανακαινίσεων, τις πολλές σκηνές, τους άλλους χώρους υποδοχής του κοινού, τις αίθουσες εκθέσεων– σε ρώτησα αν είχες εξίσου αρκετά χρήματα για να ζωντανέψεις αυτό το σπίτι. «Φυσικά και όχι», μου απάντησες μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο. Ένιωσα τον θυμό να φουντώνει μέσα μου. Το πτώμα του Μαλρώ θάφτηκε στο Πάνθεον, και μαζί του θάφτηκε, απ’ ό,τι φαίνεται, η μεγάλη του ιδέα: μια πολιτιστική ζωή για όλους. Ο Μαλρώ δε φοβόταν την ιδέα μιας "πολιτιστικής πολιτικής" και την έβλεπε μάλιστα, με τη στήριξη του ντε Γκωλ, ως ένα από τα κεντρικά καθήκοντα μιας γαλλικής κυβέρνησης. Το "Σπίτι του Πολιτισμού" του Σαλόν-Σιρ-Σον –το οποίο στην πραγματικότητα είχε σχεδιαστεί για την Ντιζόν, αλλά δεν έλαβε ποτέ την έγκριση του δημάρχου της Ντιζόν, εκκλησιαστικού επιτρόπου και εφευρέτη απεριτίφ Φελίξ Κιρ, ο οποίος το είδε ως "κομμουνιστική ιδέα"– είναι ένα καλό παράδειγμα για να κρίνουμε την τρέχουσα πολιτιστική πολιτική που δεν έχει τίποτα κοινό με την κληρονομιά του Mαλρώ. Γιατί όσοι έχουν επιφορτιστεί σήμερα να διαχειριστούν τη συνέχεια αυτής της κληρονομιάς, την περιφρονούν. Η πολιτική που εφαρμόζουμε σήμερα, χωρίς συνείδηση και βασισμένοι μόνο σε οικονομικές επιταγές, οδηγεί και σε μια αντι-πολιτισμική πολιτική. Η γενναιόδωρη ανακαίνιση του κτηρίου είναι, εν προκειμένω, επιτυχημένη, κάτι που δεν συμβαίνει τόσο συχνά. Αυτό αυξάνει την αξία του ακινήτου για τον ιδιοκτήτη του, ανεξάρτητα από τα έσοδα που συνδέονται με τη χρήση του. Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης προσδοκά τα έσοδα αυτά να είναι όσο το δυνατόν υψηλότερα για να μειωθεί το κόστος παραγωγής. Αυτός είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που ονομάζεται "καλλιτεχνική ελευθερία": βασίζεται στο δεδομένο ότι η κάνουλα μπορεί και να κλείσει οριστικά. Για το σημερινό γαλλικό κράτος, η πολιτιστική πολιτική είναι θέμα sponsoring, όχι ζωτική αρτηρία για το Έθνος και τον πληθυσμό του.
[…]
Και να που ο τόσο ασυλλόγιστος τρόπος που παράγουμε και καταναλώνουμε, καθώς και αυτή η δημοκρατία που δεν είναι παρά μόνο υποχρέωση υλικού πλουτισμού, μας έκαναν δώρο τον ΚΟΡΩΝΟΪΟ COVID-19, τις συνέπειες του οποίου δεν μπορούμε ακόμη να αξιολογήσουμε, αλλά θα είναι τεράστιες. Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι, μετά την κρίση, θα έρθει μια μεγάλη ανασυγκρότηση, με μάσκες στο πρόσωπο –η μπούρκα μπορεί να καυχηθεί ότι υπήρξε πρωτοπόρος– που θα τακτοποιήσει τα πάντα και μάλιστα καλύτερα από πριν. Είμαι από αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι ένας ριζικός μετασχηματισμός της ζωής μας είναι απαραίτητος για να βγούμε από αυτήν την άθλια κατάσταση μακροπρόθεσμα. Ο καπιταλισμός στη φιλελεύθερη μορφή του έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Δεν θα συμβεί το ίδιο με την εξαφάνιση του καπιταλισμού· αυτός δεν πεθαίνει παρά από μόνος του, θα λέγαμε από φυσικό θάνατο. Δικαιοσύνη, κέρδος, ηθική, πρόοδος, πολιτισμός: έννοιες που θα πρέπει να αξιολογήσουμε και να χειριστούμε με νέο τρόπο.
Όσον αφορά το θέατρο, πιστεύω πως δεν είμαι υπερβολικά απαισιόδοξος λέγοντας ότι οι σκηνές δεν θα είναι προσβάσιμες στο ευρύ κοινό πριν το τέλος αυτή της χρονιάς. Εάν γίνονταν προσβάσιμες (άραγε για πόσους θεατές και σε ποια απόσταση μεταξύ τους), αυτό το άνοιγμα θα έπρεπε να δικαιολογείται και οικονομικά. Τίθεται επίσης το ερώτημα ποιος θα πηγαίνει ακόμα θέατρο, αν αυτό ενέχει κινδύνους για την υγεία. Η εξαφάνιση αυτού που το κράτος αποκαλούσε κάποτε «χώρο του ζωντανού θεάματος» σημαίνει οικονομική καταστροφή για έναν τερατώδη αριθμό ανθρώπων και για πολύν καιρό. Δε μιλάω μόνο για τους καλλιτέχνες, αλλά και για τους τεχνικούς, τους κατασκευαστές σκηνικών, τις μοδίστρες, το προσωπικό καθαρισμού και πολλούς άλλους. Επειδή, εδώ, όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι είναι, κατά συντριπτική πλειοψηφία, αυτοαπασχολούμενοι ή εποχιακοί εργαζόμενοι, δεν είναι συνδικαλισμένοι και δεν έχουν δίχτυ ασφαλείας.
Ωστόσο, υπάρχει σ’ αυτήν την κρίση –που ακόμα αποκαλούμε «κρίση του κορωνοϊού» αντί να την ονομάζουμε κρίση του συστήματος– μια ευκαιρία. Το ότι δεν μπορούν να υπάρξουν δημόσιες παραστάσεις δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε στους χώρους των παραστάσεων – το μόνο πράγμα που αντιτίθεται σε αυτό, για την πολιτιστική βιομηχανία, είναι ο ιός AΠΚ (Αγορά-Πώληση-Κέρδος).
Λέγεται ότι όλα τα μέτρα που λαμβάνονται σήμερα αφορούν κυρίως την προστασία των ηλικιωμένων, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, επειδή απειλούνται περισσότερο από τον ιό. Είναι γελοίο, αλλά συμβαίνει το αντίθετο: εμείς οι ηλικιωμένοι θα επηρεαστούμε λιγότερο από τις συνέπειες της κρίσης. Εμείς, εγώ για παράδειγμα, ζούμε με μικρές συντάξεις και έχουμε αποκλειστεί από την παραγωγική διαδικασία εδώ και καιρό. Γι' αυτό αισθάνομαι ότι είναι καθήκον μου να δίνω συμβουλές. Σήμερα οι καλλιτέχνες που διευθύνουν τα θέατρα δεν είναι πλέον πολιτικοί, αλλά ιδιοκτήτες ορισμένου χρόνου, οπότε οι συνταξιούχοι μπορούν, νομίζω, να συμπεριφέρονται ξανά ως πολιτικοί. Το να εκνευρίζουν όλον τον κόσμο με τα λόγια τους είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να κάνουν. Αλλά φτάνουν οι δικαιολογίες. Γράφω για να ζητήσω από το κράτος ένα πρόγραμμα στήριξης εκτάκτου ανάγκης έως το τέλος της σεζόν 2020-21, με άμεση εφαρμογή και συγκεκριμένους όρους. Δηλαδή ένα πρόγραμμα που να βασίζεται στην επιδοτούμενη, ή ακόμα και στην ολοκληρωτικά πληρωμένη από το κράτος, πολιτιστική εργασία, και όχι στην πώληση της.
Όταν, πιο κάτω, μιλώ για θέατρο, γνωρίζω καλά ότι αυτές οι σκέψεις αφορούν όλες τις τέχνες που συμπεριλαμβάνονται στον όρο "ζωντανό θέαμα", αλλά επίσης και τους συγγραφείς, τους ποιητές κτλ. Λέω θέατρο γιατί αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι ο χώρος εργασίας μου. Αυτό το πρόγραμμα στήριξης εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να χρηματοδοτήσει «δοκιμές» (Versuche), δηλαδή πειραματισμούς, για να ενθαρρύνει τη θεατρική τέχνη να αναπτύξει μια άλλη σχέση με το κοινό και το περιβάλλον της. Αναφέρομαι σε απόπειρες χρήσης του θεάτρου για την επιστημονική έρευνα, ή για την κοινωνική δράση. Για παράδειγμα, να παίζουμε αρχαία τραγωδία ενώ μαγειρεύουμε ένα γεύμα για άπορους, μαζί με το συνεπακόλουθο μοίρασμα του φαγητού. Όλο αυτό θα μπορούσε να κινηματογραφηθεί ως συμβολή στη μαγειρική τέχνη. Ίσως ακόμα, δεν θα μπορούσαν και οι εγκληματολόγοι να χρησιμοποιήσουν το θέατρο για να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη;
[…]
Μια άλλη πιθανή κατεύθυνση είναι οι «δοκιμές» που, με αφετηρία το θέατρο, αποσκοπούν σε μια στροφή προς την κάμερα. Δεν μιλάω για τις μαγνητοσκοπήσεις παραστάσεων και το πώς ισοπεδώνουν τα πάντα ή καταστρέφουν τη δουλειά των καλλιτεχνών, αλλά για μια καινούρια γλώσσα, για ένα κινηματο-θέατρο. Ικανό να απελευθερώσει τις εικόνες από τον ζυγό της πιστής αναπαράστασης και να τους δώσει περισσότερο πνευματικό βάθος. Υπάρχουν εντυπωσιακά παραδείγματα αυτού που εννοώ στον «Καζανόβα» του Φελίνι. Αυτή η ταινία είναι καθαρό θέατρο, του οποίου ο χώρος γίνεται κινηματογραφική εικόνα. Ο Φελίνι έχτισε τη σκηνή του στα στούντιο της Τσινετσιτά στη Ρώμη. Η ανεμοδαρμένη θάλασσα από πλαστικό που διασχίζει ο Ντόναλντ Σάδερλαντ με όλες του τις δυνάμεις είναι μια αξέχαστη σεκάνς που αξιοποιεί την παράδοση και τις τεχνικές του θεατρικού σκηνικού. Ο Φελίνι δείχνει σε αυτήν την ταινία, περισσότερο απ’ όλα τα φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένης της Αβινιόν, την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το θέατρο.
Το Υπουργείο Πολιτισμού θα μπορούσε, μέσω των διαφόρων δικτύων, να παρουσιάζει όλες τις δραστηριότητες που θα επιδοτεί και θα ζητάει από τους καλλιτέχνες, αρκεί να φιλμαριστούν. Έτσι, το κοινό θα ενημερώνεται συνεχώς για το πού ξοδεύονται τα χρήματά του.
Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης του κορωνοϊού, αναγκαζόμαστε να ζούμε μπροστά από οθόνες τηλεόρασης ή υπολογιστών. Συνειδητοποιώ με έκπληξη πόσο λίγος εξοπλισμός χρειάζεται (η κάμερα ενός προσωπικού υπολογιστή φαίνεται να είναι αρκετή) για να ξανασμίξουν άνθρωποι μπροστά από μια οθόνη. Είτε αποτελούν ένα κοινό είτε έναν κύκλο συζήτησης.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’20 του περασμένου αιώνα, ξεκίνησε η βασιλεία του ραδιοφώνου. Στην αρχή, η συσκευή μόνη της δεν έφτανε, χρειαζόταν επίσης να είσαι συνδρομητής στον σταθμό μετάδοσης. Ο νεαρός Μπρεχτ έκανε «δοκιμές», πειραματισμούς με αυτήν τη νέα τεχνική. Έγραψε μια σειρά έργων με χορικά, τα περίφημα «διδακτικά έργα» (Lehrstücke), μέσω των οποίων οι επαγγελματίες του θεάτρου και το κοινό, παίζοντας μαζί, θα κέρδιζαν μια αμοιβαία μαθητεία, μια κοινή εμπειρία. Αυτά τα έργα φτιάχνονταν πάνω στη φόρμα της αρχαίας τραγωδίας, η παρακολούθηση της οποίας ήταν στην αρχαία Ελλάδα καθήκον του πολίτη. Σύμφωνα με την πρόταση του Μπρεχτ στο ραδιόφωνο, οι επαγγελματίες ηθοποιοί έπρεπε να δουλέψουν το κείμενο χωρίς τα χορικά, σαν να ήταν ένα ραδιοφωνικό έργο, και τα λόγια του χορού, χωρίς το υπόλοιπο κείμενο, έπρεπε να σταλούν σε συνδρομητές του σταθμού, έτσι ώστε το βράδυ της απ’ ευθείας μετάδοσης, οι ηθοποιοί θα έλεγαν τα λόγια τους στο μικρόφωνο, και οι ακροατές από το σπίτι θα μπορούσαν να πουν τα χορικά την κατάλληλη στιγμή, όταν οι ηθοποιοί θα έκαναν παύση. Ήταν μια ιδέα για να πάψει ο ακροατής να είναι ένας απλός καταναλωτής. Καθώς ραδιόφωνο δεν είχαν ακόμη πολλοί άνθρωποι, καλούσαν φίλους και γνωστούς στο σπίτι τους την ώρα της εκπομπής. Έτσι δημιουργούνταν νέες αίθουσες, που ήταν πραγματικοί χώροι επικοινωνίας, αντί να είναι οι θεατές παρκαρισμένοι στο σκοτάδι σαν βόδια πριν την αρένα. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είχε κανένα μέλλον για ένα θέατρο που ήθελε να πουλήσει θέσεις. Εγώ θεωρώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα η δυνατότητα συνδυασμού θεάτρου, κοινωνικών δικτύων και τηλεόρασης.
Αυτές είναι απλώς βιαστικές προτάσεις για να δείξω ότι μπορούμε να βρούμε σε αυτήν την κρίση μια ευκαιρία να ανανεώσουμε τη θεατρική τέχνη.
Μπορούμε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς που έχουμε τα «Σπίτια του Πολιτισμού» του Mαλρώ, όπως τον δικό σου Χώρο Τεχνών. Πρόκειται για κτίρια που διαθέτουν πολλαπλούς χώρους καλλιτεχνικής δουλειάς, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όλους καλά εξοπλισμένους τεχνικά και οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν τις πιο ετερόκλητες ομάδες, τα πιο ποικίλα στρώματα του πληθυσμού. Και ακόμη και για τις εποχές που έρχονται, όταν θα υπάρξει ξανά θέατρο με κοινό, αλλά ασφαλώς με διαφορετικό τρόπο, με αναπόφευκτα άλλα νούμερα προσέλευσης, χώροι όπως ο δικός σου θα είναι πιο εύκολο να μετασχηματιστούν για νέες φόρμες και νέες ανάγκες. Οι μεγάλοι οργανισμοί που διαθέτουν πρωτίστως μία τεράστια αίθουσα και λίγους άλλους χώρους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να χρησιμοποιηθούν και να μετασχηματιστούν. Κάποιος που, όπως εγώ, γνωρίζει το αμφιθέατρο της Επιδαύρου, ξέρει πόσο ωραίο θα ήταν να αφαιρέσετε τα καθίσματα από τη μεγάλη αίθουσα του Xώρου Τεχνών και, με προϋπόθεση ένα καλό μαξιλάρι, οι θεατές να κάθονται στις κερκίδες. Θα μπορούσαν να μπαίνουν εύκολα σ’ αυτό και αναπηρικά αμαξίδια. 50 έως 100 θεατές για μια θεατρική βραδιά, μου φαίνεται καλός αριθμός για να δημιουργηθεί μια πραγματική καλλιτεχνική εμπειρία.
Η νέα Φιλαρμονική του Παρισιού με τις 2400 ή 3600 θέσεις της δεν είναι μόνο ένα επιβλητικό κτίριο σπάνιας ασχήμιας που έχει κοστίσει μια εξωφρενική τιμή, αλλά απαιτεί και από το σώμα του φιλόμουσου θεατή περισσότερα απ’ όσα μπορεί να αντέξει. Αυτή η φριχτή, ψευδο-μοντέρνα αρχιτεκτονική καθόλου δεν σχετίζεται με έναν νέο τρόπο βιώματος της μουσικής, αλλά μόνο με τον τεράστιο αριθμό θέσεων που πρέπει να πουληθούν. Ο πόνος στα γόνατα που νιώθει κανείς σ’ αυτές τις στριμωγμένες σειρές με τα καθίσματα, καταστρέφει μια συμφωνία του Μπραμς περισσότερο κι από την ίδια την Ορχήστρα των Παρισίων. Ακόμα και μετά τον κορωνοϊό, ελπίζω να διώξουμε τέτοιους καταστροφείς του πολιτισμού. 
Αυτή ακριβώς την εποχή, εγώ, ένας ηλικιωμένος που ζω μόνος μου και βασανίζομαι πικρά, όπως όλος ο κόσμος, από τη φυλάκιση που έχουν επιβάλει για να με προστατεύσουν, είμαι αισιόδοξος ότι αυτό το βάσανο θα οδηγήσει σε μια μεγάλη ανατροπή σε όλους τομείς της ζωής. Ότι ο πολιτισμός, και οι τέχνες που αποτελούν μέρος του, δεν θα αφεθούν πλέον να υπαγορεύεται η πορεία τους "από αυτούς τους γρήγορους κυρίους των καρτέλ", αλλά θα ξαναπάρουν το δρόμο προς το ιδεώδες που ονειρεύονταν άνθρωποι όπως ο Μαλρώ. Ένας πολιτισμός για όλους, άρα και για τους εργαζόμενους σε αυτόν. Μια αίθουσα συναυλιών για πάνω από 3000 θεατές είναι εχθρός του πολιτισμού, με όλες τις σημασίες που μπορεί να έχει μια τέτοια διατύπωση. Ο πολιτισμός δεν εξαρτάται από events για να υπάρξει, γεννιέται από τη δουλειά και από τη συμμετοχή όλων. Για την πολιτιστική ζωή ενός τόπου, η διάρκεια μιας πολιτιστικής προσφοράς παίζει σημαντικό ρόλο. 3000 θεατές σε μια συναυλία που πραγματοποιείται σε ένα μόνο βράδυ δεν είναι το ίδιο με 3000 θεατές σε δέκα βράδια. Για τους θεατές, αυτό είναι προφανές: δεν είναι τυχαίο που οι αριστοκράτες, για να ευχαριστηθούν τη μουσική, την αναζητούσαν μέσα στην άνεση των πύργων τους. Τι σημαίνει όμως για τους μουσικούς να δουλεύουν ένα μουσικό κομμάτι για μία και μόνο παράσταση; Πρόκειται για καψόνι, και όχι μόνο από οικονομική άποψη· εξαπατώνται επίσης στην εντύπωση που έχουν ότι ζουν από τη δουλειά τους.
Ξέρω ότι μιλάω για χρήματα· ότι οι προτάσεις μου για τη θεατρική παραγωγή, με την επένδυση και τον χρόνο εργασίας που απαιτούν, προκαλούν υψηλότερο κόστος από αυτό που παραχωρείται σήμερα στη θεατρική τέχνη, και μάλιστα μιλώ ελπίζοντας η τιμή των εισιηρίων να μειωθεί στο ελάχιστο. Κάτι που, ανεξάρτητα από όσα προτείνω εδώ, θα ήταν και δίκαιο. Το κράτος δεν έχει άλλα χρήματα πέρα από τα χρήματα που κερδίζει από τη δουλειά μας μέσω φόρων. Με αυτά τα χρήματα επιδοτεί τον πολιτισμό που έχουμε στη διάθεσή μας. Είναι σχεδόν αδιανόητο να πρέπει να το ξαναπληρώσουμε για αυτήν του την υπηρεσία: να κάνουμε επίδειξη του ατομικού μας πλούτου αγοράζοντας πολιτιστικά αγαθά. Kαλό θα ήταν οι πολιτικοί να καταλάβαιναν ότι μια εικόνα ή μια θεατρική παράσταση μπορούν να γίνουν εμπόρευμα, όχι όμως και ο πολιτισμός. Ας διαβάσουν Μαλρώ ή ας συμμετάσχουν στην πολιτιστική ζωή, αυτό θα μπορούσε να τους βοηθήσει να καταλάβουν.
Φυσικά, το σύστημα διανομής χρημάτων στον επιδοτούμενο καλλιτεχνικό χώρο πρέπει να αναμορφωθεί εκ βάθρων. Χωρίς να είμαι ισοπεδωτικός: ο μισθός που κερδίζει κάποιος δεν μπορεί να καθορίζεται από την αγορά. Η θεατρική εργασία θα έπρεπε, όπως και σε άλλα επαγγέλματα, να έχει σταθερές τιμές, ίδιες σε όλους τους επιδοτούμενους χώρους. Αυτό θα πρέπει να ισχύει για τον διευθυντή αλλά και για τον υπάλληλο καθαρισμού, για τους σκηνοθέτες αλλά και για τους ηθοποιούς, για τους τεχνικούς αλλά και για όσους δουλεύουν στα γραφεία, άντρες και γυναίκες. Για τους μόνιμους αλλά και για τους εποχιακούς. Ο ελάχιστος μισθός και οι υψηλότερες αμοιβές δεν θα πρέπει να έχουν καμία σχέση με τα τωρινά ποσά. Ο πολιτισμός μπορεί να κερδίσει μια θέση στη γενική ζωή της κοινωνίας μόνο εάν, με τον τρόπο που πληρώνει τους ανθρώπους, λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της ζωής. Ένα θέατρο που απαιτεί περισσότερη δουλειά και περισσότερο χρόνο στη δουλειά, θα πρέπει να μπορεί να εξασφαλίζει το εισόδημα όλων καλύτερα απ’ ό,τι η προσωπική ικανότητα του καθενός στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις, ή οι καλές διασυνδέσεις με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Είναι σημαντικό να σταματήσει η νοοτροπία της ιδιοκτησίας στο θέατρο. Απ’ αυτή την άποψη, καλό θα ήταν να έχουμε έναν κανονισμό για την διεύθυνση των θεάτρων που θα μοιάζει με αυτόν της Κομεντί Φρανσέζ: οι καλλιτέχνες που θα καλούνται να διευθύνουν ένα θέατρο δεν θα επιτρέπεται να εργάζονται ούτε ως ηθοποιοί ούτε ως σκηνοθέτες στο δικό τους «σπίτι». Και η θέση του διευθυντή θα πρέπει να αλλάζει αρκετά συχνά έτσι ώστε το κάθε θέατρο, μαζί με το προσωπικό του, να είναι διαρκώς σε κίνηση. Τόσο το καλύτερο αν οι καλλιτέχνες είναι έτοιμοι να διευθύνουν ένα θέατρο, αλλά όσον αφορά τη σκέψη και την οργάνωση, θα πρέπει πάντα να βρίσκονται από την πλευρά εκείνου που τους αναθέτει αυτήν τη δουλειά: του κοινού. Οι δε σκηνοθέτες κάνουν πραγματικά καλή δουλειά μόνο όταν εξερεθίζουν ή εναντιώνονται στον θεατρικό επιχειρηματία. Όταν κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς εμπόδια, κερδίζουν μόνο δάφνες μετριότητας ή γίνονται ακριβώς πωλητές πολιτισμού και νεκροθάφτες της τέχνης.
Όλα όμως καταλήγουν σ’ αυτό το ερώτημα: σε ποιο βαθμό ο πολιτισμός και η τέχνη είναι στοιχεία του πλούτου μιας κοινωνίας; Και το κράτος τι είναι διατεθειμένο να κάνει και να πληρώσει για αυτόν τον πλούτο;
Χρειάζεται να μιλήσω για το παρελθόν μου, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι οι αναμνήσεις μου θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τις επόμενες γενιές. Παιδί μιας εξαθλιωμένης οικογένειας που είχε καταφύγει σε μια Ελβετία όχι και τόσο ειδυλλιακή εκείνη την εποχή, επέστρεψα, μετά από μια φοβερή πανδημία που είχε σκοτώσει 55 εκατομμύρια ανθρώπους και που λεγόταν Παγκόσμιος Πόλεμος, επέστρεψα σε μια Γερμανία κατεστραμμένη και κατεχόμενη. Στη χώρα αυτή, μας έλειπαν τα πάντα εκτός από τους δημιουργούς πολιτισμού. Και δεν μας έλειπε ούτε η δίψα για πολιτισμό. Ο πόλεμος είχε συνενώσει στον αγώνα κατά της βαρβαρότητας την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής τέχνης και του πολιτισμού, παρόλο που αυτή ήταν διασκορπισμένη σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά τον πόλεμο, όλοι αυτοί συνενώθηκαν μ’ εκείνους που είχαν μείνει στη χώρα και δεν είχαν πουληθεί. Και, δυστυχώς, παραήταν επιεικείς με τους φιλοναζιστές καλλιτέχνες που είχαν πιέσει για πόλεμο και ακόμα νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν προνομιακές θέσεις. Η φτώχεια και η δίψα για δικαιοσύνη απαιτούσαν μια τροφή που μόνο η τέχνη και ο πολιτισμός μπορούσαν να προσφέρουν. Βεβαίως, οι νικητές του πολέμου, που ήδη πολεμούσαν μεταξύ τους, προσπαθούσαν, με άρτον και μετάλλια, να πείσουν τους δημιουργούς του πολιτισμού να μπουν στην υπηρεσία τους ή να περάσουν στο στρατόπεδο τους. Το θέμα ήταν, λοιπόν, πώς θα χρησιμοποιηθεί η δύναμη της τέχνης και του πολιτισμού. Ο Ψυχρός Πόλεμος διεξήχθη και στο πολιτιστικό μέτωπο. Εκεί όπου ζούσα, όλα τα αναγκαία μέσα ήταν στη διάθεση της τέχνης, και τα προϊόντα της ήταν όλα προσβάσιμα σε όλους, αλλά υπήρχαν όροι, και, όλο και πιο έντονα, κανονισμοί και απαγορεύσεις. Όμως, αυτή η ομάδα που επέστρεφε από την μάχη κατά της βαρβαρότητας, και στην οποία ανήκαν εκείνοι που ήταν πρότυπα και δάσκαλοί μου, όπως ο Μπρεχτ, ο Άισλερ, η Άννα Ζέγκερς, ο Βόλφγκανγκ Λάνγκχοφ ο πατέρας μου, ο Ερνστ Μπλοχ και πολλοί άλλοι, ήταν δύσκολο να λυγίσει. Παρέμεναν ισχυροί επειδή θέλαμε να τους ακούμε, και, εξαιτίας της ιστορίας τους, ήταν απαραίτητο να το κάνουμε: ήταν άνθρωποι που είχαμε ανάγκη να μας χρησιμεύσουν ως οδηγοί. Και αυτό που ήθελαν ή αυτό για το οποίο αγωνίζονταν, τους συνέδεε με άλλους κορυφαίους διανοητές σε όλο τον κόσμο, που είχαν συμμετάσχει στα τρία διεθνή συνέδρια συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού, τα οποία είχαν οργανώσει ο Ιλιά Έρενμπουργκ και ο Αντρέ Μαλρώ τη δεκαετία του ’30. 
Παρ’ όλες τις απαγορεύσεις, η κληρονομιά τους έγινε συλλογικός πλούτος, ο οποίος σίγουρα δεν αντικατέστησε τις μπανάνες που δεν είχαμε, αλλά ήταν το είδος του θησαυρού που μπορεί να μας κάνει ισόβια ευτυχισμένους. Και τελικά, η ευτυχία είναι που μετράει. Υπό την επιρροή αυτών των δασκάλων έμαθα τη δουλειά μου ως καλλιτέχνης, έμαθα απ’ αυτούς ότι μπορείς να είσαι ευτυχισμένος όταν λες την αδικία με τ’ όνομά της κι όταν δίνεις στους ταπεινωμένους φωνή. Σε κάθε απαγόρευση, εκτός από τον πόνο, ένιωθα επίσης μέσα μου περισσότερη δύναμη, επειδή φαινόταν ότι και οι αρχές με φοβούνταν. Κι έπειτα είδα με τρόμο πώς η δίψα για πολιτισμό υποχώρησε λόγω της μεγαλύτερης προσφοράς εμπορευμάτων. Είδα πώς η κληρονομιά των Μπρεχτ, Άισλερ, Ζέγκερς, Τσβάιχ, και επίσης του πατέρα μου, κατέληξε να είναι μόνο ένα διακοσμητικό αντικείμενο, ένα μπιμπελό πάνω στην τηλεόραση.
Όταν ήρθα στο Παρίσι για πρώτη φορά το 1971, δεν με εντυπωσίασαν οι λαμπερές βιτρίνες που ξεχείλιζαν, αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που αγόραζαν βιβλία των αγαπημένων τους συγγραφέων, σε εκδόσεις τσέπης, φθηνά, κάθε Παρασκευή στις όχθες του Σηκουάνα. Οι γεμάτοι συρμοί του μετρό, όπου υπήρχαν ακόμη πρώτη και δεύτερη θέση, μου φαίνονταν σαν κυλιόμενες αίθουσες βιβλιοθήκης. Δεν με ενδιέφεραν οι όμορφες συνοικίες, που τις ήξερα από τα μυθιστορήματα του Αραγκόν, αλλά μου άρεσε η ζωή και οι διαμάχες που έβλεπα να ξεσπάνε στη Σορβόννη όταν επισκεπτόμουν τον φίλο μου Μπερνάρ Ντορτ. Η Γαλλία αγαπούσε τον πολιτισμό της, ο γαλλικός πετεινός ήταν το πουλί της ομορφιάς· ο πολιτισμός που μοιραζόταν ο λαός της ήταν ο μεγάλος της πλούτος. […] Αυτός ο χρόνος που πέρασα στο Παρίσι με απομάκρυνε από τη Γερμανία, τόσο την Ανατολική όσο και τη Δυτική, και με τράβηξε στη Γαλλία, κι έτσι λοιπόν, μπόρεσα να ζήσω στη συνέχεια την παρακμή του γαλλικού πολιτισμού που ακολούθησε τον κοινό ευρωπαϊκό δρόμο μέχρι στην τωρινή πανδημία. 
Οι συνέπειες αυτής της πανδημίας, όπως και οι συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος, θα βλάψουν σημαντικά τις πολιτιστικές αξίες των λαών. Θα απαιτήσουν έναν νέο πολιτιστικό προσανατολισμό και την επανοικειοποίηση ξεχασμένων τρόπων ζωής. Χωρίς αμφιβολία θα πρέπει σύντομα να φοράμε μάσκα για να βγούμε στο δρόμο. Τι σημαίνει αυτό για τη ζωή μας, και επομένως για τον πολιτισμό μας, δεν θέλω καν να φανταστώ. Δεν μου έρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή παρά μόνο μία απάντηση, η χειρότερη: θα το συνηθίσουμε. Καθώς και η φράση του Χάινερ Μύλερ: «Ο θάνατος είναι η μάσκα της επανάστασης. Η επανάσταση είναι η μάσκα του θανάτου.» 
Η σκέψη ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας αποτελούν άσκηση για το μέλλον, είναι εφιαλτική. Η μεταφορά της εργασίας στον οικιακό χώρο μέσω δικτύωσης, οι προμήθειες στα χέρια της Amazon, ο συγχρωτισμός και η επικοινωνία μέσω WhatsApp, o πολιτισμός και η πληροφόρηση ξαναζεσταμένα στις οθόνες της τηλεόρασης. Η ομορφιά τού να βλέπεις τους δρόμους χωρίς αυτοκίνητα και να αναπνέεις καθαρό αέρα στις πόλεις πάει χέρι-χέρι με την απαγόρευση να εκφράζουμε την κακή μας διάθεση στο δρόμο. Αυτό που ήταν Πόλις ή κοινότητα, γίνεται δίκτυο.
Αγαπητέ Νικό, επίτρεψέ μου να επανέλθω άλλη μια φορά σ’ αυτήν την ιδέα: θέατρο για 50, ή το πολύ 100 θεατές, διασκορπισμένους στη μεγάλη αίθουσα σου, καθισμένους βολικά, με την άνεσή τους. Για εσένα σίγουρα μια πηγή φόβου, για μένα μια ελπίδα.
Εδώ και τέσσερις εβδομάδες, μόνος μου στο σπίτι, σκέφτομαι τι μου λείπει και γιατί. Περιέργως, παρόλο που δεν πάω εκεί σχεδόν ποτέ, σκέφτομαι το Πάρκο Μπυτ-Σωμόν που βρίσκεται στη γειτονιά μου και τώρα είναι κλειστό για το κοινό. Γιατί μου λείπει αφού δεν πάω εκεί σχεδόν ποτέ; Μου λείπει γιατί νιώθω ότι είναι μέρος της ζωής μου και ότι δεν μπορώ να διανοηθώ να μένω εδώ στο 19ο διαμέρισμα του Παρισιού χωρίς αυτό το πάρκο. Το περιβάλλον μου χωρίς αυτό θα ήταν κάτι σαν υπαίθρια φυλακή. Ένα πάρκο είναι ιδεώδης τόπος συνάντησης με τη φύση, με άλλους ανθρώπους και με σκύλους. Στο πάρκο δεν είσαι μόνος, αλλά ούτε είναι και τόπος μεγάλων συναθροίσεων. Πηγαίνεις για βόλτα, διαβάζεις ένα βιβλίο, σε βλέπει ο ήλιος, κάνεις τζόγκινγκ ή ανασαίνεις το άρωμα των λουλουδιών. Ή το διασχίζεις βιαστικά γιατί κόβεις δρόμο. Έχει παιδικές χαρές, μπορείς να κοιτάς τα παιδιά να παίζουν – μπορείς επίσης να απομακρυνθείς απ’ αυτά γιατί θέλεις ησυχία. Θυμώνεις μόλις κάποιος κάνει θόρυβο. Κάνεις σκέψεις φωτεινές και σκέψεις σκοτεινές. Δεν χρειάζεσαι πλήθη ανθρώπων να βιώνουν με τον ίδιο τρόπο το πάρκο όπως εσύ. Μπορείς να ζήσεις εκεί τις πιο διαφορετικές σχέσεις με τη φύση, με τη ζωή και με τον εαυτό σου. Αναρωτιέσαι γιατί δώσαμε στη φύση τέτοια μορφή, γιατί δεν μεγαλώνει όπως θέλει. Αν είσαι τυχερός, το πάρκο μπορεί να σου ξυπνήσει τη λαχτάρα για το δάσος, για τους μεγάλους ανοιχτούς χώρους, για τη θάλασσα. Η επίσκεψη στο πάρκο είναι δωρεάν, αλλά για να το συντηρείς σε καλή κατάσταση θέλει πολλή δουλειά και χρήμα. Και κανείς δεν ενοχλείται, γιατί ένα πάρκο –είναι προφανές, δεν χρειάζεται καν να υπολογίζεις τι κοστίζει και τι αποφέρει– είναι μέρος της ζωής μας, του πλούτου μας, και δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι θα το στερηθούμε. Και δεν είναι αλήθεια ότι κανείς δεν ενοχλείται. Οι πρόσφυγες που έρχονται σ’ εμάς για να ξεφύγουν από τη δυστυχία και τη λάσπη, και τους απαγορεύεται να χτίσουν ένα καταφύγιο μέσα στο πάρκο, ενοχλούνται. Γιατί ασφαλώς αυτό είναι το πάρκο μας, και ντρέπομαι να λέω αυτό το «μας». Αλλά παρ’ όλα αυτά, ονειρεύομαι ένα θέατρο που θα ανήκει στη ζωή σαν ένα πάρκο. Ένα θέατρο από το οποίο όσοι αναζητούν καταφύγιο θα έχουν επίσης το δικαίωμα να με διώξουν αν δεν τους προσφέρεται τίποτα καλύτερο.
Νομίζω ότι μπορούμε να ζητήσουμε πολλά, αλλά πρέπει να αποδείξουμε μέσω του ταλέντου μας ότι τα αξίζουμε. Και ίσως θα μπορέσουμε να έρθουμε με τους ανωτέρους μας σε ένα διάλογο, στον οποίο δεν θα μιλάμε απλώς για νούμερα και χρήματα.
Αγαπητέ Νικό, σε αποχαιρετώ με έναν στίχο από ένα ποίημα του Χέλντερλιν, που ξεκινά με το: «Έλα! Στ’ ανοιχτά, φίλε!» Και πιο κάτω λέει: «Γιατί δεν ανήκει στον Παντοδύναμο, αλλά στη Ζωή / αυτό που θέλουμε, αυτό που φαίνεται συγχρόνως ταιριαστό και γεμάτο χαρά.»
Ματίας
ΥΓ: Αυτό το γράμμα θα ήθελα να το στείλω και σ’ άλλους φίλους και εχθρούς: ίσως πολλοί άνθρωποι μαζί μπορέσουν να κάνουν κάτι να συμβεί σ’ αυτήν τη μολυβένια εποχή. Το πρώτο ανοιξιάτικο σημάδι μιας αλλαγής στη σκέψη, το είδα στη διαβεβαίωση ότι όλα γίνονται για να μας προστατεύσουν, εμάς τους ηλικιωμένους. Και ότι αυτή η αλληλεγγύη προς εμάς είναι δεδομένη. Είναι ήδη κάτι. Στο κάτω-κάτω, θα μπορούσαν κάλλιστα να μας ξεφορτωθούν για οικονομικούς λόγους. Το σύνθημα όλων των δικτατοριών, "τα πάντα για τη νεολαία μας", φαίνεται ότι δεν είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη. Ίσως στο μέλλον, εμείς οι γέροι να βρούμε ξανά μια θέση στο θέατρο. Η συμβολή μας θα μπορούσε να είναι η εμπειρία και η γενναιοδωρία, χωρίς την οποία δεν υπάρχει τέχνη.

ΣΧΟΛΙΟ, ΜΕΤΑ ΤΟ ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΜΟΥ.

[…] Όταν αναγκάζομαι να παρακολουθήσω στην τηλεόραση τα νέα του κόσμου που κυριαρχείται από τον ιό, το πρώτο πράγμα που ακούω είναι η σύντομα εφικτή επιστροφή στην προηγούμενη ζωή μας. Αυτή η ρητορική είναι κωφή και τυφλή. Αφού αρνιόμασταν τόσο πολύ καιρό να δούμε και ν’ αντιμετωπίσουμε τις προαναγγελθείσες συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος, θεωρούμε τώρα ότι θα νικήσουμε αυτήν την πανδημία, ώστε όλα να συνεχίσουν όπως πριν. Είχαμε όλο και περισσότερες ιογενείς επιδημίες τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που οδήγησε στην πανδημία του κορωνοϊού. Εκ πείρας, μπορούμε να προβλέψουμε ότι ο αγώνας ενάντια στον Covid-19 προετοιμάζει το έδαφος για την εμφάνιση ενός επόμενου, ακόμη πιο τρομερού ιού. Η καταστροφή του περιβάλλοντος, η πανδημία, η πείνα και η δυστυχία, οι πόλεμοι και η υποδούλωση στο δόγμα του πλουτισμού, είναι ένα σύνολο που αλληλοτροφοδοτείται μέχρι να φτάσει σε μια τελική καταστροφή. Αυτή η καταστροφή, που ήδη πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα, είναι ορατή στο τρομακτικό θέαμα ενός ηλίθιου, άσχημου και διαπιστωμένα παθολογικού ανθρώπου, ο οποίος, εν μέσω πανδημίας, ακρωτηριάζει τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας κατά 400 εκατομμύρια δολάρια αμερικανικής συνεισφοράς, και κάθεται και κοιτάζει έναν άρρωστο κόσμο χωρίς να κάνει τίποτα, με ύφος αηδιασμένο αλλά αδρανές.
Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο μια ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής μας μπορεί να μας σώσει. Σ’ αυτό το περιβάλλον θανάτου, η τέχνη πρέπει να διατηρήσει ζωντανό το όνειρο ενός κόσμου δικαιοσύνης. Γι’ αυτό θέλω να μιλήσω στην επιστολή μου, και γι’ αυτό το όνειρο, φίλοι μου, ελπίζω στη βοήθειά σας. Είναι καθήκον μας να μην επιτρέψουμε ένα "πολύ αργά πια". Είναι επίσης καιρός να ξαναδιαβάσουμε το «Το θέατρο και η πανούκλα» του Αρτώ.

Ματίας Λάνγκχοφ, 12 Απριλίου 2020.
Μετάφραση: Δημήτρης Ντάσκας