Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

"Και ποιός είναι λοιπόν ο κύριος Σεφερλής; Ο καθρέφτης μας!" έγραψε η Βάλια Τσιριγώτη (tvxs.gr, 30/11/2018)

...............................................................
  

Και ποιός είναι λοιπόν ο κύριος     Σεφερλής; Ο καθρέφτης μας!



                            έγραψε η Βάλια Τσιριγώτη (tvxs.gr, 30/11/2018)


Το άρθρο της Βάλιας Τσιριγώτη είχε δημοσιευτεί στο Tvxs.gr το 2014 για την τηλεφωνική φάρσα του Μάρκου Σεφερλή σε ηλικιωμένους, που είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Το Tvxs.gr αναδημοσιεύει το άρθρο με αφορμή το θόρυβο που έχει ξεσπάσει μετά την αποχώρηση του ηθοποιού και τελικά την ακύρωση της παράστασης «Ζητείται Ψεύτης» στο Παλλάς.

Και ποιός είναι λοιπόν ο κύριος Σεφερλής; Ο καθρέφτης μας!

«Το θέαμα δεν είναι σύνολο εικόνων αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβούμενη από τις εικόνες», Γκυ Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος
Από τα ρωμαϊκά χρόνια, μα και κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και της πρώιμης νεοτερικότητας, οι άνθρωποι, που και τότε φοβούνταν και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το διαφορετικό, «επέτρεπαν» στους βασιλιάδες να έχουν στις υπηρεσίες τους γελωτοποιούς. Οι γελωτοποιοί ήταν κι αυτοί με τη σειρά τους άνθρωποι αδύναμοι. Νάνοι, σακάτηδες και άλλοι που συχνά προσποιούνταν ή και πράγματι είχαν το βάφτισμα της ψυχικής νόσου, της τρέλας.
Σε κάποιες λίγες περιπτώσεις κάποιοι οξύνοες, όσοι συνδύαζαν πνεύμα και ταλέντο, κατάφερναν να χαρακτηριστούν διασκεδαστές και να λαμβάνουν έναν άτυπο σεβασμό, τέτοιον που αναλογεί στην οξυδέρκεια. Οι περιπτώσεις αυτές, κατά τις οποίες κάποιος γελωτοποιός μετεξελισσόταν σε διασκεδαστή, ασφαλώς σπάνιζαν. Ειδικά στη ρωμαϊκή περίοδο, όπου το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του γελωτοποιού ήταν η δυσμορφία, οι σχετικές περιπτώσεις ήταν ανύπαρκτες.
Η συμβατική δομή της κοινωνίας μπορούσε να καταλυθεί στα πλαίσια μεσαιωνικών εορτασμών που διεξάγονταν για την αλλαγή του χρόνου ή για την ευημερία του βασιλείου. Στους εορτασμούς αυτούς, αντίστοιχους με τα σύγχρονα καρναβάλια, οι κοινωνικές θέσεις αντιστρέφονταν για δώδεκα μέρες. Ο βασιλιάς άλλαζε θέση με έναν «τρελό», που με τη σειρά του ανακηρυσσόταν «Βασιλιάς των Τρελών». Εν ολίγοις, παραχωρούσε τη θέση του σε έναν γελωτοποιό και ποτέ σε έναν διασκεδαστή.
Τί γίνεται όμως όταν ένας γελωτοποιός γίνεται βασιλιάς όχι μόνο για δώδεκα μέρες, αλλά για χρόνια; Μα φυσικά κάνει φάρσες που αντιστοιχούν στην προσφιλή συνήθεια ενός βασιλιά να κόβει κεφάλια.
Και ποιός είναι λοιπόν ο κύριος Σεφερλής και οι βασιλικές του φάρσες; Mήπως δεν είναι αυτός που πλούτισε βαφτίζοντας σάτιρα το «κοροϊδεύω τον χοντρό, τον καραφλό, τον μυτόγκα»; Δεν είναι αυτός που σπαταλώντας 45 λεπτά θεατρικού χρόνου εδραίωσε ως τέχνη το «πώς είσαι έτσι ρε αγάμητε»; Δεν είναι αυτός που ανήγαγε τον κομπλεξικό ρατσισμό σε επιθεώρηση, αυτός που κατάφερε να χτίσει θέατρο, σπίτι και καριέρα μαζεύοντας φράγκα από την ικανοποίηση μιας σαδιστικής χολής που φτύνεται πάνω στην αδυναμία του άλλου;
Ο κύριος Σεφερλής είναι ο ίδιος που επί χρόνια φαρσολογεί σε μια τεταμένη κοινωνία με ανέκδοτα για Αλβανούς κλέφτες και Πακιστανούς απατεωνίσκους. Για του λόγου το αληθές, θα αφήσω το ίδιο το επιθεωρησιακό του κείμενο να μιλήσει.
Το απόσπασμα είναι από την παράσταση «Ο Μάγος του Ροζ». Μια δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από έναν μικροπωλητή με καταγωγή από το Πακιστάν:
-Αλήθεια Ραφίκ, πώς περνάτε στην Ελλάδα;
- Λαθραία.
-Οχι δε με κατάλαβες. Εννοώ πώς είναι η παραμονή σας εδώ, η συμβίωση σας με τους Έλληνες.
-Α, με Έλληνες πολύ δύσκολο. Κυρίως Ομόνοια, που μαζεύονται κι άλλοι αλλοδαποί, Ρώσοι, Ρουμάνοι, πολλή φασαρία, αλλά ευτυχώς προχθές αστυνομία έκανε επιχείρηση σκούπα και μάζεψε τελευταίους δέκα Έλληνες πού ‘χαν μείνει στο περιοχή και τώρα είμαστε μια χαρά. Ομόνοια δικό μας, δεν πλησιάζει Έλληνας.
-Και πως τα βγάζεις πέρα;
-Δουλειά, πολλή δουλειά. Από τότε που ήρθα στο Ελλάδα όλο δουλειά. Θυμάμαι πρώτο μου δουλειά ταχυδακτυλουργό.
-Δηλαδή τί έκανες;
-Εξαφάνιζα σήμερα κασετόφωνο από ένα αυτοκίνητο στην Κυψέλη και το εμφάνιζα δυό μέρες μετά σε πάγκο στο Μοναστηράκι.
Και λίγο παρακάτω συνεχίζει:
-Πάντως Ραφίκ πρέπει νά ‘χεις μαζέψει αρκετά χρήματα μέχρι τώρα.
-Έχω στο άκρη 500 χιλιάδες ευρώ..
- 500 χιλιάδες ευρώ;! Mα καλά, οι Έλληνες πεινάνε!
- Εγώ δεν είμαι Έλληνας.
- Θέλω να πω ότι οι Έλληνες περνάνε μια πολύ δύσκολη φάση κι εσύ έχεις μαζέψει 500 χιλιάδες ευρώ;!
- Eγώ δεν έχω ΦΠΑ, δεν έχω ΙΚΑ, δεν έχω ΤΕΒΕ, δεν έχω φόρο ημιυπαίθρια, όλα μαύρα.

Μία μέρα μετά την τηλεφωνική φάρσα στους δύο ηλικωμένους και των αρνητικών κριτικών που διατυπώθηκαν, ο Μάρκος Σεφερλής ζήτησε συγγνώμη λέγοντας τα εξής: «Όλα γίνονται στα πλαίσια της καλής διάθεσης, του χιούμορ, της διασκέδασης του κοινού, αλλά και του ίδιου που ασχολούμαι κάθε φορά». Και ήταν απόλυτα ειλικρινής. Τη μέρα της φάρσας ανέφερε: «Αν αυτοί που με βλέπουν καταλαβαίνουν τί κάνω θα είναι εκεί και το χειμώνα». Και ως προς αυτό ήταν επίσης ειλικρινής. Οι χειροκροτητές του θα είναι εκεί το χειμώνα και θα γεμίζουν διψασμένοι την αρένα.
Διότι η αδυναμία και η αναπηρία δεν υπήρξε ποτέ φυσικό φαινομένο, μα αδυναμία και αναπηρία ως προς τις κοινωνικές προσδοκίες. Διότι αυτός ήταν πάντα ο κύριος Σεφερλής. Τίποτα άλλο, παρά καθρέφτης. Καθρέφτης μιας συμπλεγματικής ανάγκης να χλευάσουμε τον αδύναμο μήπως κι έτσι εξυψώσουμε τη δική μας κοιλάρα-καράφλα-μυτόγκα, στο όνομα της ανωτερότητας. Και αυτή η ανάγκη μάς έχει πάρει το σπίτι προ πολλού.

* Η Βάλια Τσιριγώτη είναι ψυχοκοινωνιολογος που ασχολειται με τις Τεχνες και τον Πολιτισμο

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

"Το μήνυμα του Αργύρη Χιόνη" του Σωτήρη Γάκου (https://www.literature.gr, 7/4/2016)

..............................................................



              Το μήνυμα του Αργύρη Χιόνη









του Σωτήρη Γάκου

https://www.literature.gr, 7/4/2016


 


Ανάμεσα στις δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές, τα έξι πεζά του και το γνωστό μεταφραστικό του έργο, ο Αργύρης Χιόνης έγραψε και τρία θεατρικά κείμενα[i].

Πρόκειται για τρία θεατρικά κείμενα που γράφτηκαν το 1971 και 1973, ενώ ο συγγραφέας βρισκόταν στο Άμστερνταμ και, όπως ο ίδιος εξηγεί, τα δυο (Ο ρήτορας και Αυτός εκτός εντός του κουστουμιού του) γράφτηκαν στα ολλανδικά ενόψει διαγωνισμού μονόπρακτου θεατρικού έργου που είχαν προκηρύξει, για τις Κάτω Χώρες (Ολλανδία και Φλάνδρα), ο θεατρικός οργανισμός Sater και το λογοτεχνικό περιοδικό Soma το 1971. Το μήνυμα γράφτηκε στα ελληνικά το 1973 και θεματικά υιοθετεί στοιχεία από το θέατρο του παραλόγου και ειδικότερα από το έργο Περιμένοντας το Γκοντό του Samuel Beckett[ii].

Στο Μήνυμα δυο μαντατοφόροι χωρίς όνομα ο Α και ο Β, που δε θυμούνται από πού ξεκίνησαν, οφείλουν να μεταφέρουν ένα σημαντικό μήνυμα, που κάποιοι τους εμπιστεύτηκαν και που έχουν ξεχάσει, σε κάποιο εξέχον πρόσωπο, που δεν ξέρουν ούτε ποιο είναι ούτε πού βρίσκεται. Στην πορεία τους αυτή φτιάχνουν, αδιάκοπα, καινούργια μηνύματα, που, αδιάκοπα, ξεχνούν, ώσπου να παραδεχτούν ότι αυτό που κάνουν δε τους οδηγεί πουθενά. Παράλληλα η υπόθεση στο Περιμένοντας τον Γκοντό, λιγότερο η περισσότερο γνωστή, παρουσιάζει σε δυο πράξεις, δυο άνδρες τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν να συζητάνε για διάφορα θέματα και να περιμένουν έναν τύπο που δεν εμφανίζεται ποτέ. Στη διάρκεια αυτής της αναμονής συναντούν άλλους δυο τύπους, τον Πόντζο και τον Λάκυ, με τους οποίους προσπαθούν μάταια να συνεννοηθούν αλλά παράλληλα συνομιλούν, χαίρονται, παίζουν, βαριούνται, χωρίς όμως να μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να περιμένουν μάταια κάποιον που ξέρουν ότι δε θα έρθει.

Πέρα από τη θεματική αυτή σύμπτωση με το συγκεκριμένο έργο του Beckett, το Μήνυμα του Αργύρη Χιόνη ακολουθεί πιστά τις αρχές του θεάτρου του παραλόγου. Αφενός στο έργο αξιοποιείται το γκροτέσκό και το κωμικό στοιχείο με τους επαναληπτικούς άσκοπους διάλογους και τις γκάφες των δυο προσώπων και αφετέρου προβάλλεται η ασυναρτησία και απορρίπτεται η λογική και συνεκτική εξέλιξη της πλοκής. Στο έργο του Beckett, το πρώτο μέρος αντιγράφει επακριβώς το δεύτερο, έτσι οι δυο αλήτες, Βλαδίμηρος και Εστραγκόν, βρίσκονται πάλι στην ίδια θέση με την ίδια επ’ άπειρον αναμονή. Παράλληλα, στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο του Χιόνη η πρώτη εικόνα είναι ίδια με την τρίτη και η δεύτερη με την τέταρτη. Η «μονοτονία» εδώ γίνεται μέσο για να αισθητοποιήσει την υπαρξιακή αγωνία[iii], όπως παρατηρεί ο Βάσος Βαρίκας για το Περιμένοντας τον Γκοντό, μια μονοτονία που αναφέρεται τόσο στο επίπεδο της δομής όσο και στο επίπεδο του περιεχομένου στο Μήνυμα του Αργύρη Χιόνη. Διαπιστώνοντας τα παραπάνω, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις παραλληλίες και το κοινό πλαίσιο αναφοράς στη φιλοσοφία του υπαρξισμού και το συναίσθημα του παραλόγου, δυο προοπτικές που μπορούν να φωτίσουν το δρόμο σε περαιτέρω ερμηνευτικές προσεγγίσεις και συγκριτικές αναλύσεις.

Ωστόσο η έννοια, που τόσο στα έργα του Samuel Beckett όσο και στο έργο του Αργύρη Χιόνη φαίνεται να αξιοποιείται με έναν ιδιότυπο τρόπο και να αποκτά ιδιαίτερη σημασία είναι ο χρόνος. Τα πρόσωπα του Beckett μπορεί να μη γνωρίζουν τι μέρα είναι, τι εποχή, τι ώρα και να ζουν σε μια άχρονη περιοχή που δεν έχει λογική μέτρηση, όμως όλα προσπαθούν να θυμηθούν κάτι από μια σκοτεινή ανάμνηση, από ένα απροσδιόριστο παρελθόν, από ένα χθες ακαθόριστο από την αχλή μιας ύπαρξης χωρίς χρόνο. Ο χρόνος αποκτά για τα πρόσωπα μια υπερβατική ή μεταφυσική ουσία. Η μνήμη είναι λυτρωτική για αυτά, περιμένουν ως το τέλος για να ξαναβρεθούν μέσα στη γνώση εκείνη, σα μια πλατωνική ανάμνηση. Το έργο του είναι γεμάτο από «φωνές του παρελθόντος», φωνές που διερευνούν το μυστήριο της ύπαρξης[iv].

Η ίδια μεταφυσική εμπειρία παρουσιάζεται και για τους ήρωες του μηνύματος του Αργύρη Χιόνη συγκεκριμένα:

«Β : Εγώ, όταν πίνω, μπορεί να ξεχνάω ποιος είμαι, αλλά είναι φορές που, σουρωμένος, μπορώ να θυμηθώ ακόμη και πράγματα που γίνανε πρίν γεννηθώ.

Α: Τι λες ρε παιδάκι μου;… ας πούμε… κάτι σα να ζεις στο προπαρελθόν.

Β: Ακριβώς! Αυτή είναι η λέξη! …..στο παλιό καλό προπαρελθόν που δε το’ ζησα ποτέ κι όμως – θα το πιστέψεις; – το νοσταλγώ.

Α: Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Έχεις πολύ ευαίσθητη ψυχή. Αυτό είσαι.

Β: Λές ;

Α: Σίγουρα! Στο βάθος είσαι ποιητής. Ένας αληθινός ποιητής! Ένας προφήτης του προπαρελθόντος! … Δεν έχει σημασία αν δεν μπορείς να πεις τι βλέπεις… όχι! Σημασία έχει ότι βλέπεις. Είσαι ένας βουβός ποιητής, αυτό είσαι!»[v].

Είναι πράγματι φανερό το στοιχείο του μεταφυσικού το οποίο αξιοποιεί εδώ ο Αργύρης Χιόνης, αυτό το προπαρελθόν και η ανάμνηση ενός επάλληλου κόσμου αποτελεί χαρακτηριστικό και της ποίησης του, όλα του τα ποιήματα απηχούν ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα[vi], πρόκειται για κόσμους που καταργούν τα φράγματα της λογικής και ξεπερνούν τα όρια του φανταστικού. Η ποιητικότητα της γλώσσας του Αργύρη Χιόνη που είναι χαρακτηριστική και στο πεζογραφικό του έργο, φαίνεται να συνταιριάζει μοναδικά φύση και πραγματικότητα, την ύπαρξη μέσα στον ιστορικό τρισδιάστατο χρόνο.

Οι ήρωες όμως του Αργύρη Χιόνη στο Μήνυμα δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν στην αποκαλυπτική στιγμή, στην επιφάνεια, δε κατορθώνουν να θυμηθούν, να δράσουν, ωστόσο προσπαθούν να ανακαλέσουν το μήνυμα ή ιστορίες από τη ζωή τους, από το παρελθόν τους, και αυτό ακριβώς το αδιέξοδο, του να μη μπορείς να πεις τι βλέπεις ή αυτό που προσπαθείς μάταια να δεις, είναι που οδηγεί στο συναίσθημα του παραλόγου, όπως το ορίζει ο Albert Camus:

«Μέσα σε ένα σύμπαν στερημένο αίφνης από ψευδαισθήσεις και φώτα, ο άνθρωπος αισθάνεται σα ξένος. Βρίσκεται σε μια εξορία οριστική και αμετάκλητη, αφού δεν έχει τις αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδας ούτε την ελπίδα μιας γης της επαγγελίας. Η διάζευξη του ανθρώπου από τη ζωή του, του ηθοποιού από το σκηνικό του, αυτό ακριβώς είναι το συναίσθημα του παραλόγου»[vii].

Αν λοιπόν το Περιμένοντας τον Γκοντό του Samuel Beckett είναι μια αρνητική παραβολή για τον δίχως νόημα άνθρωπο[viii], τον αποσπασμένο από τον κόσμο άνθρωπο, έτσι και το Μήνυμα του Αργύρη Χιόνη είναι ένας αρνητικός μύθος για τον χωρίς μήνυμα άνθρωπο. Ένας απομυθοποιημένος μύθος, μια ιστορία δυο αγγελιαφόρων χωρίς αγγελία. Δεν έχει σημασία να δοθεί κάποια ερμηνεία για το μήνυμα όσο να κατανοήσουμε επαρκέστερα το μηχανισμό με τον οποίο λειτουργούν τα πρόσωπα μέσα στο κείμενο, να διεισδύσουμε στους εκφραστικούς τρόπους και τις αφηγηματικές επισημάνσεις του συγγραφέα μέσα στο έργο του. Και οι δυο συγγραφείς λοιπόν αντιστρέφουν τα πράγματα για να μιλήσουν για την ανθρώπινη ύπαρξη που δεν έχει πια νόημα ύπαρξης, για όντα που είναι μη όντα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Αργύρης Χιόνης, Το μήνυμα και άλλες δυο φάρσες, Κίχλη, Αθήνα 2009. [ii] Αργύρης Χιόνης, όπ.π.
[iii] Βάσος Βαρίκας, Κριτική Θεάτρου επιλογή 1961 – 1971, Αθήνα 1972, σ. 315.
[iv] Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, Σάμουελ Μπέκετ : η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης, Φιλιππότης, Αθήνα 1980, σ. 19 – 36.
[v] Αργύρης Χιόνης, όπ.π. σ. 50.
[vi] Ηλίας Κεφάλας, Ο ηδυσμένος λόγος του Αργύρη Χιόνη στο : http://www.diapolitismos.gr/epilogi/viewkeimeno.php?id_atomo=13&id_keimeno=48
[vii] Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου. Δοκίμιο για το παράλογο, μεταφρ. Νίκη Καρακίτσου – Μαρία Κασαμπάλογλου, Καστανιώτης, Αθήνα 2007, σ. 20.
[viii] Δοκίμιο του Γκυντέρ Αντερς Είναι χωρίς χρόνο: Σχετικά με το έργο του Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό μετφρ. Μίλτος Φραγκόπουλος στο: Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό, μετφρ Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Ύψιλον/ Βιβλία, Αθήνα 1994, σ. 109 – 110.


"Πτωχοπετεφρικόν" ποίημα του Πάνου Θεοδωρίδη από τη σελίδα του φίλου στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 29/11/2018)

............................................................














Πάνος Θεοδωρίδης
(γ.1948)























Πτωχοπετεφρικόν

[Περί του ποιητού, να μη γράφει ευλόγια]

Από μικρόθεν μ’ έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου:
«Θέλεις να γίνεις ποιητής, Αβεσαλώμ την κόμην
Να σκαρδαμύεις βλέφαρον και να βογκούν τα πλήθη;
Ευθύς σονέτον δούλευε, πλεχτόν στιχάκι μάθε
Ριμάδας αμερίμνητους των Κρητικών να αλέθεις
Τροχαίους και ιαμβικούς, ανάπαιστους και ξένους
Που τους ελέγουν χαϊκού οι παίδες Χιροχίτου


Επεξεργάζου μανικώς, γίνε καλός τεχνίτης
Και φρόντισον η πένα σου να ένι οξυμενη,
Να κάνει σκράτσα στο χαρτί, σκράτσα περγαμηναία
Πλήν όταν θέλεις πάπυρον, να γράφεις με αλεύρι
Καθώς ο μεγαλέξανδρος εκδυτικώς του Νείλου
Εχάραξεν τα σύνορα της πόλεως δι αλφίτων».


Κι έμαθα τα ποιητικά, μετά πολλού του κόπου.
Πρώτα επήρα κλασικούς,τηρών επετηρίδαν
Όμηρον, είτα Ησίοδον, Ηρώνδα μιμιάμβους
Τους τραγικούς, τους κωμικούς και την Μαχαβαράτα
Έπη δεινά του Γιγλαμές, του Ακενατόν τραγούδια
Τον Τσώσερ και τον Διγενή, του Ρωμανού τροπάρια
Του Βωδελαίρου την οργήν και του Ρεμπό την τσίταν
Σχακεσπεάρη ποταμόν, Κορνάρον και Άλλαν Πόου.


Διέτρεξα τον Βεργίλιον τον φίνον Ιουβενάλην
Δημοτικά και εθνικά, σουλιώτικα και μπάλους
Ιρλανδικά και σέρβικα, που έχουν τας σεκλέτας
Άφθονον ρώσικην ψυχήν, Πούσκιν και Παστερνάκου.
Απαντες τους ερήμαξα, κλέπτων άμα και χαίρων,
Μιμούμενος τα μέτρα των, καθρέπτης των ρυθμών των


Κι απέ στην βόλτα τση έκφρασης, την λέγουσι κολτούραν
Βγήκα χονδροπερίδρομος της κυραΣαλονίκης.
Άνοιξα μικρομάγαζον σε ανώγαιον ρυμίδος
Ήπλωσα την πραγμάτειαν μου, ψυχή ουκ επεφάνη.


Έμαθα πλάττειν ζυμωτά βρίθοντα αρτυμάτων
Το «γάμησον» το «κλάσον μοι» το «όρχεις διαθέτεις έξι»
Με κόπον εμαζεύθησαν κυράδαι τρελαμέναι
Που ακούγαν βιόλα το πρωί και τρώγανε γαρδούμπαις.


Συντούτοις, όταν ήβγαζα την πέναν γιά να σκράτσει,
Γελούσαν όλοι λέγοντες «αλλάξανε τα χρόνια,
Σακάτη στιχοπλόκαρε, οι σύλλαβοι ψοφήσαν,
Ήρθεν η ώρα του χιπχόπ, με IRC μιλώμεν,
Των Σούτζων και του Ραγκαβή εζήλωσας την φήμην
Που τους θυμούνται τέσσερις, κι αυτοί βλογιοκομμένοι»


Και τότε απεφάσισα το μέλλον να κουρσεύσω
Επήρα γραφομηχανήν, και βγήκε η μαργαρίτα
Την μαργαρίτα απέκτησα, και βγήκεν το Ατάρι
Ατάρι προσεκτήσαμην, εβγήκε το ΠιΣίον
Ενώ χαθήκασι πολλοί στου Μάκιντος την ρούγαν.


Ξεκίνησα χειρόγραφος, δακτυλογραφημένος
Και δίχως πληκτρολόγιον έμπνευσις ουκ ισχύει.
Έγραφον και φλερτάριζα, ταις όμορφαις κοιτούσα
Και τώρα με το μόνιτορ, του Γούγλη τας μοκάρας.


Εκκίνησα δι επιστολών, είτα με φάξ στολίσθην,
Και τώρα γράφω «πετεφρής» και ιδρώνω να το γράψω.
Κι άν ήμην δημοκρατικός αντάρτης καρμπονάρος,
Τώρα δουλεύω γιά ΔΕΗ και για ΟΤΕ ο σκλάβος
Άσε που το αρχείον μου βρίσκεται στα καλώδια.


Καπάκι ανασούμπαλον, ευλόγια συντάσσω,
Αλλά γελούν και χαίρονται με τα παλιά τερτίπια
Το «γάμησον», το «κλάσονμοι» το «όρχεις διαθέτεις έξι».


Κλαίγων ομού και μύξωμα κρατών εν τη παλάμη
Επήγα εις του πατέρα μου τον τάφον να γκρινιάξω.
Εκείνος έτριξεν γλυκά της ράχης του την σπίνα:
«Ποιός είσαι κάλβε φαλακρέ, που μοιάζεις του παιδιού μου;»


Και τότε αντιλήφθηκα τα ασύγγνωστά μου λάθη:
Θέλει σαμπού ο ποιητής, δεν θέλει Ουναμούνο
Θέλει κοντίσιονερ καλό, και όχι Έζρα Πάουντ
Κι αντί ειδώλου Απόλλωνος, Βιντάλ Σασούν του πρέπει.


[1η Σεπτεμβρίου 2006, αρχή ινδίκτου]

"Μαηρέμα" διήγημα του Κώστα Μοναστήρα (από αληθινή ιστορία *) μαζί με τρεις φωτογραφίες της Έλλης Σουγιουλτζόγλου (Nelly's) από το 1922 (https://meanoihtavivlia.blogspot.com, 29/11/2018)

..............................................................
 

"Μαηρέμα" διήγημα του Κώστα Μοναστήρα (από αληθινή ιστορία *) μαζί με τρεις φωτογραφίες της Έλλης Σουγιουλτζόγλου (Nelly's) από το 1922


                                             Μαηρέμα

διήγημα του Κώστα Μοναστήρα
(από αληθινή ιστορία *)
μαζί με τρεις φωτογραφίες της Έλλης Σουγιουλτζόγλου (Nelly's) από το 1922

  


Με τράβηξαν, από τη μήτρα που μέσα της δεκάξι χρόνια τώρα μεγάλωνα, τα χέρια του στρατολόγου. Τι ήξερα εγώ από αλμυρό νερό; Τι ήξερα από σίδερα και ξύλα που πλένε; Σ’ ένα ποτάμι έλατα μεγάλωνα, σε μια θάλασσα  γη, σ’ ένα δέλτα τ’ ουρανού. Άλλοτε κατέβαζε σταγόνες, άλλοτε ζέστη, άλλοτε χιόνι. Δεν χρησιμοποιούσαμε επώνυμα, δεν είχαμε οδούς. Ήμουν ο Κώστας του Θοδωρή και το σπίτι μου ήταν δίπλα στο νερό, το γλυκό.

   Στα δεκάξι μου έγινα φαντάρος, δεν είχαμε πολλές επιλογές τότε. Από τις φασκιές, ακόμα, δυο δρόμους είχε η ζωή μου. Πεδινά-ορεινά, ψηλά-χαμηλά. Ακολουθούσαμε τα νερά. Τα γλυκά νερά μάς πήγαιναν.  Το ρέμα, σαν κόνταινε, ήταν σημάδι φευγιού. Και το κρύο σαν ψήλωνε, ο ουρανός σα μαύριζε, εκεί στου Αϊ- Οκτώβρη το τέλος, μας έδιωχνε. Το νερό, ξέραμε, γύριζε στο ρέμα, γυρίζαμε κι εμείς. Ο ίδιος και απαράλλαχτος δρόμος για δεκάξι χρόνια.  

   Τον κόσμο τον παραέξω δεν τον γνώριζα. Δεν τον θέλαμε… για τις δουλειές μας. Το καλοκαίρι, ο δικός μου κόσμος, ανέβαινε μέχρι τους ‘Καλογέρους’, που είχαμε τη σίκαλη, και κατέβαινε στο ‘Μαηρέμα’ που είχαμε τις καστανιές (την υπόλοιπη  γεωγραφία  θα την μάθαινα στο πόδι).

   Ο στρατολόγος ήρθε από το Καρπενήσι, αρχές του θεριστή, και έκανε το δικό μου παιδομάζωμα, με υπογραφές και βούλες. Κανονικά δεν ήταν η σειρά μου να με μαζέψουν, μα είχα δηλωθεί με τον αδερφό μου που χρόνια τρία ήταν μεγαλύτερος.

   Ο πατέρας με ξύρισε, «μη φύγεις με το χνούδι» μου είπε. «Να γυρίσεις με γένια στο πηγούνι, και κράτα καλά…  Καλύτερα τώρα με τον αδερφό σου. Να έχει ο ένας την έννοια του άλλου. Να ξεμπερδέψετε μαζί». Έτσι έφυγα, ξέχνουδος, μυρίζοντας σαν το σκυλί τη σκιά του αδερφού μου.  

   Ο στρατολόγος έγραψε τους μισούς για τυφεκιοφόρους-ημιονηγούς και τους άλλους μισούς τυφεκιοφόρους-σκαπανείς. Κι αυτά τα ξέραμε, να οδηγούμε τα ζώα, να ανοίγουμε τη γη, να την βλέπουμε να βλασταίνει. Να βάλουμε μέσα τον ‘σπόρο’ κάποιου άλλου που ποτέ δεν θα άνθιζε, δεν το ξέραμε. Όταν τα βράδια προσευχόμασταν στην Παναγιά των νερών, δεν ξέραμε ότι δύο είναι οι Παναγιές αυτές, αλλά η παστή δεν μας απασχολούσε, εκείνη τη φρέσκια ξέραμε, εκείνη την ολόδροση βάζαμε στο στόμα μας.

   Από τον Πειραιά με πήρε το νερό, Αλωνάρη μήνα, ένα κλωνάρι που κόπηκα. Τη θάλασσα την είχαμε ξαναδεί, τη μικρή όμως, εκείνη που έκλεινε την αγκαλιά της λίγο έξω από το Αιτωλικό. Δεν είχε μεγάλα μάτια εκείνο το νερό, μικρά αφτιά είχε και πλάβες αργοκίνητες κι η τρικυμία ήταν άγνωστη λέξη. 

   Τη Σμύρνη την πατήσαμε -εγώ κι ο αδερφός μου- μετά από τρεις μέρες. Πρώτη φορά τόσο νερό άχρηστο, για μας, πρώτη φορά τόσο μακριά. Έτρεμα, ξέρναγα.

     Η Σμύρνη ήτανε πλούσιος τόπος, γεμάτος μυρωδιές κι αρώματα και χνώτα χορτασμένα. Όλα, νομίζαμε,  πήγαιναν καλά. Είχα γίνει νερό υποτακτικό. Είχαν φράξει οι αγωνίες μου. Φώτα, μουσικές, τον πρώτο καιρό φαγί ανεκτό στον καταυλισμό των φαντάρων. Κι ήταν όλα καλά, γιατί ο λύκος κοιμόταν. Μα τον ανατάραζαν οι μέρες   και ξύπνησε. Τελικά δεν μύριζαν χόρτασμα όλα. Οι φλόγες, που είχαν αναφτεί, νήστευαν καιρό τώρα.

   Στις εξόδους βγαίναμε με τον αδερφό μου και σεργιανίζαμε. Κοιτάγαμε με μάτια ορθάνοιχτα. Στρατιωτάκια φτιαγμένα από χλωρό τυρί, ψωμί που κρύωσε και κάστανο. Χόρταινε το μάτι. Το χέρι, η κοιλιά, το αφτί ποτέ δεν χόρτασαν. ‘Άσπρα’ δεν υπήρχαν. Τα πόδια θα χόρταιναν αργότερα. Το χνούδι το ‘χα χάσει. Δεν το έψαχνα. Το γένι βγήκε γρήγορα και σκλήρυνε το 'φλούδι', το πρόσωπο, να μη φαίνεται η διαφορά μου με τους άλλους, να μη φαίνεται ο μαλακός καρπός που κρυβόταν κάτω απ’ τα νιόβγαλτα αγκάθια. Ένας του γλυκού νερού… που ξενέρισε… Πόδι γυναίκας, μέχρι τα μεριά, το είδε φευγαλέα το μάτι μου και δεν χόρτασε. Σ’ ένα καφέ σαντάν κόλλησα, το ‘φλούδι’, στο παράθυρο και είδα πόδια να ανεβαίνουν. Παχιές κνήμες και λίγο από ένα θέλγητρο υφασμάτινο-που το λέγαν οι μεγαλύτεροι, τα βράδια, στις σκηνές και κοροϊδεύονταν μεταξύ τους και γέλαγα κι εγώ κι ας μην ήξερα. Στη βασική εκπαίδευση (που) πέρασα και από το παιδί στον άντρα. Κατάλαβα ότι το ‘πετούμενο’ μου βαστάει, εκτός από τ’ απόνερα του κορμιού, και ‘σπόρο’ και περιμένει κι αυτός χώμα, γυναίκας όμως, όμμα να πιαστεί κι ύστερα να κατέβει, να  θαφτεί μέσα της και να γεννοβολήσει. Έτσι μου είπε γίνεται η δουλειά, ένας συνάδελφος, θέλει και το κορμί το όργωμά του για να βλαστήσει, το σκαλιστήρι το έχεις ανάμεσα στα πόδια, εκεί ανάμεσα έχει κι η γυναίκα την τρύπα, μπαίνεις μέσα και σκαλίζεις. Κι άμα σκαλίσεις καλά κι έχεις σπόρο καλό κι είναι το σώμα της φερτικό… Λόγια μιας βραδιάς που το φεγγάρι έβαζε φωτιά στον ουρανό και έμεινα να τον ακούω με στόμα ανοιγμένο.

   Το στόμα το κλείσανε οι φλόγες και τα ουρλιαχτά που ξύπναγαν. Τέλη Αυγούστου του 1922 που τα κοκόρια μουγγαθήκαν στη Σμύρνη. Τη μέρα και τη νύχτα την σήμαιναν οι κραυγές και η αγωνία. Πρωί Σεπτέμβρη παραδόθηκαν και τα τελευταία σπίτια, σηκώθηκαν σα χέρια ανήμπορα τα μάνταλα εκεί στα ψηλά της πόλης, στο πανηγύρι των νεκρών. Οι διαταγές είχανε πάψει, η τάξη σχόλασε. Είχανε μείνει τελευταίοι. Δεν υπήρχε κανείς να του πει τι να κάνει. Τα χέρια δίνανε οδηγίες, τα πόδια περισσότερες. Ένα ρήμα πλανιότανε σ’ όλη την πόλη: τρέχα. Γέμισα ένα τσουβάλι με χλαίνες, παντελόνια, ένα ζευγάρι άρβυλα κακοπαθημένα, μια ξιφολόγχη. Έτρεξα στην παραλία, φώναζα το όνομα του αδερφού μου: Σωτήρη, Σωτήρη… Νομάδας του νερού για άλλη μια φορά στη ζωή μου. Για άλλη μια φορά το μυαλό έσπρωχνε το κορμί στο νερό, για άλλη μια φορά το νερό θα αποφάσιζε. Τρία χρόνια δεν είχα φύγει, μάζευε την ορμή του φαίνεται, ακολουθούσε την οσμή μου, για να με ανεβάσει κόντρα στο ρεύμα, δίχως τον απόσκιο του αδερφού, δίχως γλώσσα, δίχως χνούδι.

   Το πλοίο που με πήρε ήταν ρώσικο. Ούτε κι αυτοί ξέρουν γιατί με μπάσανε στα σπλάχνα του. Στη σκάλα του στημένο, σα φράγμα ανθρώπινο, όλο το πλήρωμα. Τις βρισιές τις καταλαβαίνεις σ’ όλες τις γλώσσες. Τις βρισιές, την απελπισία και τα χτυπήματα. Παραπίσω ένας με καπέλο αξιωματικού. Αυτός με βούτηξε και με πέταξε μέσα. Ήταν ο καπετάνιος. Σα καταλάγιασε το βρισίδι και ανοιχτήκαμε  μου έδειξε μια φωτογραφία, την χάιδευε, την φίλαγε. Κούναγε τα δάχτυλα, έδειχνε το παιδί, έδειχνε εμένα, μοιάζαμε, αυτό ακίνητο σε μια φωτογραφία, εγώ κομμάτια κρέας ακίνητα, σπαραγμένα από ό,τι ήξερα, μια γραφή του σκοταδιού.  Το στόμα του μύριζε άγνωστες λέξεις, μνήματα και πιόμα. Μου πήρε ώρες να κουνηθώ. Μετά άρχισα να τρέμω και να τρέχω.

   Τα χατίρια τέλειωσαν στην Οδησσό, εκεί με ξέβρασε το πλοίο, και η καλοσύνη του καπετάνιου. Σ’ ένα χάρτη μου έδειξε που είμαι. Μου έδειξε και την Ελλάδα. Ένα άνοιγμα του διαβήτη δρόμος. Ήξερα μόνο πως ανέβηκα, έπρεπε όμως να κατέβω, άλλο δρόμο δεν είχα… για να μη γίνω κι εγώ μια φωτογραφία, σαν αυτή που κράταγε ο Σωτήρης κι αρνιότανε να μου τη δώσει. Ήξερα μόνο πως είχα αποδημήσει, άθελά μου. Τα φτερά μου είχαν κοπεί. Το ταξίδι για τον νότο θα βάσταγε πολύ… Πουλάκι που πιάστηκα στην ξόβεργα και τώρα πάσχιζα να φτεροκοπήσω.



   Τρία κουμπιά του τρόμου έραψα πάνω μου με τις ατέλειωτες κλωστές του μυαλού. Πάνω πάνω, στο σμίξιμο της καρδιάς με τον λαιμό, μόνο ο φόβος. Σα πάτησα στεριά, ο ουρανός ήταν μπλάβος, να μ’ έσφιγγε πολύ ήθελα… το κουμπί. Να μου ‘λεγε: "Ωραία είναι εδώ, δεν έχεις έγνοια. Τα κάστανα μεστώνουν, χωρίς την ανάγκη σου, στον τόπο που άφησες. Χάσανε το χνούδι, βγάζουνε αγκάθια τώρα. Τρία χρόνια λείπεις. Σταμάτησαν να σε μελετάνε τις μέρες. Λίγο τις νύχτες σε θυμούνται, τις στιγμές που πάει το κορμί να βασιλέψει κι έρχεται, σα φεγγάρι στη χάση του, η εικόνα σου. Τα χέρια, μόνο τα χέρια σκέφτονται εκεί, φύγανε τα δικά σου χέρια, βγάλανε από τα κορμιά τους  άλλα χέρια τώρα. Μείνανε οι αδερφές σου πίσω. Μεγάλωσαν, της παντρειάς. Ίσως να έχεις κι έναν αδερφό μικρό που του ’δωσαν το όνομά σου. Το όνομά σου μόνο. Κοιμήσου τώρα".

  Το δεύτερο κουμπί η απελπισία, το τρίτο ο δρόμος. Αυτό δεν είχε ραφτεί καλά. Το κράταγα στα χέρια μου να μην το χάσω. Μόνο τα πόδια σκέφτονταν τώρα, και ο ήλιος το πρωί, αν έβγαινε. Τράβαγα για τον νό(σ)το.

   Η πρώτη χλαίνη, που αλάφρυνε το τσουβάλι με το φευγιό της, έγινε δυο καρβέλια, λίγο κρέας καπνιστό, ένας φάκελος, ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Την αντάλλαξα με τον μάγειρα του καραβιού. Στον ώμο με έφτανε. Είχα ψηλώσει, κοίταγα τα χέρια μου.

   Είχα φύγει με χέρια χλωρά, μικρά και τώρα είχα μια παλάμη σκληρή, διάπλατη που γράπωνε και γραπωνόταν από το τσουβάλι. Ξένους τόπους και μια θάλασσα, τη Μαύρη, έπρεπε να περάσω. Εγώ που τρεις πόλεις ήξερα στη ζωή μου, έπρεπε να βαδίσω σε άγνωστες χώρες. Το νερό δεν βόλαε να χάσω, το νερό και τον ήλιο. Άλλους να με συμβουλέψουν δεν είχα. Έβαλα τον νό(σ)το μέσα μου και προχώραγα. Ρέμα έπρεπε να γίνω, να προλάβω να κυλήσω πριν φύγει από μέσα μου, ο εαυτός μου, για πάντα.

   Σκολειό είχα πάει τρία χρόνια. Αν ήμουν καχεκτικός θα συνέχιζα. Μα δεν ήταν χρόνια για να κρατάς το μολύβι τότε, για να αυλακώνεις το χαρτί, αν μπορούσες να βαστήξεις άλλα πράματα. «Καλύτερα να μάθεις τη γη τώρα, έχουμε ανάγκη από χέρια και το πρωί και το βράδυ» μου είπε ο πατέρας μου και έτσι άρχισα να μαθαίνω τη γη. Να την σκαλίζω, να την ποτίζω μα όχι να την γυρνάω. Μια αλλιώτικη αντιγραφή, έβλεπα κι έκανα. Μια αλλιώτικη ορθογραφία. Να σβήνεις το  άγριο, να του ξαναγράφεις τη ζωή, κάνοντας το ήμερο. Ήμερος ήμουν και με αγρίεψαν. Ζούσα το δικό μου-ανάποδο- μπόλιασμα.

   Στο λιμάνι  κράτησα το μολύβι, έγραψα το όνομά μου και το χωριό μου. Υποδεκανέας… υποδεκαεννέα με φώναζαν και γέλαγαν. Δεν τα κρατάς τα γέλια σε καραβάνα, χαλάνε γρήγορα. Ο φόβος αντέχει περισσότερο. Φιλιωμένος και με τη ζέστη και με το κρύο, αντέχει. Σάλιωσα… τον φάκελο, τον έκλεισα, τον έβαλα στην τσέπη της καρδιάς.  Αν πέσω μην μείνω ένας άγνωστος στρατιώτης.  Τα μάτια μου έκλεισαν σε μια κόχη του λιμανιού, για λίγο, δυστυχώς.

   Το πρωί έφαγα μια προσευχή που με δυνάμωσε, το ψωμί σκλήραινε, εγώ μαλάκωνα. Τα πόδια μου είχανε γίνει νερό. Κατέβαινα σαν το αδύναμο ρυάκι του αποκαλόκαιρου. Λέξεις δεν είχα να δώσω. Έδειχνα το στόμα μου, έδειχνα την κοιλιά μου. Το τσουβάλι στέρευε. Σε ένα χωριό μια γυναίκα μου έδωσε λίγο τυρί. Κράτησε το χέρι μου… και το ’βαλαν μέσα. Σκίρτησα. Είχε καιρό να μ’ ακουμπήσει άλλο χέρι. Στο σπίτι η μάνα θα ’φτιαχνε πίτα τώρα, θα μου την έδινε ζεστή στο χέρι. Μα δεν με νοιάζανε τα αγγίγματα τότε. Είχα πολλά και τα περισσότερα τα πέταγα. Εκείνο το ακούμπημα ήθελα να το κρατήσω. «Σ’ ευχαριστώ μάνα» της είπα. Ήταν τα πρώτα λόγια που βγήκαν απ’ τα σφιγμένα μου δόντια. Με κατάλαβε.  Τα βράδια άνοιγα με τη ξιφολόγχη τρύπες και χωνόμουνα στο χώμα, έκοβα κλαδιά και τα ’ριχνα πάνω μου. Τυλιγόμουνα στη βρομιά μου, στη χλαίνη και έφτιαχνα το κιβούρι μου.  Οι πέτρες άνοιγαν τρύπες στα άρβυλα. Να κοιμηθούνε θέλανε μα τα ξύπναγα κάθε πρωί, όσο αντέχανε του ξύπνιου το πρόσταγμα.  Στο μούχρωμα μαύριζα. Σαν έμενα ακίνητος φοβόμουνα, σα με τύλιγε το σκοτάδι. Είχαν μια απέθαντη συννεφιά αυτοί οι τόποι. Μια συννεφιά διατακτική που φυλάκιζε τον ήλιο. Και βροχή πολλή, και λάσπη, και απελπισία. Τα δυο κουμπιά δεν λέγανε να χαλαρώσουν το σφίξιμό τους. Γερές κλωστές πιασμένες στου μυαλού το χάσιμο. Άλλη πυξίδα δεν είχα από το τρίτο κουμπί. Το κράταγα να μην το χάσω. Η τελευταία κλωστή του μυαλού. Την έδεσα στην Οδησσό και την ξετύλιγα. «Περπάτα, περπάτα, περπάτα» μου ’λεγε. Αυτό άκουγα, τα λόγια του ύπνου ήταν δύσκολα. Ένα βράδυ ηρέμησα, σε μια θημωνιά χωμένος. Ένα φεγγάρι έβγαινε που ήταν έτοιμο να σκορπίσει όλο το φως του από πάνω μου. Αύριο, ολόγιομο, θα το γένναγε. Έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα. Είχε σταματήσει το μυαλό μου να τρέχει. Έκλειναν τα μάτια μου, ήμουν ξανά στο ‘Μαηρέμα’ κι άκουγα τα κάστανα να μεγαλώνουνε. Πρώτη φορά κοιμήθηκα, κι ήθελα να ξυπνήσω, να πιάσω την ψίχα του κάστανου ονειρεύτηκα, εκεί στο ποτάμι που είχανε βγει οι νεράιδες και πλένανε τα νυφικά τους πέπλα. Αν έπιανα μία τώρα ήξερα τι να την κάμω. Παλιά μόνο τις φοβόμουνα. Έτσι με είχε δασκαλέψει ο αδερφός μου. Ήξερα, τώρα, πως αυτός ήθελε να πιάσει πρώτος νεράιδας χάδι, γι’ αυτό με φόβιζε. Ήμουν μεγαλύτερός του στο κορμί, εκείνος στα χρόνια. Πρώτη φορά άκουσα την προστακτική του φεγγαριού.  Αύριο, είχε καιρό να με κάνει να χαμογελάσω αυτή η λέξη. Το πρώτο κουμπί άφησε το τάνυσμά του. Ανάσανα.

   Τις επόμενες μέρες περπάταγα σε μια θάλασσα στάρι θερισμένο. Άλλη μια θάλασσα, αλλιώτικη. Τον πατέρα σκέφτηκα. Ποτέ δεν είχε δει τόσο πολύ, ποτέ δεν είχε δει τόσο μακριά. Καίγανε τα άχυρα, να φτιάξει σπίτι ο καρπός στη γη και την επόμενη χρονιά. Ξεκούμπωσα το πρώτο, το δεύτερο κουμπί. Το τρίτο το κράτησα σφαλιστό. Παντού σιτάρι κι όμως πουθενά ένα καρβέλι ψωμί.

   Οι πιο δύσκολες ώρες ήταν οι απογευματινές, εκεί στο σμίξιμο της μέρας με τη νύχτα. Τα άρβυλα πεθάνανε, δεν άντεξαν τόσο πόλεμο με τον δρόμο. Τώρα έδενα τα πόδια μου με τις λωρίδες απ’ τα παντελόνια. Ένα βράδυ άρχισε πάλι να βρέχει. Ένα σιγανό μουρμουρητό τ’ ουρανού στην αρχή. Βροχή. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, έπινα τα λόγια της. Το μουρμουρητό έγινε βρισιές και χτυπήματα. Φώλιασα σε μια κουφάλα. Κρύωνα, η χλαίνη έβγαζε όλο το χώμα. Έβριζα, κι εγώ, τη βροχή, που με πάγωνε. Αδύναμος, σταμάτησα. Πιο δυνατή, συνέχισε. Τα πόδια μου είχαν σταθεί.  Τρέχανε τα μάτια μου. Τρέχανε όλη νύχτα. Το πρωί με βρήκε στερευμένο κι άδειο. Έβγαινε ένας ήλιος που μου έδειχνε τον νότο. Όλα άχνιζαν γύρω μου. Ένα πιάτο ζεστή σούπα ο κόσμος που εξατμιζόταν αφάγωτος. Τα κουμπιά με σφίγγανε πάλε. 



   Σαν άκουγα φωνή, σαν έβλεπα χωριό ξεμάκραινα. Τα σκυλιά τα μπέρδευε η μυρωδιά μου. Είχε πάψει να μυρίζει, γνωστές μυρωδιές, αυτό που με κουβαλούσε,   ο  άνθρωπος που ήταν, ακόμα, κλεισμένος μέσα μου. Ένα αγρίμι πρωτόγνωρο για τα αγρίμια. Μπροστά μου πέρασε ένα σερνάμενο. Το έχωσα στο στόμα. Τόσο πικρό που ούτε η πείνα μου δεν το άντεξε. Πιάστηκα σε ένα κλαδί και έβγαλα τη βροχή και την πίκρα. Το μυαλό μου είχε αρχίσει να σαπίζει.  Θέλανε κόψιμο… οι σκέψεις.

   Μέτραγα τις μέρες. Εμμονικά επαναλάμβανα το όνομα της μέρας. Την ημερομηνία, το έτος. Δεν ήθελα να χάσω τις μέρες. Παρασκευή ξαναμύρισα σαν Κώστας. Ένα σκυλί που ούρλιαζε και μια βλαστήμια ελληνική. «Στο διάολο να πας…», ό,τι πιο ωραίο άκουγα εδώ και καιρό. Από εκεί γύριζα. Πήγες και γύρισες, συμπλήρωσα από μέσα μου. Στον διάολο πήγες και γύρισες Κώστα.

   Πέντε μήνες δεκαπέντε μέρες δρόμος. Περπάτησα ακόμα μέρες δεκάξι. Νοέμβρη μήνα και μ’ είχε πιάσει μεγάλη κάψα. Ξέσφιξα τα πάνω κουμπιά. Έκοψα το τρίτο, άφησα την κλωστή.   Αν βρεθεί κανείς άλλος στον δικό μου λαβύρινθο να ξέρει που να πιαστεί, που να γείρει τις νύχτες, εκεί που το κορμί ψάχνει να τρυπώσει στο χώμα. Έβγαλα τον φάκελο. Μου είχε πάρει καιρό να χαϊδέψω κάτι. Τώρα κι αν έπεφτα κάποιος θα ήξερε να με διαβάσει.

   Σαν έφτασα στον δικό μου κάμπο, έσκισα τον φάκελο. Άφησα τα κομμάτια του χαρτιού να τα μπερδέψει ο αέρας.  Δεν τον χάιδεψα. Κράτησα τ’ αγγίγματα για τους ζωντανούς. Φίλησα τους δικούς. Η αδερφή μου με πήρε από το χέρι. Με πήγε στο νεκροταφείο. Το όνομά μου ήταν γραμμένο, πάνω σε έναν σταυρό ξύλινο, στο κενοτάφιό μου. Ξέχωσα τον σταυρό, τον χρόνο που έλειπα, τον καινό μου εαυτό. Έσκαψα με τη ξιφολόγχη, έθαψα  μέσα τα τρίμματα του παλιού μου εαυτού, τη χλαίνη, τις λωρίδες, τη λόγχη. Τον σταυρό τον έκαψα. Πάνω στη φωτιά του έβαλα στην πυροστιά ένα  καζάνι νερό και το έβρασα. Το ανακάτεψα με κρύο νερό από το ρέμα. Έβγαζα από πάνω μου τα τρία χρόνια και τους έξι μήνες, τον δρόμο. Ο Σωτήρης είχε φτάσει. Θα γινόταν η σκιά μου τώρα. Έβαλα ρούχα καθαρά. Ξάπλωσα, τυλίχτηκα. Η βροχή γέμιζε το ρέμα. Μέχρι να ξαναμπώ στη μήτρα θα πέρναγε χρόνος. Τώρα μπορούσα να κοιμηθώ και να προσδοκάω να ξυπνήσω.   

 *Είναι η πραγματική ιστορία του παππού μου που στα γεγονότα του 1922 ήταν φαντάρος στη Σμύρνη. Επέστρεψε στην Ευρυτανία από την Οδησσό με τα πόδια. Ο παππούς και ο πατέρας μου ήταν νομάδες του νερού μέχρι το 1946. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τα πέρναγαν στην Ευρυτανία, στο χωριό Τσικλίστα, το φθινόπωρο και τον χειμώνα πλησίον του Αιτωλικού, στο χωριό Χρυσοβέργι. Τον παππού τον έχασα στα εφτά μου. Πρόλαβε να μου μάθει το παραμύθι του Γκιώνη, με αυτό έχω κοιμίσει πολλές φορές τα παιδιά μου (τώρα δεν χρειάζονται παραμύθια, έχουν μεγαλώσει αρκετά). Η ιστορία της κατάβασης έχει φτάσει "σπασμένη" σε εμένα, αλλά δεν παύει να ισχύει ότι περπάτησε σχεδόν έξι μήνες. 

Το δεύτερο της ζωής μου ταξίδι

 –Οκτώβριος 1922–

Του Κώστα απ’ τα ψηλά


Το πλοίο μάς ξέβρασε στην Οδησσό.
Δεύτερη φορά στη ζωή μου έφτανα τόσο μακριά.
Μόνος, πεινασμένος, κούφιος κρατώντας στα χέρια ένα τσουβάλι με βρόμικες χλαίνες.
Έψαξα με τα μάτια μου να βρω τον νοτιά. Άρχιζα να περπατώ.
Περπατούσα έξι μήνες συνεννοούμουν με νοήματα. Άλλοτε αντάλλασσα μια χλαίνη για λίγο φαΐ . Άλλοτε έκλεβα.
Οι χλαίνες λιγόστευαν.
Το τσουβάλι άδειασε.
Το έκοψα σε λουρίδες για να τυλίγω τα πληγιασμένα μου πόδια.
Τα βράδια κοιμόμουνα σε θημωνιές και έτρεμα. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τόσο.
Πείναγα, βρόμαγα. Η Ρουμανία μια απέραντη πεδιάδα, παντού σιτάρι και όμως πουθενά ένα καρβέλι ψωμί.
Τα σκυλιά με αλύχταγαν, τους ανθρώπους τους απέφευγα.
Πέντε μήνες και δέκα ημέρες μου πήρε για να ακούσω ελληνικά.
Έκλαιγα.
Στο χωριό μου με είχαν θάψει.
Φίλησα τους δικούς μου.
Ξυρίστηκα, καθαρίστηκα, έφαγα, έκαψα τη χλαίνη μου και ξάπλωσα, όχι στον άδειο μου τάφο, αλλά, στο κρεβάτι έξω στο χαγιάτι.
Άκουγα το ρέμα του χωριού μου.
Ένιωσα τη μυρωδιά του καθαρού ρούχου.
Τυλίχθηκα.
Κοιμήθηκα.

Κώστας Μοναστήρας 
   Ο Κώστας Μοναστήρας (από πατέρα ορείτη και μάνα κρυπτοθαλασσινή) γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Πατήσια, προλαβαίνοντας τις τελευταίες αλάνες. Εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μαθητές του έχουν εκθέσει τα καλούδια του μυαλού τους πολλές φορές. Τη δική του έκθεση στο κοινό την όφειλε στους μικρούς γραφιάδες. Οφείλει, επίσης, πολλά στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στους ανθρώπους του που τον δίδαξαν και τον υποστήριξαν. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Ηλιοτριβείο (Libron εκδοτική, 2016) και Υέτιος στίχος (Έναστρον εκδόσεις, 2018).