.............................................................
· «Η Μαρίνα και το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο» διήγημα του Τάσου Μελίτη (γ.1961) από τη συλλογή διηγημάτων του «Το κέρασμα που άργησε» (εκδ. «Παρουσία», 2012).
«Ευτυχώς που βρήκα
την παλιά ατζέντα», μουρμούρισε. Χαλάρωσε, πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να
ψάχνει. Όταν το βρήκε έβγαλε ένα «ουφ». Αμέσως μετά το σημείωσε στην ατζέντα
του κινητού του. Τώρα θα έπρεπε να σκεφτεί, πότε θα ήταν καλύτερα να της
τηλεφωνήσει. Αν
εξακολουθούσε να δουλεύει στο Δημόσιο, θα έφτανε στο σπίτι της κατά τις
τρεισήμισι. Η Υπηρεσία της, στην οποία είχε προσέλθει ως ικέτης πληροφοριών προ
πενταετίας, ήταν κοντά στο σπίτι της. Αν είχε αλλάξει Υπηρεσία όμως; Αν την
είχανε στείλει στου διαόλου το κέρατο;
Εν τέλει, αποφάσισε
να της τηλεφωνήσει στις τέσσερις παρά τέταρτο. Καθισμένος στο γραφείο του
σπιτιού του, σημείωσε το περίγραμμα όσων ήξερε γι’ αυτήν. Και μια περίληψη των
ερωτήσεων που επρόκειτο να της κάνει. «Πολύς κόσμος τότε. Στον οργασμό των
Ολυμπιακών Αγώνων όποιος δούλεψε σε μεγάλη εταιρεία έκανε γνωριμίες για τη μισή
ζωή του», σκέφτηκε και νοστάλγησε τα εύκολα εκείνα χρόνια.
Την θυμήθηκε, που είχε έρθει να πιάσει
δουλειά σταλμένη από κάποιον συνταξιούχο βουλευτή. Και πώς τελικά της βρήκαν
μια απασχόληση μέτριας ευθύνης αλλά με συμπαθητικά λεφτά. Ήταν αθόρυβη και στις
σχέσεις της με τους άλλους και στο καθαυτό εργασιακό της αντικείμενο. Και καθώς
ήταν απλά συμπαθής, δεν είχε αντιπάθειες μεταξύ των άλλων κοριτσιών, που διαγωνίζονταν
καθημερινά στο ντύσιμο, και στα βαψίματα και μια φορά τη βδομάδα στα
χτενίσματα. Επίσης ήταν απλά φιλική με τους άντρες συναδέλφους. Αντιερωτική δεν
έδειχνε, ωστόσο.
«Αυτή ήταν κοπέλα για σπίτι», μουρμούρισε ο
ήρωάς μας. Και συνέχισε τις σκέψεις του, κάνοντας την αυτοκριτική του. «Αυτά τα
κορίτσια δεν πρέπει να τα περιφρονούμε. Γιατί, τελικά, αν κανείς αποφασίσει να
την κάνει την μαλακία, αυτά τα κορίτσια είναι για γάμο. Συμπαθή, συνεννοήσιμα,
να μην σε πρήζουν, να σου κάνουν και παιδάκια». Ολοκληρώνοντας τη σκέψη του
μελαγχόλησε. Ήταν επιπόλαιος και ενθουσιώδης στις σχέσεις του, που ήσαν συνήθως
της μιας χρονιάς. Και δεν έβαζε μυαλό. Όταν το πράγμα πήγαινε να σοβαρέψει,
αμέσως χώριζε. Θα ήταν η χαρά του ψυχαναλυτή, αν αποφάσιζε να ξεκινήσει ψυχανάλυση,
του είχε πει μια παλιά του γκόμενα, που μετά τα σαράντα παρακολουθούσε
ψυχολογία στο Πάντειο. Αλλά αυτό δεν ήτανε για τέτοια. Φοβότανε να μάθει
καλύτερα τον εαυτό του!
Την σκέφτηκε με συμπάθεια, σχεδόν τρυφερά,
την Μαρίνα. Του είχε δοθεί η ευκαιρία να βγει μαζί της. Δεν το έκανε. Ήταν
κολλημένος τότε με την μεταφράστρια του πρώτου ορόφου. «Μαλακίες», μουρμούρισε.
«Και λοιπόν, και τι έγινε που την έπαιρνα για ένα εξάμηνο; Ουκ επί σεξ ζήσεται
ο άνθρωπος μόνον». Του άρεσε η παράφραση της ευαγγελικής περικοπής. Του την
είχε μάθει παλιότερα μια φοιτήτρια της Θεολογίας. «Με τις γνώσεις της στο Κάμα
Σούτρα, με τον Ινδουισμό έπρεπε να ασχοληθεί. Όχι με τον ευνουχιστικό Χριστιανισμό.
Τρέχα γύρευε», μουρμούρισε.
Ανακάλεσε τον εαυτό του στην τάξη.
Προσπάθησε να ανασυνθέσει τι γνώριζε για την Μαρίνα: ποιους κοινούς γνωστούς
είχανε, τι την είχε ρωτήσει την προηγούμενη φορά που την είχε δει στην υπηρεσία
της. Τον γάμο της με έναν άχρωμο τύπο. Το χωρισμό της, την επιλογή της να
μείνει σε μια μικρή πόλη της Αττικής. Τα υπόλοιπα τα θυμούνταν καλά: Χρώμα
μαλλιών, σωματότυπο, ομιλία, τι καφέ προτιμούσε.
Στις τέσσερις παρά τέταρτο της τηλεφώνησε.
Δεν απάντησε αμέσως, κι αυτό τον ανησύχησε, μήπως και την ενόχλησε. Αλλά όχι:
Έδειξε να χαίρεται για το τηλεφώνημά του. Και όχι δεν την έκοβε από κάτι
σημαντικό. Εξάλλου είχε μαγειρέψει από το βράδι. Κι ούτε κοιμόντανε τα
μεσημέρια. Μόλις επέστρεφε από τη
δουλειά της έκανε ένα μπανάκι, ζέσταινε το φαγητό, έτρωγε και μετά έκανε καφέ
και διάβαζε εφημερίδα. Αυτή τη φορά, μόλις είχε βγει από το μπάνιο και δεν είχε
και μεγάλη όρεξη. Εξάλλου, το να τρώει κανείς μόνος του δεν είναι και ό,τι
καλύτερο.
Για να μην μπει σε
διαδικασία άλλων ερωτήσεων την ρώτησε δια της πλαγίας οδού: «Έχεις παιδάκια;»
«Δεν τα έχω καταφέρει μέχρι τώρα, παρόλο που έφτασα πολύ κοντά στο να αποκτήσω»,
του είπε κι αναστέναξε. Αυτός ησύχασε κάπως. Ίσως δεν είχε ξαναπαντρευτεί. Πώς
να ρωτούσε τώρα, εάν ήταν μόνη της ή είχε δεσμό; Αλλά τον πρόλαβε εκείνη. «Ούτε
παιδάκια, ούτε γατάκια, ούτε και αγοράκι. Φαίνεται αυτή την περίοδο με
χαρακτηρίζει μόνο η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Ελπίζω μόνο να μην την
χάσω κι αυτή σύντομα». Ήταν η συγκυρία ζόρικη, αφού το Κράτος στα πλαίσια του
αδυσώπητου Μνημονίου όφειλε να γίνει μικρότερο, αποδοτικότερο, παραγωγικότερο
και βέβαια αυτά θα γίνονταν και με απολύσεις προσωπικού. Όσοι απέμεναν στο
Δημόσιο θα έπρεπε να πληρούν κοινωνικά κριτήρια και να έχουν κάνει
μεταπτυχιακά.
Η Μαρίνα εύλογα ανησυχούσε αφού δεν είχε
ούτε την μεγάλη ηλικία, ούτε παιδιά – όπως είδαμε πριν – ούτε το διδακτορικό,
για να εξασφαλισθεί εκατό τοις εκατό. Ένα μεταπτυχιακό «επιπέδου master» από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
είχε καταφέρει να πάρει κι αυτό σχεδόν κατά λάθος. «Μετά που χώρισα, για δυο
χρόνια έμεινα μόνη. Είχα ήδη υποβάλλει την αίτηση για το μεταπτυχιακό στο ΕΑΠ.
Όταν την Τρίτη χρονιά κληρώθηκα και με πήρανε είπα να το παρακολουθήσω. Όχι
τόσο για το αντικείμενο, όσο για την πιθανότητα να κάνω νέες γνωριμίες».
Μιλούσαν αρκετή ώρα. Αυτός άκουγε με
ενδιαφέρον, αν και είχε αρχίσει να πεινάει – η ώρα είχε φτάσει τέσσερις και
μισή. Δεν ήθελε να την διακόψει. Ήθελε να την αφήσει να μιλάει. Και μάθαινε για
τη ζωή της και έτσι απέφευγε να της πει τα δικά του. Αυτός είχε πάγια τακτική
να τα λέει τελευταίος. Είχε κι αυτός κάνει μεταπτυχιακό στο Ανοιχτό. Κι αυτός
για κοινωνικούς λόγους είχε πάει, όταν κληρώθηκε μετά από ένα χωρισμό! «Όλα
απίστευτα σ’ αυτή τη Χώρα», σκέφτηκε. «Αν τα μεταπτυχιακά γίνονται για
γκομενικούς λόγους, καταλαβαίνεις από κει και πέρα πόσο σχεδιασμένη είναι η
Παιδεία και η Οικονομία». Μετά, κι ενόσω η Μαρίνα συνέχιζε τις εκμυστηρεύσεις
της – τίποτε το αξιόλογο, δηλαδή, απλά δυο φλερτ είχε όλα κι όλα στο ΕΑΠ – το
ένα με συμβασιούχο καθηγητή – σκέφτονταν ότι αυτή η Ελλάδα χάνονταν μέρα με τη
μέρα. Θα περιόριζαν τους εισαγόμενους και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Θα πέταγαν
έξω αργά ή γρήγορα τα φιλολογικά και ιστορικά μεταπτυχιακά. Τελικά θα κρατούσαν
κυρίως τα οικονομικά και τεχνικά μαθήματα. Μελαγχόλησε. Μετά μετάνιωσε που
μελαγχόλησε. Μετά, αμέσως μετά, μετάνιωσε που είχε μετανιώσει για τη
μελαγχολία. «Δεν πρέπει να είμαι ελαφρύς και να σκέφτομαι μόνο την πιθανότητα
να τα φτιάξω με τη Μαρίνα, όταν γύρω μου όλα σωρεύονται σε ερείπια».
«Μάνο, είσαι καλά;» ρώτησε η Μαρίνα. «Ναι,
πώς» έκανε τελικά εκείνος και βρήκε μια αστεία δικαιολογία για την αφηρημάδα
του. Κάτι για το μάτι της κουζίνας ψέλλισε, που το είχε αφήσει ανοιχτό και
έτρεξε να το κλείσει. Ευτυχώς μόνο το μπρίκι είχε κοκκινίσει κι ο λίγος καφές είχε
περιοριστεί πάνω στην κουζίνα, δεν είχε τρέξει στο πλάι. Δικαιολογίες ότι
έλειπε, όταν εκείνη του είπε μια δυο φορές «αυτά είναι τα δικά μου, πες μου τα
δικά σου τώρα, Μάνο μου». Κι αυτός αντί να απαντήσει αμέσως με θέρμη μετά το
κτητικό «μου» είχε το μυαλό του να τρέχει στις δυσκολίες της εποχής και σε όσα
καθημερινά κουτσούρευαν τη ζωή, όπως την ξέρανε μέχρι τότε. Εκείνη έδειξε να
τον πιστεύει – είχε ανάγκη να πιστέψει σε κάποιον εκείνη την περίοδο. Εκείνος
μπόρεσε να ξαναμαζέψει το μυαλό του και να αρχίσει τη δική του αφήγηση. Της
είπε ευχάριστα κι ανάλαφρα πράγματα, που εκείνη είχε ανάγκη να ακούσει. Τι να
της έλεγε; Ότι κινδύνευε και η δική του θέση στην Εταιρεία που δούλευε τα
τελευταία χρόνια; Λέγονται αυτά τα πράγματα έτσι στην ψύχρα; Αυτά λέγονται
αργότερα, μετά τα πρώτα πηδήματα.
Κλείνοντας το τηλέφωνο μετά τη συμπλήρωση
δίωρου, αισθανόμενος βέβαιος για κάτι ύστερα από πολύ καιρό, δεν έχασε την
ευκαιρία να καλαμπουρίσει για πάρτη του. «Ωραίο ζευγάρι θα γίνουμε!
Μάνος-Μαρίνα! Μα-Μα! Μα-Μα!» Μετά έκατσε να στείλει ένα email με
το βιογραφικό του σε μια εταιρεία. «Καλού κακού, ας έχω μια δεύτερη δυνατότητα,
εάν με απολύσουν», σκέφτηκε. Κι άρχισε να ονειρεύεται ταξιδάκια με την Μαρίνα
ανά την Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου