Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

"Το φρικιό με τη βαριοπούλα" έγραψε ο Περικλής Κοροβέσης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.9.2019)

..............................................................


        Το φρικιό με τη βαριοπούλα



έγραψε ο Περικλής Κοροβέσης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.9.2019)

Ο Φρόιντ υποστήριζε πως η βασιλική οδός για να φτάσουμε στο υποσυνείδητο είναι τα όνειρά μας. Τα όνειρα απασχολούσαν την ανθρωπότητα από την αρχή της. Και οι ερμηνείες τους είναι άπειρες. Από μηνύματα θεών, προβλέψεις για το μέλλον, σήματα για κάποιο επικείμενο καλό ή κακό ή αποκάλυψη κάποιου καλά φυλαγμένου μυστικού. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν ονειροκρίτες, ένα είδος fake εγκυκλοπαίδειας που ερμηνεύει τα διάφορα σύμβολα σε καλά ή κακά και ενίοτε δίνει και συμβουλές.
Είναι το αντίστοιχο που κάνουν οι αστρολόγοι, τα μέντιουμ, οι χαρτορίχτρες και οι καφετζούδες. Ενας μεγάλος αριθμός ανθρώπων θεωρεί αυτή την εκδοχή εγκυρότερη από αυτήν του Φρόιντ, την οποία εκλαμβάνει ως διανοουμενίστικη. Αν την ξέρει βέβαια. Και νομίζω πως αυτή η τάση είναι ισχυρότατη σε αυτήν την κοινωνία και υποπτεύομαι πως αργά ή γρήγορα θα συγκροτηθεί σε πολιτικό κόμμα. Και αφού ξέρει και διαβλέπει το μέλλον, δεν υπάρχει περίπτωση αποτυχίας.
Οπως εκ των πραγμάτων ανήκω πάντα σε μια μειοψηφία της μειοψηφίας, έχω πειστεί για την αλήθεια της ανακάλυψης του Φρόιντ και προσπαθώ να ανακαλύψω τον άλλο μου εαυτό που είναι αμπαρωμένος στο υποσυνείδητό μου, που δεν μπορεί να μιλήσει γιατί δεν έχει το χάρισμα του λόγου.
Μόνο εικόνες που μοιάζουν αλλόκοτες, σκοτεινές και εκ πρώτης όψεως ακατανόητες. Και όμως εκεί βρίσκεται ο πραγματικός μας εαυτός, που, αν δεν το γνωρίσουμε, τότε σημαίνει πως θα πεθάνουμε χωρίς να μάθουμε ποτέ ποιοι είμαστε. Δουλειά δύσκολη για να την κάνει κάποιος μόνος του. Γιατί είναι ο ίδιος ο εαυτός που κλειδαμπαρώνει τα τραύματά του και τις επιθυμίες του, για να αμυνθεί από τα δυσάρεστα και οδυνηρά που κουβαλάμε όλοι μέσα μας.
Μετά πετάμε το κλειδί, με την ψεύτικη ελπίδα πως αυτά θα ξεχαστούν και θα περάσουν, άσχετα με το αν αυτά μας καθορίζουν. Γι’ αυτό όλοι μας χρειαζόμαστε ψυχανάλυση.
Η βοήθεια του άλλου είναι το κλειδί. Εντούτοις, αν και ενήμερος των δυσκολιών της αυτοερμηνείας των ονείρων, κατά διαστήματα, καταγράφω τα όνειρά μου και προσπαθώ να διαβάσω το χάος που κουβαλάω μέσα μου. Αλλά για την ακρίβεια της ερμηνείας δεν παίρνω όρκο. Ας δώσουμε λοιπόν ένα παράδειγμα από ένα πρόσφατο όνειρο, που πιστεύω πως αξίζει να έρθει στη δημοσιότητα, ακόμα και αν η αποτολμούμενη ερμηνεία είναι λάθος. Ας μην ξεχνάμε πως στο φως της δημοσιότητας δεν έρχονται πάντα τα σωστά.
Βρίσκομαι σε ένα τρένο υψηλής τεχνολογίας. Ολα αυτόματα και χωρίς οδηγό. Είμαστε στο μπαρ, ατμόσφαιρα οικεία, καλή μουσική και φάτσες Εξαρχείων ή Γαλλικού Μάη. Ολοι νέοι. Διαπιστώνουμε πως το τρένο όλο και επιτάχυνε. Τα τοπία περνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Τη μια ήταν χιονισμένα, την άλλη απόλυτη έρημος, μετά θυελλώδης βροχή και έπειτα καυτός ήλιος. Το τρένο δεν σταματούσε πουθενά. Και η ταχύτητα ολοένα αυξανόταν. Ρώτησα τον μπάρμαν αν όλα είναι φυσιολογικά. «Δεν είναι της αρμοδιότητάς μου», είπε. Τον ξαναρωτάω αν υπάρχει κάποιος αρμόδιος στο τρένο και μου ξαναδίνει την ίδια απάντηση.
Mας μπαίνει η ιδέα πως το τρένο πάει για εκτροχιασμό και μας κυριεύει έντονη αίσθηση κινδύνου. Φεύγω να δω τι κάνουν οι άλλοι επιβάτες του τρένου. Στο πρώτο βαγόνι όλοι ήταν ατάραχοι και παίζαν με τα κινητά τους ή τα λάπτοπ. Το δεύτερο βαγόνι ήταν ένα είδος duty free και πολύς κόσμος κυκλοφορούσε με τεράστιες σακούλες.
Προχωράω στο τρίτο βαγόνι που ήταν μια μεγάλη σκοτεινή ντίσκο, μια εκκωφαντική μουσική, λες και τα όργανά της ήταν κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων. Και ένας κόσμος πολύ νέων να χορεύει έξαλλα. Γύρισα στη βάση μου. Είχαν μαζευτεί και άλλοι του ιδίου φυράματος.
Και κάποιος προτείνει να σπάσουμε τα τζάμια με τις καρέκλες και να εγκαταλείψουμε το τρένο που σίγουρα μας πήγαινε στον γκρεμό. Και αμέσως πιάσαμε δουλειά. Και αντί να σπάσουν τα τζάμια, σπάσαν οι καρέκλες. Ο μπάρμαν αδιάφορος έπλενε ποτήρια. Απελπισία.
Και ξαφνικά εμφανίζεται στην πόρτα ένα νεαρό κορίτσι, προχωρημένο φρικιό, με σκουλαρίκια και χαλκάδες παντού. Σηκώνει μια βαριοπούλα και ακούσαμε τα τζάμια που έπεφταν κάτω μονοκόμματα. Και εδώ ξύπνησα κολυμπώντας στον ιδρώτα.
Ερμηνεία: φάτσες Εξαρχείων-Γαλλικού Μάη, νέοι. Οι μόνοι που καταλαβαίνουν πως αυτή η ξέφρενη επιτάχυνση του τρένου οδηγεί στον αφανισμό. Βαγόνια με κινητά και λάπτοπ, ψώνια, ντίσκο, δηλαδή η απόλυτη πλειονότητα των επιβατών αδιάφορη για την επερχόμενη καταστροφή και τον αφανισμό τους.
Σωστή η αντίδραση των νέων να σπάσουν τα τζάμια και να πηδήξουν από το τρένο, αλλά ανεπαρκή τα εργαλεία τους (σεχταρισμοί, δογματισμοί, αριστερισμοί κ.λπ.). Και μόνο μια άλλη πρόταση φέρνει τη λύση: φρικιό με βαριοπούλα (εδώ, σύμβολο μιας νέας ιδέας).
Προφανώς τα αλλοπρόσαλλα τοπία που διαδέχονταν το ένα το άλλο είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος και το τρένο χωρίς οδηγό –και σε αυξανόμενη επιτάχυνση– ο καπιταλισμός που δεν γνωρίζει κανέναν περιορισμό. Ούτε νόμο ούτε κανόνες και κινείται χωρίς οδηγό.
Δηλαδή μια απόλυτη αναρχία που κανείς αναρχικός δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Η αναρχία έχει αυστηρούς περιορισμούς και κανόνες. Οπως κάθε ελεύθερη συνειδητή πράξη. Και αυτό σημαίνει: Για να ξεφύγω από τα δεσμά μου, πρέπει να τα ξέρω. Και συχνά τα δεσμά είναι αόρατα.

"Ελευθερη Ενωση" ποίημα του ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ (μτφ. Νάνος Βαλαωρίτης) - Από τον φίλο στο fb Versin Versin (facebook, 29.9.2019)

..............................................................


                "Ελευθερη Ενωση" - ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ 







Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα

Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης


Με μέση κλεψύδρας

Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης

Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων

μικρότερου μεγέθους

Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην άσπρη γη

Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου

Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου

Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της

Με γλώσσα πέτρας απίστευτης

Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής γραφής

Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού

Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου

Κι άχνας στα παράθυρα

Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας

Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο

Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα

Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα

Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού

Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και καρπών οξιάς

Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού

Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών

Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος

Και μείγματος σταριού και μύλου

Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού

Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας

Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας

Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων

Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν

Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού

Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας

Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου

Με στήθια της νύχτας

Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντικα

Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια

Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ` τη δροσιά

Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται

Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό

Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα

Με πλάτη υδράργυρου

Με πλάτη φωτός

Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμένης

Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε

Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου

Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας

Και με μίσχους φτερών άσπρου παγονιού

Και ζυγαριάς ανευαίσθητης

Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και αμίαντο

Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου

Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης

Με αιδοίο γλαδιόλας

Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθορύγχου

Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού

Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη

Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα

Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας

Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας

Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή

Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από τον πέλεκυ

Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς.

.
μτφ. Νανος Βαλαωριτης

.


Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

["Dream" - a world of imagination] Music by Spiros Exaras / Lyrics by Ileana Exaras / Sung by Lina Orfanos/ (youtube, 25.9.2019)

..............................................................

"Dream" - a world of imagination


Music by Spiros Exaras Lyrics by Ileana Exaras Sung by Lina Orfanos Piano, Xheni Rroji Violin, Megan Gould

youtube, 25.9.2019


"Η τουρκική απειλή πολέμου και η οικονομική ανάπτυξη" έγραψε ο Κώστας Καλλωνιάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 7.9.2019)

..............................................................

Η τουρκική απειλή πολέμου και η οικονομική ανάπτυξη




έγραψε ο Κώστας Καλλωνιάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 7.9.2019)

Λέγεται συχνά πως τα βασικά εμπόδια στην προσέλκυση μαζικών επενδύσεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι τα ενδογενή προβλήματα των «κόκκινων» δανείων, της υψηλής φορολογίας και της κρατικής γραφειοκρατίας.
Υπάρχουν, ωστόσο, και τρία μείζονα εξωγενή ναρκοπέδια που αποτρέπουν τους υποψήφιους επενδυτές. Αναφέρομαι στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, στην ορατή απειλή μιας νέας διεθνούς ύφεσης ή κρίσης και στον κίνδυνο πολέμου με την Τουρκία.
Για τα πρωτογενή πλεονάσματα –τα οποία είναι και ενδογενές λόγω χρέους πρόβλημα, αλλά και εξωγενές, καθώς η διευθέτησή τους με αναδιάρθρωση χρέους παραπέμπει σε πολιτική απόφαση της Ε.Ε. – η κυβέρνηση έχει ήδη αναλάβει πρωτοβουλία.
Ο περιορισμός των επιπτώσεων μιας νέας διεθνούς οικονομικής ύφεσης αποτελεί αντικείμενο του μείγματος της ακολουθητέας πολιτικής και των δημοσιονομικών περιθωρίων που έχουμε και άλλοτε συζητήσει. Αυτό που εδώ εξετάζουμε είναι η διένεξη με την Τουρκία και ο κίνδυνος πολέμου με αντικείμενο τους υδρογονάνθρακες της ΝΑ Μεσογείου και τη διέλευση των αγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.

Θερμό επεισόδιο ή πόλεμος;

Μέχρι σήμερα πιθανολογείται ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξαιτίας της κλιμακούμενης τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας. Ομως τώρα η ελληνοτουρκική διένεξη δεν αφορά μια βραχονησίδα (Ιμια) και δεν εκπηγάζει από έναν τουρκικό τακτικισμό δημιουργίας εντυπώσεων για εσωτερική κατανάλωση.
Αντιθέτως, απορρέει από μια στρατηγική επιλογή αναθεώρησης γεωγραφικών συνόρων, εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και ζωνών επιρροής από τη νέα μεγάλη περιφερειακή δύναμη που αποτελεί η Τουρκία. Δεδομένου ότι η γειτονική χώρα διαθέτει μεγάλη ακτογραμμή η οποία όμως ασφυκτιά από τα ελληνικά νησιά, δεν έχει αναγνωρίσει το Δίκαιο της Θάλασσας και στόχος της είναι να «γκριζάρει» μεγάλες θαλάσσιες περιοχές στο Ανατολικό Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο προκειμένου να διεκδικήσει και να αποκτήσει ανάλογα δικαιώματα εκμετάλλευσης.
Η πρόσφατη ανακάλυψη υδρογονανθράκων νοτίως της Κύπρου επέσπευσε δραματικά τις τουρκικές αξιώσεις. Συγχρόνως, η εσωτερική οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση της Τουρκίας αύξησε κατακόρυφα τις επιθετικές διεκδικήσεις της.
Πρέπει να σημειωθεί πως ο στρατηγικός αναπροσανατολισμός της Τουρκίας περιλαμβάνει την ανάδειξή της σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού χώρου και τη στροφή προς Ανατολάς (τουρκόφωνες περιοχές πρώην ΕΣΣΔ, Ρωσία, Κίνα, Ιράν), στις εστίες δηλαδή της δυνητικής ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας.
Ενώ η Ελλάδα επιδιώκει να διαδραματίσει ρόλο γέφυρας από τη Δύση προς την Ανατολή, η Τουρκία θέλει αντίστροφα εκκινώντας από την Ανατολή να στήσει γέφυρες με τη Δύση. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν διαρρηγνύει τις σχέσεις της με τη Δύση, παραμένοντας μέλος του ΝΑΤΟ, διατηρώντας συμμαχικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και συνεργατικές με την Ε.Ε. στο θέμα κυρίως της μετανάστευσης.
Ομως, ο νέος της ρόλος στο παγκόσμιο οικονομικό και γεωπολιτικό σύστημα σε συνδυασμό με τη μέχρι πρότινος ισχυρή οικονομική ανάπτυξή της και τη μεγάλη εξαγωγική επέκταση της πολεμικής βιομηχανίας της προσδίδουν στην Τουρκία αξιοσημείωτη ισχύ για την επιδίωξη δυναμικής επιβολής των στόχων της στη ΝΑ Μεσόγειο.
Δυναμική, δε, επιβολή σημαίνει αξιοποίηση ή/και χρήση στρατιωτικής ισχύος. Επίδειξη της οποίας έχει κάνει ήδη η Τουρκία στο συριακό μέτωπο, υποχρεώνοντας Ρωσία και ΗΠΑ να συνεργαστούν μαζί της στη δημιουργία ευρείας διασυνοριακής ζώνης εκτοπισμού των Κούρδων.
Στις συνθήκες αυτές συνεπώς μια ανοιχτή σύγκρουση με την Ελλάδα δεν θα σήμαινε ένα απλό θερμό επεισόδιο αλλά κανονικό πόλεμο. Πόλεμο με πολύ υψηλό τίμημα και για τις δύο χώρες, ιδιαίτερα όμως για την Ελλάδα.

Το πολεμικό οπλοστάσιο

Μια ακτινογραφία της πολεμικής μηχανής των δύο χωρών είναι πάντα χρήσιμη γιατί μας δίνει μια αίσθηση των δυνατοτήτων και των προοπτικών μιας ενδεχόμενης αναμέτρησής τους στο πεδίο της μάχης. Από τα επίσημα αναλυτικά στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί προκύπτει μια σαφής δυσαναλογία στρατιωτικής ισχύος υπέρ της Τουρκίας.
Οχι βεβαίως της τάξης μεγέθους που χαρακτηρίζει την πληθυσμιακή κατάσταση και εξέλιξη των δύο χωρών, όπου οι διαφορές είναι σαφώς μεγαλύτερες, αλλά μια αναντιστοιχία στρατιωτικής ισχύος ικανή να γείρει την πλάστιγγα του πολέμου υπέρ της Τουρκίας. Συγκεκριμένα:
Η Τουρκία, ενώ ως χώρα έχει μια έκταση 5,9 φορές μεγαλύτερη της Ελλάδας, διαθέτει έναν πληθυσμό 7,4 φορές μεγαλύτερο με τάση επέκτασης (αντίθετα με την Ελλάδα όπου ο πληθυσμός συρρικνώνεται βαθμιαία). Η δυσαναλογία αυτή αποτυπώνεται και στο ανθρώπινο στρατιωτικό δυναμικό, όπου στο ενεργό προσωπικό η ποσοτική υπεροχή της Τουρκίας είναι 4,9 φορές μεγαλύτερη, στο βοηθητικό προσωπικό είναι μόλις 1,9 φορές μεγαλύτερη, αλλά στο διαθέσιμο για επιστράτευση προσωπικό είναι 8,3 φορές μεγαλύτερη (βλ. πίνακα).
Η πενταπλάσια αυτή υπεροπλία της Τουρκίας σε ανθρώπινο στρατιωτικό δυναμικό στην πραγματικότητα είναι μικρότερη λόγω του ανοιχτού συριακού μετώπου που έχει με τους Κούρδους στα νοτιοανατολικά σύνορά της. Περιορίζεται, δε, σημαντικά από πλευράς εξοπλισμών σε γη, αέρα και θάλασσα, όπου εμφανίζεται περίπου διπλάσια της αντίστοιχης ελληνικής ισχύος. Γεγονός που καταγράφεται και σε επίπεδο αμυντικού προϋπολογισμού, με τον τουρκικό να είναι 2,6 φορές μεγαλύτερος του ελληνικού, αλλά ισότιμος του ελληνικού ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ειδικότερα, στις μεν επίγειες δυνάμεις η τουρκική ισχύς είναι 2-2,5 φορές μεγαλύτερη της ελληνικής (λόγω Συρίας το 2 απηχεί καλύτερα την πραγματικότητα), στις δε αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις η Τουρκία υπερέχει κατά 2,2 και 1,5 φορές αντίστοιχα της Ελλάδας (βλ. πίνακα). Το δε περίφημο «έλλειμμα εμπειρίας» που βάρυνε κυρίως τους Τούρκους πιλότους, μετά τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στρατιωτικών στελεχών από τον Ερντογάν, πρέπει λογικά να έχει καλυφθεί από τις συνεχείς παραβιάσεις και αερομαχίες στο Αιγαίο με τους Ελληνες πιλότους (καλύτερη πρακτική εξάσκηση από αυτήν δεν υπάρχει).
Συνοψίζοντας, η στρατιωτική μηχανή της Τουρκίας σε επίπεδο εξοπλισμών είναι 2 φορές ισχυρότερη της ελληνικής και σε επίπεδο έμψυχου δυναμικού 4-5 φορές ισχυρότερη.

Το ζήτημα των συμμαχιών

Είναι αυτή η στρατιωτική υπεροχή που επιτρέπει στον Ερντογάν να μας απειλεί σταθερά και αυξανόμενα το τελευταίο διάστημα και να «εξορύσσει» στην κυπριακή ΑΟΖ, σχεδιάζοντας να πράξει κάτι ανάλογο και στην –αμφισβητούμενη από αυτόν– ελληνική. Βεβαίως, ο Ελληνας πρωθυπουργός του έχει διαμηνύσει πως η Ελλάδα δεν είναι μόνη της, παραπέμποντας σε Ε.Ε., ΗΠΑ και Ισραήλ ή και Αίγυπτο.
Ομως, η Ευρώπη δεν είναι πολιτικά και στρατιωτικά ενωμένη για να παρέμβει, ακόμη και αν ήθελε, με συνέπεια να περιορίζεται σε οικονομικές κυρώσεις περιορισμένης αποτελεσματικότητας, δεδομένης και της εξάρτησής της από την Τουρκία για το μεταναστευτικό. Οι δε ΗΠΑ ναι μεν έχουν συσφίγξει τις σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο και αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα συνεργασίας με την Τουρκία του Ερντογάν, αλλά από την άλλη δεν θέλουν να χάσουν εντελώς τη γείτονα από σύμμαχο (βλ. βάση Ιντσιρλίκ σε ΝΑ Τουρκία) και πελάτη (βλ. πωλήσεις όπλων), πολύ δε περισσότερο δεν θέλουν να έλθουν σε σύγκρουση με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ (βλ. συμφωνία με Τουρκία για ουδέτερη συνοριακή ζώνη εντός Συρίας).
Ακόμη, οι ενεργειακές και πολιτικές συμμαχίες με Ισραήλ και Αίγυπτο –δύο χώρες σε αντιπαράθεση με την Τουρκία λόγω Παλαιστινιακού και Αδελφών Μουσουλμάνων– δεν σημαίνει και αυτόματη στοίχισή τους με την Ελλάδα σε έναν πόλεμο με την Τουρκία. Μάλλον σε συμπαράσταση και έμμεση ενίσχυση μόνο μπορούμε να ελπίζουμε.
Αυτός είναι ο λόγος που ο πρώην Ελληνας υπουργός Αμυνας κ. Αποστολάκης είχε δηλώσει πως σε μια σύγκρουση με την Τουρκία θα πρέπει να υπολογίζουμε μόνο στις δικές μας δυνάμεις.
Τέλος, αν ενεργοποιηθούν οι σύμμαχοι στο πλευρό της Ελλάδας, ας έχουμε κατά νου πως και οι Τούρκοι έχουν συμμάχους που μπορεί να τους συνδράμουν. Η Ρωσία τους πουλάει βαρύ οπλισμό (S400) και συνεταιρίζεται μαζί τους σε ένα σωρό έργα, η Κίνα μόλις τους δάνεισε 1 δισ. δολ. και το Ιράν τους πουλάει φτηνό πετρέλαιο μεταξύ άλλων.
Η ανάμιξη συμμάχων υπέρ της Ελλάδας δύσκολα θα μείνει αναπάντητη από την άλλη πλευρά και αυτό για τον απλό λόγο ότι ήδη υπάρχει μια ζώνη δυνητικού περιφερειακού πολέμου που εκτείνεται από τη Λιβύη και τη Συρία έως την Υεμένη και το Ιράκ, χωρίς να λογαριάζουμε νέες πιθανές εκκολαπτόμενες εστίες πολέμου (Κασμίρ κ.α.).

Καταστροφικός πόλεμος

Στις συνθήκες αυτές, ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει γενικευμένη ανάφλεξη εφόσον αναμίξει τους συμμάχους των δύο χωρών και, συνεπώς, δεν είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να βασιζόμαστε ή που πρέπει να ευχόμαστε, γιατί τότε η καταστροφή θα είναι απείρως μεγαλύτερη.
Ομως και στην περίπτωση ενός πολέμου που θα μείνει στο πλαίσιο των δύο χωρών, η καταστροφή θα είναι ανυπολόγιστη, ιδίως για την Ελλάδα και όχι μόνον επειδή η Τουρκία καταφανώς υπερτερεί στρατιωτικά. Ιδού κάποιοι σημαντικοί επιβαρυντικοί λόγοι:
  1. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία μόλις εξήλθαν εξαντλημένες από μια πρωτοφανή 10ετή κρίση, ενώ η Τουρκία δεν έχει πάνω από έναν χρόνο που αντιμετωπίζει συνθήκες ύφεσης.
  2. Ο ελληνικός πληθυσμός όχι μόνο γηράσκει, αλλά με την κρίση έχει χάσει στο εξωτερικό και ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας του (brain drain). Αντίθετα, ο τουρκικός πληθυσμός συνεχίζει να επεκτείνεται, ενώ το 40% αυτού είναι ηλικίας μικρότερης των 40 ετών.
  3. Η Τουρκία έχει το πλεονέκτημα της εγγύτητας: ένας πόλεμος με την Ελλάδα θα γίνει κοντά στη δική της ακτογραμμή, άρα η ταχύτητα στρατιωτικής ανταπόκρισης και ανεφοδιασμού θα είναι πολύ μεγαλύτερη γι’ αυτήν.
  4. Οσο καλά εξοπλισμένα και να είναι τα Δωδεκάνησα, ο κίνδυνος να χαθούν από μια τουρκική εισβολή είναι μεγάλος. Για την Κύπρο ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος.
  5. Η Τουρκία διαθέτει υψηλό βαθμό στρατιωτικής αυτοδυναμίας λόγω της αυτόνομης και επεκτεινόμενης πολεμικής βιομηχανίας της. Η Ελλάδα δεν διαθέτει δική της πολεμική βιομηχανία.
  6. Στον Εβρο η Τουρκία διαθέτει έναν ενδεχόμενο άτυπο σύμμαχο, την τουρκόφωνη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, την οποία όχι τυχαία επισκέφθηκε πρόσφατα ο Ερντογάν.
  7. Με την απόκτηση των S400 η Τουρκία δεν ενισχύει μόνον την άμυνά της αλλά αποκτά και ένα επιθετικό όπλο που μπορεί να πλήξει ακόμη και την Αθήνα. Ανάλογη δυνατότητα δεν διαθέτει η Ελλάδα.
  8. Και οι δύο χώρες εξαρτώνται οικονομικά από τον τουρισμό τους, ο οποίος σε περίπτωση πολέμου θα είναι το πρώτο θύμα. Η διαφορά είναι ότι η Ελλάδα εξαρτάται (βάσει λόγου εσόδων προς ΑΕΠ) τρεις φορές περισσότερο απ’ ό,τι η Τουρκία.
  9. Η Ελλάδα παραμένει μια υπερχρεωμένη χώρα (183% το δημόσιο χρέος/ΑΕΠ) που δεν πρέπει να παρασυρθεί σε κούρσα εξοπλισμών. Η Τουρκία δεν είναι (μόλις 29% αντίστοιχα).
  10. Η πολιτιστική καθυστέρηση και ο εθνικισμός είναι σαφώς ένα χαρτί που το ολιγαρχικό καθεστώς Ερντογάν μπορεί να εκμεταλλευτεί καλύτερα σε έναν πόλεμο σε βάρος της Ελλάδας.

Συμβιβασμός

Από τα παραπάνω καθίσταται νομίζω προφανές πως η Ελλάδα δεν θα κατρακυλήσει μόνον οικονομικά και κοινωνικά, αλλά κινδυνεύει να υποστεί και σοβαρό εθνικό πλήγμα από έναν πόλεμο με την Τουρκία. Διατρέχει, δε, τον κίνδυνο γενίκευσης του πολέμου σε περιφερειακό, με τη μετατροπή της Ελλάδας σε επίκεντρο μιας καθολικής καταστροφής. Σε κάθε περίπτωση, τον πόλεμο θα τον πληρώσουν πρωτίστως οι λαοί των δύο χωρών.
Με τα δεδομένα αυτά, καθήκον τόσο της Αριστεράς όσο και του συνόλου της πολιτικής ηγεσίας που θέλει να υπηρετήσει το εθνικό συμφέρον είναι να αποτρέψει τον πόλεμο και να βρει ένα πεδίο συνεννόησης, συμβιβασμού και, ει δυνατόν, συνεργασίας με την Τουρκία, μακριά από ψευδαισθήσεις ισχύος (λόγω συμμαχιών και δήθεν απομονωτισμού της Τουρκίας), εθνικιστικές κορόνες και παραληρήματα εθνεγερσίας. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις σε τρεις συμπληρωματικές κατευθύνσεις όπως είναι:
  • α. Η επίλυση της ανοιχτής πληγής του Κυπριακού ώστε, μεταξύ άλλων, να συμμετάσχουν και οι Τουρκοκύπριοι στην εκμετάλλευση της ΑΟΖ.
  • β. Η συμφωνία με την Τουρκία πως το Αιγαίο θα μείνει εκτός κάθε πεδίου εξόρυξης υδρογονανθράκων και εντός μιας συνδυασμένης και οικολογικά ισόρροπης τουριστικής αξιοποίησης (π.χ. οργανωμένες κρουαζιέρες σε νησιά Αιγαίου και μικρασιατικά παράλια).
  • γ. Η συμμετοχή της Τουρκίας στο ενεργειακό πρότζεκτ μπορεί να λάβει τη μορφή συνεπένδυσης στην αμφισβητούμενη από αυτήν περιοχή μεταξύ Κρήτης και Καστελόριζου, με την Ελλάδα π.χ. να διαθέτει την ΑΟΖ της και την Τουρκία τα γεωτρύπανα και τα ερευνητικά σκάφη.
Πρόκειται για ενδεικτικές προτάσεις ή σωστότερα για απλές σκέψεις σχετικά με την κατεύθυνση που, κατ’ εκτίμηση, οφείλει να λάβει ο ελληνοτουρκικός διάλογος, αφού ούτε ειδικός είμαι στη γεωπολιτική και τα ενεργειακά, ούτε είμαι σε θέση να γνωρίζω όλες τις παραμέτρους της ελληνοτουρκικής διένεξης. Θεωρώ, όμως, ότι οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει σε βάρος της χώρας μας, η πολεμική απειλή είναι πραγματική και η Ελλάδα πρέπει, εκτός από αποφασιστικότητα, να επιδείξει ευελιξία και πνεύμα συνεργασίας για να αποτρέψει μια εθνική ή ευρύτερη καταστροφή.
Γιατί, τελικά, το ερώτημα το οποίο μας θέτει η Ιστορία και στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι: Τι είναι καλύτερο, η συμμετοχή στην αναζήτηση και η μοιρασιά με τον γείτονα ενός εικαζόμενου μελλοντικού φυσικού θησαυρού στα όρια της «αυλής» μας ή η καταστροφή του υπαρκτού θησαυρού του τόπου διαμονής μας στο όνομα δικαιωμάτων τυπικής όσο και αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας;


Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

«Χρυσός κοντυλοφόρος» διήγημα του Δημήτρη Πετσετίδη (1940-2017) από τη συλλογή διηγημάτων του «Λυσσασμένες αλεπούδες» (εκδ. «Κέδρος», 2008, β’έκδοση)

..............................................................




Δημήτρης Πετσετίδης 
(1940 - 2017)







·       «Χρυσός κοντυλοφόρος» διήγημα του Δημήτρη Πετσετίδη (1940-2017) από τη συλλογή διηγημάτων του «Λυσσασμένες αλεπούδες» (εκδ. «Κέδρος», 2008, β’έκδοση)


Οι συνηθισμένες βρισιές και τα παρατσούκλια που δίναμε ο ένας στον άλλο εκείνους τους καιρούς, τότε που παιδιά παίζαμε στους δρόμους και στις γειτονιές της μικρής μας πόλης, ήταν έντονα τσουχτερές και βωμολοχικές. Και φαίνονται εκείνα τα χρόνια, παρ’ όλο που έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι, σαν να είναι χτεσινά. Ο πατέρας στα βαθιά του γεράματα, βασανισμένος από την αρρώστια, θυμόταν με λεπτομέρειες περιστατικά από την παιδική μας ηλικία, ενώ δεν μπορούσε να θυμηθεί γεγονότα της περασμένης εβδομάδας.
   Τι τσουλής, τι στραβοκώλιας, τι κόπρος, τι βουδάλας, τι πρεζάς, τι γουρούνα, τι Ιούδας, τι σκυλομούρης κι άλλα κι άλλα τέτοια πολλά και διάφορα δεν στόλιζαν δίκην επωνύμου, τα παιδιά της γειτονιάς. Ο Κώστας ο βουδάλας, για να ξεχωρίζει από τον Κώστα τον μπλατσάρα κι αυτός από τον Κώστα την αλεποπορδή.
   Μερικοί, που λόγω γειτνιάσεως μετείχαν εναλλάξ στα παιχνίδια και στις συντροφιές σε δύο γειτονιές, είχαν και διπλά παρατσούκλια. Πλήρεις εκπλήξεως πληροφορηθήκαμε κάποτε στη δική μας γειτονιά πως ο Θανάσης ο χοντροκώλιας εκοσμείτο και με το παρατσούκλι ρεταλίνα και ότι με τούτο ήταν ευρέως γνωστός στην περιοχή της ενορίας του Αγίου Νικολάου.
   Από τα κορίτσια, ελάχιστα είχαν ανάλογα παρατσούκλια, κι αυτά όχι τόσο χυδαία όσο των αγοριών, πάντως αρκούντως εύστοχα. Τα πιο πολλά κορίτσια ήσαν κλεισμένα στο σπίτι και δεν συμμετείχαν τόσο συχνά στα παιχνίδια μας και στα ξεφαντώματα των δρόμων κι έτσι δεν είχαν την τύχη να τους κολλήσει κάποιο παρατσούκλι.
   Στο δρόμο κοντά στην αφετηρία των λεωφορείων για το προάστιο του Αϊ-Γιάννη υπήρχε ένα πέτρινο διώροφο με έναν καγκελόφραχτο κήπο που ήταν γεμάτος τριανταφυλλιές και πήλινα αγάλματα. Από τα μπαλκόνια του σπιτιού κρέμονταν πρασινάδες που έφταναν μέχρι το έδαφος και ψηλά στη σκεπή του υπήρχε ένα μικρό ορθογώνιο ταρατσάκι με τέσσερις μαρμάρινες κόρες στις γωνίες του, που με τα κεφάλια τους, ωσάν Καρυάτιδες, στήριζαν τις σιδεριές ενός σκέπαστρου από χρωματιστά τζάμια. Στο σπίτι εκείνο κατοικούσε ένα παιδί, αρκετά χρόνια μεγαλύτερο από εμένα – πρέπει να πήγαινε στην ογδόη όταν εγώ γράφτηκα στην τρίτη του οκτατάξιου Γυμνασίου. Μια ημέρα, βλέποντάς με να περνώ κάτω από το μπαλκόνι  του φορτωμένος μια τεράστια πάνινη τσάντα γεμάτη με βιβλία, μου φώναξε:
   «Πού πας, ρε χρυσέ κοντυλοφόρε;»
    «Όπου μου γουστάρει, ρε χρυσέ κοντυλοφόρε!» του απάντησα και απομακρύνθηκα χωρίς να δώσω σημασία στα γέλια που ακούστηκαν στο μπαλκόνι. Γελούσε και ένα κορίτσι μαζί του. Ήταν η μικρότερη αδερφή του.
   Έκτοτε, όταν τύχαινε να συναντηθούμε, με φώναζε χρυσό κοντυλοφόρο, ξελιγωμένος στα γέλια κι εγώ του ανταπέδιδα την προσφώνηση αποκαλώντας τον κι αυτόν χρυσό κοντυλοφόρο, ποτέ δεν έμαθα το όνομά του, πιθανόν ούτε κι αυτός το δικό μου.
   Οι προσφωνήσεις και οι αντιφωνήσεις αυτές δεν είχαν τίποτε το υβριστικό, ούτε τη βιαιότητα και το πάθος με τα οποία συνοδεύονταν οι συνηθισμένες βρισιές.
   «Χρυσέ κοντυλοφόρε!»
   «Χρυσέ κοντυλοφόρε!»
   Και όταν περνούσα κάτω από το μπαλκόνι του, ακούγονταν και τα συνοδευτικά γελάκια της αδερφής του.
   Μια ημέρα, στη γιορτή του Αϊ-Γιαννιού, είχαμε πάει οικογενειακώς να χαιρετήσουμε τον θείο Γιάννη. Εκεί, στο σπίτι του θείου, μέσα στο μεγάλο σαλόνι που άνοιγε μόνο όταν είχαν γιορτή, βλέπω καθισμένη μαζί με τους γονείς της την αδερφή του χρυσού κοντυλοφόρου. Έγινα κατακόκκινος και έχασα τα λόγια μου όταν πήγα να πω τις τυπικές ευχές στον θείο Γιάννη και στη θεία μου.
   Έπειτα από λίγη ώρα, η εξαδέλφη μου η Αφροδίτη, η οποία ήταν συμμαθήτρια της Αθηνάς, έτσι έλεγαν την αδερφή του χρυσού κοντυλοφόρου, πρότεινε να πάμε οι τρεις μας και ο μικρός μου εξάδελφος να παίξουμε στο χειμωνιάτικο. Η Αθηνά ήταν συνομήλική μου, είχε ένα καλλίγραμμο κορμί και γλυκά καταπράσινα μάτια.
   Εκείνο το βράδυ, τ’ Αϊ-Γιαννιού, την ερωτεύτηκα. Παίξαμε για ώρα πολλή διάφορα παιχνίδια και το «δαχτυλίδι». Τότε, όταν το μοίραζα εγώ ή εκείνη, σφίγγονταν τα χέρια μας και με δυσκολία ξεκολλούσαν. Η Αφροδίτη χαμογελούσε πονηρά.
   Δεν έτυχε να ξαναβρεθούμε με την Αθηνά έκτοτε, ούτε τόλμησα ποτέ να τη σταματήσω στον δρόμο και να της εκμυστηρευτώ τον έρωτά μου. Τα γυμνάσια αρρένων και θηλέων ήσαν σε διαφορετικά κτήρια, μακριά το ένα από το άλλο. Αν το μυαλό κανενός πάει σε πιθανές νυχτερινές συναντήσεις, το βράδυ απαγορευόταν αυστηρώς η κυκλοφορία.

   Πέρασαν τα χρόνια, ήδη κοιμόμαστε χωρίς φόβο τις νύχτες, το τσιμεντένιο φυλάκιο δίπλα στο γεφύρι έμεινε έρημο, χωρίς οπλοφόρους φρουρούς, χώρος πλέον βιαστικών αφοδεύσεων.
   Στο μεγάλο εκείνο πέτρινο διώροφο σπίτι του χρυσού κοντυλοφόρου και της Αθηνάς δεν φαινόταν να κατοικεί πια κανένας. Ο κήπος του ήταν στρωμένος με ξερά φύλλα, οι σοβάδες των τοίχων του σάπιζαν και γκρεμίζονταν και από τα πήλινα αγάλματα, άλλα είχαν σωριαστεί στο χώμα κι άλλα έστεκαν ακρωτηριασμένα στα σαθρά βάθρα τους.
   Μερικοί έλεγαν ότι η οικογένεια είχε μεταναστεύσει σε χώρα μακρινή, άλλοι ότι η σύζυγος του ιδιοκτήτη του σπιτιού, διαπρεπή άλλοτε δικηγόρου, παρεφρόνησε και την είχαν μεταφέρει σε μια κλινική στην πρωτεύουσα.
   Κάποιος μου είπε ότι ο λόγος που ερήμωσε το διώροφο εκείνο αρχοντικό ήταν άλλος. Ο δικηγόρος πατέρας είχε ανακατευτεί με κόμματα και οργανώσεις. Κατηγορήθηκε μετέπειτα, όντας με το μέρος των χαμένων, ως ηθικός αυτουργός για διάφορα ανομήματα και καταστράφηκε. Δεν αποκλείεται να μην είχε κιόλας επιζήσει.
   Και ποιον να ρωτήσω; Ο θείος Γιάννης, μαζί του η Αφροδίτη και όλη τους η οικογένεια είχαν προ πολλού μεταναστεύσει στην Αμερική.

   Στην πρωτεύουσα της χώρας, εσωτερικοί μετανάστες κι εμείς, μακριά από την πόλη μας, μακριά από το πέτρινο εκείνο διώροφο, μακριά από τη γειτονιά και το σπίτι μας με τον μεγάλο του μπαξέ που ήταν γεμάτος πορτοκαλιές, ζούσαμε σε ένα στενό διαμέρισμα με θέα τον σταθμό του τρένου, η τριμελής οικογένεια, εγώ με τους γονείς μου.
   Είχα τελειώσει τις σπουδές μου και έψαχνα για δουλειά. Έτρεχα από γραφείο σε γραφείο, από εταιρεία σε εταιρεία, τηλεφωνούσα απαντώντας στις αγγελίες των εφημερίδων, έστελνα βιογραφικά και περίμενα.
   Μια ημέρα, ύστερα από ένα κουραστικό τρέξιμο, ύστερα από ένα σωρό ανεβοκατεβάσματα σε γραφεία πολυκατοικιών χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα – είχα πλέον βαρεθεί ν’ ακούω ξανά και ξανά τις ίδιες τυπικές φράσεις, «αφήστε μας μια αίτηση, ένα βιογραφικό και το τηλέφωνό σας» - , βρέθηκα σε μια περιοχή της μεγαλούπολης την οποία περιοχή σπανίως άλλες φορές είχα επισκεφτεί.
   Στάθηκα να χαζεύω μπροστά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Χωρίς να καταλάβω πώς, η προσοχή μου ξέφυγε από τα εξώφυλλα των βιβλίων και άρχισα να παρατηρώ πίσω από το τζάμι τις κινήσεις ενός υπαλλήλου, καθώς φαινόταν να υποδεικνύει διάφορα βιβλία από το ράφι σε μια γυναίκα με ένα σκυλάκι στην αγκαλιά της.
   Κάποτε η κυρία αποφάσισε να διαλέξει ένα βιβλίο και απομακρύνθηκε προς το ταμείο. Τότε, παρατηρώντας τον υπάλληλο και προσέχοντας τα χαρακτηριστικά του, είχα την αίσθηση ότι κάπου τον είχα ξαναδεί. Και, ξαφνικά, σαν αστραπή ήρθε στο νου μου η εικόνα του χρυσού κοντυλοφόρου. Τον παρατήρησα για μερικά δευτερόλεπτα προσεκτικά και στο τέλος ήμουν βέβαιος: ήταν ο χρυσός κοντυλοφόρος.
   Έσπρωξα την πόρτα του βιβλιοπωλείου και προχώρησα προς το μέρος όπου στεκόταν ο υπάλληλος.
   «Χαίρετε», του είπα.
   «Χαίρετε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
   Η φωνή ήταν η ίδια, λίγο πιο βραχνή, αλλά το μέταλλό της απαράλλαχτο.
   Δεν μπόρεσα να κρατηθώ περισσότερο και του λέω απότομα:
   «Είσαι ο χρυσός κοντυλοφόρος;»
   Είδα ξαφνικά στο πρόσωπό του να ζωγραφίζεται ένα χρώμα έκπληξης. Έκανε για μια στιγμή να γελάσει. Να τος είπα, όπως τότε. Απότομα όμως, άλλαξε διάθεση και στη συνέχεια με σοβαρό ύφος:
   «Όχι, φίλε μου! Τσίγκινος είμαι, δεν είμαι χρυσός», μου είπε και απομακρύνθηκε προς το μέρος ενός πελάτη που είχε στο μεταξύ πλησιάσει και εξέταζε ένα βιβλίο που βρισκόταν στο ράφι.
   Στάθηκα για μερικές στιγμές αναποφάσιστος. Τι, άραγε, μπορούσα να τον ερωτήσω; Γιατί εγκατέλειψαν το σπίτι εκείνο και έφυγαν; Για την αδερφή του την Αθηνά; Να τον ρωτήσω αν έρχεται ποτέ στην πόλη μας κι αν θυμάται το σχολείο μας με τον στυγνό γυμνασιάρχη;
   Και πόσο θα τον ενδιέφερε αν του έλεγα για τους δρόμους που άλλαξαν, για τα παλιά αρχοντικά που γκρεμίστηκαν, για τα παιδιά που δεν παίζουν πια στους δρόμους, για τα πηγάδια που ξεράθηκαν; Δεν έβρισκα τρόπο.
   Κι ενώ αυτός δεν γύριζε το βλέμμα του προς τη μεριά μου, έκανα μεταβολή, άνοιξα την πόρτα και βγαίνοντας στον δρόμο φώναξα ένα ταξί που περνούσε εκείνη τη στιγμή.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

M. Lonardi, M. Mela, L. Micheli 1-6 + bis Concerto della Fondazione Fodella novembre 2011 (youtube, 2011?)

..............................................................

M. Lonardi, M. Mela, L. Micheli 1-6  + bis


Concerto della Fondazione Fodella novembre 2011 Massimo Lonardi, Matteo Mela, Lorenzo Micheli. Musica di Andrea Falconieri, Giovanni Girolamo Kapsberger, Girolamo Frescobaldi, Francesco Corbetta, Michelangelo Galilei, Alessandro Piccinini , Ludovico Roncalli, Maurizio Cazzati.


































Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Από τις «Μέρες Α’, 1925 – 1931» του Γιώργου Σεφέρη

.............................................................







Γιώργος Σεφέρης (1900 - 1971)






·        Από τις «Μέρες Α’, 1925 – 1931» του

     Γιώργου Σεφέρη


Κηφισιά, 7 Σεπτέμβρη 1926

   Γράφω όπως ανοίγει κανείς τις φλέβες του.
   Γράφω για ν’ αναβάλω μιαν ομολογία· κάθε γραφή πρέπει να ήταν για μένα κάτι σαν αναστολή μιας ποινής.
   Κανένας δεν ομολογεί, γιατί δεν μπορεί να το θέλει. Η πιο δυνατή θέληση σταματά στο σύνορο της ουσιαστικής ομολογίας.
   Ω να πεθάνει κανείς…
   Αισθάνομαι άρρωστος· δεν μπορώ να κυβερνήσω την καρδιά μου, τη σκέψη μου – μόλις την έκφρασή μου. Δεν ξέρω πια ν’ αγαπήσω, δεν ξέρω να θαυμάσω.
   Είμαι ένα άρρωστο ζώο· άδολη θλίψη. Θυμούμαι εκείνο το λυσσασμένο σκυλί που το φαρμάκωσαν τις πρώτες μέρες που ήρθαμε στην Κηφισιά. Πόσος καιρός τού χρειάστηκε για να ψοφήσει; Ένα ολόκληρο απόγεμα. Ένα απόγεμα για ένα σκυλί· πρέπει να ισοδυναμεί με πολλές μέρες δικές μας. Μόλις μπορούσε να κρατηθεί όρθιο· η φουσκωμένη του κοιλιά σα φυσητήρι. Έπειτα, όταν έπεσε, τα πόδια του έγραφαν, για κάμποση ώρα, τόξα στη σκόνη του δρόμου.
   Κάποτε βλέπω τον εαυτό μου να τελειώνει έτσι· κι όταν φτάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, μόνο η δειλία τον βαστά.
   Είμαι βαθιά άρρωστος· δεν είναι μήτε το κορμί μήτε το πνεύμα· είναι αυτή η φριχτή ζωή μου. Συζητώ ψιθυριστά. Με ποιον; Είμαι βέβαιος πως υπάρχει ένας κάποιος, ή περισσότεροι, και ψιθυρίζω ατέλειωτα μαζί τους. Ξεχωρίζω το σύρσιμο από ορισμένα σύμφωνα που προφέρουν.
   Τ’ άψυχα πράγματα μπαίνουν με τι δική τους βούληση μέσα στη συνειδητή ζωή μου…

Κηφισιά, 9 Σεπτέμβρη 1926


Σάββατο 2 Οκτώβρη, Αθήνα
   Άφησα στο προηγούμενο τετράδιο τις τελευταίες σελίδες αδειανές. Θα γράψω, όταν έχω τη δύναμη, για την καταστροφή του περασμένου μήνα.

Πώς να μάθει κανείς τον πόνο;

Σεπτέμβρης 1927
   Θυσίασα στον Ήφαιστο τον περσινό Montaigne. Τον είχα αρχίσει αστόχαστα, νομίζοντας πως τα γαλλικά του ΙΣΤ’ αι. θα ήταν πιο βολικά για τη γλώσσα μας μετά τον Malherbe. Βρήκα άλλες δυσκολίες, όχι της ακρίβειας, αλλά της αστάθειας και της ζωηράδας. Σχεδίαζα να τον συνεχίσω για άσκηση σε ώρες πιο ελεύθερες· έβγαλα μόνο κουτσά στραβά το: «Φιλοσοφώντας διδάσκεσαι να πεθαίνεις». Κρατώ τούτα για τον κουμπαρά:
   «Και για ν’ αρχίσουμε να του αφαιρούμε [του θανάτου] το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που έχει απέναντί μας, ας πάρουμε δρόμο ολωσδιόλου αντίθετο από τον κοινό. Ας του βγάλουμε την αλλοκοτιά του, ας τον ασκούμε, ας τον συνηθίζουμε, ας μην έχουμε τίποτε πιο συχνά στο νου από το θάνατο.
   »Δεν είναι βέβαιο πού μπορεί ο θάνατος να μας περιμένει, εμείς ας τον περιμένουμε παντού. Η προμελέτη του θανάτου είναι προμελέτη της ελευθερίας. Όποιος έμαθε να πεθαίνει, ξέμαθε να είναι δούλος.
   »Και το ψέλνω μοναχός μου αδιάκοπα: Ό,τι μπορεί να γίνει άλλη μέρα, μπορεί να γίνει σήμερα.
   »…Είναι ένα κομμάτι δικό σου ο θάνατος: [γυρεύοντας να του ξεφύγεις] ξεφεύγεις τον ίδιο τον εαυτό σου.
   »Ό,τι ζεις, το κλέβεις από τη ζωή, αυτή το ξοδεύει. Το ακατάπαυστο έργο της ζωής είναι να χτίζει το θάνατό σου. Όσο είσαι ζωντανός, είσαι μέσα στο θάνατο. Ή, αν το προτιμάς έτσι: είσαι πεθαμένος μετά τη ζωή, αλλά όσο κρατά η ζωή σου είσαι ετοιμοθάνατος· και ο θάνατος αγγίζει πολύ πιο σκληρά τον ετοιμοθάνατο από τον πεθαμένο, και πιο ζωντανά, και πιο ουσιαστικά.
   »Η ζωή δεν είναι καθαυτή μήτε καλό μήτε κακό· είναι η θέση του καλού και του κακού κατά πού τους την αφήνεις.
   »Κάμε τόπο στους άλλους, όπως άλλοι έκαμαν τόπο σ’ εσένα».
   Και τέλος:
   «Γεννήθηκα ανάμεσα έντεκα και μεσημέρι την τελευταία μέρα του Φλεβάρη 1533, καθώς λογαριάζουμε τώρα, αρχίζοντας το χρόνο από τον Γενάρη»(Ι, ΧΧ). Πρέπει λοιπόν να ‘χουμε, στην ημερομηνία της γέννησής μας, μια ή δέκα μέρες διαφορά. Είναι άραγε το αστρικό μας που το θέλει να είμαστε άνθρωποι με καλή πίστη («είναι βιβλίο καλής πίστης…»), εμπειρικοί, «κενοστόχαστοι» (αν μπορώ να τολμήσω τη λέξη για το «songe-creux»), «κυματιστοί και ποικίλοι» (δες και τον «suffisant lecteur»). Και μας αρέσει να κουδουνίζουμε τη λέξη «ηδονή» στ’ αυτιά εκείνων που στραβομουτσουνιάζουν στ’ άκουσμά της (πάλι Ι, ΧΧ).
   Και τούτη η άλλη αξιοπρόσεχτη λεπτομέρεια της βιογραφίας του: Ο Montaigne, από μια λόξα του πατέρα του, δε μίλησε παρά μόνο λατινικά ως την ηλικία έξι χρονώ.


Σάββατο, 1 Οκτώβρη 1927

                                                         
                                   Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΛΟΥ


Μας είχε πάρει ο ύπνος κάτω από ένα πεύκο. Όταν ανοίξαμε τα μάτια, ο ήλιος κρύβουνταν στο αντικρινό βουνό. Οι βελόνες των πεύκων έμοιαζαν αναμμένες στην άκρη, σα να τις είχαν ετοιμάσει με σούρφανο και φώσφορο, όπως τα σπίρτα. Αναρωτήθηκα πού βρισκόμασταν. Η πριγκίπισσα Λου μού έδειξε ένα κωνικό λοφάκι τυλιγμένο από την πάχνη του κάμπου. Είπε: «Κακό σημάδι, φόρεσε το άσπρο του πένθος». Έπειτα άπλωσε τις δυο παλάμες απάνω στις ξερές βελόνες που είχανε στρώσει το χώμα, χαμήλωσε το κεφάλι ανάμεσα στους αγκώνες της και αφουγκράστηκε τη γη. «Δεν είναι για μας το κακό σημάδι» ψιθύρισε χαμογελώντας.

   Το μυαλό μου ήταν βαρύ από τους καπνούς του ύπνου κι ένιωθα ακόμη στη γλώσσα την πίκρα από το ρετσίνι που είχαμε δαγκάσει πριν κοιμηθούμε, για να ξεδιψάσουμε τάχα. Ένα σκυλί γάβγισε· ένα αεράκι μάς έφερε το ζεστό ανάδοσμα μιας γειτονικής φωτιάς. Πέρασε μια γύφτισσα· η πριγκίπισσα Λου της έτεινε το χέρι: «Εσύ, κερά μου, δούλα σε σπίτι είσαι, στρατιώτη αγαπάς… καρδιά σου του κρύβεις, φαΐ του κρύβεις να του δώσεις, στρατιώτη κακό σκοπό έχει, παρθενιά σου μονάχα γυρεύει· στεφάνια δε βλέπω…». Έδωσα ένα τάλιρο στη γύφτισσα κι έφυγε. Η πριγκίπισσα Λου με κοίταξε πάλι, με το ίδιο χαμόγελο. «Δεν είναι η δική μου τύχη αυτή». Είπε και μου ‘δειξε τις παλάμες της αυλακωμένες από τις πευκοβελόνες.

   Σκοτείνιαζε. Πήραμε το μονοπάτι γλιστρώντας και βγήκαμε στο μεγάλο δρόμο. Περπατούσαμε σιωπηλοί. Κουδούνια κοπαδιού. Μια νυχτερίδα έγραψε δυο τρία τρίγωνα κι εχάθη. Κοίταξα λοξά. Είδα τα μικρά της πόδια σκονισμένα στις άκρες· ένιωθα πως αν έλεγε μια μόνο λέξη, θα μ’ έπαιρναν τα δάκρυα. Γύρισα τα μάτια στ’ άλλο πλευρό του δρόμου· μια σειρά κυπαρίσσια, το τελευταίο, μεγάλο και δυνατό, και το πρώτο φιντανάκι ακόμα. Μοιάζαν, έτσι κατά σειρά, σαν τους αυλούς της σύριγγας του Πάνα. Στάθηκα και τα πρόσεχα.

   Η πριγκίπισσα Λου ήρθε κοντά μου και κοίταζε κι εκείνη ρίχνοντας πού και πού ένα κλεφτό βλέμμα προς εμένα, σα να ήθελε να καταλάβει. Ξαφνικά, μ’ ένα μικρό απότομο πήδημα, άρπαξε την κορυφή του μικρότερου κυπαρισσιού, ζυγιάστηκε, πήρε ορμή και τινάχτηκε στην κορυφή του πλαϊνού μεγαλύτερου δέντρου. Έτσι συνέχισε από το πιο μικρό στο πιο μεγάλο. Την έβλεπα να υψώνεται, από κορυφή σε κορυφή, ανεβαίνοντας τούτη την αέρινη σκάλα. Όταν έφτασε στο τελευταίο κυπαρίσσι, το πιο αψηλό, αδιαφορώντας πως αυτό ήταν πραγματικά το τελευταίο, ξανάρχισε την ίδια γυμναστική. Την παρακολουθούσα λαχανιασμένος. Είδα με αγωνία το μικρό κορμί της να γράφει μια σκοτεινή καμπύλη και να πέφτει δυο μέτρα μακρύτερα. Δεν άκουσα γδούπο ή θόρυβο. Σκέφτηκα για μια στιγμή πως είχε φύγει, πως αυτός ήταν ο τρόπος της να φύγει, κι έκαμα να γυρίσω πίσω στο σταθμό. Ύστερα υπάκουσα στη δεύτερη σκέψη, τη λογική, που μου έλεγε πως πρέπει να πάω να ιδώ. Υπάκουσα· εδώ και χρόνια, το συναισθάνομαι, μ’ έχει χαλάσει η λογική της ευθύνης. Έψαξα, έψαξα στον τόπο που λογάριαζα πως είχε πέσει. Τίποτα. Ήμουνα πια εξαντλημένος, όταν η τελευταία ματιά μου προς το χώμα πήρε, κοντά σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, το κορμάκι ενός σπουργίτη που θα ‘χε ψοφήσει ίσως από το πρωί. Αυτό δεν είχε βέβαια σχέση με την υπόθεσή μου. Καμιά σχέση, απολύτως. Το βράδυ σπίτι μου κοίταξα παλιές φωτογραφίες.

 Τρίτη, 4 Οκτώβρη


   Πρώτη χειμωνιάτικη μέρα. Προπορεύεται μια μουσική αυλών ζαλιστική. Σύρσιμο φτυαριού στο δρόμο· άσπρο απόγευμα. Η ακοή μου, εξαντλημένη από την ένταση της αναμονής, γεννά ηχητικά φαντάσματα. Τα αντικείμενα που με περιστοιχίζουν προβάλλουν, σχεδόν προκλητικά, τις γραμμές τους.


                                          «ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ»

                                      
                                         Κηφισιά, Κηφισά!

                                         Φεύγω με το μπούσι

                                         Και τ’ αγέρι που φυσά

                                         Σκώνει σκόνη πούσι.

                                         Ρηχή ψυχή, καρδιά φαρδιά,

                                         Της ερωτιάς πραμάτεια,

                                         Κηφισιά, πού ‘ναι η κοπελιά

                                         Που μ’ άστραψε στα μάτια.