Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Ζακ Κωστόπουλος: Πριν ένα χρόνο, αυτά έγραψε. Μετά από ένα χρόνο τον σκότωσαν, επειδή πήγε να κλέψει..." (από το facebook, 22/9/2018)


...............................................................

Πριν ένα χρόνο, αυτά έγραψε. Μετά από ένα χρόνο τον σκότωσαν, επειδή πήγε να κλέψει. Ο ναρκοεξαρτημένος και ομοφυλόφιλος...
 




[Μια ιστορία ξερών φύλλων] από τον φίλο στο fb Athanasse Athanassliou (facebook, 22/9/2018)

.............................................................



ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ

 
[Μια ιστορία ξερών φύλλων]


--------------------------------------------------
Υπάρχουν τραγούδια που δεν τα μαθαίνεις, σου έρχονται σχεδόν φυσιολογικά, από μόνα τους. Άλλωστε τα γνωρίζεις από πάντα. Αυτό είναι μάλλον και το χαρακτηριστικό κάθε γνήσιου λαϊκού τραγουδιού. Κάποιος ταπεινός σκοπός που κλείνει μέσα του το μυστήριο του αυταπόδεικτου και την αλήθεια των απογοητεύσεων και των διαψεύσεων. Η μελωδία των "Πεθαμένων φύλλων" του Πρεβέρ ακούστηκε για πρώτη φορά το 1945 στο μπαλέτο του Ρολάν Πετί "Le Rendez-vous". Στη συνέχεια, το σιγοτραγούδησε ο Υβ Μοντάν το 1948 στην ταινία του Μαρσέλ Καρνέ "Les portes de la nuit". Και μετά, ο κόσμος δεν έπαψε να το τραγουδά, έγινε ένα από τα πιο γνωστά παγκοσμίως ποιήματα του Πρεβέρ. Τραγουδήθηκε σε διάφορες γλώσσες από δεκάδες ερμηνευτές και σε διάφορες εκδοχές (κλασική μουσική, ηλεκτρονική μουσική, τζαζ, ροκ, λαϊκή όπερα).
Για να καταφέρεις όμως να μαζέψεις αυτά τα φύλλα με το φτυάρι, πρέπει προηγουμένως να τα συγκεντρώσεις. Τότε μόνο μπορείς να διαβάσεις αυτά που κρύβουν οι ραβδώσεις τους στην καρδιά τους...
--------------------------------------------------------

ΤΑ ΞΕΡΑ ΦΥΛΛΑ
Ω, θα ήθελα τόσο να θυμάσαι
τις μέρες χαράς που ήμασταν μαζί
Η ζωή ήταν τότε πιο ωραία
και του ήλιου η λάμψη πιο δυνατή
Τα ξερά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι
βλέπεις, δεν ξέχασα ποτέ...
Τα ξερά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι
οι θύμησες και οι μεταμέλειες μαζί
Και ο βοριάς τα παίρνει και τα πηγαίνει
στην κρύα νύχτα της λησμονιάς
Βλέπεις, δεν ξέχασα ποτέ
το τραγούδι που έλεγες για με

Πόσο μας μοιάζει αυτό το τραγούδι
μοιάζει με σένα που μ' αγαπούσες
μοιάζει με μένα που σ' αγαπούσα
μοιάζει με μας που ζούσαμε μαζί
και μ' αγαπούσες και σ' αγαπούσα
Μα η ζωή χωρίζει όσους αγαπιούνται
σιγά σιγά δίχως να κάνει θόρυβο κανένα
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα χνάρια των ζευγαριών που αγαπηθήκαν
και τώρα οι δρόμοι τους έχουν χωρίσει.







Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

"Καλή χρονιά, για ξένα και δικά" έγραψε η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11.09.2018)

..............................................................


Καλή χρονιά, για ξένα και δικά

 

Αραγε θα πάνε στο σχολείο τα πιτσιρίκια απέναντι, που περνάνε τη μισή μέρα ανεβασμένα στο παράθυρο του ισογείου, κι όποτε βγαίνω από το σπίτι φοβάμαι πως θα πέσουν; Πέρασαν μήνες που έχουν έρθει από κάποια βασανισμένη επαρχία του κόσμου, κατά τα φαινόμενα, έμαθαν να ισορροπούν στο περβάζι και να διασκεδάζουν χαζεύοντας τους περαστικούς.
Θα ανοίξουν οι ορίζοντές τους στο τσιμεντένιο προαύλιο του γωνιακού Δημοτικού και μπορεί, καθώς είναι προπονημένα στην ακινησία, να διαπρέψουν στο σχολείο. Να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, να μάθουν να ζουν στον τόπο μας.
Ποιος ξέρει; Λέμε λέμε διάφορα περί σχολείου, αλλά δεν έχουμε ιδέα τι κάνει μια δασκάλα μόνη στην τάξη μπροστά στα είκοσι παιδάκια που αντικρίζει πρώτη φορά κάθε 11η Σεπτεμβρίου. Πώς τα βγάζει πέρα με τα άτακτα, με τα ξένα, με αυτά που οι μανάδες τους δεν ξέρουν ελληνικά, με τα πονηρά, με τα αεικίνητα, με αυτά που τα ίδια δεν ξέρουν ελληνικά και δυσκολεύονται.
Τις αληθινές λύσεις δεν τις έχουμε δει να εφαρμόζονται, δεν τις φανταζόμαστε καν. Κι όταν διαβάζω τα όσα περισπούδαστα γράφονται για το σχολειό και τα Πανεπιστήμια, συχνά έχω την εντύπωση ότι οι αρθρογράφοι αναφέρονται σε κάποια άλλη χώρα, ή σε κάποια άλλη εποχή, του παρελθόντος ή του μέλλοντος, δεν έχω καταλάβει ακόμα.
Είναι το σχολείο πράγματι πολύ φτωχό, μάλλον τσιγκούνικο, για τα παιδιά τα δικά μας που πάνε χορτάτα από εικόνες, χρώματα, παιχνίδια, ιστορίες, αν υποθέσουμε δηλαδή πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά για όσα δεν είναι πολύ χορτάτα γενικώς, μπορεί να γίνει σανίδα σωτηρίας από τη μιζέρια που τους εξασφαλίζει η οικογένειά τους.
Μπορεί η πόρτα του να γίνει πύλη ελευθερίας, να ανοίξει στο ξεκίνημα του ταξιδιού της αληθινής ζωής, αυτής που σου προσφέρει κάποια παραπάνω δυνατότητα από τις καθορισμένες. Παρακολουθώ ήδη μερικά που είχαν έρθει σιωπηλά, χαμένα, φοβισμένα, δεν ήξεραν λέξη, έκλαιγαν και κρύβονταν, και τώρα μιλάνε άνετα, έχουν φίλους, ξεχωρίζουν κιόλας οι προσωπικότητές τους.
Κάποτε, όταν ηρεμήσει το περιφερόμενο μίσος γύρω μας που αρνείται να αντιληφθεί τι συμβαίνει, θα μιλήσουμε περισσότερο για τους δασκάλους και τη δουλειά τους, θα βρούμε τρόπο να τους ευχαριστήσουμε, να αναγνωρίσουμε τη σιωπηλή τους προσφορά.








Αποτέλεσμα εικόνας για Τα ξενάκια στο σχολείο

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

"Η διάλυση του Λυκε ί ο υ" γράφει ο Αντώνης Λιάκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11.09.2018)

...............................................................
 

Η διάλυση του Λυκε ί ο υ

 

Σχολείο- πανελλαδικές  
EUROKINISSI
Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση δεν πρέπει να έχουν ως άξονα μόνο τις δυσλειτουργίες, αλλά και τις ευρύτερες μεταβολές στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί. Δεν περιορίζονται στη θεραπεία αρνητικών, αλλά εισηγούνται και θετικές μεταβολές. Ποιες είναι αυτές ως προς το προκείμενο, δηλαδή τις εξαγγελθείσες αλλαγές στο Λύκειο;
Πρώτον, η ωριμότητα των παιδιών στις κοινωνίες μας έχει αλλάξει. Το περιβάλλον, τεχνολογικό και κοινωνικό, τα ωριμάζει ταχύτερα. Αν δεν ανταποκρίνεται το σχολείο στην ωριμότητά τους, βαριούνται και αδιαφορούν. Για τον λόγο αυτό, η σύγχρονη τάση είναι, μετά τα δύο χρόνια Νηπιαγωγείο, πέντε χρόνια Δημοτικό, η τελευταία τάξη του Δημοτικού προστίθεται σε ένα τετραετές Γυμνάσιο, επομένως έχει πέντε χρόνια για να απλώσει την εγκύκλιο παιδεία (εγκύκλιο με την ιστορική και διαχρονική σημασία του όρου), και τέλος διετές Λύκειο. Διετές Λύκειο όχι για να μειώσεις τα φροντιστήρια και την αδιαφορία των παιδιών για την τελευταία τάξη.
Ούτε για να τα βάλεις σε «δέσμες». Αυτά είναι τα αρνητικά. Διετές Λύκειο για να τα ωθήσει στην ερευνητική λογική, σε μια προσδοκώμενη πανεπιστημιακή κουλτούρα: οργάνωση, σχέδιο και στρατηγική έρευνας, τεκμηρίωση και επιχειρηματολογία αυτά κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον των εφήβων για τη μάθηση. Γι' αυτό, το διετές Λύκειο έχει λίγα μαθήματα, ώστε να αφιερώνεται περισσότερος χρόνος σ’ αυτά, αντί σε πολλά με εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Γι' αυτό έχει δυνατότητες επιλογών. Επειδή δεν πρόκειται για εξειδίκευση, κρατά επίσης με την ίδια λογική τις ανθρωπιστικές επιστήμες, με κορμό τη γλωσσική εκπαίδευση.
Είναι δύσκολο να μεταρρυθμιστεί η εκπαίδευση προς αυτή την κατεύθυνση; Ασφαλώς. Το είδαμε και στις αντιρρήσεις στις προτάσεις του Εθνικού Διαλόγου. Αντιρρήσεις κυρίως από τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών. Δικαιολογημένες βραχυπρόθεσμα, επειδή φοβούνται την ανεργία και την ανασφάλεια σε κάθε αλλαγή.
Αδικαιολόγητες μακροπρόθεσμα, γιατί παρόμοιο σύστημα απαιτεί περισσότερα τμήματα και με την πολιτική μιας παιδείας της συμπερίληψης, περισσότερους του ενός καθηγητές στην τάξη. Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο ζήτημα. Η εκπαίδευση απευθύνεται και οφείλει να απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας. Και μια εκπαιδευτική πολιτική που νοιάζεται τους πιο φτωχούς, τους λιγότερο ευνοημένους, επεκτείνει αυτόν τον τύπο εκπαίδευσης και στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, εμπλουτίζοντάς την με κινηματογράφο και τέχνες, με τις σύγχρονες δηλαδή εκδοχές των ανθρωπιστικών σπουδών, αντί να τα κρατά δέσμια ενός ενιαίου 12χρονου σχολείου.
Αντ’ αυτών τι έχουμε σήμερα; Κυριολεκτικά τη διάλυση του Λυκείου. Η πρώτη τάξη έχει τη λογική του Γυμνασίου, αλλά δεν ανήκει στο Γυμνάσιο ώστε να έχει ενιαία στρατηγική. Η δεύτερη τάξη του Λυκείου είναι κάτι σαν limbo, «τάξη προσανατολισμού». Η Γ΄ Λυκείου έγινε μια μορφή προ-πανεπιστημιακού έτους επιλογής, για να ξαναφέρει τα παιδιά από τα φροντιστήρια στην τάξη. Δεν προλαβαίνει να αντικαταστήσει και να συγκροτήσει αυτή την ερευνητική βαθμίδα στην οποία αναφερθήκαμε. Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ. Κακώς η συζήτηση επικεντρώθηκε στα Λατινικά. Κανείς δεν μαθαίνει στο σχολείο, και όσοι μάθαμε κάποια στοιχειώδη, τα μάθαμε μέσα στο πανεπιστήμιο.
Ετσι γίνεται σε όλο τον κόσμο. Ολα τα άλλα είναι φλυαρίες και επίδειξη παλιομοδίτικης κοινωνικής διάκρισης. Το βαρύ παράπτωμα είναι η εξαφάνιση της Ιστορίας, ως ενός από τα μαθήματα προσανατολισμού για όλες τις κατευθύνσεις, και η ανάδυση στη θέση της των… Θρησκευτικών. Λυπάμαι, αλλά εδώ δεν πρόκειται για μεταρρύθμιση. Αντι-μεταρρύθμιση είναι. Εντάξει, υπήρχε μια συμφωνία με την Εκκλησία ως προς τα μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτό σημαίνει όμως άτακτη υποχώρηση σε όλες τις απαιτήσεις; Μειώνεις όλα τα μαθήματα και κρατάς τα Θρησκευτικά κοινά;
Είναι αυτό δείγμα γραφής -δεν λέω αριστερής αλλά- προοδευτικής κυβέρνησης; Στον Εθνικό Διάλογο, είχαμε συμπεριλάβει και τα αγγλικά. Κι αυτά εξαφανίστηκαν. Εκείνο που λέγαμε επίσης είναι ότι τα γλωσσικά μαθήματα δεν είναι μόνο τεχνικές εκμάθησης της γλώσσας, αλλά και μαθήματα πολιτισμού. Η διαδικασία της προχωρημένης γλωσσικής εκμάθησης μπορεί να συνδυαστεί με την Ιστορία και τη Φιλοσοφία. Οχι με ακόμη μια δόση γεγονοτολογίας, αλλά με την ιστορική σκέψη, τη φιλοσοφική σκέψη, την εισαγωγή στα μεγάλα ζητήματα του σύγχρονου πολιτισμού όπως έχουν περάσει στην εκπαίδευση, στις τελευταίες βαθμίδες, παιδιών με κρίση.
Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία προσφέρουν χρήσιμα παραδείγματα που ανταποκρίνονται σε αυτόν τον επαναπροσανατολισμό του Λυκείου σε ώριμους εφήβους και ήδη πολίτες με δικαιώματα. Ενας παρόμοιος σχεδιασμός θα λύσει και το πρόβλημα της κοινωνιολογίας ώστε να μη γίνει άλλο ένα μάθημα αποστήθισης.
Μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται κλείνοντας το μάτι σε διαφορετικές ομάδες. Η έμφαση στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, που θυσιάστηκε έναντι του αντιτίμου φακής της «επιστημονικής επάρκειας», θα είχε λύσει τα προβλήματα των ειδικοτήτων, εφόσον οι απόφοιτοι θα περνούσαν μέσα από αυτήν για να διδάξουν. Και οι κοινωνιολόγοι, και οι ιστορικοί, και οι φιλόλογοι. Αυτή η υποχώρηση ήταν το πρώτο δείγμα ότι τα πορίσματα του Εθνικού Διαλόγου δεν επρόκειτο καν να ληφθούν υπόψη. Γι' αυτό να μην τον επικαλούνται και για τις τωρινές αλλαγές που προτείνουν.

"Στις Βάκχας με τους Ελα Μωρέ" έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 09.09.2018)

................................................................

 

Στις Βάκχας με τους Ελα Μωρέ

 

«Βάκχαι» του Ιάννη Ξενάκη
⌦ Συνεχίζουμε με «Καλοκαιρινά ληγμένα και μη», με μερικά απ’ όσα μας φόρτωσε το καλοκαίρι, κάποια ληγμένα με την έννοια ότι δεν είναι στην επικαιρότητα, σχετίζονται όμως με θέματα και φαινόμενα πολιτικοϊδεολογικά, γλωσσικά κ.ά., που τα συναντούσαμε και θα τα συναντούμε, άσχετα από την όποια επικαιρότητα, την όποια αφορμή δηλαδή.
1. Φωτιές μάς άναψαν οι Βάκχες του Ξενάκη, όπερα που παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Λυρική Σκηνή. Φωτιές, γιατί ο Ξενάκης έχει τον τίτλο στο πρωτότυπο: Βάκχαι, στοιχείο που μοιάζει να ενθουσίασε μα και να μπέρδεψε. Κι όμως, είναι απλό, θα ’πρεπε να είναι απλό: ή «το έργο Βάκχαι» όπως διαβάζω λ.χ. στο σάιτ της ίδιας της Λυρικής, ή «οι Βάκχες», «τις Βάκχες», όπως διαβάζω στο ίδιο πάντα κείμενο –όπου ωστόσο ξεφυτρώνει ξαφνικά κι ένα «οι Βάκχαι».
Και, διόλου περίεργο, αυτός ο άτοπος συνδυασμός κυριάρχησε στα μίντια. Οι Βάκχαι και δώσ’ του οι Βάκχαι, ώσπου γκρεμοτσακίστηκαν σε μια αιτιατική: «τις Βάκχαι»! Αν θέλουμε όμως τίτλο στο πρωτότυπο, δεν μπορεί να τα ’χουμε όλα δικά μας: «το έργο / η όπερα Βάκχαι»· αλλιώς «οι Βάκχες».
Γιατί «οι Βάκχαι» δεν υπάρχουν, θα ’πρεπε να ’ναι πια ΑΙ Βάκχαι, οπότε και ΤΑΣ Βάκχας –ή τάχα «τις Βάκχας»;
Αυτό μου θύμισε «τις παραστάσεις της Αθηναϊκή Σκηνή», ή «την πρώτη περίοδο του Βλάσσης» (= του εστιατορίου), όπως ξανάγραφα παλιά, που λίγο απέχουν απ’ «το πρωτοσέλιδο της Νέα» ή «της Τα Νέα», ή «πήγα στην Επίδαυρο και είδα την Πέρσαι» –ή «την Βάκχαι»!
Κοντός ψαλμός, αλληλούια, φοβάμαι.
2. Η Βούλα Παπαχρήστου είναι νέα και ταλαντούχα, μοιάζει να έχει σίγουρο μέλλον, έτσι θα μας απασχολεί κάθε φορά, αναπόφευκτα, και μακάρι, λέω εγώ, με το παρελθόν της, που επίσης αναπόφευκτα θα την ακολουθεί.
Δεν ξέρω αν και το επόμενο χρυσό, ή κι ασημένιο και χάλκινο, γίνει δεκτό με πανηγυρισμούς όπως: «Μπράβο ρε Βουλάρα! Κάνεις περήφανους όλους τους Ελληνες και κερνάς πόνο τα ανθελληνικά ελληνόφωνα σκουπίδια. Περαστικά σας ζώα» (Π. Ηλιόπουλος), ή: «Πιείτε ξιδάκι αντιφάδες του “δημοκρατικού” τόξου και σταλινομα@άκες» (Χρ. Παππάς) κ.ά.
Το σίγουρο είναι ότι θα ξαναβγούν οι Ελα Μωρέ, που αποτελούν εντέλει και τη συντριπτική, θα έλεγα, πλειονότητα, και θα μυκτηρίσουν όσους «μίζερους» και «κολλημένους» ή «μικρόψυχους» επιμένουμε να θυμόμαστε αυτά που μες στη μεγαθυμία τους εξαφανίζουν ή παραβλέπουν αυτοί, πίσω από ένα «σιγά ντε, ένα αστείο, έστω ρατσιστικό, έκανε κάπου κάποτε ένα 20χρονο παιδί, που όμως ζήτησε συγνώμη…» κτλ.
Απ’ την αρχή λοιπόν: Εκτός από το (α) κάπου κάποτε αστείο (ότι τα κουνούπια του Νείλου θα φάνε καλά εδώ, με τόσους Αφρικανούς που έχουμε), που της κόστισε τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς του ’12, έχουμε ανάρτηση (β) φωτογραφίας με 45άρι όπλο και την επιγραφή «Μολών λαβέ», (γ) βίντεο με αερομαχία ελληνικού αεροπλάνου με τουρκικό και την επιγραφή: «Γάμα τον κωλότουρκο», (δ) φωτογραφία με τον Κασιδιάρη σε ιδιαίτερα οικείες στιγμές, ενώ αργότερα, το ’13, μετά τον αποκλεισμό και τις τάχα συγνώμες, (ε) υπεράσπιση του Κασιδιάρη για το χαστούκι στην Κανέλλη, (στ) και κυρίως του «έργου» του: «ο Κασιδιάρης εκφράζει τα λόγια του απλού πολίτη, τα περνάει μέσα στη Βουλή»!
Οι τάχα συγνώμες ήταν προς την Ομοσπονδία της, μήπως γλιτώσει τον αποκλεισμό. Μόνο. Σε δύο τουλάχιστον τηλεοπτικά ρεπορτάζ-συνεντεύξεις σε μεγάλα κανάλια επαναλάμβανε πως «φυσικά και δεν μετανιώνει, ένα αστείο ήταν», και συμπλήρωνε φιλοσοφώντας: «δεν χρειάζεται να μετανιώνει κανείς για κάτι που έκανε στη ζωή του»! Στην επόμενη ερώτηση για τις «οικειότητες» με τον Κασιδιάρη, ακούγαμε κάτι ήξεις αφήξεις, που κορυφώνονταν (αυτοβούλως!) με την ανάλυση για τον Κασιδιάρη-εκφραστή του λαού. Οσο για το χαστούκι, «η Κανέλλη το προκάλεσε», απάντηση που επαναλήφθηκε σε διάφορες παραλλαγές.
«Είστε ρατσίστρια;» τη ρωτούσε σχεδόν γελώντας ο δημοσιογράφος, εννοώντας: «αφήστε τους μαλάκες να λένε…» Εδώ πια η Παπαχρήστου μόνο σταυρό που δεν φιλούσε, απαριθμούσε ίσα ίσα «έγχρωμους» αθλητές και αθλήτριες που θαυμάζει –όπως οι χουλιγκάνοι, που αποθεώνουν αντιρατσιστικά τους δικούς τους μαύρους παίκτες, ενώ στους άλλους πετάν ρατσιστικότατα μπανάνες, μιμούνται κραυγές πιθήκων κτλ.
Συγνώμη λοιπόν δεν υπήρξε, υπήρξε ίσα ίσα συνέχεια και αυτοεπικύρωση του φιλο(;)χρυσαυγιτισμού της. Τώρα, δεν μοιάζει να ’χει μεταστραφεί (κάτι δείχνει και ότι την κανακεύουν ακόμα οι χρυσαυγίτες, ενώ τοπικές οργανώσεις τους την ακολουθούν στο τουίτερ), όμως απέχει. Να απέχουμε κι εμείς; Ενδεχομένως. Αλλά όχι ξεχνώντας και προπαντός αλλοιώνοντας αλήθεια και πραγματικότητα. Αλλιώς, και τον Βορίδη με το τσεκούρι να συχωρέσουμε, κι ας μη ζήτησε ποτέ συγνώμη, μόνο κάτι σαν τους Ελα Μωρέ ψελλίζει πάντα κι αυτός –που επίσης νέος άνθρωπος ήταν τότε. Και φυσικά θα συχωρέσουμε και τον Αδωνη, που αυτός ζήτησε και παραζήτησε συγνώμη για τα αντισημιτικά του!
Εχουμε όμως κι άλλα «καλοκαιριάτικα». Θα συνεχίσουμε.
 

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

"Αντίδοτο ή πανάκεια;" έγραψε ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 08.09.2018)


..............................................................
 

Αντίδοτο ή πανάκεια;


 
EUROKINISSI/ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΛΛΙΑΡΑΣ
Αν θελήσουμε να βάλουμε σε τάξη όσα –ων ουκ έστιν αριθμός– έγιναν, γράφτηκαν ή ακούστηκαν τα χρόνια της κρίσης, πρέπει να επιλέξουμε μια οπτική γωνία. Νομίζω λοιπόν ότι όλοι σχεδόν θα συμφωνήσουμε πως η κόντρα ανάμεσα στο δημόσιο/κρατικό και το (νεο)φιλελεύθερο/ιδιωτικό είναι ίσως η πιο καίρια. Κι επειδή η επιλογή μεταξύ των δύο έχει ένα σαφές ιδεολογικό υπόστρωμα, θα πρέπει επίσης να τηρήσουμε τη διάκριση ανάμεσα στο αρχικό και αφηρημένο περιεχόμενο μιας ιδεολογίας και το πoιες συγκεκριμένες πράξεις έχουν γίνει στο όνομά της.
Η διάκριση αυτή γίνεται για να αναδειχθεί το εξής γεγονός, το οποίο έχει συστηματικά υποτιμηθεί και από τους μεν και από τους δε: ότι η δική μας περίπτωση δεν χωράει στο γενικότερο εκτός Ελλάδας παράδειγμα. Θα έλεγα μάλιστα ότι το αντιστρέφει. Δηλαδή, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο οι ευθύνες για την κρίση –αναφέρομαι στο κραχ του 2008– βαραίνουν αποκλειστικά τον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα, στα καθ’ ημάς η ρίζα της κακοδαιμονίας ήταν η εξαχρείωση του δημόσιου. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε πιο καθαρά την ιδεολογική ταυτότητα που οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις κατασκεύασαν για τον εαυτό τους και ταυτόχρονα να ερμηνεύσουμε την επικοινωνιακή τακτική τους.
Η Νέα Δημοκρατία ξεκινάει από το τι πραγματικά συνέβη, επικαλούμενη τα πέρα από κάθε αμφιβολία έκτροπα του νεοελληνικού κρατισμού και του πελατειακού συστήματος που τον εξέθρεψε. Και μέχρι εδώ έχει δίκιο. Ταυτόχρονα όμως αποφεύγει να μιλήσει για το πού οδήγησε πριν από μερικά χρόνια η θεραπεία που προτείνει, δηλαδή η απορρύθμιση της αγοράς. Δεν είναι τυχαίο.
Γιατί οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση γύρω από το θέμα και όχι η εκτόξευση συνθημάτων, θα ανασύρει στην επιφάνεια το τι συνέβη στον υπόλοιπο κόσμο όταν οι λάτρεις της ελεύθερης αγοράς, με μόνο κίνητρο το βραχυπρόθεσμο κέρδος, έφτασαν στο παραπέντε μιας ολικής καταστροφής, σε σύγκριση με την οποία το δικό μας πρόβλημα υποβιβάζεται σε απλό και εντοπισμένο πταίσμα.
Μια τέτοια συζήτηση για τα δεινά (λιτότητα), τις αδικίες (διεύρυνση της ανισότητας και φορολογικοί παράδεισοι για τους πλούσιους) και τους κινδύνους (νέες φούσκες έτοιμες να σκάσουν) έχει ήδη αρχίσει στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα όμως, για τους επικριτές της κυβέρνησης το μόνο ζητούμενο είναι το πώς θα απαλλαγούμε από τον κρατισμό. Η απορρύθμιση της οικονομίας έχει γίνει πανάκεια.
Κατά συνέπεια, ως προς αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικά η Αριστερά έχουν δίκιο όταν απορρίπτουν την αχαλίνωτη αγορά. Η λύση που προτείνουν όμως δεν λύνει το πρόβλημα. Διότι η εύστοχη κριτική τους, τόσο στο αρχικό, γενικό και αφηρημένο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού όσο και στα παρ’ ολίγον ολέθρια αποτελέσματα της εφαρμογής του όπως φάνηκε το 2008, λειτουργεί στην πράξη όχι ως μοχλός εξυγίανση του δημόσιου τομέα, αλλά ως επιχείρημα για τη διάσωση του κρατισμού.
Φυσικά κατά καιρούς θα βρεθεί κάποιος να πει ότι «φταίξαμε κι εμείς», αλλά αυτά είναι λόγια χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν κρίνουμε από το τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα, ο απώτερος στόχος δεν είναι ένας βελτιωμένος και αποτελεσματικός δημόσιος τομέας, αλλά η κατάληψή του από εκείνους που ο παππούς τους ήταν στον ΕΛΑΣ.
Ισως ο πιο εύκολος τρόπος να πείσεις τους άλλους (και τον εαυτό σου πάνω απ’ όλα) ότι έχεις δίκιο, είναι να απλοποιείς τα πράγματα. Γι’ αυτό η κόντρα γύρω από το δημόσιο και το ιδιωτικό θα συνεχιστεί και θα παραμείνει άγονα διχαστική, με τους δύο αντίδικους ταμπουρωμένους πίσω από τη μισή αλήθεια που τους συμφέρει. Μέσα μέσα στην οχλοβοή της μάχης όμως, μας διαφεύγει ένα προφανέστατο γεγονός: στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο σχεδόν τον υπόλοιπο κόσμο, ισχύει το μοντέλο της μικτής οικονομίας, με την έννοια ότι κανείς (του ΚΚΕ εξαιρουμένου) δεν προτείνει την υποκατάστασή του από μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία.
Συνεπώς είναι εντελώς παράλογο να κάνουμε σημαία το ένα από τα δύο συστατικά για να καταγγείλουμε το έτερο. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η σωστή δοσολογία και ο πιο αποδοτικός και κοινωνικά δίκαιος τρόπος αυτά τα δύο να συνδυαστούν. Για να το πω αλλιώς, η αγορά να λειτουργεί ως αναγκαίο αντίδοτο του Δημοσίου και το Δημόσιο ως αντίδοτο της αγοράς.
Το σφάλμα των (νεο)φιλελεύθερων δεν είναι ότι επέκριναν τον κρατισμό ως διαστρέβλωση του δημόσιου, αλλά ότι, εμφορούμενοι από τον ενδημούντα στην πολιτική ζωή μας ταλιμπανισμό, ανήγαγαν την ελεύθερη αγορά σε πανάκεια.
Δυστυχώς στην Ελλάδα η ενασχόληση με την πολιτική θυμίζει επιβίβαση σε αεροπλάνο. Οπως στο αεροπλάνο δεν σου επιτρέπουν να έχεις μαζί σου αιχμηρά υλικά και εύφλεκτες ύλες, έτσι και στην πολιτική, οι στρατευμένοι και στρατωνισμένοι υποχρεούνται να παραδώσουν την όποια κριτική ικανότητα τους έδωσε ο Πανάγαθος.
 


«Η μεγάλη Μάρθα» διήγημα του Θανάση Βαλτινού (από τη συλλογή διηγημάτων του «Επείγουσα ανάγκη ελέου», εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2015)

..............................................................

 









Θανάσης Βαλτινός
(γ. 1932) 






·        «Η μεγάλη Μάρθα» 
διήγημα του Θανάση Βαλτινού

(από τη συλλογή διηγημάτων του «Επείγουσα ανάγκη ελέου», εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2015)

                                                                                               Στον Γιώργο Λ.

Η γιαγιά Μάρθα ξαναφόρεσε σκουλαρίκια στα ογδόντα της. Για την ακρίβεια σκουλαρίκι, στο αριστερό αφτί. Της το φόρεσε η εγγονή της – από ψυχοκόρη. Ένα μικρό διαμαντάκι με χρυσό δεκαοχτώ καρατίων. Συμπεριφορά φρικιού.
   Έντεκα χρονών – αλλά αυτό δεν το θυμόταν η γιαγιά – της είχαν τρυπήσει τους λοβούς και της είχαν περάσει από ένα ξυλάκι ρίγανης για να μην κλείσουν οι πληγές. Στα δεκαοκτώ της την πάντρεψαν, κι αυτό το θυμόταν. Ο Βασίλης ήταν λοτόμος, είκοσι δύο χρονών. Δούλευε κομπανία με τα ξαδέλφια του. Στα είκοσι οχτώ του σκοτώθηκε, τον πλάκωσε ένα μεγάλο λεύκο που έκοβαν.
   Η γιαγιά Μάρθα, χήρα και άτεκνη, φόρεσε μαύρα, έβγαλε όλα τα χρυσαφικά της και για πενήντα έξι χρόνια, το μόνο πράγμα που έλαμπε πάνω της ήταν οι δυο βέρες στον δεξή παράμεσο.
   Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Βασίλη, περίπου στα τριάντα της, βρήκε ένα έκθετο στην πόρτα της. Παραμονές Χριστουγέννων. Ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στα σπάργανα πληροφορούσε ότι το μωρό ήταν σαράντα ημερών και αβάπτιστο. Το νήπιο είχε μελανιάσει από το κρύο, αλλά δεν έκλαιγε. Η γιαγιά Μάρθα – που δεν ήταν γιαγιά τότε – το πήρε στην αγκαλιά της και μπήκε στο σπίτι τρομοκρατημένη. Δεν ήξερε αν ζούσε και, όπως το κράταγε αμήχανα, ακούμπησε με το ανάστροφο του χεριού της τα χείλη του. Εκείνο, ήρεμο, άνοιξε το στόμα βρήκε ψάχνοντας ένα δάχτυλό της κι άρχισε να το βυζαίνει. Η γιαγιά Μάρθα βούρκωσε.
   Ήταν κοριτσάκι. Όλοι της είπαν να μην το κρατήσει το μούλικο. Ήταν νέα γυναίκα, έπρεπε να ξαναπαντρευτεί. Να κάνει δικά της παιδιά. Να το βαφτίσει μονάχα, να είναι νονά του. Και να το δώσει σε ίδρυμα. Δεν άκουσε κανέναν. Και το κράτησε και το βάφτισε. Δεν την έβγαλε Χριστίνα, που της την έστειλε ο Χριστός. Την έβγαλε Μοίρα. Καλομοίρα. Ήταν η μοίρα της.
   Η Μοίρα μεγάλωσε χωρίς να της λείψει τίποτα. Ήταν στοχαστικό παιδί. Όταν έγινε επτά χρονών, η γιαγιά της είπε την αλήθεια. Η Μοίρα την κοίταξε αμίλητη. «Αλλά εσύ είσαι η μαμά μου», είπε μονάχα. Έφυγε να παίξει και η γιαγιά βούρκωσε πάλι.
   Μετά δώδεκα χρόνια η Μοίρα παντρεύτηκε τον Νικόλα. Ο Νικόλας ήταν δάσκαλος. Νικόλαος Μανουηλίδης, με ρίζες από τον Πόντο. Από τον ποταμό Ρόες. Τα μάτια του γέλαγαν πάντα. Ακόμα κι όταν ήταν στενοχωρημένος. Ειρωνικά. Όταν τη γύρεψε από τη γιαγιά, η γιαγιά τον έκοψε. «Να το πεις στην ίδια». Το είπε και παντρεύτηκαν.
   Πέντε χρόνια δεν έκαναν παιδί. Η γιαγιά δεν μίλαγε. Όταν στα πέντε χρόνια η Μοίρα της είπε ότι είναι έγκυος, η γιαγιά ούρλιαξε. Ένα ουρλιαχτό λίγο τρελό. Ήταν ένα σημάδι. Η Μοίρα αγριεύτηκε. Ύστερα η γιαγιά ηρέμησε, σαν να είχε φύγει από πάνω της ένας βραχνάς.
   Η Μοίρα γέννησε κοριτσάκι. Το βάφτισαν Μάρθα. Η μικρή Μάρθα. Στα βαφτίσια η γιαγιά χόρεψε. Δεν ήταν αίμα δικό της αλλά χόρεψε.
   Η μικρή Μάρθα μεγάλωσε. Πήγε στο Πανεπιστήμιο. Στις διακοπές των εορτών γύριζε πάντα στο σπίτι. Γύριζε κυρίως στη γιαγιά της.
   Εβδομήντα πέντε χρονών η γιαγιά Μάρθα άρχισε να χάνεται. Έπαιρνε τους δρόμους, ξέχναγε να γυρίσει. Δυο φορές την κουβάλησαν πίσω οι γείτονες. Η Μοίρα έτρεμε μην της γίνει τίποτα. Ο Νικόλας γέλαγε. Η γιαγιά δεν χανόταν μόνο· άρχισε να ελευθεριάζει και η γλώσσα της.
   Τον Σεπτέμβριο που έκλεισε τα ογδόντα ξαναχάθηκε. Πρώτη φορά ο Νικόλας δεν γέλασε. Την έψαχναν όλη νύχτα. Τη βρήκαν το πρωί. Τη βρήκε ένας αγροφύλακας. Είχε βγει έξω στα διψασμένα χώματα του καλοκαιριού.
   Τη βρήκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο αμπέλι, πλαγιασμένη στη ρίζα μιας ξερολιθιάς να ακουμπάει στον δεξή αγκώνα της. Και να τραγουδάει.
   Την πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε σπάσει γοφούς και καλάμια. Οι γιατροί της έβαλαν καρφιά, της έβαλαν λάμες. Κοντά τέσσερις μήνες κράτησε αυτό.
   Παραμονές Χριστουγέννων πήγαν και την πήραν. Η Μοίρα, ο Νικόλας, η μικρή Μάρθα. Η μικρή Μάρθα κόντευε ήδη τα είκοσι τρία. Γύρισαν στο σπίτι. Το σπίτι ήταν ζεστό, το τραπέζι στρωμένο. Η γιαγιά Μάρθα έκατσε στη θέση της. Σκεφτική. Ταξίδευε. Κάποια στιγμή γύρισε προς την κουζίνα. «Θυμάσαι Μοίρα;» είπε.
   Η Μοίρα έφτιαχνε τη σαλάτα. Η Μοίρα δεν θυμόταν. Αλλά ανατρίχιασε.
   Ο Νικόλας γέλασε για ν’ αλλάξει το κλίμα. «Τώρα είσαι καλά», είπε για να την πειράξει. «Τώρα θα βρούμε ένα παιδί να σε παντρέψουμε». Η γιαγιά σα να βγήκε από τις σκέψεις της. Τον κοίταξε αυστηρά. «Δεν είμαι για γάμο», είπε. «Έχω σίδερα στα πόδια μου. Πώς θα τα σηκώνω».
   Η μικρή Μάρθα ξέσπασε σε γέλια, όρμησε στη γιαγιά, την αγκάλιασε και ήταν τότε που έβγαλε το σκουλαρίκι από το αφτί της και το πέρασε στο αφτί της γιαγιάς Μάρθας. Αυτός ο θρίαμβος.
   Η γιαγιά πέθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα. Τη βρήκαν το πρωί να κοιμάται γαληνεμένη. Την έθαψαν την επομένη. Όταν γύρισαν στο σπίτι, τους φάνηκε άδειο. Η Μοίρα αναστέναξε και άρχισε να σιγυράει.
   «Ήταν καλή γυναίκα», είπε ο Νικόλας.
   «Μου λείπει», είπε η μικρή Μάρθα και την πήραν τα κλάματα. Η γιαγιά Μάρθα δεν ήταν αίμα τους.

Πρώτη δημοσίευση «Ελευθεροτυπία», 24-25/12/2004




 

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

"Λατινικά - Κοινωνιολογία: 0-1" γράφει ο Τάσος Τσακίρογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 07.09.2018)


............................................................
 




Λατινικά - Κοινωνιολογία: 0-1


«Ναι, τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά είναι απομακρυσμένα από την πραγματικότητα, είναι “νεκρές” γλώσσες, αυτό σημαίνει ότι δεν χρησιμεύουν για να επικοινωνούμε και ότι η γνώση τους δεν θα έχει καμία ανταλλακτική αξία. Η δομή όμως αυτών των γλωσσών με τις κλίσεις των ονομάτων, η πρακτική της ευθείας και αντίστροφης μετάφρασης αποτελούν ανεκτίμητη άσκηση στην ακρίβεια, την επαγωγική σκέψη και την καλύτερη γνώση των γαλλικών».
Ετσι περιγράφει η δημοσιογράφος και πολιτική επιστήμονας Νατάσα Πολονί, στο έξοχο βιβλίο της «Τα χαμένα παιδιά μας» (εκδόσεις Πόλις), την οιονεί εξαφάνιση των κλασικών σπουδών από το γαλλικό σχολείο (και όχι μόνο).
Κάνω αυτή την αναφορά όχι ως φόρο τιμής σ’ ένα μάθημα που εξοβελίζεται από τις εξετάσεις, ούτε γιατί πιστεύω ότι η κοινωνιολογία που την αντικαθιστά «κάνει τα παιδιά μας κομμουνιστές». Αντίθετα, η κοινωνιολογία μπορεί να ανοίξει ορίζοντες στη σκέψη και στον κοινωνικό προβληματισμό που τόσο λείπουν στις μέρες μας από τις νέες γενιές. Ετσι δεν φέρνω σε αντιπαράθεση τις κλασικές σπουδές με τις κοινωνικές επιστήμες. Το αντίθετο υποστηρίζω.
Ο λόγος που αναφέρομαι στα λατινικά είναι γιατί η μελέτη των «κλασικών» πολιτισμών, δηλαδή της κλασικής αρχαιότητας, μας βοηθά να ξεφύγουμε από μια τεράστια παγίδα: όσο λιγότερο γνωρίζουμε τα ελληνικά και τα λατινικά, τόσο λιγότερο διαβάζουμε, ακόμα και σε μετάφραση, τη συγκεκριμένη λογοτεχνία, με αποτέλεσμα να μιλάμε για τους Ελληνες και τους Ρωμαίους με έναν τρόπο νεκρό και αρτηριοσκληρωτικό.
Στον πολιτιστικό μας ορίζοντα «καταχωρίζεται» η εικόνα κάποιων «κλασικών» πολιτισμών που αποτελούν τη μοναδική ρίζα του δυτικού μας πολιτισμού, αγνοώντας την αλληλεπίδραση και τα δάνεια μεταξύ πολλών διαφορετικών πολιτισμών. Αυτή λοιπόν η φανταστική «ρίζα» αποτελεί και τη μήτρα του ευρωκεντρισμού και της αποικιοκρατίας, αλλά και του σύγχρονου αντιμεταναστευτικού πνεύματος και του παρεπόμενου ρατσισμού.
Οπως λέει η Πολονί, «αυτό που φτιάξαμε είναι μια νεολαία χωρίς μνήμη, γεννημένη από το μηδέν... βρίσκεται στο hic et nunc, στο εδώ και τώρα, στο μονίμως επαναλαμβανόμενο παρόν». Και το χειρότερο; «Χωρίς να έχουν γνώση για ό,τι προηγήθηκε, οι περισσότεροι νέοι δέχονται τα δεδομένα της εποχής τους σαν αυταπόδεικτα και δεν κρατούν καμία κριτική απόσταση από τις δικές τους αξίες».
Με λίγα λόγια φτιάξαμε μια νεολαία κομφορμιστική, καταναλωτική, υποταγμένη και ανίκανη να αντιληφθεί τον εαυτό της μέσα στη διαδοχή των γενεών. «Είναι ταυτόχρονα πρώτοι και τελευταίοι. Πριν απ’ αυτούς το σκοτάδι. Μετά απ’ αυτούς το χάος».
Πανευρωπαϊκώς, τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, επειδή «δεν ανταποκρίνονται στον κτηνώδη ωφελιμισμό όσων αναρωτιούνται “σε τι μπορεί να χρησιμεύσει η μελέτη μιας νεκρής γλώσσας”» (Νούτσιο Ορντινε), αποτελούν συνήθως τα πρώτα θύματα των «μεταρρυθμιστών» που καθοδηγούνται από τη Μεγάλη Αρκτο της αγοράς.
Η μελέτη του ελληνικού και του ρωμαϊκού πολιτισμού μάς δίνει μια μοναδική ευκαιρία να κατακτήσουμε εκ νέου ένα περιεχόμενο τόσο κοντινό, αλλά και τόσο ξένο. Γιατί χωρίς ιστορική συνέχεια δεν υπάρχει μέλλον. Ανθρωπιστικές σπουδές σημαίνουν άνοιγμα στο παγκόσμιο και στο πανανθρώπινο, αυτό που ξεπερνά το εδώ και τώρα και ανοίγει δρόμους για το «εκεί», το «αλλού» και το «τότε». Σκοπός του σχολείου πρέπει να είναι η μετατροπή των πληροφοριών σε γνώση για τον κόσμο που ζούμε και στη συνέχεια για τον κόσμο που θέλουμε να ζήσουμε, αλλιώς η όποια εκπαίδευση είναι άχρηστη.