..............................................................
Διονύσιος Σολωμός (8.4. 1798 - 1857)
«Ο Κόντες Διονύσιος Σολωμός κοιτώντας από το παράθυρο τους περαστικούς, παραμερίζοντας λίγο την κουρτίνα. Να κατεβαίνει τις σκάλες προσεκτικά, κρατώντας το μπαστούνι του μια πιθαμή πάνω από το έδαφος. Να βαδίζει ασημένιος, μοναχός, στα μαύρα (με λευκό μόνο το πουκάμισο, τα εσώρουχα και τα γάντια), καλά ξυρισμένος σαν σύγχρονο ποίημα. Τα νύχια του προσεγμένα, αλλά λαϊκός και πολλές φορές δημώδης. Τα χείλη σφιγμένα να μην περνούν μέσα του λέξεις άχρηστες και όχι ευώδεις. Θέλει να κλάψει, αλλά συγκρατείται και μουγκρίζει ελαφρώς. Αγαπά τα επιρρήματα και κοιτάζει τη θάλασσα τώρα. Έγραφε το μεσημέρι ποιήματα για τη νύχτα και τανάπαλιν. Μπέρδευε τις εποχές, τους χρόνους, τα φιλιά, όπως συμβαίνει με όλους τους αγγέλους. Δεν φόρεσε ποτέ φουστανέλα, με τα ευρωπαϊκά τον θάψανε. Αυτό φαίνεται στο νεκρικό του εκμαγείο, κυρίως όμως στα ποιήματά του χωρίς διάκριση και φιλολογικά σχόλια. Θαλάσσια λουτρά θα έκανε κρυφά. Τραγουδούσε όμορφα-λένε- στον κήπο του σπιτιού του, στο τέλος του απογεύματος, όταν όλα τα έβαφε ένα χρώμα χαλκού. Οι καντάδες τις νύχτες απλώνανε δίχτυ στο νησί και αυτός πάλι κρυμμένος στον κήπο να ακούει ξαναμμένος με τις τσέπες γεμάτες αστέρια. Η ξανθούλα που μπορεί να ήταν καστανή και αντικατοπτρισμός της ζωής του που τον έβλεπε μόνον αυτός και έγραφε. Δεν ταξίδεψε ποτέ προς ανατολάς, μόνο προς δυσμάς (αν και είχε μέσα του την Ανατολή) και μόνο στη νεότητα του. Μετά έμεινε μονίμως στα Ιόνια νησιά, κοντά στις ελιές, στα γαρίφαλα και στις ώχρες των μεγάλων δωματίων. Στην Ελλάδα δεν ήρθε ποτέ. Ευτυχώς που δεν είδε τον και ηλίθιο Όθωνα με τοπική ενδυμασία και τους ήρωες στην άκρη, στη σκιά. Είχε ένα μεγάλο τραπέζι και πάνω εκεί τα ποιήματα (πουλιά και άγρια θηρία) ζούσαν αρμονικά μαζί του. Χρόνια μετά ένα τικ του προσώπου τον παίδευε, από τις δίκες της μητέρας και του αδερφού. Βαρέθηκε τη θάλασσα και τους φίλους. Έμεινε μέσα, εξάλλου από τότε μέχρι το τέλος του έβρεχε συνέχεια. Αυτά και άλλα πολλά τον κάνανε να κατεβαίνει όλο και πιο συχνά στο κελάρι για κρασί, με ένα κεράκι στα σκοτάδια, ξετυλίγοντας τα φτερά του ο αρχάγγελος. Χαμογελούσε με νόημα στα κορίτσια που του έπλεναν τα ρούχα. Μετά ξεράθηκαν τα χείλη του και δεν έπαιζε τα διάφορα πνευστά, ούτε πιάνο με τα αρθριτικά του δάχτυλα. Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμη γυρνάει ανάμεσα μας μόνο με ένα αντερί καλογέρου. Με αγριεμένα μάτια μάς κοιτάζει - λίγοι τον βλέπουν».
Γιάννης Κοντός (1943-2015) περιοδικό "ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ" Νο 44-45 Μάρτιος ‘89
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου