Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

γ - «Άνθρωπος στο παγκάκι» - Από τις «Είκοσι τέσσερις Παραλλαγές – Έλγκαρ» του Αχιλλέα Κυριακίδη (εκδ. Πατάκης, 2021)

 ...............................................................






·       Από τις «Είκοσι τέσσερις Παραλλαγές – Έλγκαρ» του Αχιλλέα Κυριακίδη (εκδ. Πατάκης, 2021)

 


         γ  - «Άνθρωπος στο παγκάκι»

 

                               Ωσάν επί την άπειρον

                             θάλασσαν των ονείρων

                                ολίγαι, απηλπισμέναι

                          ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι

                                         με δίχως βίαν·

                                        Ανδρέας Κάλβος

 

                        Η θάλασσα έχει πάντα δίκιο.

                            Η Βαρντά από την Ανιές

 

Κάθε πρωί, ο κύριος Γ παίρνει το μπαστουνάκι του με την καμπυλωτή κοκάλινη λαβή και κατεβαίνει στην ακτή να δει τη θάλασσα. Έχει βρει το ιδανικό παγκάκι, πράσινο, μεταλλικό, με πόδια λιονταριού μισοθαμμένα στα χαλίκια και στην άμμο, ακριβώς στη μέση της διαδρομής από την άσφαλτο των περιπάτων ως την υγρή αμμουδιά όπου σκάει το κύμα. Κάθεται στο παγκάκι και, καμιά φορά, αδέξιος, ραβδοσκόπος, ανασκαλεύει την άμμο για κανένα μικροθησαυρό, κάνα κοχύλι, μια μικρή αλυσίδα όπως κάποτε, αλλά η ζωή του, φαίνεται, έχει στεγνώσει από εκπλήξεις.

   Να, όμως, που σήμερα, κατηφορίζοντας τη ράμπα που οδηγούσε στη βίγλα του, είδε μια ράχη καθισμένη στο παγκάκι, μαύρα μαλλιά βρεγμένα που κάλυπταν το σβέρκο, ένα δεξί χέρι που τίναζε τη στάχτη του. Παίρνοντας τη γνωστή κατεύθυνση πέρασε από μπροστά του, κι όταν πλησίασε στο παγκάκι, ο άλλος παραμέρισε για να του κάνει χώρο να καθίσει. Ξένος. Και δεν ήταν μόνο τα μαλλιά του βρεγμένα. Πώς κάπνιζε, και το τσιγάρο του πώς ήτανε στεγνό, απόρησε ο κύριος Γ που, πάντως, είδε τον ξένο να του χαμογελάει και να τον καλημερίζει σε ωραία, γάργαρα ελληνικά.

   Μετά από λίγο, ξαφνικά, Εσύ δεν έχεις ανάγκη, είπε ο ξένος. Τι ανάγκη, είπε ο κύριος Γ. Να σωθείς, γέλασε ο ξένος και, θαρρείς θεόσταλτος για να γλιτώσει τον κύριο Γ απ’ το να πει καμιά φιλοσοφία του τύπου Όλοι έχουμε ανάγκη να σωθούμε, έσπευσε να συνεχίσει: Βλέπεις εκείνο εκεί το βράχο, στα ψηλά, δεξιά σου, αυτόν που είναι σαν εξώστης της μικρής σπηλιάς, εκεί μου είπαν να φυλάω, να περιμένω, κι όταν τα δω να πέσω στο νερό και να τα πιάσω και να τα φέρω έξω, να, χτες ακόμα είδα δύο με τα γιλέκα τους τα κίτρινα, πότε μες στο νερό πότε από πάνω, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, να ‘ταν οκτώ, να ‘ταν στα εννιά τους, και τα ‘συρα ως εδώ, τα μάλαξα με τη σειρά να βγει από μέσα τους ο θάνατος, τους δάνεισα λιγάκι αναπνοή να πάρει πάλι μπρος το σώμα που ‘χε ναυαγήσει, άλλα δεν ξέρω, δε ρωτάω, μήτε που βούλιαξε η βάρκα τους μήτε πόσοι άλλοι.

   Κι εσύ από πότε ζεις εκεί κι εσύ πώς σώθηκες, ρώτησε ο κύριος Γ. Εγώ είμαι απ’ τους πνιγμένους, είπε ο ξένος.





Δεν υπάρχουν σχόλια: