Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Για τον ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι (1907-1989) - από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Τάσο Γουδέλη (facebook, 26.4.2022)

 ..............................................................





Ο Αρσένι Ταρκόφσκι (1907-1989) είχε γεννηθεί στο Ελισάβεγκραντ της Ουκρανίας. Κατηγορήθηκε από τις σοβιετικές αρχές ως μυστικιστής ποιητής και τα βιβλία του απαγορεύθηκαν. Κυκλοφορούσαν, όμως, αυτά σε παράνομες εκδόσεις, όπως πολλών άλλων συγγραφέων αντίθεων προς το καθεστώς. Η Άννα Αχμάτοβα μίλησε γι’ αυτόν πολύ επαινετικά. Ο Αρσένι Ταρκόφσκι μετέφρασε πολλούς ξένους ποιητές. Πατέρας του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι από τον πρώτο του γάμο, εμφύσησε στον γιό του τις ιδέες, το ουμανιστικό και λυρικό πνεύμα που διακρίνει την εκφραστική του. Στις ταινίες του Αντρέι Καθρέφτης, Στάλκερ και Νοσταλγία ακούγονται στίχοι του, μερικούς από τους οποίους απαγγέλλει ο, ίδιος, ενώ άλλους ο εξαιρετικός ρώσος ηθοποιός Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αρσένι Ταρκόφσκι αποκαταστάθηκε και τιμήθηκε με κρατικό βραβείο.

(«Αϋπνία»):

Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα./ Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα./ Από το καθημερινό βάρος στους ώμους/ Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,/ Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα/ Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,/ Και τυφλές,/ βουβές,/κουφές,/ σκορπίζονται στους ορόφους./ Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης/ Στέλνει τα δευτερόλεπτα/ εδώ κι εκεί,/ και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί,/ και μισοζώντανοι,/ Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό,/ Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια/ Και χορεύουν σα τσιγγάνοι,/ Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά,/ Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές/ Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια./ Σύντομα όμως – θα τους οφείλουμε,/ Κι ήρθαν για πάντα, για πάντα, / Κι έφεραν τους λογαριασμούς./ Αδύνατον/ Να κάνεις μια τρύπα στο νερό, χωρίς να έχει κοιμηθεί, να κοπανίζεις αέρα,/ Είναι αδύνατο να αποκοιμηθείς, - πόσο ταραγμένη/ Είναι τούτη η νύχτα που δεν μας αφήνει σε ησυχία.»

***

(«Γεννήθηκα τόσο παλιά»):

«Που νιώθω μερικές φορές/ Πως με διατρέχει/ Παγωμένο νερό./ Κι είμαι ξαπλωμένος στου ποταμού το βυθό,/ Κι αν αρχίζω και τραγουδώ – / Με το χορτάρι ξεκινώ, την άμμο συνεχίζω/ Τα χείλη δεν τα κλείνω./ Γεννήθηκα τόσο παλιά/ που δεν μπορώ πια να μιλώ,/ Ονειρεύτηκα μια πόλη/ Σε μια βραχώδη ακτή./ Κι είμαι ξαπλωμένος στου ποταμού το βυθό,/ Και βλέπω μέσα απ’ το νερό/ Ένα φως μακρινό, ένα σπίτι ψηλό,/ Το πράσινο των αστεριών το φως./ Γεννήθηκα τόσο παλιά/ Που αν έρθεις/ Και βάλεις το χέρι σου στα μάτια μου,/ Αυτό θα είναι ψέμα,/ Να σε κρατήσω δεν μπορώ,/ Που όταν φύγεις /Αν πίσω σου δε θα τρέξω σαν τυφλός/ Θα είναι ψέμα.»

***

(«Στο κέντρο του κόσμου»):

«Είμαι ένας άνθρωπος, στο κέντρο του κόσμου,/ Πίσω μου ακολουθούν μυριάδες πρωτόζωα,/ Μπροστά μου βαδίζουν μυριάδες άστρων./ Ανάμεσα τους ξάπλωσα με όλο μου το ύψος – / Δυο όχθες τη θάλασσα που συνδέουν,/ Δυο σύμπαντα που η γέφυρα ενώνει./ Εγώ είμαι ο Νέστορας, χρονικογράφος της μεσοζωϊκής περιόδου,/ Των εποχών προφήτης είμαι εγώ ο Ιερεμίας./ Κρατώντας το ρολόι και το ημερολόγιο,/ Σέρνομαι στο μέλλον, όπως η Ρωσία,/ Υποκλίνομαι στο παρελθόν, σαν τσάρος πένης./ Ξέρω πιο πολλά για τον θάνατο κι από τους νεκρούς,/ Πιο πολλά για τη ζωή κι από τους ζωντανούς./ Και – Θεέ μου! – μια χρυσαλλίδα,/ Σαν κορίτσι, γελάει μ’ εμένα/ Σα να ‘μαι ένα χρυσό κουρέλι μεταξένιο.

Μτφρ.: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης





Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

Capella de la Torre, Katharina Bäuml - Le miroir du temps (Michel Godard) Konzert im Rahmen der Reihe Renaissancemusik an Elbe und Weser 2013

 ..............................................................



Capella de la Torre, Katharina Bäuml - Le miroir du temps (Michel Godard)


RenaissanceJazz 
Capella de la Torre 
Michel Godard, Serpent und E-Bass 
Markus Becker, Piano 
Annette Hils, Bassdulzian 
Johannes Vogt, Laute 
Peter A. Bauer, Percussion 
Katharina Bäuml, Schalmei und Leitung 

Konzert im Rahmen der Reihe Renaissancemusik an Elbe und Weser 2013

Capella de la Torre, Katharina Bäuml - Song for Urte (Michel Godard)

 ...............................................................


Capella de la Torre, Katharina Bäuml - Song for Urte (Michel Godard)



Michel Godard, E-Bass und Serpent 

Markus Becker, Piano 

Annette Hils, Dulzian 

Johannes Vogt, Theorbe 

Peter A. Bauer, Percussion 

Katharina Bäuml, Schalmei 


Konzert im Rahmen der Reihe Renaissancemusik an Elbe und Weser


 

«Ένας αναγνώστης» από «Το Εγκώμιο της Σκιάς» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899–1986) (μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Ύψιλον / βιβλία, 1999)

 ...............................................................



          Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899–1986)





·       «Ένας αναγνώστης» από «Το Εγκώμιο της Σκιάς» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899–1986) (μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Ύψιλον / βιβλία, 1999)

 

ΑΛΛΟΙ, ας καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει·

εγώ, είμαι περήφανος για κείνες που έχω διαβάσει.

Μπορεί να μην υπήρξα φιλόλογος

ή να μην έχω ερευνήσει τις πτώσεις, τις εγκλίσεις τις δύσκολες μετα-

         φωνίες των γραμμάτων,

το δέλτα που μετατρέπεται σε ταυ

την ισοδυναμία του χι με το κάππα,

αλλά χρόνο με το χρόνο, μ’ έχει κυριέψει

ένα πάθος για τη γλώσσα.

Τις νύχτες μου γεμίζει ο Βιργίλιος·

έχοντας μάθει κάποτε και έχοντας ξεχάσει τα λατινικά

μένει κάποιο όφελος, γιατί η λησμονιά

είναι μια από τις πλευρές της μνήμης, το αχανές κελάρι της,

η άλλη όψη, η μυστική, του νομίσματος.

Και καθώς έσβηναν από τα μάτια μου

οι πρόσκαιρες αγαπημένες μορφές,

τα πρόσωπα, οι σελίδες,

αφοσιώθηκα στη μελέτη της δύσκαμπτης γλώσσας

που χρησιμοποιούσανε οι προγονοί μου τραγουδώντας

για σπαθιά και μοναξιές,

και τώρα, ύστερα από εφτά αιώνες,

από την Έσχατη Θούλη*,

φτάνει ως εμένα η φωνή σου, Σνόρι Στούρλουσον**.

Ο νέος, ανοίγοντας το βιβλίο, σπουδάζει έναν συγκεκριμένο κλάδο

ζητώντας να αποκομίσει μια επακριβή γνώση·

στην ηλικία τη δική μου, κάθε τέτοιο τόλμημα είναι μια περιπέτεια

που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.

Δε θα μπορέσω ποτέ ν’ αποκρυπτογραφήσω τις πανάρχαιες

γλώσσες του Βορρά,

κι ούτε να βυθίσω τα άπληστα χέρια μου στο χρυσάφι του Σίγκουρντ***·

το έργο που αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο

και θα με συντροφέψει ως το τέλος,

πάντα το ίδιο αινιγματικό καθώς το σύμπαν

ή και καθώς εγώ, ο αρχάριος.


Σημειώσεις :
*: Έσχατη Θούλη: η Ισλανδία
**: Σνόρι Στούρλουσον: Για τον ισλανδό συγγραφέα της "Έδας" (Edda) και άλλων Σάγκας Snorri Sturluson (1179-1241) ο Μπόρχες έχει γράψει ομώνυμο σονέτο.
***: Σίγκουρντ: ήρωας της τευτονικής μυθολογίας, ο θρυλικός Ζίγκφριντ της γερμανικής παράδοσης, γνωστός από τις όπερες του Βάγκνερ.

"ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ" ποίημα της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου (https://neoplanodion.gr, 25.4.2022)

 ..............................................................



ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ




*

ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ

Κάποιος πήρε στην πλάτη την αναστάσιμη προσδοκία του
και τράβηξε αλλού να τη γιορτάσει.
Εκεί που ζούσε, πάγωσε Μάρτη μήνα το αίμα των ανθρώπων
απ’ το κρύο
κι έπρεπε να πληρώσουν με το αίμα τους
τη ζέστη την παχιά.
Πολύς κόσμος έλεγε ψωμάκι το ψωμί κι, όμως, μπροστά βάδιζαν
όσοι δεν γεύτηκαν ποτέ το σάλιο του υποκορισμού.
Τον πληθυσμό λιγόστευε η πολύτροπη αρρώστια
κι ούτε περίσσευε το ξάφνιασμα απ’ το χαμό των γύρω.
Έβρεχε λάσπη αφρικανική και λασπωμένα νέα του πολέμου.
Ήθελαν όλοι να φιλήσουν κι είχαν τα χείλη τους φραγή.
Ήθελαν όλοι να μιλήσουν κι είχε η γλώσσα τους σιωπή.
Δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε ώσπου δεν βρήκε γωνίτσα να γιορτάσει
και γύρισε στον τόπο του με πονεμένη πλάτη.
Κι εκεί που ανέμενε, τον πρόφτασε ο Αη-Γιώργης πάνω στο άλογο.
Η Ανάσταση από προχθές φτασμένη, του είπε ο Άγιος.
Κι εγώ πού ήμουν; ρώτησε ο κουβαλητής της προσδοκίας του.
Τότε ο Άγιος αφίππευσε αργά για χάρη του:
«Πιάσε με το χέρι σου το άλλο χέρι, άγγιξε τον ανάγλυφο σφυγμό»
Και όπως αφουγκράστηκε ο κουβαλητής το ζωντανό του αίμα να βουίζει
κι οι πεταλούδες του ρυθμού πετάρισαν αλαφιασμένες,
κατάλαβε.
Ανάσταση είναι αυτό που αιωνίως προηγείται του θανάτου.



ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ

*

"Μεγάλη νίκη με πολλά ερωτήματα" - Για τις Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης (www.lifo.gr, 25.4.2022)

 ...............................................................



Μεγάλη νίκη με πολλά ερωτήματα


Από την κλασική εκλογική σκοπιά o Μακρόν δεν «κέρδισε χάνοντας». Θα συνεχίσει να είναι Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Μαρίν Λεπέν ή ο Ζαν Λυκ Μελανσόν θα έχουν το ρόλο της αντιπολίτευσης. Από άλλες πλευρές όμως, το περιβάλλον αυτής της μεγάλης εκλογικής νίκης έχει πολλά ανησυχητικά σημάδια.

 γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης (www.lifo.gr, 25.4.2022)


Ο Εμμανουέλ Μακρόν, αυτό το παράξενο αντικείμενο της γαλλικής πολιτικής, κέρδισε το στοίχημα της δεύτερης προεδρικής θητείας. Αμέσως όμως και πριν καν σχηματιστεί στις οθόνες το 58,5 τοις εκατό, οι αντίπαλοί του έσπευσαν να δηλώσουν πως τον περιμένουν στον «τρίτο γύρο», στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου.

Κάπου μέσα στους σχολιασμούς ακούστηκε η έκφραση ο «Μακρόν κέρδισε χάνοντας». Από την κλασική εκλογική σκοπιά αυτό δεν αληθεύει φυσικά. Ο Μακρόν θα συνεχίσει να είναι Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Μαρίν Λεπέν ή ο Ζαν Λυκ Μελανσόν θα έχουν το ρόλο της αντιπολίτευσης. Από άλλες πλευρές όμως, το περιβάλλον αυτής της μεγάλης εκλογικής νίκης έχει πολλά ανησυχητικά σημάδια.

Το πιο ανησυχητικό σημάδι από όλα είναι η ίδια η εποχή ή η ιστορική περίσταση: πόλεμος, μεγάλη και διαρκής αναστάτωση στη ζωή των πολυπληθέστερων τάξεων της Ευρώπης (και της Γαλλίας φυσικά), βασίλειο της αβεβαιότητας.


Ενώ προέρχεται από μια παράδοση που πίστευε πως ο οικονομικός εκσυγχρονισμός και η καινοτομία είναι το κλειδί της σύγχρονης πολιτικής, τώρα ξέρει πως δεν μπορείς να κυβερνάς μια χώρα όπως οι διευθύνοντες σύμβουλοι διοικούν τις εταιρίες τους. Η οικονομία είναι σημαντική αλλά ο οικονομισμός, είτε νεοφιλελεύθερος είτε αριστερός, δεν απαντάει σε πολλές από τις σύγχρονες αγωνίες

Το δεύτερο ανησυχητικό σημάδι είναι η αβυσσαλέα αποξένωση μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του λαού που δεν αναγνωρίζουν πια τη συμμετοχή τους σε μια κοινή Ιστορία. Ο κόσμος που απείχε ή έμεινε, παρά τις συστάσεις, στο «ούτε Λεπέν, ούτε Μακρόν» συνεχίζει να απεχθάνεται τις αξίες, τη γλώσσα, τα σύμβολα και την ίδια την ύπαρξη του Μακρόν και της πολιτικής του.

Το τρίτο ανησυχητικό σημάδι έρχεται από παλιά αλλά γνωρίζει μια άλλη τροπή τα τελευταία χρόνια. Είναι η τομή στο χώρο και στη γεωγραφία της Γαλλίας, η αντίθεση μεταξύ της περιφέρειας και των μεγάλων αστικών περιοχών. Το χωριό και η μικρή πόλη βρίσκουν πλέον στην Μαρίν Λεπέν τη Μητέρα Προστάτρια του κόσμου των απλών ανθρώπων απέναντι στην «μοντέρνα αλαζονεία».

Η νίκη, ωστόσο, του Μακρόν έχει από μόνη της μια σημασία που υπερβαίνει τη συμπτωματολογία της γαλλικής εσωτερικής πολιτικής. Υπάρχουν ισχυρά σημεία στον «μακρονισμό» που τα υποτιμούν οι δύο κύριοι αντίπαλοί του. Ο Μακρόν έχει ουσιαστική επαφή και γνώση του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου παιχνιδιού. Καταλαβαίνει τη σημασία που έχει η Ευρώπη για την αντιμετώπιση των μεγάλων πλανητικών κρίσεων αλλά και για την άμυνα απέναντι στις νέες αυταρχικές απειλές της Ρωσίας ή μελλοντικά της Κίνας. Ενώ προέρχεται από μια παράδοση που πίστευε πως ο οικονομικός εκσυγχρονισμός και η καινοτομία είναι το κλειδί της σύγχρονης πολιτικής, τώρα ξέρει πως δεν μπορείς να κυβερνάς μια χώρα όπως οι διευθύνοντες σύμβουλοι διοικούν τις εταιρίες τους. Η οικονομία είναι σημαντική αλλά ο οικονομισμός, είτε νεοφιλελεύθερος είτε αριστερός, δεν απαντάει σε πολλές από τις σύγχρονες αγωνίες.

Με ποια παράταξη όμως μπορεί να κυβερνήσει τη Γαλλία ο Μακρόν; Αυτό νομίζω πως είναι το σημείο όπου ο επανεκλεγείς Πρόεδρος έρχεται ενώπιον ενός πολιτικού κενού. Οι δυο αντίπαλοί του φροντίζουν να απορροφούν δυνάμεις και πρόσωπα από τις αντίστοιχες πολιτικές οικογένειες της δεξιάς και της αριστεράς. Ο Μελανσόν, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα ηγείται ενός γαλλικού Συριζα στον οποίον θα προσκολληθούν κάμποσοι πολιτευτές και πολιτικοί του ναυαγισμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος αλλά και οικολόγοι, αριστεριστές και οπαδοί του ριζοσπαστισμού των μειονοτικών ταυτοτήτων. Η Λεπέν από την άλλη, συσπειρώνει όλα εκείνα τα τμήματα της γαλλικής δεξιάς που αναζητούν έναν λαϊκό συντηρητισμό ως ανάχωμα στην κρίση.

Ο «μακρονισμός» όμως, παρά την επίκληση μιας καινούριας πολιτικής επινόησης, δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει πολιτικό και ιδεολογικό σχήμα. Δίνει την αίσθηση ενός χώρου φιλοδοξιών και πρότζεκτ, μιας συγκυριακής συγκόλλησης ανθρώπων που βρέθηκαν έξω από τις ιστορικές τους πολιτικές οικογένειες και θέλησαν να συνεχίσουν την πολιτική «αλλιώς».

Θα μπορούσε φυσικά να δει κανείς τον χώρο του Μακρόν ως μια άλλη εκδοχή ενός κόμματος προυχόντων όπως είχε γίνει στην πράξη το Σοσιαλιστικό Κόμμα των τελευταίων χρόνων. Πώς μπορούν όμως μεταρρυθμιστές προύχοντες να πείσουν για την ορθολογικότητα των σχεδίων τους εκείνους τους Γάλλους που δεν θέλουν να βλέπουν ούτε ζωγραφιστές αυτές τις ελίτ; Δεν είναι απλώς θυμωμένοι αυτοί οι Γάλλοι. Έχουν αιτήματα ή επιθυμίες που είναι πρακτικά αδύνατο να ικανοποιηθούν από μια διαχείριση στα υπαρκτά ευρωπαϊκά πλαίσια. Αυτή είναι η ανομολόγητη και ενοχλητική αλήθεια. Ο μέσος ψηφοφόρος του Μελανσόν δεν είναι απλώς θυμωμένος ή αγανακτισμένος. Θέλει (επειγόντως) πολύ μεγαλύτερο εισόδημα, εξασφαλισμένη εργασία χωρίς απολύσεις, φορολόγηση του πλούτου στο ενενήντα τοις εκατό και πολλά άλλα που, προφανώς, πάνε πολύ πιο πέρα και από την πιο τολμηρή εθνική σοσιαλδημοκρατία. Και όσοι στράφηκαν στην Μαρίν Λεπέν θέλουν επίσης πράγματα και τα θέλουν τώρα ή έστω γρήγορα. Και οι δικές τους επιθυμίες έρχονται, αντικειμενικά, σε ρήξη με τον τρόπο που λειτουργούν οι θεσμοί, οι συμμαχίες, οι εμπορικές και βιομηχανικές σχέσεις, τα πρωτόκολλα τήρησης συμφωνιών.

Αυτοί οι κόσμοι των προσδοκιών που δεν έχουν πια ανοχή και δεν κάνουν υπομονή είναι το εσωτερικό περιβάλλον που (θα) έχει να αντιμετωπίσει ο Εμανουέλ Μακρόν. Και ενώ διαθέτει τεράστια επιμονή και το παλεύει με όλους τους τρόπους, χρειάζεται και κάτι άλλο: μια πολιτική ταυτότητα. Τι θα είναι αυτή; Μια πιο σοφιστικέ κεντροδεξιά; Ένας σοσιαλφιλελευθερισμός προσαρμοσμένος στην εποχή της επιστροφής του Κράτους και των μαζικών δημοσίων επενδύσεων; Ή κάτι σαν ένα ρεπουμπλικανικό και οικολογικό Κέντρο που απορροφά με τη σειρά του αδέσποτους σοσιαλδημοκράτες και ορφανούς κεντροδεξιούς;

Ό,τι και αν γίνει στο εξής, ο Μακρόν έχει αποδείξει ότι αντέχει, ότι ξέρει τους κώδικες της πολιτικής και ότι εργάζεται σε πολλά μέτωπα συγχρόνως. Η υποτίμησή του ως προϊόντος του μεταμοντέρνου μάρκετινγκ ή ως νεοφιλελεύθερου πωλητή ήταν τελείως άστοχη. Το μίσος πολλών στην Αριστερά εναντίον του είναι περισσότερο τύφλωση παρά αληθινή κριτική επαγρύπνηση για λάθη ή κακές επιλογές. Η δεύτερη πενταετία του θα είναι κι αυτή περιπετειώδης και με σοβαρές συγκρούσεις. Έχουμε μπει σε μια περίοδο σκληρής πολιτικής και εκεί έξω υπάρχουν ριζοσπαστικές ανάγκες και ιδεολογίες που περιμένουν κάθε στραβοπάτημα για να περάσουν στην αντεπίθεση. Η «αλλαγή μεθόδου» που υποσχέθηκε αυτός ο δεύτερος Μακρόν μοιάζει με προληπτικό οχυρωματικό έργο απέναντι στις θύελλες. Αν θα είναι αρκετή, θα φανεί μετά τον Ιούνιο και τις μεταβολές στην πολιτική σύνθεση της χώρας και των προσδοκιών της.

Κυριακή 24 Απριλίου 2022

"ΔΕΙΠΝΟ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Ισμήνης Γεώργιος Λιόση (facenbook, 24.4.2022)

 ..............................................................





ισμήνη γεώργιος λιόση





ΔΕΙΠΝΟ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

κλαριά κισσού & κίτρινα χρυσάνθεμα
ανέβηκαν άνθισαν στο μέσα σπίτι
φόρεσε το μαύρο φόρεμα
τα κόκκινα σκουλαρίκια
στέριωσε τον κότσο της με λουλούδια
και η πίκρα ας έστεργε στα χείλη της
σαν νύκτα σαν φιλί, και
ο Κόσμος ας μην εόρταζε
ας μην μιλούσε πια
για την Ανάσταση

ξυπόλητη περπάτησε στο σχοινί
απ το παράθυρο στα σύννεφα
ήθελε να προσευχηθεί, λέει
στο αυτί, Εκείνου του
Θεού που πέθανε και αναστήθηκε
πήρε και ένα ρούχο λευκότατο
την γύμνια του να σκεπάσει
διάσπαρτη από μικρά χείλη πληγών
απόθεσε στο πρεβάζι κι ένα ποτήρι ζαχαρόνερο
να έρχονται να ξεδιψούνε οι ψυχές των πεθαμένων

έστρωσε το κρεβάτι με
γαλάζια σεντόνια
αφαίρεσε το ακάνθινο στεφάνι από το μαξιλάρι
το έρανε με κολόνια μαστίχας & κεχριμπαριού
έστρωσε το τραπέζι
βραστές πατάτες μαύρο ψωμί και κόκκινο κρασί
αυγά στο χρώμα της σέπιας
μόνη έφαγε μόνη κοιμήθηκε
τα δάκρυα στέγνωσαν ως το πρωί
σαν πέτρες μετά την καταιγίδα

Το ντοκιμαντέρ του Ροβήρου Μανθούλη «Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος» (1997), μια αφήγηση συγκινητική και χωρίς παραχωρήσεις. (tvxs.gr, 21.4.2022)

 ...............................................................


Το ντοκιμαντέρ του Ροβήρου Μανθούλη «Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος» (1997), μια αφήγηση συγκινητική και χωρίς παραχωρήσεις. 

 Όταν μεταδόθηκε για πρώτη φορά η ΕΡΤ δέχτηκε περί τα 2.000 τηλεφωνήματα τηλεθεατών που ζητούσαν την επανάληψή του και (για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης) ξαναπαίχτηκε σε 3 μέρες. Εμφανίζονται οι Μανώλης Γλέζος, Χαρίλαος Φλωράκης, οι αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού (που πολέμησαν σε Ελ Αλαμέιν, Ρίμινι, Δεκέμβρη και Εμφύλιο) στρατηγός Κουμανάκος, στρατηγός Σοφοκλής Τζανετής, στρατηγός Κόρκας - Ιερολοχίτης το 1944. Επίσης οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Βασίλης Βενετσανόπουλος, Αλέκος Παπαγεωργίου, Στέφανος Παπαγιάννης, η αντάρτισσα του Δημοκρατικού Στρατού Κατίνα Δημητρίου, ο καπετάνιος του λόχου «Λόρδος Βύρων» του ΕΛΑΣ Μάνος Ζαχαρίας, ο ιστορικός και αντιστασιακός της ΕΠΟΝ Φίλιππος Ηλιού, ο δημοσιογράφος και ιστοριογράφος Βάσος Μαθιόπουλος (αποκάλυψε την Αγγλο - Γερμανική Συμφωνία του τέλους της Κατοχής). 

 Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Τηλεοπτικών Προγραμμάτων (F.I.P.A.) του Μπιαρίτζ το 1997. Η εξάωρη βερσιόν «Βίοι Παράλληλοι του Εμφυλίου» πήρε το ετήσιο βραβείο καλύτερης εκπομπής πληροφόρησης στην Ελλάδα το 1997. Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος / La Guerre Civile Grecque 1997 Ντοκιμαντέρ Ροβήρος Μανθούλης Σε συνεργασία με τους Κωνσταντίνο Μωριάτη και Πάνο Καραμπίνη Σενάριο: Ροβήρος Μανθούλης Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης 
Αποσπάσματα από το φιλμ του Δημοκρατικού Στρατού «Η Αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας» των Μάνου Ζαχαρία και Γιώργου Σεβαστίκογλου



"Η σιωπή που αποφασίζει..." ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη (1932-2014)

 ..............................................................



        Βύρων Λεοντάρης (1932 - 2014)


Η σιωπή που αποφασίζει...

Όχι μόνο τ' αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε με μια κλοτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές, που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων, των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυό στόματα, που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η "ενός λεπτού σιγή",
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

Σάββατο 23 Απριλίου 2022

"Σκυφτοί περάσανε…" ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005)

 ...............................................................





Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 -2005)



Σκυφτοί περάσανε…


Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, δειλοί, μ’ έναν ίσκιο στα μάτια
Ούτε ένα μαντίλι ανεμίσανε — ξέραμε το χαιρετισμό τους —
Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγων
Φτάνουνε τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό να φωτίσουν τη σιωπή μας.                                                               
Είναι που όλοι οι χειμώνες περάσανε και διαβαστήκαν όλα τα βιβλία
Σαν τις διαβατικές γυναίκες που παραλλάζουνε τ’ όνομα.
Εμείς πιστεύουμε εκεί που ένας άλλος θα τ’ απόδιωχνε σαν ένα όνειρο κακό
Σα μια νεροποντή που τον βρήκε στη μέση του κάμπου
Σα μια φρικτή περιπέτεια που ξεβιδώνει το λογικό του           
Η μνήμη τους είναι το πόδι που νοσταλγεί ο ανάπηρος
Είναι η σπασμένη θερμάστρα στο γεναριάτικο δωμάτιο
Είναι τα φύλλα που στοιβάζονται και ξεθωριάζουν στο συρτάρι.
Ακούοντας τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμο ξένοιαστα
Σκεφτόμουν αν αυτό στ’ αλήθεια είναι η προϋπόθεση της γαλήνης                                                                                               
Μιας κάποιας ανάπαυλας με μόνη την ευθύνη της αδιαφορίας
Ή μήπως όταν οι στρατιώτες επιστρέφουνε με τελευταίαν ελπίδα
Ένα λευκό σεντόνι χωρίς αίμα, όταν ο ταξιδιώτης
Ακούει τα μακρυσμένα βήματα του γέρικου πιστού του σκύλου.
Όμως μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής   
Δεν προφταίνουμε ν’ αγαπήσουμε έναν άνθρωπο κι ύστερα τον χάνουμε
Πεθαίνει μια μέρα και μαθαίνεις το θάνατό του απ’ τις εφημερίδες
Φεύγει —«τέλειωσαν όλα»— κι εσύ δεν έχεις ακόμα γνωρίσει την αρχή
Ψάχνεις μια θύμηση μαζί του (…το τελευταίο βράδυ που βρεθήκαμε στο καφενείο Φ…)
Δεν ξέρεις ποιά ζωή σ’ αξίζει και ταξιδεύεις άσκοπα.                
Α! πώς ψεύτισαν όλα! Αφήσανε στους δρόμους τα χαλάσματα δεν τα προσέχει πια κανείς
Σέρνονται τα παιδιά ξυπόλυτα ούτε που τα γνωρίζουν οι μανάδες
Στους τάφους τα λουλούδια μαραθήκανε και τα σαπίζει η βροχή
Τα σπίτια χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Δείχνουνε τις πληγές στα στήθια τους και ζητιανεύουν τα κορίτσια                                                                                              
Τα κάρα βούλιαξαν στη λάσπη και πεθάναν οι αμαξάδες
Κι οι μαστροποί ποιητές βουβοί τρέμαν τις νύχτες στα κατώφλια.
Μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής
Αξίζει τέλος να σταθείς τύψη με τύψη—
Και, Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στο ανέκφραστο                
Κι είχα μέσα μου ακόμα τόσες εικόνες που ζητούσα
Φυλαχτά τόσων πολύτιμων κρυφών αναδρομών—
Δεν το ’ξερα πως ήμουν πλασμένος νά ’ρθω μια μέρα
Πίσω στα σκονισμένα μονοπάτια να κοιτάξω κατάματα
Τη φλεγόμενη πόλη τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους   
Να κλάψω κι εγώ για τους ανθρώπους που δε γνώρισα
Για τις πικρές γυναίκες που δε φίλησα ποτέ μου
Για τα σπασμένα χέρια των παιδιών που με κλοτσούσαν
Να κάτσω στην πιο μαύρη πέτρα και να σκεπάσω
Το μαραμένο μου πρόσωπο με λιπόσαρκα χέρια                       
Να μάθω ξένα ονόματα και ξένες προσευχές
Να κρατήσω σφιχτά στα χέρια μου λίγο χώμα θυσίας.



(Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;
Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς;)
Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χτες από το πληκτικό νοσοκομείο                                                                       
Ανάμεσα στα βρόμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα
Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου
Τα ξίφη διασταυρώνονται σε ματωμένες αστραπές
Ο θάνατος είναι κι αυτός μια περασμένη αφήγηση
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.                                    
«Με μια κατάμαυρη σκιά…». Κι εγώ σκεφτόμουν
Πεδιάδες με μαύρα άλογα και πλοία λευκά στη θάλασσα
Κι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου ’χε γνέψει
Δεν ξέρω αν σ’ ένα χαμένο μου όνειρο ή στα παιδικά μου χρόνια.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

"Προσωρινή σβέσις φανού"... Από τον "άνθρωπο των ημερών", σπουδαίο γραφιά και φίλο στο fb Νίκο Ξυδάκη. Εξαιρετικός λόγος...

 ...............................................................



"Προσωρινή σβέσις φανού"... Από τον "άνθρωπο των ημερών", σπουδαίο γραφιά και φίλο στο fb Νίκο Ξυδάκη. Εξαιρετικός λόγος...










Προσωρινή σβέσις φανού

==
Γύρισα στη γενέθλια γειτονιά, στον Πειραιά, μετά από χρόνια. Είπα να πάω από το ποτάμι και την Πέτρου Ράλλη, όπως συνήθιζα με το χόντα και την μπε-εμ-βε R51, στα βάθη του 70 και του 80. Όμως το Google maps έδειχνε τράφικ στην Πέτρου Ράλλη, και βέβαια θυμήθηκα ότι πια δεν υπάρχει ποτάμι, Κηφισός, υπάρχει εθνική οδός που με αγχώνει με τις πολλές λωρίδες και τις αιφνίδιες εξόδους: δεν βλέπεις πια τα οδόσημα, τον ναό της Κοιμήσεως για τη Λένορμαν-Περιστέρι, τις κλωστές Πεταλούδα, και μετά το Ροσινιόλ να ενώνει Σεπόλια και Μπουρνάζι. Κάποτε το ποτάμι ήταν μια ουλή, χώριζε τις απέραντες συνοικίες από την Α’ Αθηνών, με μποστάνια· τώρα δεν είναι ούτε αυτό, είναι παμφάγος αυτοκινητόδρομος σαν καλιφορνέζικος.
Πήγα από Πειραιώς, που μ’ αρέσει, παρότι κι αυτή αλλάζει, μα μου θυμίζει τον παπαδιαμαντικό μπαρμπα-Πίπη που την κατέβαινε πεζή να κάνει Πάσχα στον Πειραιά, είχε τάμα. Ρουφούσα εικονίτσες του δρόμου, έγνεψα στην αγαπημένη Καλών Τεχνών, μπήκα Καμίνια, στην οδό Ρετσίνα μνημόνεψα τον παππού Αναστάση μεταλλοχύτη στο ιστορικό μηχανουργείο Αχιλλέως Κούππα, ανέβηκα από τη γέφυρα Αγίου Διονυσίου, έφτανα, με δύσπνοια, στηθαλγία, αρρυθμίες, οικεία δήγματα του δαίμονος της μεσημβρίας, ανέβαινα την Αναπαύσεως κι ήμουν δέκα χρονών, όσος έφυγα, μα δεν υπήρχε σινέ Ολύμπια ούτε λατερνατζής Αρμάος, σκέφτηκα μια αστραπή, και προσπέρασα στα χαμένα τη δική μου Υπαπαντής, αναγκαστικά κύκλωσα την τεράστια ΚΟΠΗ («Οι Ινδοί του Σκόμπι πολυβολούσαν από τις σκοπιές… Η θεία Πουλουδώ πήγαινε για ψωμί, την πήρε σφαίρα, έπεσε, κι έμεινε εκεί μεσόδρομα, την πήραν σε μια πόρτα…»). Το σιδερένιο πουλί κατέβαινε υπό τον μαύρο ήλιο και μου πατούσε οδυνηρά το στήθος.
Πάλι Υπαπαντής, στο βάθος ο ομώνυμος βαπτιστήριος ναός, Μεθώνης, ο ΟΤΕ πάντα εκεί, Γκούρα: εδώ ας σταθώ. Στη γωνία το ταβερνομπακάλικο Πέππα είναι καφενείο, μικρό. Πέρασαν πενήντα χρόνια. Το σπίτι είναι το μόνο που έχει ξεμείνει περίπου ίδιο από τις αρχές του 20ού αιώνα, με επίστεψη ακροκεράμων, έχει πωλητήριο. Νησιώτες και μικρασιάτες αποίκισαν τούτη τη γειτονιά, οι Μανιάτες παραδίπλα στην ομώνυμη, οι πιο παλιοί ήταν αρβανίτες. Τα ράδια παίζουν αναζητήσεις Ερυθρού Σταυρού, ινδομιγή, ματς, οδηγίες προς ναυτιλλομένους Μάρσα Ματρούχ, προσωρινή σβέσις φανού…
Στο καφενεδάκι συνταξιούχοι πειράζονται, αν αντέχουν το κρασί, το έχουν με πρόγραμμα λένε. Γράφουν τζόκερ, πίνουν ημίδιπλο καφέ σε ποτηράκι, σαββατοκύραικο πάνε στα Σελήνια, Κούλουρη. Σερβίρομαι καφέ σε ποτηράκι, μεταλλικό τραπέζι, μεταλλικές καρέκλες. Απέραντη Ελλάδα, έσω, μισοκρυμμένη, αγνοημένη απ’ τα αφρώδη μήντια και τους άριστους, μαζικά πλειοψηφούσα, άφωνη, οικονομεί τα στερνά με ολίγα.
Πριν από δέκα χρόνια, 2009, έγραφα: «Ξαναγυρνάμε ειρωνικά και τραγικά, αντεστραμμένα, στο ‘50 και το ‘60, μείον την ελπίδα: στη γραφικότητα μιας χώρας γερόντων και δημογερόντων, χωρίς μυαλά, χωρίς νιότη. Η Ελλάδα του 2020 δείχνει από τώρα το πρόσωπό της: χωροφύλακες, θυρωροί, σεκιούριτι, ντελίβιρι, λιμενοφύλακες, τσιτσερόνε, γκαρσόνια, ημιαπασχολούμενοι, χασομεράνε σε απέραντα καφενεία μη καπνιστών. Είναι το ίζημα του ελληνισμού.»
Είμαι ο μόνος ημικαπνιστής στο καφενείο των γερόντων. Είμαι στην τρίτη ηλικία, άρτι πανικοβληθείς από τη φθινοπωρινή επίσκεψη στον παιδικό τόπο. Είμαι το ίζημα του ελληνισμού; Σαν να μυρίζει χώμα. Ψιχαλίζει αργά, διστακτικά, χοντρές. Ο Τέλλος Αγρας ψιθυρίζει:
“Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ’ ολίγους ήχους / βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»… / βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή, / – οικουμενική βροχή, ευαγγελική. //
Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία) / που γυρνάνε απ’ τα Nοσοκομεία· / και στις προφητείες του Kαζαμία / («τροπή του καιρού προς νότον… τρικυμία…»).”
Γύρισα στη γενέθλια γειτονιά. Γύρισα στα χρόνια.

29.9.2019


(«Ένα Βλέμμα» στο Έθνος της Κυριακής - φωτ. Δ. Χαρισιάδης, Μουσείο Μπενάκη)

Tori Amos "Icicle" (1994)

 ...............................................................


Tori Amos "Icicle" (1994)


Icicle icicle
Where are you going
Where are you going

Icicle icicle
Where are you going
I have a hiding place
When spring marches in
Will you keep watch for me
I hear them calling
Gonna lay down
Gonna lay down

Greeting the monster in our Easter dresses
Father says bow your head like the good book says
Well I think the good book is missing some pages
Gonna lay down
Gonna lay down

And when my hand touches myself
I can finally rest my head
And when they say take of his body
I think I'll take from mine instead

Getting off
Getting off
While they're all downstairs
Singing prayers
Sing away
He's in my pumpkin P.J.'s
Lay your book on my chest
Feel the word
Feel the word
Feel the word
Feel the word
Feel the word
Feel it

I could have
I should have
I could have flown you know
I could have
I should have
I didn't so

Icicle icicle
Where are you going
I have a hiding place
When spring marches in
Will you keep watch for me
I hear them calling
Gonna lay down
Gonna lay down
Lay down
I'm gonna lay down




«Μία απ’ όλα – με ή χωρίς;» άρθρο της Νόρας Ράλλη (από «Τα Εκτός Ύλης» και τις «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών», 22.4.2022)

 ...............................................................


·       «Μία απ’ όλα – με ή χωρίς;» άρθρο της Νόρας Ράλλη (από «Τα Εκτός Ύλης» και τις «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών», 22.4.2022)

 



ΤΟ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ καθημερινά και παντού. Το βλέπουμε, το κατοικούμε, το φοράμε, το τρώμε, το ακούμε. Αντίστοιχα (και ανάλογα με τις άμυνες του καθενός) μας βλέπει, μας κατοικεί, μας φοράει, μας γεύεται. Όσο για το «μας ακούει», γι’ αυτό διατηρώ πλείστες επιφυλάξεις. Ο λόγος για το «μοντέρνο» και το «μετα-μοντέρνο», για το στιλ και το περιεχόμενο. Για το «με» ή «χωρίς» στο «σουβλάκι» ή τη σαλάτα μας…

Να ‘ταν μόνο ένα, καλά θα ‘ταν. Έλα, όμως, που δεν είναι. Αρκετές φορές έχω βρεθεί σε κάτι μικρά, άγνωστα χωριουδάκια μέσα στο υπέροχο ελληνικό τοπίο (όσο έχουμε ακόμα αφήσει σε ησυχία δηλαδή) και δεν πιστεύω στα ωραία και μεγάλα, μεγάλα μάτια μου: ένα σπίτι παραδοσιακό, δίπλα του ένα πολύχρωμο με κίονες, παραδίπλα ένα με κεραμικά και γυαλί, πιο πέρα απλώς χαλάσματα, παραδίπλα τσίγκοι και μπετά… Να ‘ταν μόνο μία, καλά θα ‘ταν – έλα όμως που δεν! Πόσες φορές έχουμε οι περισσότεροι βρεθεί σε γεύμα που μέσα στο ίδιο πιάτο είναι και αλμυρό και γλυκό και ένα τσακ από πικρό και ένα παρατσάκ από ξινό (και πάντα όλα τίγκα στο αλάτι). Το τρως, ίσως και να το καταπιείς, ίσως και να ντραπείς να αξιολογήσεις τη «fusion» κουζίνα, μπορεί και να σ’ αρέσει. Το θέμα είναι, αν σε ρωτήσουν τι έφαγες, τι θα πεις; Το ίδιο και με το ντύσιμο. Να πω για το σινεμά; Για τη λογοτεχνία; Την αρχιτεκτονική; Ή μήπως να πιάσω το θέατρο;

Όλα τα παραπάνω τα συνδέει μια λεξούλα: μετα-μοντερνισμός. Η τάση αυτή ξεκίνησε ως κάτι το πραγματικά ριζοσπαστικό. Θέλοντας ν’ αγνοήσει το σινεμά του δημιουργού για παράδειγμα (αν μιλάμε για κινηματογράφο) και το δικαίωμα των μεγάλων auteur (όπως στη nouvelle vague) να κάνουν τα δικά τους, έβγαλε στο προσκήνιο νέους καλλιτέχνες που ήθελαν να κριτικάρουν τις υφιστάμενες έως τότε καταστάσεις και νόρμες και να περιγράψουν ένα νέο status quo, μετουσιώνοντας τη θεωρία τους για τις επικείμενες αλλαγές της μετανεωτερικότητας σε δημιουργία όλων των ειδών. Όπου χώραγαν όλοι. Ως ρεύμα ξεκίνησε ήδη γύρω στο 1920 κυρίως μέσα από τη μουσική, για να φτάσει στην πλήρη δόμησή του (ως αποδόμηση όλων) μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αυστηρή ιεραρχία και η οργανωμένη δομή έδωσαν τη θέση τους στην αντίφαση, την ασάφεια, την ποικιλομορφία και τη διασυνδετικότητα. Συγγραφείς και καλλιτέχνες ήθελαν ν’ αναπνεύσουν, εμφανώς απογοητευμένοι από την αποκρουστικότητα του πολέμου. Λογικό… και αναγκαίο!

Σήμερα όμως; Σήμερα ο Μπένι Χιλ που έκανε καριέρα επί Θάτσερ μάς πασάρεται ως «σοβαρή καλλιτεχνική δράση». Η Λανθιμίτιδα από τη μια και η Σεφερλιάδα από την άλλη κυριαρχούν (ειδικά αν μιλάμε για την Ελλάδα) και μάλιστα σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές τέχνης, αλλά και στη μόδα και στην τροφή. Παντού (με ελάχιστες εξαιρέσεις) επικρατεί το στιλ έναντι του περιεχομένου: τα βάζω όλα μαζί, αχταρμά και αυτό. Τι θέλει να πει ο «ποιητής» κανείς δεν ξέρει. Δύσκολο πράγμα η αφήγηση. Ακόμα δυσκολότερη η πραγματική πρωτοπορία. Ή έστω ένα έργο που, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις, μπορείς να το νιώσεις.

Πλείστα τα παραδείγματα σε όλες τις μορφές τέχνης μα και στην καθημερινή διαβίωση.  Το πρόταγμα είναι μόνο ένα: Να είμαι. Να ακούγομαι. Να φαίνομαι. Τι είμαι, τι λέω, τι δείχνω λίγη σημασία έχει. Μάλλον καμία. Με ένα ολόκληρο σύστημα (οικονομικό από τη μια και μανατζαρέικο/επικοινωνιακό από την άλλη) να με στηρίζει, γιατί θα πρέπει να δώσω λογαριασμό στον κάθε θεατή, χρήστη, πολίτη; Πετάω στη «σαλατιέρα» (που συνήθως δεν έχει καν πάτο – έτσι για την… πρωτοπορία!) όλα τα υλικά, όλα όμως, ρίχνω και μπόλικο «αλάτι», να μην καταλαβαίνεις γεύση και το προβάλλω «ως προϊόν της εποχής».

Ποιας εποχής; Ούτε και με νοιάζει. Το θέμα είναι ότι το σύστημα θα είναι εκεί να με προβάλει. Και η όποια διαφορετική άποψη, έστω και ως ερώτηση(ούτε καν ως κριτική) απλά δεν θα ακουστεί. Γιατί όταν απλώνω το «στιλ», δεν υπάρχει χώρος για το «περιεχόμενο».

Και άντε ψάξε εσύ μετά (με τον χρόνο που δεν έχεις, την αισθητική που δεν πρόλαβες να αναπτύξεις, τις άμυνες που… ποιες άμυνες;… και τις γνώσεις που δεν ξέρεις πού να τις ψάξεις) να βρεις το νόημα. Ούτε καν!




Από τον πρόλογο του Αλέξανδρου Ίσαρη (1941-2022) για «Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι» του Βίλχελμ Μίλερ (1794-1827) και τη μελοποίηση του Φράντς Σούμπερτ (1797-1828) (εκδ. Άγρωστις, 1989)

 ...............................................................




·       Από τον πρόλογο του Αλέξανδρου Ίσαρη (1941-2022) για «Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι» του Βίλχελμ Μίλερ (1794-1827) και τη μελοποίηση του Φράντς Σούμπερτ (1797-1828) (εκδ. Άγρωστις, 1989)

"...Ήμουν ένας από τους τυχερούς αυτής της άσχημης πόλης που μπόρεσαν να παρακολουθήσουν το ρεσιτάλ της μεγάλης μεσοφώνου Κρίστα Λούντβιχ στο Ηρώδειο, στις 18 Σεπτεμβρίου 1988. Τη συνόδευε στο πιάνο ο Τσαρλς Σπένσερ. Στους έξι μήνες που μεσολάβησαν από τότε, αλλά και στα χρόνια που προηγήθηκαν, άκουσα πολλές από τις 45 εκτελέσεις του κύκλου που κυκλοφορούν στην αγορά: με τον Χανς Χότερ, τον Πέτερ Στράιερ, τον Ντίτριχ Φίσερ Ντισκάου, τον Άντερ Ντερμότα και άλλους. Όμως καμιά απ' αυτές δε μου μετέδωσε τη συγκίνηση εκείνης της βραδιάς, εκείνης της ερμηνείας, που με οδήγησε στην απόφαση να μεταφράσω τα 24 ποιήματα της συλλογής.

   Τα ποιήματα αυτά μας φαίνονται σήμερα υπερβολικά απλοϊκά και απίστευτα αθώα. Καθώς μάλιστα είναι αδύνατη η μεταφορά του ρυθμού, της ομοιοκαταληξίας, των παρηχήσεων και της μουσικότητας που τα χαρακτηρίζουν, αυτό που απομένει μοιάζει αρχικά πολύ φτωχό. Ο Βίλχελμ Μύλλερ δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ μεγάλος ποιητής. Δεν ήταν του αναστήματος του Σίλερ, του Γκαίτε ή του Χέντερλιν. Ήταν πολύ κατώτερος και από τον Χάινε, που τον θαύμαζε τόσο πολύ στα νιάτα του. Όμως είναι πολύ χαρακτηριστικός για την εποχή που έζησε, μια εποχή που συγκρινόμενη με τη δική μας είναι τόσο ανυποψίαστη και παιδική, που μας φαίνεται πάρα πολύ μακρινή.  Κι όμως, έχουν περάσει μόνο 170 χρόνια από τότε! Παρ' όλ' αυτά, τα ποιήματα του "Ταξιδιού" μεταδίδουν μια γνήσια συγκίνηση, είναι πλούσια σε εικόνες και αισθήματα. Η περιπλάνηση του μοναχικού ανθρώπου μέσα στην σιωπηλή παγωνιά, την αδιάφορη φύση αποκτά καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Οι τυχόν αδυναμίες τους αίρονται από τη μουσική του Σούμπερτ. Θα μείνουν στην αιωνιότητα, επειδή ο μεγαλοφυής συνθέτης τους τα έντυσε με μια μουσική μοναδική και με τον τρόπο αυτό τα απογείωσε, προσδίδοντάς τους μια άλλη διάσταση.

   Όλοι εμείς, οι λίγοι έστω, που νιώθουμε ταπεινωμένοι και ανήμποροι καθώς βιώνουμε μιαν άνευ προηγουμένου συρρίκνωση και παρακμή του ελληνικού πολιτισμού, αισθανόμαστε την ανάγκη να καταφεύγουμε σε παλιά κλασικά ή ρομαντικά κείμενα, σε αιώνιες μουσικές συνθέσεις, σε κάποια σταθερά τοπία, που με το φως τους μειώνουν το βάρος που κουβαλούμε, καθώς πραγματοποιούμε ένα νέο χειμωνιάτικο ταξίδι σε μια θερμή χώρα γεμάτη πάγους, δυσοσμίες και απορρίμματα. 

   Βλέπω να ανέρχεται μια νέα βαρβαρότητα, πολύ χειρότερη από κείνες του παρελθόντος. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί. Εγώ έζησα έξι μήνες με συντροφιά έναν παθιασμένο φιλέλληνα (τι ειρωνεία!) κι έναν δυστυχισμένο, πλην ιδιοφυή, Αυστριακό κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν στην αφοσίωσή μου. Ελπίζω να μεταδώσω έστω και ένα μέρος από τη συγκίνηση που ένιωσα ασχολούμενος με τα τραγούδια αυτά. Προς το παρόν ψάχνω για κάποιο καινούριο αποκούμπι. 

Αλέξανδρος Ίσαρης

Αθήνα, Απρίλιος 1989


Επιλογή από τους στίχους


Καληνύχτα

Σ’ αυτό τον κόσμο ήρθα ξένος,

Και ξένος θα τον αφήσω πάλι.

Ο Μάης ήταν καλό μαζί μου· μου χάρισε

Ανθοδέσμες. Η κόρη μίλαγε γι’ αγάπη,

Η μάνα της περσότερο για παντρειά –

Τώρα η πλάση είναι θλιμμένη

Κι ο δρόμος γέμισε με χιόνια.

 

Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω

Πότε στους δρόμους θα ξεχυθώ:

Μονάχος πρέπει να διασχίσω

Αυτή τη σκοτεινιά.

Συντροφιά θα μου χαρίζει

Μια του φεγγαριού σκιά

Και πάνω στα πάλλευκα λιβάδια

Θα ψάχνω για πατημασιές απ’ άγρια ζώα.

 

Γιατί να χασομερώ εδώ πέρα

Μέχρι να με διώξουν;

Ας γαβγίζουν τα παλιόσκυλα

Μπροστά στου αφέντη τους το σπίτι!

Της αγάπης τής αρέσει να τριγυρνάει·

Έτσι είναι απ’ το Θεό φτιαγμένη –

Μια στον έναν πάει, μια στον άλλον –

Γλυκιά μου αγάπη, καληνύχτα.

 

Δε θέλω στον ύπνο σου να σ’ ενοχλήσω,

Θα ήταν κρίμα την ησυχία σου να ταράξω,

Δεν πρέπει ν’ ακούσεις τα βήματά μου –

Όσο πιο σιγά μπορώ την πόρτα κλείνω!

Φεύγοντας γράφω πάνω της λέξη καληνύχτα,

Μονάχα για να δεις πως σε σκεφτόμουν.

 

Παγωμένα δάκρυα

Παγωμένες σταγόνες πέφτουν

Από τα μάγουλά μου

Μα δεν κατάλαβα στιγμή

Πως μ’ είχανε πάρει τα κλάματα.

 

Ω, δάκρυα, δάκρυα δικά μου

Είστε τόσο αδύναμα,

Που κρουσταλλιέζετε στη στιγμή

Σαν αυγινές δροσοσταλίδες.

 

Αναβλύζετε καυτά

Από του στήθους την πηγή,

Λες και βαλθήκατε να λιώσετε

Όλους τους πάγους του χειμώνα.


Πάγωμα

Μάταια ψάχνω μες στο χιόνι

Τις πατημασιές της να ξαναβρώ

Εδώ που τόσο συχνά περιπλανιόμασταν

Οι δυο μας στα λιβάδια.

 

Το χώμα θέλω να φιλήσω,

Με τα καυτά δάκρυα

Χιόνια και πάγους να τρυπήσω

Μέχρι να δω τη γη.

 

Πού να βρω άραγε ένα λουλουδάκι;

Πού πράσινο χορτάρι;

Νεκρά είν’ όλα τ’ άνθη

Και το χόρτο ξεράθηκε κι αυτό.

 

Δίχως ούτ’ ένα ενθύμιο λοιπόν

Θα φύγω από δω;

Αν οι πόνοι μου λουφάξουν

Ποιος θα μιλά για κείνη;

 

Παγωμένη είν’ η καρδιά μου

Και μέσα της κρουσταλλιασμένη η μορφή της·

Αν κάποτε λιώσουνε οι πάγοι,

Θα λιώσει κι εκείνη, θα χαθεί.


                     Το Ταχυδρομείο

 

Από το δρόμο ακούγεται η σάλπιγγα του ταχυδρόμου.

Τι είν’ αυτό που σε κάνει να σκιρτάς έτσι,

         Καρδιά μου;

 

Ο ταχυδρόμος δεν έχει γράμματα για σένα:

Γιατί χτυπάς έτσι αλλόκοτα,

          Καρδιά μου;

 

Νάτος λοιπόν ο ταχυδρόμος που ‘ρχεται από την πόλη

Όπου κάποτε είχα μι’ αγάπη γλυκιά,

          Καρδιά μου!

 

Θα ‘θελες να πας να ρωτήσεις

Πώς παν’ τα πράγματα εκεί πέρα,

          Καρδιά μου;

 

 

Πλημμύρα

Κάποιο δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια μου

Κι έπεσε πάνω στο χιόνι·

Οι παγωμένες οι νιφάδες ρουφάνε διψασμένα

Τον καυτό του πόνο.

 

Όταν θ’ αρχίσει να μεγαλώνει το χορτάρι

Κι ο αέρας θα ‘ναι χλιαρός,

Τότε οι πάγοι θα γίνουνε κομμάτια

Και το μαλακό το χιόνι θα λιώσει κι αυτό.

 

Χιόνι, εσύ ξέρεις καθετί που νοσταλγώ:

Πες μου, λοιπόν, κατά πού πηγαίνεις;

Αν ακολουθήσεις τα δάκρυά μου,

Σύντομα θα σ’ αγκαλιάσει το ρυάκι.

 

Μαζί του την πολιτεία θα διασχίσεις,

Τους εύθυμους δρόμους της πέρα ως πέρα,

Κι όταν τα δάκρυά μου θ’ αρχίσουν να καίνε,

Εκεί θα ‘ναι το σπίτι της αγάπης μου.


Τελευταία ελπίδα

 

Στα δέντρα βλέπεις πού και πού

Κάποιο χρωματιστό φυλλαράκι·

Στέκομ’ εγώ συχνά μπροστά του

Και το κοιτώ συλλογισμένος.

 

Κοιτάω επίμονα το φύλλο

Κρεμώντας πάνω του κάθε μου ελπίδα·

Μα όταν ο άνεμος παίζει μαζί του,

Ολόκληρος τρέμω απ’ το φόβο.

 

Αχ, όταν το φύλλο πέφτει καταγής,

Πέφτει μαζί του κι η ελπίδα,

Πέφτω κι εγώ πάνω στο χώμα,

Μουσκεύοντας με δάκρυα το μνήμα της. 

 

Ψευδαίσθηση

 

Κάποιο φιλικό φως χορεύει εμπρός μου,

Κι εγώ ακολουθώ την τεθλασμένη του τροχιά·

Μ’ αρέσει να πηγαίνω όπου πάει,

Αν και μαντεύω πως είν’ εκεί

Για να μπερδεύει τον οδοιπόρο.

Αχ, όποιος είναι σαν εμένα δυστυχής

Έχει συχνά την εντύπωση

Πως μέσα στη νύχτα, στην παγωνιά, στο φόβο

Βλέπει μπροστά του φωτεινό ένα ζεστό σπιτάκι

Που κρύβει μέσα του κάποια γλυκιά ψυχή.

Μονάχα οι ψευδαισθήσεις είναι το κέρδος το δικό μου!


Ο Οδοδείκτης

 

Γιατί άραγε αποφεύγω τους δρόμους

Που διαλέγουνε οι άλλοι οδοιπόροι,

Ακολουθώντας μονοπάτια

Ανάμεσα σε χιονισμένες βουνοκορφές;

 

Δεν έκανα τίποτα κακό

Για να φοβάμαι τους ανθρώπους·

Ποια ανόητη επιθυμία

Με τραβάει στις ερημιές;

 

Οι οδοδείκτες που υπάρχουνε στους δρόμους

Δείχνουν προς τις πολιτείες,

Κι εγώ τριγυρίζω ατέλειωτα

Χωρίς γαλήνη, γυρεύοντας λίγη γαλήνη.

 

Έναν μόνο οδοδείκτη βλέπω

Αμετακίνητο εμπρός μου·

Κι αυτός δείχνει προς το δρόμο

Απ’ όπου δε γύρισε κανείς.


Μοναξιά

 

Όπως ένα σκοτεινό σύννεφο

Μέσα στους φωτεινούς αιθέρες ταξιδεύει,

Καθώς του έλατου την κορυφή

Έν’ απαλό αεράκι την κουνά,

 

Έτσι παίρνω κι εγώ τους δρόμους

Με βήμα κουρασμένο

Μέσα στη χαρωπή ζωή,

Μονάχος, δίχως να με χαιρετά κανείς.

 

Αχ, πόσο ήρεμος είναι ο αέρας!

Πόσο είν’ ο κόσμος φωτεινός!

Ούτε μες στις άγριες μπόρες

Ήμουν, όπως τώρα, δυστυχής.

 

Θάρρος

 

Καταπρόσωπο με χτυπάει το χιόνι

Μα εγώ το ρίχνω καταγής.

Όταν μιλάει η καρδιά μέσα στο στήθος μου,

Τραγουδάω εύθυμα και ζωηρά.

 

Δεν ακούω τι μου λέει,

Γίνομαι κουφός·

Στα παράπονά της αναίσθητος είμαι,

Μονάχα οι ανόητοι μεμψιμοιρούν.

 

Ας ξεχυθούμε χαρούμενοι στον κόσμο

Κόντρα στον άνεμο και στη βροχή!

Κι αν δεν υπάρχουνε θεοί στη γη,

Ας γίνουμε θεοί εμείς.



"Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι" συλλογή Lieder του Φράντς Σούμπερτ σε ποίηση Βίλχελμ Μίλερ 


Εδώ με την Κρίστα Λούτβιχ (15.10. 1985) 


..................................


κι εδώ με τον Ίαν Μπόστριτζ (Διεθνές Φεστιβάλ της Ουτρέχτης - 2016)







Franz Schubert: Winterreise, D 911 (1827)

- Gute Nacht - Die Wetterfahne - Gefror’ne Tränen - Erstarrung - Der Lindenbaum - Wasserflut - Auf dem Flusse - Ruckblick - Irrlicht - Rast - Frühlingstraum - Einsamkeit - Die Post - Der greise Kopf - Die Krähe - Letzte Hoffnung - Im Dorfe - Der stürmische Morgen Täuschung - Der Wegweiser - Das Wirtshaus - Mut - Die Nebensonnen - Der Leiermann