Κυριακή 10 Απριλίου 2022

«Το Λιος» από το «Αιγαίο» του Ηλία Βενέζη (Αϊβαλί, 4 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 3 Αυγούστου 1973) (εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1941)

 ..............................................................






              Ηλίας Βενέζης  (1904 - 1973)


·       «Το Λιος» από το «Αιγαίο» του Ηλία Βενέζη (Αϊβαλί, 4 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 3 Αυγούστου 1973)  (εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1941)

 

…ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ νύχτα έβρεχε. Το πρωί της ίδιας μέρας είχε έρθει το συμμαχικό καράβι στο Γυμνό κι’ έφερε στους αντάρτες καπνό και κρασί. Ήπιαν. Ήπιαν. Αργά τη νύχτα είχαν γίνει όλοι στουπί. Μήτε οι σκοποί δεν είχαν φυλαχτεί. Οι Τούρκοι κάμαν απόβαση στο Γυμνό, με μαούνες, από τρεις μεριές. Οι μισοκοιμισμένοι σκοποί το πήραν είδηση όταν πια ήταν πολύ αργά. Κείνη τη νύχτα, ως την αυγή, χαθήκαν όλοι τούτοι οι άντρες, μεθυσμένοι, μουγκρίζοντας φριχτά και παλεύοντας στα σκοτεινά πριν ξεψυχίσουν.

   Όταν ύστερα από κάμποσες μέρες το συμμαχικό καράβι πήγε πάλι στο Γυμνό, τα πτώματά τους βρωμούσαν από μακριά, τυλιγμένα στη λάσπη και στο αίμα. Μονάχα ένα αμούστακο παλικαράκι δεκαπέντε χρονώ, που το είχε μαζί του ένας από τους αντάρτες, θειος του, αυτό μονάχα είχε καταφέρει να τρυπώσει σε μια σπηλιά, λαβωμένο στο χέρι από σφαίρα. Το βρήκαν αποκαμωμένο, κίτρινο και αλλοσούσουμο από τον τρόμο, να σπαράζει μες στα πτώματα.

   Αυτό το παλικαράκι ήταν ο νέος ψαράς, ο Πέτρος, ο επιλεγόμενος Νυχτερίδα. Του κόψαν το χέρι γιατί είχε σαπίσει […] Απ’ τον καιρό του Γυμνού ήταν η πρώτη φορά, τώρα, που θα μπορούσε να συναπαντηθεί με Τούρκο, με τον εχτρό των παιδικών του χρόνων, τώρα που πήγαινε στα χώματά του. Όταν με το τέλος του πολέμου, στα 1919, οι Μικρασιάτες γυρίσαν στην Ανατολή, η Νυχτερίδα δε βρήκε μήτε έναν Τούρκο στην πατρίδα του. Είχαν φύγει. Ύστερα στην καταστροφή του 1922, η Νυχτερίδα είχε μπαρκάρει για τη Μυτιλήνη πριν φτάξουν οι Τούρκοι στο Αϊβαλή. Γι’ αυτό, τώρα που θα πατούσε τούρκικο χώμα, έρχονταν μπροστά του όλα: Το Γυμνό, η απόβαση, η σκοτεινή νύχτα που τους σφάξαν, το κομμένο χέρι, οι στάμπες, το ξεπάτρισμα, το αίμα των χριστιανών, η τρομερή ευθύνη αντίκρυ στη φαμίλια του. Όλα γίνονταν ένας παράξενος ήχος, ένα σφύριγμα που έκαιγε.

                                                                ***

   Στο Πλωμάρι βρέθηκαν τρεις Τούρκοι, ντόπιοι. Μόλις οι δικοί μας, οι αλαλιασμένοι, τους πήραν είδηση, έγινε χαλασμός ίσαμε να τους ξεπαστρέψουν. Τους βάλαν μπρός με τα κοντάκια των ντουφεκιών τους και τους φέραν στη μεγάλη σκάλα του μουράγιου. Στη μύτη της σκάλας ήταν στερεωμένη μια σανίδα. Σκούντησαν τον πρώτο Τούρκο να βγει στην άκρη της σανίδας. Από κάτω η θάλασσα ήταν τέσσερα μέτρα βάθος. Ο φουκαράς ο Τούρκος, στεριανός σαραντάρης, δεν είχε βάλει ποτέ στη ζωή του το ποδάρι στη θάλασσα. Οι δικοί μας τον σημαδέψαν με τα ντουφέκια για να τον φοβερίσουν. Ο κόσμος που είχε πλημμυρίσει το κατάγιαλο έμπηξε ενθουσιαστικές κραυγές. Ήταν ένα έξαλλο πλήθος, κουνούσε τα χέρια λυσσασμένο και ούρλιαζε. Παρακινούσαν τον Τούρκο να πέσει:

   «Άι! Άι! Άιντε, παλιόσκυλο! Α! α! α! α!»

   Ο Τούρκος είχε σαστίσει. Οι κραυγές του πλήθους τον σπρώχναν, παχύ στρώμα ύλη που ερχόταν κύματα κύματα. Οι μπούκες των ντουφεκιών γυρισμένες απάνω του. «Άιντε! Άίντε!» Πάτησε στη σανίδα, ένα βήμα, δυο. Παραπάτησε, το ένα ποδάρι έγραψε δυο κινήσεις ασυνάρτητες, έπεσε στη θάλασσα ανάσκελος, σε μια αστεία στάση.

   Το πλήθος ανάσαινε λαχανιασμένο απ’ τη χαρά και την αγωνία. Οι δυο άλλοι Τούρκοι βλέπαν. Ήρθε η σειρά τους. Τον ένα τον σπρώξαν γιατί δεν έπεφτε, μονάχα παρακαλούσε. Ο τελευταίος όμως ήξερε κι’ έπλεε. Μόλις έπεσε στη θάλασσα άρχισε να χτυπάει απελπισμένα το νερό για να φτάξει στη σκάλα. Το πλήθος έτρεξε. Ένας έκαμε την αρχή κι’ έριξε μια πέτρα. Όλα τα χέρια τότες άρχισαν να πετροβολούν σα να παράβγαιναν. Ο μελλοθάνατος πάλευε με αγκρυλωμένα μάτια. Κατάπινε θάλασσα. Η Νυχτερίδα είχε βρει μια μεγάλη πέτρα, τη ζύγιασε και την έριξε με δύναμη στο βρεμένο μούτρο που σπάραζε από απελπισία. Βγήκε λίγο αίμα, μα το ρούφηξε γρήγορα η θάλασσα – να μη φαίνεται λερή…    


Δεν υπάρχουν σχόλια: