Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

«H Μπαλάντα της Μολλ Μαγκή» ποίημα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (1865 - 1939) σε μτφ. του ποιητή, συγγραφέα και φίλου στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 30.10.2020)

 ..............................................................


"Το "Αμάρτημα της μητρός μου" ο Γεώργιος Βιζυηνός το δημοσιεύει στα 1883. Τέσσερα χρόνια αργότερα, από την άλλη γωνιά της Ευρώπης, ένας εικοσάχρονος ποιητής του "αποκρίνεται", με τον τρόπο που μόνο η μεγάλη λογοτεχνία διαθέτει. Πραγματικά περιστατικά έθρεψαν και τα δύο έργα."


Κώστας Κουτσουρέλης




Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (1865 - 1939)









«H Μπαλάντα της Μολλ Μαγκή»


Μη με πετροβολάτε, σιμώστε εδώ παιδιά,
κι αν μουρμουράω στους δρόμους, δείξτε μου εσείς σπλαχνιά.
Έναν ψαρά πήρ’ άντρα, αυτός βιοπαλαιστής
κι εγώ πάστωνα ρέγγες, στο πόδι ολημερίς.
Κι όταν αργά σχολούσα ξέπνοη απ’ τη δουλειά
στην άγια φεγγαράδα τα πόδια μου έσερνα.
Πάντα ’μουν αρρωστιάρα κι είχα μωρό η φτωχή,
άλλη μου το κρατούσε, κι εγώ ώς το πρωί.
Το πλάκωσα μια νύχτα, παιδάκια μου καλά,
το έρμο του το κορμάκι το βρήκα ξαφνικά
δίπλα μου παγωμένο μια παγωμένη αυγή –
σαν τη νεκρή κοιμάσαι σαν ζεις τέτοια ζωή.
Τόσο χλωμό δεν είδα τον άντρα μου ποτέ,
μου ’δωσε δυο δεκάρες και με ξαπόστειλε.
Με καταριέται μου 'πε, να φύγω, να χαθώ,
σκληρό άκουσα να πέφτει πίσω το μάνταλο.
Δεν είπα ούτε κουβέντα, τράβηξα στη σιωπή,
γειτόνισσες, γειτόνοι, κανένας να με δει,
πόρτες και παραθύρια όλα ήταν σφαλιστά,
τ’ αστέρια σιγοσβήναν, λούφαζε η καλαμιά.
Δεν είπα ούτε κουβέντα, τράβηξα στη σιωπή,
ώσπου στους πέρα σταύλους μ’ είδε μια χωριανή.
Εμπρός σ’ ένα μαγκάλι παλιό από τενεκέ
της είπα τι ’χα κάνει, κι εκείνη μ’ άκουγε.
Τα χρήματα μου όλα σωθήκαν, μήνες πια,
μα αυτή μου δίνει ακόμη να φάω μια μπουκιά.
Το ξέρω, με λυπάται κι ας με καταφρονεί,
μου λέει πως μια μέρα ο άντρας μου θα ρθεί
και πίσω θα με πάρει και πάλι, όμως εγώ
όπου και να πηγαίνω, όπου και να βρεθώ
είτε μαζώνω ξύλα, είτε τραβάω νερό,
πάντοτε αυτό κι εμένα κλαίω και μοιρολογώ.
Μα δεν μπορεί, θά ’ρθει ώρα, το ξέρω, αχ θα το δει,
διάπλατα θ’ ανοίξουν μια μέρα οι ουρανοί
και ο Θεός που ανάβει ήλιους κι αστερισμούς
γλυκά θά ’ρθει να σκύψει και πάνω απ’ τους φτωχούς.
Μη με πετροβολάτε, παιδάκια μου καλά,
μον’ έρθετε σιμά μου, δείξτε μου εσείς σπλαχνιά.

 
W. B. YEATS

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

"Το πραγματικό δίλημμα" έγραψε ο Γιώργος Καπόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.10.2022)

 ...............................................................


Το πραγματικό δίλημμα







έγραψε ο Γιώργος Καπόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.10.2022)



Η κρίση ευρωπαϊκής εμπιστοσύνης ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία σοβεί εδώ και πολλά χρόνια, από την επαύριον της ενοποίησης των δύο γερμανικών κρατών.


Η κρίση ευρωπαϊκής εμπιστοσύνης ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία σοβεί εδώ και πολλά χρόνια, από την επαύριον της ενοποίησης των δύο γερμανικών κρατών.

Επιλεκτικά όλοι απαξιώνουν την έλλειψη εμπιστοσύνης στη συγκρότηση Ενιαίας Γερμανίας που οδήγησε τη Θάτσερ να στείλει επιστολή προς τον Γκορμπατσόφ όπου επισήμαινε τους κινδύνους από την ενοποίηση.

Εξίσου, αν όχι περισσότερο, ανήσυχος ήταν ο Μιτεράν που επισκέφθηκε το Ανατολικό Βερολίνο μερικές μέρες μετά την πτώση του Τείχους, ενώ έσπευσε να αναγνωρίσει την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών του Αυγούστου του 1991 αποκαλώντας τους «Νέα Σοβιετική Ηγεσία».


Οταν στα τέλη του 1989 είχε καταστεί σαφές ότι η Γερμανία βαδίζει ολοταχώς προς την ενοποίηση ο Μιτεράν έθεσε το δίλημμα Γερμανική Ευρώπη ή Ευρωπαϊκή Γερμανία…

Τριάντα τρία χρόνια μετά, η ευρωπαϊκή πολιτική του Βερολίνου ακολούθησε μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και κυρίως την κρίση στην ευρωζώνη από το 2010 και μετά την επιλογή της Ευρωπαϊκής Γερμανίας.

Αμέσως μετά και μέχρι και σήμερα κινείται ολοένα και με λιγότερα προσχήματα στη λογική της Γερμανικής Ευρώπης.

Το τι συνέβη είναι φανερό: το δίλημμα που διατύπωσε ο Μιτεράν για τη Γερμανία δεν ήταν διάζευξη αλλά διαδοχικές φάσεις εγκαθίδρυσης μιας κυριαρχίας.

Αιώνες ευρωπαϊκής και γερμανικής Ιστορίας αναδεικνύουν ένα άλλο δίλημμα, μια άλλη διπολική εναλλαγή στην Ιστορία της χώρας.

Από την εποχή του Καρλομάγνου μέχρι και σήμερα η Γερμανία ή είναι ενωμένη και ασκεί ηγεμονική κυριαρχία στην Ευρώπη ή είναι διασπασμένη σε χώρες και κρατίδια.

Και οι δύο εναλλακτικοί ρόλοι, «κέντρο ισχύος» και «κενό ισχύος», αποσταθεροποιούν τη Γηραιά Ηπειρο, μια διαπίστωση που τη συμμερίζονται μεγάλοι ιστορικοί όπως ο Βρετανός A.J.P. Taylor και ο Γερμανός Immanuel Geiss.

O φαύλος αποσταθεροποιητικός κύκλος της γερμανικής Ιστορίας γνώρισε μια παρένθεση στην περίοδο 1949-1990, όταν η σύγκρουση ΗΠΑ-ΕΣΣΔ οδήγησε στη γέννηση δύο γερμανικών κρατών.

Οι Κολ-Γκένσερ, που είχαν ζωντανές μνήμες του πολέμου, έδωσαν με την επικοινωνιακή τους τακτική την ψευδαίσθηση ότι ο ευρωπαϊκός ζήλος της Ενιαίας Γερμανίας δεν διαφέρει από την καθαρόαιμη ευρωπαϊκή φεντεραλιστική στρατηγική της Δυτικής Γερμανίας.

Η πρώτη σοβαρή και μετωπική αντιπαράθεση Γαλλίας-Γερμανίας μετά τις κοσμογονικές ανατροπές του 1989-90 σημειώθηκε στη σύνοδο κορυφής της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000, όπου Σιράκ και Σρέντερ μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των δεκατριών άλλων ηγετών συγκρούστηκαν, με το Βερολίνο να διεκδικεί χωρίς περιστροφές την πρωτοκαθεδρία στην Ε.Ε. και το Παρίσι να δίνει σκληρή μάχη για να διατηρήσει μια, έστω προσχηματική, ισότητα μεταξύ των δύο πόλων του γαλλογερμανικού άξονα.

Η Γαλλία έπαιζε μετά λόγου γνώσεως την κωμωδία του γαλλογερμανικού άξονα, η πιο θλιβερή στιγμή της οποίας δεν ήταν άλλη από το ζεύγος «Μερκοζί», με τον Γάλλο πρόεδρο να δίνει ευρωπαϊκό περιτύλιγμα σε εθνικές επιλογές του Βερολίνου.

Δύο λόγοι οδήγησαν τη Γαλλία στον ρόλο του ήσσονος εταίρου:

Πρώτον, η προσαρμογή στη Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν ο μόνος τρόπος να περάσουν στο όνομα της ευρωπαϊκής ενοποίησης μεταρρυθμίσεις, περικοπές κεκτημένων και διαρθρωτικές αλλαγές με υψηλό, αν όχι απαγορευτικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Δεύτερον, όσο η Γαλλία ήταν προσδεδεμένη στη Γερμανία οι αγορές τη δάνειζαν και την αξιολογούσαν ως περίπου εξίσου αξιόπιστη και αξιόχρεη με την απέναντι όχθη του ποταμού Ρήνου.

Η πανδημία και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν ήδη προαναγγείλει σαρωτικές ανατροπές στους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς που δεν αποκλείεται να σημάνουν ακόμη και ανατροπή στις ισορροπίες του Βερολίνου με το Παρίσι.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

"Οι Πάτσηδες, οι Λάτσηδες και η Μεταδημοκρατία" έγραψε ο Τάσος Τσακίρογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.10.2022)

 ............................................................



Οι Πάτσηδες, οι Λάτσηδες και η Μεταδημοκρατία






έγραψε ο Τάσος Τσακίρογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.10.2022)


Στο εμβληματικό του βιβλίο «Μεταδημοκρατία» (εκδόσεις Εκκρεμές), ο Βρετανός πολιτικός επιστήμονας Κόλιν Κράουτς περιγράφει ένα πολιτικό φαινόμενο, το οποίο αφορά την εποχή του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτή που ζούμε σήμερα. «Ο ρόλος του κράτους ως αστυνόμου ξανάρχεται στο προσκήνιο. Το χάσμα του πλούτου ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς διαρκώς μεγαλώνει. Η φορολογία συντείνει όλο και λιγότερο στην αναδιανομή του πλούτου. Οι πολιτικοί ανταποκρίνονται κυρίως στα αιτήματα μιας χούφτας μεγαλοεπιχειρηματιών, τα συμφέροντα των οποίων μεταφράζονται σε κρατική πολιτική. Οι φτωχοί χάνουν σταδιακά κάθε ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα και δεν μπαίνουν πια ούτε στον κόπο να ψηφίσουν, ξαναπαίρνοντας οικειοθελώς τη θέση που αναγκαστικά είχαν στην προδημοκρατική περίοδο».

Αυτή η αποχή από τα πολιτικά πράγματα είναι που καθορίζει τελικά την τύχη της δημοκρατίας, καθώς οι πεπεισμένοι νεοφιλελεύθεροι (πλούσιοι, προνομιούχοι, ιδιοκτήτες κ.λπ.), όπως και οι φανατικοί ακροδεξιοί και φασίστες θεωρούν απαράγραπτο δικαίωμα και υποχρέωσή τους να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία. Αυτοί όλοι διαμορφώνουν ένα υβρίδιο «ακροδεξιού νεοφιλελευθερισμού», όπως βλέπουμε και στη χώρα μας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ξεπούλημα δημόσιου πλούτου, ιδιωτικοποιήσεις, απευθείας αναθέσεις, «χρηματοδότηση» μεγάλων επενδύσεων και από δίπλα αυταρχισμός, καταστολή, αστυνομοκρατία, εθνικισμός και μαζική διαφθορά.

Αυτά είναι τα στοιχεία της «προσφοράς» στο έθνος, το οποίο διάγει μια από τις πλέον παρακμιακές εποχές της σύγχρονης ιστορίας του. Η κρίση της Δικαιοσύνης, η οποία πλέον διαπλέκεται σχεδόν κραυγαλέα με την πολιτική εξουσία, πυροδοτεί αισθήματα οργής, αγανάκτησης και κοινωνικής αδικίας, με μόνο ωφελημένο το φασιστο-ακροδεξιό σύμφυρμα. Αυτό μας δείχνουν οι ΗΠΑ με τον τραμπισμό, αυτό μας δείχνει και η Ευρώπη με τη νίκη της Μελόνι, αλλά και τις επιτυχίες των ακροδεξιών σε Γαλλία, Σουηδία, Ουγγαρία, Πολωνία κ.λπ.


Τα πολιτικά πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά και όσο αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από εκείνους που περισσότερο τους αφορά, θα γίνονται χειρότερα. Ο Κράουτς περιγράφει και ένα πολιτικό παράδοξο, το οποίο αφορά συνολικά την ιστορική παρακμή των κομμάτων και την αγωνία των πολιτικών που καθοδηγούν τα κυρίαρχα κόμματα. Γράφει: «Από τη μία θέλουν να παρεμποδίσουν με κάθε τρόπο την ενεργό κινητοποίηση της μάζας των πολιτών και την ψηλάφηση των μυστικών τους, την οργάνωση αντιπολιτευτικής δράσης, τη διάρρηξη του πλέγματος εξουσίας που ελέγχει η πολιτικοεπιχειρηματική ελίτ. Από την άλλη, θέλουν πάση θυσία να υποστηρίζουμε παθητικά την πολιτική τους. Τρομάζουν στην ιδέα ότι θα μπορούσαμε να μην ενδιαφερόμαστε πλέον για τις ενέργειές τους, να μην κατεβαίνουμε να τους ψηφίσουμε, να μη δίνουμε χρήματα στα κόμματά τους, να τους αγνοούμε. Η λύση από τη σκοπιά τους είναι να επιτύχουν τα μεγαλύτερα δυνατά ποσοστά ελάχιστης συμμετοχής».

«Να πετύχουν τα μεγαλύτερα δυνατά ποσοστά ελάχιστης συμμετοχής»: μια εξαιρετική περιγραφή του πολιτικού στόχου του κάθε Μητσοτάκη και σία, αφού κάτι τέτοιο θα τούς εξασφάλιζε την επ’ αόριστον κυριαρχία και τη διαιώνιση της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου. Η περίπτωση Πάτση, τα «δωράκια» στους κάθε λογής Λάτσηδες (ΕΛ.ΠΕ., Ελληνικό κ.λπ.) δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, αλλά ο κανόνας ο ίδιος. Το να μην υπάρχει διαφθορά σε αυτό το είδος του αρπακτικού νεοφιλελευθερισμού είναι σαν να περιμένεις το σύννεφο να μη φέρει τη βροχή. Οι «περιστρεφόμενες πόρτες» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τα περίφημα ΣΔΙΤ, οι κακόφημες ιδιωτικοποιήσεις είναι φαινόμενα σύμφυτα με το συγκεκριμένο σύστημα. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Μάνος Χατζιδάκις: «Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι» από συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο (www.lifo.gr, 15.6.2020)

 ..............................................................


Μάνος Χατζιδάκις: «Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι»




από συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο (www.lifo.gr, 15.6.2020)



ΥΠΗΡΞΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ σ' αυτή την πόλη, που περπατώντας «πολλές φορές τη νύκτα» άκουγα τις αναπνοές των ανθρώπων απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Άκουγα τις ερωτικές τους συνομιλίες, τους ψιθυρισμούς τους, τις αγωνίες τους για τις ασήμαντες ή σπουδαίες υποθέσεις. Κι όσο απομακρυνόμουνα στις συνοικίες, τόσο πιο πολύ έμπαινα στη διαφάνεια του κόσμου τους. Τότε η παρουσία του ανθρώπου στις γειτονιές και τα περίχωρα ήταν παντοδύναμη. Όπως και η παρουσία του έρωτα. Ενός έρωτα που κυκλοφορούσε στον δρόμο και μετουσίωνε την πόλη ολόκληρη σ' ένα ερωτικό εργαστήρι. Σήμερα δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν ούτε νέοι για να αισθανθούν τον έρωτα και να τον ενσαρκώσουν.

Η επικινδυνότητα του έρωτα -το πιο σπουδαίο ίσως συστατικό του- είναι στο δόσιμο, στον χαμό. Επικινδυνότητα δεν είναι το να βρεθείς σφαγμένος ένα πρωί αλλά το να διαλύσεις τα όρια του εγωισμού σου, χωρίς να ξέρεις το σημείο που θα φτάσεις. Δεν έχει αυτό σχέση με το αν κινδυνεύεις σε ύποπτες συνοικίες.


Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου.

Η απανθρωπιά αυτής της πόλης είναι συνυφασμένη με τις μεγάλες της κλίμακες. Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι. Έχει διαμορφωθεί, δυστυχώς, μια άλλη ψυχολογία που πριμοδοτεί τον τυχοδιωκτισμό - ένα καθεστώς πια οριστικό. Η μεγάλη κλίμακα φέρνει την αθλιότητα, γιατί κάνει διάφανες και σκληρές τις οικονομικές αντιθέσεις, προκαλώντας την εγκληματικότητα ως απάντηση αυτού του φαινομένου. Ο υπερπληθυσμός των Αθηνών, σε μια πόλη ανάρχως οικοδομημένη, οδήγησε στην αρχιτεκτονική των εργολάβων, που ρίχνει τους ανθρώπους στη λάσπη και μπορεί να γεννήσει μόνον εγκληματίες.

Τα δυόμισι εκατομμύρια αυτής της πόλης είναι τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας που έφερναν βία και ανασφάλεια. Υπάρχει μια κακή εκτίμηση των προοπτικών που θεωρεί την Αθήνα χρυσοφόρα γη. Ή υπάρχει μια χυδαία άποψη περί της επιτυχίας. Τώρα οι πλούσιοι τροφοδοτούν τα σκυλάδικα. Έχουν εξαφανιστεί οι ευγενικές μορφές. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την επικράτηση του κιτς. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων: γκρανγκινιολική κατάσταση, κακοτυπωμένες -πλην έγχρωμες- φωτογραφίες με μάτια κόκκινα, σαν γιοι του Φρανκενστάιν. Δέστε τις φυσιογνωμίες. Δεν εκπέμπουν καμία ευγένεια, μόρφωση ή ήθος. Εξέλιπεν η αρχοντιά και η καλή παιδεία που εξομάλυνε κάπως τις διαφορές των πληβείων και των αρχόντων. Υπάρχουν, όμως, κάθε τόσο ευγενικές μορφές χαμένες στο πλήθος. Τις συναντώ καμιά φορά στις συναυλίες μου, σε διαλέξεις ή παραστάσεις. Είναι, όμως, αυτά πρόσωπα που έχουν οικειοθελώς αποχωρήσει ή ακόμα βάναυσα παραγκωνιστεί, χωρίς να παίζουν κανέναν ρόλο στη ζωή του τόπου.

Πώς μπορεί να διορθωθεί αυτή η πόλη; Μόνο με τις σούπερ λουξ συνοικίες, σαν την Πλάκα της Μελίνας, που στην ουσία παραμένει απάνθρωπη και άξενη: ξαναφτιάχνονται για να γίνουν συνοικίες ορισμένων προνομιούχων, για να εντείνουν ακόμη περισσότερο τον διχασμό των στρωμάτων, για να διαλύσουν οριστικά την παλιά, λειτουργική διαταξική δομή της αθηναϊκής συνοικίας. Όταν ήμουν εγώ νεαρός φοιτητής, η Πλάκα ήταν το καταφύγιό μας για τις ωραίες, απλές στιγμές. Και φτηνές. Τότε δεν τρώγαμε στα ακριβά ρεστοράν, προτιμούσαμε την Πλάκα, όπου πίναμε και μιλούσαμε σε χώρους κατεξοχήν συνομιλιών. Η Πλάκα που γνώρισα δεν έχει να κάνει μ' αυτό το απαστράπτον λουξ.

Κατά κανέναν τρόπο δεν θα δεχτώ τη μουσική κρίση ενός ζωώδους νέου, κι ας με ελκύει σεξουαλικά. Οι νέοι που μ' ενδιαφέρουν είναι αυτοί που με ανακαλύπτουν. Όπως κι εγώ, νεαρός, μες στην αγέλη της ηλικίας μου, ανακάλυπτα τους δασκάλους μου, έτσι θα 'θελα να με βρουν οι νέοι σήμερα. Μόνο μέσα από μια τέτοια παιδευτική σχέση, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους επίλεκτους, προχωρεί η ποίηση μέσα σ' αυτή την πόλη.

Ο έρωτας σήμερα δεν είναι για μένα αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους αύριο. Όπως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα διαβατήριο για τη μελλοντική γενιά (όταν δεν αποτελεί δημογραφικό στόχο, αλλά φυσική συνέπεια του έρωτα), έτσι κι αυτή η έλξη μου για τους επίλεκτους νέους διεκδικεί ένα διαβατήριο ποιητικής συνέχειας. Όμως υπάρχει αυτό το τίμημα της σεξουαλικής γνώσης: έχει χαθεί ο έρωτας ανάμεσα στους νέους. Υπάρχουν καλές κατασκευές, πολλές φορές μια ωραιότατη πράξη - έχει χαθεί η αδεξιότητα των παλαιοτέρων. Αλλά μαζί μ' αυτή έχει χαθεί και η ένταση μιας ερωτικής μυθολογίας, αφού όλοι «ερώνται» με εξαλλοσύνη μέσα από ασφαλιστικές δικλείδες. Παλιότερα οι άνθρωποι χάνονταν στον έρωτα, παραδινόντουσαν. Έχετε δει εσείς σήμερα να χάνεται κανείς από το πάθος;

Ο κάθε έρωτας πρέπει να 'χει την υποψία ενός μεγάλου. Είμαι εξαίρετα μόνος προκειμένου να καταναλίσκομαι. Τη μοναξιά, έτσι όπως τη χρησιμοποιείτε, τη συνάντησα για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη - παλιότερα στην Ελλάδα δεν τη είχα ακούσει. Δέχομαι την ένστασή σας ότι άκουγα τότε τη λέξη «πείνα» και «επιβίωση».

Αλλά σκεφτείτε ότι αυτό ήταν υγιέστερη κατάσταση. Στην Κατοχή το Δημόσιο Ψυχιατρείο είχε κλείσει και η έννοια των καρδιακών νοσημάτων ήταν σχεδόν άγνωστη. Θέριζε, βέβαια, η φθίση, που έγινε θρυλική με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ.

Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Την πρώτη, ακριβώς μετά τον Πόλεμο, όταν οι μεγάλες ομάδες ξεχυνόντουσαν στους δρόμους κι εγώ ήμουν μια απίθανη μονάδα όλως ανυποψίαστη. Και άλλη μια φορά, στην Καλιφόρνια, το 1968. Απορείτε που νοσταλγώ την ανωνυμία και όχι έναν έρωτα; Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη διασημότητα. Όταν είμαι με κόσμο, είμαι αμήχανος. Κάθε φορά νιώθω έναν μικρό πανικό, που απλώς έχω τη δύναμη να μεταμφιέζω. Δεν υπερβάλλω που σας λέω πως μόνο αυτές οι δύο περίοδοι (η «Εποχή της Μελισσάνθης» και η εποχή της «Δεύτερης Μυθολογίας») ήταν οι κορυφώσεις της ζωής μου...

Θυμάμαι ακόμα τη λεωφόρο Κάνυον, τότε το '68, που έδενε τα βουνά του Χόλιγουντ, γεμάτα σπίτια νέων που συζούσαν, που το βράδυ έπαιζαν μουσική, μοίραζαν free press, ενταγμένοι στο νεανικό κίνημα με την πρώτη πολιτική συνείδηση. Έγινα τότε φίλος με το συγκρότημα Jefferson Airplane κι έφυγα μαζί τους, χάθηκα για 6 μήνες μες στο Λος Άντζελες, το πνιγμένο στα ινδικά αρώματα. Για όλα αυτά τα παιδιά ήμουν απλώς ένας περίεργος Έλληνας που τους ακολουθεί. Αλλά εγώ, βλέπετε, ήμουν πολύ ρωμιός, πολύ αττικός για να χαθώ. Έτσι γύρισα στη Νέα Υόρκη.

Όμως αυτές οι εποχές είναι οι μόνες που μπορώ να νοσταλγήσω - όλες τις άλλες σας τις χαρίζω.

Συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το 1985.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Σονέτο 102 του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564 – 1616) σε διπλή μετάφραση στα ελληνικά...

 ..............................................................



·       Σονέτο 102 του Ουίλιαμ Σαίξπηρ 


(1564 – 1616)

 

Η αγάπη μου άντρειεψε κι ας δείχνει αδυναμία,

δεν ελιγόστεψε αν λιγότερη φαντάζει·

η αγάπη εμπόριο είν’ αν την πλούσιά της αξία

παντού όποιου την έχει η γλώσσα το φωνάζει.

 

Η αγάπη μας νέα ήταν, ήταν εαρινή,

τότε που με τραγούδια μου τη χαιρετούσα,

καθώς η Φιλομήλα* εαρινά λαλεί,

και παύει όταν η μέρα βάλει θέρου λούσα.

 

Χαίρεται και το θέρος, μα όταν θρηνωδεί

με τι καημό γλυκό τη νύχτα ημερώνει,

γοητεύει η άγρια μουσική κάθε κλαδί

μα η γλύκα όταν παραγίνει ξελιγώνει.

 

Κι εγώ όμοια σαν εκείνη κάποτε σωπαίνω,

δε θέλω με τραγούδια μου να σε πικραίνω.

 

(Μτφ. Βασίλης Ρώτας – Βούλα Δαμιανάκου

Εκδ. «Ίκαρος», 1978.)



102.

My love is strehgthened though more weak in seeming;

I love not less, though less the show appear.

That love is merchandized whose rich esteeming

The owner’s tongue doth publish everywhere.

Our love was new, and then but in the spring,

When I was wont to greet it with my lays,

As Philomel in summer’s front doth sing,

And stops her pipe in growth of riper days:

Not what the summer is less pleasant now

Than when her mournful hymns did hush the night,

But that wild music burdens every bough,

And sweets grown common lose their dear delight.

Therefore, like her, I sometime hold my tongue,

Because I would not dull you with my song.

 

 

102.

Η αγάπη μου δυνάμωσε κι ας δείχνει αδυναμία·

Δεν αγαπώ λιγότερο, η όψη λιγοστεύει.

Η αγάπη εμπόριο γίνεται όταν την πλούσια αξία

Η γλώσσα του κατόχου του παντού δημοσιεύει.

Καινούργια ήταν η αγάπη μας, μόλις στην άνοιξή της,

Όταν με άσματα έσπευδα να την εγκωμιάσω·

Κι η Φιλομήλα* στην αρχή του θέρους θα λαλήσει,

Και παύει ο αυλός της όταν πια οι μέρες ωριμάσουν.

Όχι πως ήταν πιο αρεστό το θέρος όταν οι ύμνοι

Οι πένθιμοί της πρόσταζαν τη νύχτα να σωπαίνει,

Μα αυτή η άγρια μουσική τα κλώνια είχε βαρύνει·

Αν παραγίνει το γλυκό, παύει να μας ευφραίνει.

Έτσι κρατώ τη γλώσσα μου κι εγώ κάποιες φορές,

Δεν θέλω οι μελωδίες μου να γίνουν πληκτικές.

 

(μτφ.  Λένα Ζαφειροπούλου, εκδ. Gutenberg, 2016)


Σημείωση: 

Για τον μύθο της Πρόκνης και της Φιλομήλας.... Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Πρόκνη είναι γνωστή η μία από τις δύο θυγατέρες του Πανδίων Α΄, βασιλιά των Αθηνών. Αδελφή της Πρόκνης ήταν η Φιλομήλα, ενώ αδελφός της ήταν ο Ερεχθέας, μετέπειτα βασιλιάς των Αθηνών. Η Πρόκνη δόθηκε από τον πατέρα της ως σύζυγος στον βασιλιά Τηρέα από τη Θράκη, επειδή αυτός τον είχε βοηθήσει εναντίον των Θηβαίων και απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Ίτυ. Ο Τηρέας βίασε την αδερφή της Πρόκνης, Φιλομήλα, και της έκοψε τη γλώσσα για να μην μιλήσει. Η Φιλομήλα ύφανε την ιστορία σε πανί και η Πρόκνη για να τον εκδικηθεί σκότωσε τον γιο τους, τον μαγείρεψε και του τον έδωσε για δείπνο. Όταν ο Τηρέας κατάλαβε τι είχε συμβεί όρμησε να εκδικηθεί αλλά παρενέβησαν οι θεοί και μεταμόρφωσαν τους τρεις τους σε πουλιά. Την Πρόκνη σε αηδόνι, τη Φιλομήλα σε χελιδόνι και τον Τηρέα σε τσαλαπετεινό. Η απεικόνιση του μύθου στο σύμπλεγμα (άγαλμα της Πρόκνης και του Ίτυ στο Μουσείο Ακρόπολης) φαίνεται ότι πρόβαλε την ιδεατή Αθηναία, που έβαλε την τιμή της πατρικής οικογένειας πάνω από τη δική της, συζυγική οικογένεια"[4].
Η Πρόκνη ως αηδόνι διαρκώς θρηνεί για το χαμό του γιου της, Ίτυ. Η Φιλομήλα ως χελιδόνι μεταναστεύει διαρκώς, δεν κελαηδάει ωραία και χτίζει τις φωλιές της κοντά στους ανθρώπους. Ο Τηρέας ως τσαλαπετεινός κράζει πάντα με αγωνία αναζητώντας τον γιο του.
Ο μύθος αυτός έγινε το θέμα τραγωδιών από τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές. Διασώθηκε ένα απόσπασμα από την τραγωδία του Σοφοκλή «Τηρεύς», όπου γίνεται αναφορά στον μύθο της Πρόκνης. Επίσης, ο Αριστοφάνης αναφέρεται στον μύθο του Τηρέα και της Πρόκνης στις κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Βατράχους».




Concerto for violin, strings and basso continuo in E minor, RV281 Konzert für Violine, Streicher und Basso continuo e-Moll, RV 281 - Antonio Lucio Vivaldi (1678 - 1741)

 ..............................................................


Antonio Lucio Vivaldi (1678 - 1741) 

Concerto for violin, strings and basso continuo in E minor, RV281 Konzert für Violine, Streicher und Basso continuo e-Moll, RV 281 


01. Allegro 
02. Largo 
03. Allegro 


Rinaldo Alessandrini, harpsichord 
Fabio Biondi, violin & director 
Europa Galante Orchestra



Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

"Α, ρε βλάκα Λάκη" γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος (www.lifo.gr, 25.10.2022)

 .............................................................




Α, ρε βλάκα Λάκη

Οφειλόμενο




γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος (www.lifo.gr, 25.10.2022)


ΜΟΥ ΗΡΘΕ ΣΤΟ ΝΟΥ ΞΑΦΝΙΚΑ, σήμερα. Και θέλω να τον αναφέρω, έστω μια φορά, σαν τα χαρτάκια που δίνουν οι γριές στον παππά για τη μνημόνευση των πεθαμένων.

Ήταν φίλος μου, εφηβικός. Ευφυής, πλούσιος, περπατημένος. Εμείς, φτωχοί και περιορισμένοι. Μέναμε στη φοιτητική εστία, αυτός στο ρετιρέ της ιδιόκτητης πολυκατοικίας του στην Αθήνα (μια από τις πολλές).

Τον βρήκαν κρεμασμένο εκεί, στα 25 χρόνια του.

Δεν ξέρω γιατί. Είχε πάντα μια υπαρξιακή ανησυχία, πίστευα όμως ότι είναι ο στόμφος της νιότης, η τάση της να ρωτά αυθάδικα αυτά που δεν έχουν απάντηση.

Εκείνος, φαίνεται, τα εννοούσε.

Έχουν περάσει 40 χρόνια και περιέργως, δεν τον είχα σκεφτεί ποτέ όπως θα άξιζε σε ένα κολλητό. Με το δέον πένθος. Αλλά σήμερα (γελοία λεπτομέρεια: στο ντουζ), ήρθε στο νου μου με μια παράξενη ένταση. Σκέφτηκα όλα όσα έχασε, 40 χρόνια τώρα. Αισθήσεις, απολαύσεις, θριάμβους, σεισμούς όμορφους, χάσματα που η φύση τα φρόντισε μετά και τα σκέπασε φιλόστοργα, αστέρια και μεγάλες αγρύπνιες που μάς έφεραν στα ίσα μας, συναρπαστικούς πολέμους, φιλιά, ταξίδια.

Έκανα, βασικά, τη σούμα της δικής μου ζωής που σίγουρα αυτός, ο τόσο ταλαντούχος άνθρωπος, θα ζούσε εντονότερα, καλλιτεχνικότερα― και σκέφτηκα πόσο χαζά, πόσο επιπόλαια στράβωσε η κρίση του και πέρασε το βρόχο. Ίσως δεν είναι θέμα κρίσης, αλλά αδιαπραγμάτευτης ακεραιότητας. Αλλά η ζωή δεν βιώνεται δίχως μικρούς ή μεγάλους συμβιβασμούς, χωρίς διαπραγμάτευση και μάνατζμεντ. Όταν είσαι 25, δεν το ξέρεις ακόμη.

«Μαλάκα Λάκη», άκουσα κυριολεκτικά τον εαυτό μου να λέει, σαν ψυχάκιας κάτω απ΄ το νερό, «σε σπρώξανε μέσα στο κήπο, να ζήσεις ό,τι μπορείς, μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι σου, κι εντάξει, ο κήπος είχε μέσα και ψοφίμια και βούρκο πολύ, αλλά είχε και κρίνα και καρπούς― ακόμα κι αν δεν είχες το ταλέντο (που το είχες) να πας καρφί πάνω στην μεγάλη ομορφιά και να την δρέψεις, ασυλλόγιστα και χωρίς απολογίες, εσύ έκανες μεταβολή και βγήκες! Δεν έκανες καν ένα γύρο να δεις, την άνθινη αυτή φυλακή, τα παράσπιτα του παραδείσου… Και τι κατάλαβες; Ίσως όμως ήξερες κάτι που δεν ξέρω…»

Κι έτσι πένθησα επιτέλους τον Λάκη, με τα γαλανά μάτια και το λοξό χαμόγελο που το μισό ήταν σαρκασμός. Τον πένθησα αντιδραματικά και φευγαλέα, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά η μνήμη του με συγκλόνισε. Γιατί μπήκα στη θέση του, ή μάλλον, γιατί μπαίνω σιγά σιγά στη θέση του, θέλω δε θέλω. Δεν μπορείς να βολτάρεις αιωνίως στον κήπο - οι πρωινοί να φεύγουν.

Κατεβαίνοντας για τη δουλειά, είδα την άσκημη, ανασκαμμένη, ανάστατη, ψιλοάθλια Αθήνα ― μια από τις πιο άσκημες πόλεις της Ευρώπης. Και κουράστηκα από την ίδια μου τη γκρίνια.

Δεν έχει άλλη Αθήνα, δεν έχει άλλη ζωή. Εδώ η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Πρώτο διήμερο παραστάσεων της "Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα (1895 - 1983) στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο "ΕΜΠΡΟΣ", Ρήγα Παλαμήδου 2, Μοναστηράκι. Σήμερα και αύριο Τρίτη (24,25/10/2022) στις 9 το βράδυ.

 ..............................................................


"...Μόλις έκανα στην κορφή, τα σκυλιά ακούσανε εγώ γρήγορα άρπαξα μια πέτρα κι ανέβηκα ως που νάρθη ο Γιουρούκης. Φώναξα. - Έμσερι! Έμσερι! Εκείνος μπρος στ’ αντίσκηνο άναβε φωτιά. Εγώ φώναζα και κείνος έκανε τον τρελό. - Δεν έρχεσαι να πάρεις το σκυλί; του λέω. Και κείνος άκουσε κι ήρτε, και γω τον ακλούθησα στ’ αντίσκηνο. - Κόπιασε, μου είπε, από πού έρχεσαι; - Απ’ τ’ Αϊντίν του λέω. - Τι να κάνεις; - Δουλειά να γυρέψω στο Τεπέ – Κιοϊ. Τι να κάνεις, φτώχεια, του είπα. Μ’ έβαλε κι έφαγα φαγί, κι όταν έτρωγα έκανα ξένο τον εαυτό μου και ρωτούσα το δρόμο. Και ο γέρος, μου ΄λεγε. - Τώρα θα κατέβεις στο Χαλκά κι από κει κατευθείαν στο Τεπέ – Κιοϊ. Δεν μπορείς να κατέβεις ίσια στα Θείρα. - Καλό βράδυ, του λέω. - Στο καλό, μου λέει..."

Από την α' έκδοση(1929) της "Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα (1895-1983)

Πρώτο διήμερο παραστάσεων στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο "ΕΜΠΡΟΣ", Ρήγα Παλαμήδου 2, Μοναστηράκι. Σήμερα και αύριο Τρίτη (24,25/10/2022) στις 9 το βράδυ. Είσοδος ελεύθερη.

Σημείωση: Καλό είναι να φοράμε τη μάσκα μας.





Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

"Adagio" Μνήμη Χρήστου Μπράβου - ποίημα του Ορέστη Αλεξάκη (1931 - 2015)

 ...............................................................



      Ορέστης Αλεξάκης (1931 - 2015)





Adagio

 

                                                     Μνήμη Χρήστου Μπράβου

 

 

Οι λυπημένοι περπατούν στους δρόμους

μ’ ένα δικό τους οδηγό της πόλης

Προτιμούν τις παρόδους

τις μικρές

αθόρυβες στοές

τις παρακάμψεις

Δεν θα τους βρείτε στα μεγάλα πάρκα

μα στα κηπάρια των εκκλησιών

δίπλα σε γέρους και τυφλούς που αποξεχνιούνται

Μαζεύονται νωρίς

δεν έχουν φίλους

ζουν με κατάλοιπα εποχών

με λιγοστά χειρόγραφα

της νιότης   

 

Πολλές φορές

κοιτούν

τον άσπρο τοίχο

διαλύονται μέσα στο λευκό του φως

πηδούν τον φράχτη σ’ άλλον κήπο τρέχουν

βλέπουν μορφές

που τις ξαναθυμούνται

-Κάποιοι στο παρελθόν

αναχωρούν

κάποιοι βαθιά στο μέλλον

επιστρέφουν –

Οι λυπημένοι ξέρουν ποιος ανοίγει

τη θύρα, ποιος διαβαίνει το κατώφλι

ποιος τεχνουργεί σκιές στην οροφή

ποιος επιστρέφει με

σιωπές

και χιόνια

Ξέρουν το χρόνο που

τους διεκδικεί

το χώρο

που επικίνδυνα μικραίνει.

 

 

                                           ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

 

Από τη συλλογή Υπήρξε. Επιλεγμένα ποιήματα,

Εκδ. Απόστροφος, Κέρκυρα 1999


"Στα δάχτυλα ενός Εκατόγχειρα" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 22.10.2022)

 ..............................................................


Στα δάχτυλα ενός Εκατόγχειρα


έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 22.10.2022)

«Πήγε για να ικανοποιήσει μια φαντασίωσή της». Αυτό απεφάνθη για τον καταγγελλόμενο βιασμό μιας κοπέλας από δύο προστάτες του νόμου στο διαβόητο Α.Τ. της Ομόνοιας ο κ. Αλέξης Κούγιας. Τελικά, οι υπηρεσίες του πρέπει να είναι φτηνές, πολύ φτηνές. Αλλιώς πώς θα μπορούσε να τις αγοράσει ακόμα κι ένας ένστολος των τριών κι εξήντα;


Υπάρχουν φυσικά κι άλλα ενδεχόμενα. Ας πούμε, να προσφέρει δωρεάν τις υπηρεσίες του στους λεβέντες της ΔΙΑΣ ο διαπλανητικώς γνωστός ποινικολόγος. Πουλώντας εκδούλευση στο Σώμα, ποντάρει στην ανταμειπτική μνήμη του συνόλου των αστυνομικών, που διακρίνονται για τη συναδελφική τους αλληλεγγύη. Κάποια στιγμή μπορεί να τους χρειαστεί, μα σε γήπεδο μα σε δικαστήριο. Δεύτερο ενδεχόμενο, να αποζημιώνεται ο δικηγόρος από κάποιον Κουμπαρά της Αστυνομίας, που γεμίζει φασούλι το φασούλι, για τέτοιες περιπτώσεις.

Για ποιον βιασμό μιλάμε όμως. Απλή «κατάχρηση εξουσίας» ήταν. Ετσι γνωμάτευσε ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, σε προεκλογική συγκέντρωση, πετυχαίνοντας μ’ έναν σμπάρο τρία τρυγόνια: έδωσε απαλλακτικό στον κ. Τάκη Θεοδωρικάκο, γραμμή στους δικαστές για το ποια σταθμά να χρησιμοποιήσουν στη ζυγαριά τους, και σεμνό έπαινο στον εαυτό του, που τα πηγαίνει υπέροχα και στην ασφάλεια. Οχι μόνο στην πανδημία και την ακρίβεια.


Το συνηθίζει ο πρωθυπουργός να συγχέει ελαφρώς εξουσίες και αξιώματα. Και να εκδίδει οιονεί δικαστικές αποφάσεις πριν καν επιληφθεί η Δικαιοσύνη ή με τις υποθέσεις εν εξελίξει. Μέχρι και για «συμμορίες» ακούσαμε στη Βουλή από τα χείλη του. Και φυσικά δεν ακούσαμε καμία «συγγνώμη, λάθος», όταν αποδείχτηκε ότι ουδείς «συμμορίτης» δρούσε εναντίον του.


«Μην αφήνετε μετρημένους στα δάχτυλα συναδέλφους σας να κηλιδώνουν το καλό όνομα δεκάδων χιλιάδων αστυνομικών» παρότρυνε ο κ. Μητσοτάκης τους ένστολους ακροατές του. Προσφυώς, δεν προσδιόρισε σε πόσων χεριών τα δάχτυλα αναφερόταν. Το πιο πιθανό (και πιο ειλικρινές) θα ήταν να είχε κατά νουν τα δάχτυλα ενός Εκατόγχειρα. Γιατί μόλις σε πέντε μέρες μάθαμε για αστυνομικούς: α) βιαστές, β) πρωταγωνιστές σε κύκλωμα διακίνησης μεταναστών στη Βόρεια Ελλάδα, γ) σχετιζόμενους με το έγκλημα του Κολωνού, δ) διαφθαρέντες στον συνοριακό σταθμό της Κρυσταλλοπηγής, ε) συνδιακινητές ναρκωτικών στην Αργολίδα. Εχει κι άλλα, πλην εξαντλήθηκε η στήλη.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Αποσπάσματα από το βιβλίο του ποιητή & συγγραφέα Γιώργου Χ. Θεοχάρη (γ.1951) «Δίφορη μνήμη" (εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2021)

 ...............................................................



·       Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χ. Θεοχάρη (γ.1951) «Δίφορη μνήμη» 

  (εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2021)


 



          Από τη ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ Ι (σελ. 32-36) [Ο λόγος στη μάνα]

«…Με τον πατέρα σου πέρασα καλά! Μου είπε απ’ την αρχήν τα χούγια του και πάει, αυτό ήταν! Μου είπε: «Άμα με βλέπεις νευριασμένο, στεναχωρημένο, κουρασμένο, δεν θα μου μιλάς!» Άμα ήταν έτσι και του μίλαγα μ’ άρχιζε στο βρισίδι. Σώπαινα, καθόμουνα στην άκρη στην παραστιά και σε πέντε λεπτά του πέρναγε. Με τήραγε λοξά και μισοχαμογέλαγε κι ήθελε παιχνίδια. Κάμποσες φορές όμως εγώ είχα μαυρισμένη την ψυχή απ’ το γινάτι του και δεν μπορούσα να γελάσω ούτε τα παιχνίδια του ήθελα… Πολύ νευρικός ήταν! Το παρατσούκλι του το ξέρεις. «Φουρλέτσ’κας» Ότι δηλαδή από τα πολλά νεύρα έφερνε φούρλες γύρω από τον εαυτό του. Τι να σου ειπώ; Πέρασε κι αυτός πολλά, μπορεί και να μην έφταιγε… Ξέρεις τι βάρος είναι να έχεις το όνομα του αδερφού σου που πέθανε; Να μην έχεις ένα όνομα που το διαλέξανε για σένα… Χαράλαμπος… Του βάλανε το όνομα του πρώτου Μπάμπη που πέθανε εννιά χρονών. Ήταν γιος της πρώτης γυναίκας του παππού σου του Γιώργη, της Σοφούλας, που πέθανε νέα αφού είχε κηδέψει δυο κορίτσια της, την Ελένη έντεκα χρονών και την Πολυξένη επτά μηνών… Μαύρη ζωή… τι να λέμε τώρα; Έτσι, λοιπόν, ο πατέρας σου. Με βόηθαγε πάντως πολύ και μ’ αγάπαγε. Ήτανε πονεσάρης και νοικοκύρης. Δεν χάλαγε, δεν ξόδευε. Ταβέρνες και μεθυσίες δεν ήξερε… Άμα νίκαγε στην πρέφα, έφερνε το λουκούμι που κέρδιζε να το φας εσύ, το θυμάσαι; Μια φορά μονάχα τον θυμάμαι να μέθυσε στη γιορτή του το 1953 αλλά το έβγαλε απ’ τα μάτια. Μία και καλή. Στο τέλος κατέβασε το παντελόνι του και φώναζε ένα γάτο που είχαμε, Κύρκο τονε λέγαμε, να τον ταΐσει τα νταραβέρια του. «Κύρκο, Κύρκο», φώναζε, «έλα να σ’ τα δώσω να τα φας, γαμώ τον αντίθεό μου…» Μας πήρε με τη γιαγιά σου η ντροπή, δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε… Δεν το ξανάβαλε στο στόμα του. Ούτε τσιγάρο, ποτέ! Του ‘ρχότανε άσχημα που δεν έφερνε παράδες στο σπίτι. Και ποιος άντρας έφερνε μεροκάματο τότες. Πού δουλειές… Ό,τι λεπτά έβγαζε ήταν από το ψαλτήρι στην εκκλησία κι από κανέναν γάμο με την κομπανία. Είχε όμως φωνή! Τον θυμάσαι… Το 1965 ο Περιστέρης που ήρθε και τον έγραψε στο μπομπινόφωνο τον ζήτησε να κατεβεί κοντά του στην Αθήνα στη Μητρόπολη, αλλά πού ν’ αφήσουμε τους γέρους και τα κουτσοχώραφα; Με βόηθαγε στον αργαλειό. Έβαζε με την ανέμη και το μαγκάνι μασούρια για να υφαίνω τα καρπίτια. Απ’ αυτά τα υφαντά πήγες στο Γυμνάσιο το 1963. Δεν περισσεύανε λεφτά να σε στείλουμε μοναχό σου στην Άμφισσα. Με είδε ο Μαντάς, Θεός σχωρέσ’ τον, ο έμπορος από την Αράχωβα που μας έδινε τη δουλειά, με είδε στεναχωρημένη, με ρώτησε και μου λέει: «Στείλε το παιδί να σπουδάσει κι όσο να τελειώσει το Γυμνάσιο εγώ σου δίνω να υφαίνεις». Να είναι καλά οι πρόγονοί του… Σ’ εκείνον χρωστάς που ανοίξανε τα μάτια σου. Δούλεψα σκληρά στον αργαλειό. Πήρα λεφτά, αλλά έπαθα κιόλας. Ό,τι ακούμπαγε στο αντί ταραζόταν δεκαετίες ολόκληρες. Τέσσερις εγχειρίσεις έκανα στην Άμφισσα για τα μητρικά. Όταν έγινε το υψικάμινο στην Αντίκυρα κι έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο ο πατέρας σου, πήρε κι αυτός ανάσα κι άλλαξε λίγο η ζωή μας… Πού να ‘ξερε ότι δεν θα προλάβει να χαρεί τη σύνταξή του και τα γερατεία του… Άκου να φύγει από εγκεφαλικό αυτός με τέτοιο μυαλό ξυράφι! Αλλά έκαψε βλέπεις τα καλώδιά του από νέος με την αψάδα και με τα νεύρα του… Ευτυχώς δεν έζησε να δει τα κόπια του να του τα κάνουν πριονίδι οι απατεώνες με τα μνημόνια. Πού να ‘ξερα κι εγώ ότι θαρθούνε μαύρες μέρες και θα με τυραννάνε οι αντίχριστοι με το ΕΚΑΣ κάθε λίγο και λιγάκι να το κόβουνε και να δραμείτε με τα χαρτιά στο ΙΚΑ… Να μη μπορώ να πάρω ένα παιχνίδι στα εγγόνια μου, ένα πανωφόρι να βγω στην περιφορά του Αϊ-Νικόλα κι εγώ στολισμένη. Και δε μου λες, γιατί πολέμησε στ’ αντάρτικο ο πατέρας σου, Γιώργη, και βλάφτηκε τέτοια ωραία φωνή απ’ το χιόνι που έτρωγε χειμώνα καιρό να ξεδιψάσει στον Παρνασσό; Γιατί σε είχαμε εσένα χαμένο από το φως του ήλιου, 23 μέρες, το 1971 και σε δέρνανε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ τα καθάρματα; Για τούτα που μας βρήκανε τώρα δα;…»

 

          Από τη ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΙΙ (σελ. 40-45) [Ο λόγος στον πατέρα]

«…Μπήκα στο βυζαντινό εκκλησάκι το σκαρφαλωμένο στο βράχο. Ανησπάστηκα την εικόνα του αγίου κι ακούγοντας το βουητό της μάχης αντίκρυ στη Μουργκάνα γονάτισα και ψέλισσα τις φράσεις από τις προς Φιλιππησίους επιστολές: στήκετε εν ενί πνεύματι, μια ψυχή συναθλούντες… πληρώσατέ μου την χαράν, ίνα το αυτό φρονήτε, την αυτήν  αγάπην έχοντες, σύμψυχοι, το έν φρονούντες… Αχ! αναλογίστηκα, πώς να φρονήσει τούτος ο λαός το έν που δεν τον αφήνουνε ποτέ τα ξένα συμφέροντα;… Αντάρτης ακόμα το 1948 βρήκα σε μια γράνα μέσα στο παγωμένο χιόνι, στη Φτερόλακκα στον Παρνασσό, εκεί που κάνουνε τώρα το σκι ανίδεοι σε τι κόκκαλα κακοχαλασμένα πατάνε, βρήκα ένα διπλωμένο χαρτί μέσα σε μια σακούλα που μισογυάλιζε όπως έπεφτε ο χειμωνιάτικος ήλιος. Ήτανε μια εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Αυτή που έχουμε στο εικόνισμα από τότε. Ποιος ξέρει ποιο σκοτωμένο δε φύλαξε. Φορούσα μια πλεχτή μάλλινη φανέλα με χωνευτά τσεπάκια στο στήθος μου που μου είχε πλέξει η αδερφή μας η Ελένη. Έβαλα μέσα την εικόνα κι έκαμα το σταυρό μου να με φυλάξει ο άγιος να γυρίσω ζωντανός. Αθλοφόρε Άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών, λέει το απολυτίκιό του. Ήχος γ’. Το ψέλνω κάθε χρόνο που κάνουμε λειτουργία στη μνήμη του. Πες μου τώρα πώς σου φαίνεται αυτό; Ψάλτης εγώ και να βρω απάνω στο χιόνι την εικόνα του αγίου που είναι και ιαματικός, να καθαρίσει τα κρίματά μας και να μας συγχωρέσει… Μη και να σκοτωνόμαστε Έλληνας με Έλληνα δεν ήταν κρίμα μέγα; Τι ήτανε; Μια φορά κατεβήκαμε στη Δεσφίνα να κάψουμε τα σπίτια των χιτών του χωριού. Οι δικοί μας χίτες ήταν παλιοί πεμπτοσαρανταδυότες. Όταν χαλάστηκε ο Ψαρρός, κάμανε δικό τους καπετανάτο. Ήτανε λάθος από την αρχή που πήρανε και μας τους ντόπιους στην αποστολή. Είχανε κάνει κι οι χίτες τα αίσχη. Έλα που ο Λιοντόγιαννος, ο αρχηγός τους, ήτανε κουμπάρος μας. Δεν μου πήγαινε να δείξω τα σπίτια των συγχωριανών μου ούτε του αρχηγού τους. Με περάσανε ανταρτοδικείο στο βουνό για χαλαρή επαναστατική συνείδηση. Παρά τρίχα γλίτωσα… ανέβηκε οχτώ ώρες ποδαρόδρομο ο αδερφός της γιαγιάς σου, ο Μήτσος ο Μπεμπραχάς, κι αυτουνού ο λόγος μ’ έσωσε, γιατί ήταν λαϊκός δικαστής στο χωριό με το ΕΑΜ. Τέλος πάντων, απολύθηκα το 1950, ζωντανός. Με τη μάνα σου καλά ζήσαμε. Μέσα στην ένδεια αλλά με νοικοκυροσύνη. Όλη μου τη ζωή στο χωράφι, στ’ αμπέλι, στα λιόδεντρα. Ίσα για να ‘χουμε ψωμί, κρασί και λάδι. Ένα διάστημα είχα και κάτι μελίσσια. Παράδες δεν  είχαμε. Ό,τι έπαιρνε η μάνα σου από τον αργαλειό. Κι αν έστελνε κανένα τσεκ η θεια σου η Ελένη από την Αμερική. Της τύλιγα τα νήματα για να υφαίνει, έφερνα κλαρί για να καίει το φούρνο, ξύλα για το τζάκι, ό,τι κάνανε όλοι οι άντρες δηλαδή στο χωριό. Η ψαλτική στην εκκλησία και το τραγούδι με την κιθάρα με ανακούφιζαν. Με έβαζαν σε άλλη κατηγορία, ανώτερη. Με κάνανε παρέα ο δάσκαλος, ο δασικός, ο ειρηνοδίκης. Τον αστυνόμο και να ήθελε τον απέφευγα… Όταν ανοίγανε το δρόμο από την  Ιτέα στους Δελφούς πήγα με άλλους από το χωριό και σπάζαμε πέτρες να κάνουμε χαλίκι. Δουλεύαμε ήλιο με ήλιο. Πέρασε μια μέρα ο γερο-Γκελεστάθης, ο γιατρός, ο πατέρας των κατοπινών υπουργών του Καραμανλή, των χωριανών μας. Διέταξε τον εργολάβο να μας σχολάσει. Ονομαστικά όσους είχαμε βγει αντάρτες. Μας έδωσε κανονικά. Θα μολύναμε τα πόδια των εθνικοφρόνων που θα περπατούσαν απάνω στο κομμουνιστικό χαλίκι. Κατάλαβες; Διάβαζα. Μ’ άρεσε το διάβασμα. Εφημερίδα όχι τόσο, αφού ερχόταν μπαγιάτικο το φύλλο της προηγούμενης μέρας με το λεωφορείο από την Άμφισσα. Διάβαζα μυθιστορήματα, από κάτι φτηνές εκδόσεις Δαρεμά, και Μαρή. Τα έπαιρνα από τον παπα-Κώστα που τότε σπούδαζε στην ιερατική σχολή. Το κάστρο του Κρόνιν, την αυτοβιογραφία του Κάρυλ Τσέσμαν, τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι. Κλασικά εικονογραφημένα που σου έφερνε ο αδερφός μου ο Γιάννης από τον Πειραιά και περιοδικά, Ρομάντζο, Θησαυρό, Φαντάζιο, τέτοια… Με το που έγινε το εργοστάσιο αλουμινίου γύρισε φύλλο η ζωή και για μένα και για σας. Έπιασα λεφτά στα χέρια μου. Αισθάνθηκα άντρας μέσα στο σπίτι. Αλλά αφήνουν ο αντίχριστοι να ανασάνεις; Θυμάσαι στις 21 Απριλίου το 1967 με τη δικτατορία; Ήμουνα νυχτερινή βάρδια. Εσύ δεκάξι χρονών παλληκαράκι. Τσακίστηκα μέσα μου εκείνο μεσημέρι που σου είπα ότι ως το βράδυ μπορεί να είμαι στην εξορία και πια αναλαμβάνεις εσύ το σπίτι, την αδερφή και τη μάνα σου. Τέλος πάντων δεν τους νοιάζαμε εμείς φαίνεται, δεν μας ενόχλησαν. Κάθισα κι εγώ στ’ αυγά μου, δεν έκανα για ήρωας, τι να πούμε τώρα; Υπέμεινα. Γλύκαινα τους χαφιέδες του χωριού που τα πήγαιναν και τα ‘φερναν στην αστυνομία. Τα κάγκελα της μάντρας στο σπίτι τα ‘δωσα στο Θανάση το σιδερά, ταξί άμα χρειαζόμασταν το Δεκαπενταύγουστο, να πάμε στη Δεσφίνα στο πανηγύρι, έπαιρνα τον άλλο Θανάση, τον ταξιτζή. Από καλό μου νομίζεις; Ντρεπόμουνα και σιχτίριζα τον εαυτό μου, αλλά σκεφτόμουνα τη φτώχεια και μ’ έπιανε άλλος τρόμος… Μα το 1971, όταν ερχόμουν με το θείο σου στην πύλη του ΕΑΤ/ΕΣΑ που ήσουν κρατούμενος, και μας έλεγαν ότι δεν ξέρουν κανέναν με το όνομά σου, καλύτερα να με σφάζανε. Γύρναγα στη μάνα σου με άδεια χέρια, δίχως μιαν είδηση να τη γλυκάνει που έκλαιγε για σένα μέρα νύχτα. Μανάδες δεν είχανε οι κερατάδες, παιδιά δεν είχανε να τα πονάνε οι μαυρόψυχοι; Δόξα τον Μεγαλοδύναμο, επιβιώσαμε… όπως τόσοι άλλοι κι εμείς. Μου έδωσε και μετάλλιο για την Εθνική Αντίσταση το ΠΑΣΟΚ… Οι θεομπαίχτες… Ο γιος του Παπαντρέα που επίστευε και εις την λαοκρατίαν, το 1944, όταν τον έφεραν οι Άγγλοι πρωθυπουργό να παίξει για τα συμφέροντά τους το τραγικό θέατρο των Δεκεμβριανών. Τι τράβηξε τούτος ο τόπος από τέσσερα-πέντε κωλόσογα. Τι τραβάει ακόμα… Κι απ’ το κακό μας το κεφάλι κι απ’ τη δειλία μας… να το λέμε κι αυτό. Από τη μάνα σας δεν έχω παράπονο. Μου έκανε κι εκείνο το πρώτης τάξεως δώρο, να γεννήσει την αδερφή σου τη Σοφία το 1959 στις 10 Φεβρουαρίου, ανήμερα στη γιορτή μου. Εκείνη το ταίριαξε έτσι; Εγώ σημάδεψα τόσο καλά; Δεν ξέρω… τέτοιο κάλιασμα όμως! Το ξέρω, ήμουν αψύς. Φέρθηκα σκληρά και σ’ εκείνη και σε σας τα παιδιά μου πολλές φορές από τα νεύρα μου κι από έλλειψη ψυχραιμίας. Μια φορά κουβαλούσα κλαρί απ’ το Μεγάλο Πλάι, με την Γκιόσα και τη Γρίβα για να κάψει η μάνα σου το φούρνο. Στον Μεσόκαμπο όπως πήγαιναν τα ζα, φάνηκε ένα φορτηγό με κατεύθυνση στο χωριό. Μουλάρωσε η γαϊδούρα και στύλωσε τα ποδάρια στη μέση του δρόμου. Οι αγκαλιές το κλαρί κάλυπταν σχεδόν όλο το φάρδος του δρόμου. Ο οδηγός έκοψε κι εγώ παρακάλαγα τη Γρίβα να κουνηθεί. Βρε με το καλό, βρε με το καπίστρι στα καπούλια. Τίποτα! Άρχισα τα σταυροκάντηλα. Τίποτα! Ώσπου από τα νεύρα μου της έριχνα γροθιές στο κεφάλι και, πάλι, να μην κουνιέται! Της δάγκωσα το μάγουλο και πάλι τίποτα! Έλα τώρα εσύ, κι ο οδηγός που ήταν εκεί, να βλέπεις έναν άντρα να δαγκώνει το γαϊδούρι! Κατέρρευσα. Πήγα παράμερα, έκατσα σε μια πέτρα και άρχισα να κλαίω. Από τα νεύρα, από την ντροπή μου, από την απόγνωση. Ε, άμα θες να ξέρεις, η Γρίβα ξεκόλλησε τα πόδια της όποτε ήθελε αυτή. Ο φορτηγατζής είχε ξεραθεί στα γέλια! Τέτοιος ήμουνα. Αψύς μέχρι κωμωδίας. Η μάνα σας είχε μεγάλη υπομονή, τεράστια… Άλλη μπορεί να με είχε χωρίσει από την πρώτη βδομάδα…

 

          Η μνήμη ματώνει (σελ. 175-176)

«…Ξεδιαλέξαμε με τη μάνα τα ρούχα του. Πήρα κάποια που μου χωρέσανε. «Δώσε τα άλλα», της είπα, «σε κανέναν Αλβανό να σ’χωρέσει».

   Φοράω, πότε-πότε, άμα βρέχει, ένα πανωφόρι του.

   Έβρεχε και τότε. Ιούνιος του 1957. Απομεσήμερο μέσα στο συννεφόκαμα. Έπαιζα κάτω από την αχλαδιά μ’ ένα ντενεκάκι. Πήρε να σκοτεινιάζει από τα δυτικά. «Το κέρατό μου» είπε, αψύς όπως ήταν, «μαζέψτε τα. Θα πάει η μέρα στράφι!». Άφησαν τα δρεπάνια και ψευτοδεματιάσανε τα χερόβολα. Σαμάρωσαν τα ζώα κι οι γυναίκες μαζέψανε τα πράγματα. Προτού πατήσουμε τη δημοσιά άνοιξε ο ουρανός. Μας έδερνε ένα χοντρό χαλάζι στην αρχή που γύρισε σε λίγο σε βροχή. Ξεντύθηκε μια μαύρη πατατούκα και την επέρασε ανάρριχτα στις πλάτες μου. Τσάκισε η καρδιά μου από τον πανικό, από τον κρότο που κάναν τ’ αστραπόβολα. «Αχά, αχά, Γιωργάκο», γύρισε και μου ‘πε, «ανάγκασε να μπούμε στο χωριό προτού σαπίσουμε».

   Προσπάθησα επιταχύνοντας το βήμα μου μα δεν τους πρόφταινα, κι όπως το ρούχο τους σερνότανε στις λάσπες, πάτησα τα μανίκια κι έπεσα. Με πήρανε τα αίματα, απ’ τη μύτη, και τα κλάματα. Εκείνος γύρισε, με σήκωσε και μέσα στην απόγνωση με πλάκωσε στα κατακέφαλα.

   Σε λίγο απαγκιάσαμε στο ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής. Ζάρωσα κλαίγοντας κρυφά σ’ ένα στασίδι. Ήρθε, με χάιδεψε. Έβγαλε απ’ την τσέπη ένα κομμάτι παστέλι. Με φίλεψε."

 

          Foto Lux (σελ. 177-178)

Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στις αναμνήσεις.

Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι

Μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.

 

Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με

      τα κλαρίνα.

Στο κέντρο «ΕΞΟΧΙΚΟΝ». Με τα μάτια ορθάνοιχτα

αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα

και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ’ ένα χωριό

που ‘μαθε τον ηλεκτρισμό μέσ’ απ’ το flash του φωτο-

      γράφου.

 

Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές.

Με τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που

ανέβαζαν στα μάτια την Ψυχή τους και γίνονταν

     ωραίες

κάθε φορά που αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής.

Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση.

Χαράσσοντας το  negative της ύπαρξης,

το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.

Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.

Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.

 

Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες θα

     υπάρξουμε.

Ίσως γιατί τα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο

έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά.

 


Κι εδώ μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου από τη συγγραφέα Λίλυ Εξαρχοπούλου: 

 https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/13446-theocharis-ch-giorgos-polis-difori-mnimi-exarchopoulou