Σάββατο 27 Απριλίου 2024

"Ο ΕΝΙΚΟΣ, ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ" ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011)

 ..............................................................



        Γιάννης Βαρβέρης (1955 - 2011)


Ο ΕΝΙΚΟΣ, ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ


Εδώ γνωρίζω ηλικιωμένους
που αν τους ρωτήσεις απαντούν
και μόνον τ’ απαραίτητα
σε μια γλώσσα παλιά
ευγενική σανσκριτική ακατανόητη
κι ύστερα πάλι φυγαδεύονται
στη μερική τους άνοια, μακρινοί.


Πόσα μπορείς να μάθεις απ’ τα σπαράγματα
των φράσεων
και σε τι άνθρωπο σοφό μπορείς να εξελιχθείς
απ’ τα στεγνά τους μάτια που απλανή θρηνούν
επειδή κώφευσαν
τίποτε απ’ όλ’ αυτά δε διδαχτήκαν
τα παιδιά τους –
κάτι σφριγώντα κούτσουρα λαλίστατα
που μας κυκλώσαν και παραμονεύουν
με τα ντενεκεδένια δούρεια δώρα
της οικειότητας.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ (1955-2011)

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

"Το σινεμά στο κέντρο: close up στην Αθήνα" έγραψε η Αφροδίτη Νικολαΐδου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.04.24)

..............................................................


Το σινεμά στο κέντρο: close up στην Αθήνα





έγραψε η Αφροδίτη Νικολαΐδου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.04.24) 



Ανάμεσα στις εξιδανικευμένες απεικονίσεις της Αθήνας μέσα από μια νοσταλγική και παρελθοντολαγνική ματιά, και στις ρητορικές της ανοικοδόμησης ενός επιφανειακά νεωτεριστικού βλέμματος, ο ελληνικός κινηματογράφος του δημιουργού τολμηρά και ανοικτά συνομίλησε με το τυχαίο, το παράδοξο, το ανοίκειο αυτής της πόλης. Οι ταινίες του αφιερώματος της ΕΣΠΕΚ διαπερνούν ένα ευρύ φάσμα τάσεων: οι εμφανείς νεορεαλιστικές επιρροές της Μαγικής πόλης (1954, Ν. Κούνδουρος) συνδιαλέγονται με το Από την άκρη της πόλης (1998, Κ. Γιάνναρης), οι νεο-νουάρ αποχρώσεις του Ιωάννη του Βίαιου (1973, Τ. Μαρκετάκη) που βάζει στο επίκεντρο μια γυναικοκτονία κινούνται παράλληλα με τον ασφυκτικό κλοιό από τον οποίο προσπαθεί να ξεφύγει ο Άγγελος (1982, Γ. Κατακουζηνός), οι flâneurs, άγγελοι και ‘αλήτες’ των δημιουργών του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (στις ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου, του Ν. Παναγιωτόπουλου, του Γ. Πανουσόπουλου, του Β. Βαφέα) ξετυλίγουν το μίτο της αφήγησης οδηγώντας μας στον λαβύρινθο της πόλης και ο διάλογος με τον Νέο Κουήρ Κινηματογράφο φωτίζει μια Αθήνα ζωντανή, παλλόμενη και ειλικρινή που διεκδικεί την ορατότητα του σήμερα. Οι διαδρομές αυτού του αφιερώματος, αισθητικές, χαρτογραφικές, ταυτοτικές, συνιστούν, ανάλογα με το πώς θα κοιτάξεις, συμπυκνωμένες ιστορίες μιας κινηματογραφίας που δεν αποτύπωσε απλώς την πόλη αλλά την ανακάλυψε και την δημιούργησε.


Έτσι, πέραν από την τοποθέτηση των ταινιών αυτού του αφιερώματος στην κοινωνική τους πλαισίωση και τη συμβολή τους στη μεγάλη εικόνα μιας χαρτογράφησης του άστεως, ένας εναλλακτικός τρόπος θέασης είναι να υιοθετήσει κανείς μια ιστοριογραφική προσέγγιση που εστιάζει στα δύο εκείνα στοιχεία που έχουν επισημανθεί ως το ίδιον του μέσου ήδη από τους πρώτους θεωρητικούς του κινηματογράφου, (π.χ. Münsterberg, Eisenstein): το κοντινό πλάνο και το μοντάζ. Το κοντινό πλάνο, δηλαδή η προσήλωση του βλέμματος και η εφαπτική εγγύτητα σε λεπτομέρειες, σε πρόσωπα, σώματα και χειρονομίες και το μοντάζ ως η έλξη ή η σύγκρουση αντιθέτων, ανόμοιων πλάνων και ήχων που δημιουργούν ιδέες, γίνονται η βάση για νέες ιστοριογραφικές και επιμελητικές πρακτικές (“film curating as montage” όπως προτείνει η L. Mulvey). Κάτι που γίνεται κατανοητό και από το ίδιο το trailer του αφιερώματος. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η εναλλαγή κοντινών στα βλέμματα και γενικών στην πόλη αποκαλύπτει την εκρηκτική τους δυναμική. Αντίστοιχα, κι εμείς σε αυτό το κείμενο δεν προτείνουμε μια χαρτογράφηση ή μια γενεαλογία: ζουμάρουμε και μοντάρουμε λεπτομέρειες της κινηματογραφημένης Αθήνας.


Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο σκηνοθέτης που περισσότερο έχει συζητηθεί ως αυτός που ασχολήθηκε με την Ιστορία και τις μεγάλες αφηγήσεις, σε μεγάλης διάρκειας πλάνα-σεκάνς και σε γενικά πλάνα, όταν στρέφει το βλέμμα του στην πρωτεύουσα στο Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη (1983), θα μας εισάγει στις μικροϊστορίες της υπόγειας πόλης μέσα από το voice over (με τη σειρά του ένα μονταρισμένο close up σε αποσπάσματα ποιητών και συγγραφέων): ένα παιδικό δωμάτιο από τον 6ο αιώνα π.χ. κάτω από το δικό του, μια σειρά από επιτύμβιες στήλες που μνημονεύουν θανάτους του 5ου αιώνα, και κοντινά, η λεπτομέρεια στα σημάδια, στις τρύπες που έχουν αφήσει οι σφαίρες του Δεκέμβρη του ‘44 στους τοίχους της Αθήνας, τα κιγκλιδώματα σε πόρτες και παράθυρα, κοντινό στο μπρούτζινο ρόπτρο μιας πόρτας, μετωνυμία μιας παλιάς Αθήνας, πριν την αντιπαροχή. Η ποιητική της αστικής μνήμης είναι το κοντινό πλάνο, η εστίαση στο απόσπασμα, εν τέλει η αλλαγή κλίμακας, η μεγέθυνση στιγμών και χώρων. Αλλά και η συναρμολόγησή τους, το μοντάζ: ένα καλογυαλισμένο μαύρο πιάνο με ουρά βρίσκεται όχι μέσα σε κάποια πολυτελή σάλα σπιτιού ή ξενοδοχείου αλλά στην πλατεία Αβησσυνίας μονταρισμένο με πλάνα από εικόνες γκρεμισμένων νεοκλασσικών, πλάνα με μπάζα και υλικά οικοδομών καθώς ακούγεται η μελωδία της Συννεφιασμένης Κυριακής. Αυτή είναι η Αθήνα.

Το αφιέρωμα λειτουργεί σαν μια πρόσκληση του βλέμματος στην επίμονη παρατήρηση των μικρών και ίσως τυχαίων στιγμών, εντάσεων, εικόνων, χειρονομιών που καταγράφουν εφήμερα τη σουρεαλιστική Αθηναϊκότητα. Πέρα από τα γενικά πλάνα με τα οποία είθισται να κινηματογραφείται ο αστικός χώρος, οι ταινίες κάνουν close up σε γειτονιές – όπως στο Δουργούτι της Μαγικής Πόλης - ή πρόσωπα – ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο Μετέωρο και Σκιά (1985, Τ. Σπετσιώτης), οι ομώνυμοι χαρακτήρες στις ταινίες Ιωάννης ο Βίαιος ή ο Άγγελος, τα πρόσωπα του πλήθους που παρακολουθούμε στις σκηνές γύρω από την Ομόνοια στον Ιωάννη τον Βίαιο, ή μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα στο Poste Restante- Ομόνοια (1982, Χ. Παπαδόπουλος). Η πόλη συγκρατείται από αυτό το πλησίασμα του κινηματογραφικού φακού στα πρόσωπα, στα χείλη, στα μάτια, από το close up σε αυτόν τον “παράξενο κόσμο που λέει ότι βρίσκεται στην Αττική και δεν βρίσκεται πουθενά” (όπως αναφέρει ο στίχος του Σεφέρη στην ταινία του Αγγελόπουλου).

Οι ταινίες που με μεγαλύτερη ακρίβεια κατάφεραν στο παρελθόν να μεταφέρουν το εμπειρία της βιωμένης πόλης στην περίπτωση του ελληνικού κινηματογράφου είναι αυτές που προσπάθησαν να ακολουθήσουν τις αρχές του Ιταλικού νεορεαλισμού: η αποδραματοποιημένη τους πλοκή, η ελευθερία ως προς τον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, η έλλειψη υψηλού προϋπολογισμού και η επιμονή στη χρήση πραγματικών τοποθεσιών επέτρεψαν στους έλληνες σκηνοθέτες να αποκαλύψουν πτυχές και βιωματικές εμπειρίες της πόλης που ο εμπορικός μεταπολεμικός κινηματογράφος δεν υποψιαζόταν καν. Η προσήλωση ωστόσο στο πραγματικό, στην περίπτωση του αθηναϊκού κινηματογραφικού (νεο)ρεαλισμού, όχι μόνο δεν αποκλείει, αλλά αγκαλιάζει το εξωπραγματικό, και μετεξελίσσεται σε έναν ιδιόρρυθμο σουρεαλισμό: το παράλογο, το παράδοξο, το απρόβλεπτο, το ονειρικό, το ανοίκειο και το αλλόκοτο ως στοιχεία του αθηναϊκού βιώματος – γίνονται τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά μιας κινηματογραφικής ποιητικής της πόλης που διαπερνά εγκάρσια τα είδη, τις αισθητικές προσεγγίσεις, τους δημιουργούς. Η Αθηναϊκή τρέλα βγαλμένη από την αναπάντεχη συνάντηση του μπετόν και της οικοδομής με την επιθυμία και τη φύση.


Ποιητές, Φαντάσματα, Άγγελοι

Η κινηματογραφημένη πόλη δεν είναι μόνο ένα οπτικοακουστικό αρχείο τοποθεσιών, περιοχών, κοινωνικών χώρων. Το Δουργούτι της Μαγικής Πόλης της δεκαετίας του πενήντα, τα συνεργεία στον Πειραιά τη δεκαετία του ογδόντα στο Ρεπό (1982, Β. Βαφέας), τα φαστφουντάδικα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στους Απέναντι (1981, Γ. Πανουσόπουλος), τα μαγαζιά και οι κινηματογράφοι γύρω από την Ομόνοια στον Ιωάννη τον Βίαιο και στο Poste Restante, ή ακόμα και τα προάστια όπως το Μενίδι τη δεκαετία του ενενήντα (Από την άκρη της πόλης) εντυπωσιάζουν όχι μόνο ως αποτυπώσεις μια συγκεκριμένης κοινωνικο-ιστορικής στιγμής αλλά και λόγω των προσώπων που κατοικούν και κινούνται σε αυτά. Η Αθήνα και οι γειτονιές της αποκρυσταλλώνονται στα πρόσωπα, τις χειρονομίες, τα σώματα, τις επιθυμίες. Είναι οι περισσότερο ή λιγότερο χαρακτηριστικοί τύποι που αποτελούν συμπύκνωση της συνάντησης κινηματογράφου και πραγματικότητας: ο Χημικός από τον Μεθύστακα (1950) του Τζαβέλλα, ο Θωμάς στο Δράκο (1956) του Κούνδουρου, η Ψιψίνα της Μαγικής Πόλης, η Στέλλα (1955) του Κακογιάννη, ο Άγγελος του Κατακουζηνού, το Φάντασμα των Απέναντι, η Εσκιμώα στο Delivery (1994, Ν. Παναγιωτόπουλος), η Σούλα στο Άρπα Colla (1982, Ν. Περάκης), ο Σταύρος ο χτίστης από το Μεσολόγγι στο Poste Restante, o Ηλίας που χαϊδεύει τον Παναγιώτη στο Μια θέση στον ήλιο (1995, Κ. Γιάνναρης).

Είναι ο ποιητής Πολύδωρος στο Ένας ερωδιός για τη Γερμανία (1987, Στ. Τορνές) τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης φορώντας καρώ σακάκι που μόλις έχει κλέψει από κατάστημα στη γωνία Ακαδημίας και Αμερικής. Στηριγμένος σε πορτοκαλί κάδο ίσως κάπου στη Σόλωνος αγορεύει για το συνδικαλισμό των ποιητών στον εκδότη Λουκά (τον οποίο υποδύεται ο Τσιώλης), περνώντας με ευγλωττία και πάθος από τον Καβάφη στο Γεφτουσένκο. Το βλέμμα μας στο κοντινό αυτών των δύο εμποδίζεται από λεωφορεία και αυτοκίνητα που περνάνε ανάμεσα σε μας και στην κάμερα, αλλά παρά το εκκωφαντικό ηχοτοπίο παρασυρόμαστε από την συζήτηση, προσηλωνόμαστε και δε χάνουμε λέξη από τις περιπέτειες της επιτροπής των ποιητών. Λίγο παραπέρα, οι δύο σκηνοθέτες (Χρυσομάλλης και Καλογερόπουλος) του Άρπα Colla κατεβαίνουν την Πανεπιστημίου, αφήνοντας πίσω τους διαδηλωτές, γκράφιτι και πανό έξω από τα Προπύλαια, σχολιάζοντας τα αδιέξοδα της κρατικής κινηματογραφικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, κάνοντας μια μικρή στάση για να δουν τις αφίσες έξω από το Ρεξ και το Ιντεάλ. Ο Λουκάς και ο Πολύδωρος μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο στα βιβλιοπωλεία και στα τυπογραφία γύρω από την Ιπποκράτους και την Ασκληπιού, που σαν κήποι προσφέρουν λίγη δροσιά, σκιά και ησυχία στον περιπατητή από το εκκωφαντικό καυτό περιβάλλον του κέντρου της Αθήνας. “Η ποίηση πρέπει πάντα να τυπώνεται με φαρφάλες”, που σημαίνει πεταλούδες, δηλαδή γραμμάτια, λέει ο ποιητής Πολύδωρος στον απελπισμένο τυπογράφο. Οι σκηνοθέτες στο Άρπα Colla βρίσκουν καταφύγιο από τη ζέστη στο Θεμέλιο της Σόλωνος, αποδέχονται την πρόταση του επίμονου πωλητή για το ότι η Αντιγόνη είναι πρώτης τάξεως υλικό για ταινία, και καταλήγουν για ανάγνωση, μάλλον στην ταβέρνα του Μπαρμπα Γιάννη στα Εξάρχεια, πριν όλα αυτά να γίνουν τοπόσημα του αστικού εξευγενισμού και της κουλτούρας του airbnb που ακολουθεί.

Η κινηματογραφημένη Αθήνα κατοικείται όμως και από τα τυχαία πρόσωπα, τους περαστικούς που άλλοτε κοιτάζουν τον φακό με ένα φευγαλέο βλέμμα ή τους βοηθητικούς ηθοποιούς, τους extras που γεμίζουν το φόντο μιας προσοικειωμένης Αθήνας: ο άντρας που περπατάει κάτω από τον ήλιο με ένα καρπούζι στο κεφάλι σε έναν παράδρομο χωματόδρομο της Βουλιαγμένης (στους Απέναντι), ένας λαχειοπώλης που ξύνεται στην άκρη του κάδρου στον Ιωάννη τον Βίαιο, ένας άντρας που κοιτάει τον διπλανό του στο ουρητήριο στην Ομόνοια στο Poste Restante. Πρόσωπα που βλέπουμε πλέον όλο και πιο σπάνια.

Φλορέτες, μοτοσακό και παπάκια

Η κίνηση στην πόλη και γύρω από αυτήν συχνά ταυτίζεται με το βλέμμα της κάμερας. Η κάμερα μπαίνει σε τροχοφόρα και παντός είδους οχήματα μεταφέροντας το κινούμενο βλέμμα του αστικού βιώματος. Τα τελευταία εναπομείναντα κάρα-άμαξες και τα φορτηγά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο είναι σημασιολογικοί κόμβοι της σκληρής δουλειάς και της επιβίωσης ενώ την ίδια περίοδο τα πολυτελή αυτοκίνητα μιας μεγαλοαστικής τάξης κινούνται προς τα προάστια. Οι εργαζόμενες γυναίκες επιστρέφουν με το τελευταίο λεωφορείο όπως φαίνεται στον Ιωάννη τον Βίαιο, ενώ με το τρένο και τα ΚΤΕΛ ταξιδεύει το βλέμμα των Άλλων (φαντάροι, μετανάστες, επαρχιώτες).
Τα δίτροχα όμως αποτελούν το όχημα εκείνο που εκφράζει καλύτερα την Αθήνα: για ένα ή το πολύ δύο άτομα, εκφράζει την ατομική ελευθερία, τη συνεχή μετακίνηση παρ' όλη την κίνηση, την αντισυμβατικότητα (ενίοτε και την παραβατικότητα), τις νεανικές υποκουλτούρες: παπάκια και ντελιβεράδες (Delivery), κόντρες στην Βουλιαγμένης (Οι Απέναντι, Άρπα Colla), μηχανή-δώρο του Άγγελου προς τον έρωτά του τον Μιχάλη (Άγγελος). Η πιο παράδοξη εικόνα έρχεται από το ντοκιμαντέρ του Θ. Αγγελόπουλου, όπου ένας από τους αγγέλους του Γιάννη Τσαρούχη έχει ξεφύγει από την φαινομενική ακινησία της ζωγραφικής κι έχει βρεθεί να οδηγεί στους δρόμους της Αθήνας. Ας φανταστούμε την εικόνα: για μια στιγμή, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Άγγελος του Τσαρούχη οδηγεί μια μηχανή στο κέντρο της πόλης. Αυτή η συν-κινητική εικόνα υπήρξε κάποτε μια πραγματική συνθήκη για τους οδηγούς και διαβάτες εκείνης της μέρας στο Σύνταγμα και στην Πανεπιστημίου. Η τέχνη δεν αποτυπώνει τις πόλεις αλλά το αντίστροφο, οι πόλεις αντανακλούν και αποτυπώνουν το μυαλό και τις εικόνες των δημιουργών.
Στο τέλος της δεκαετίας του ενενήντα, μια παρέα εφήβων δεν κινείται με παπάκια. Το Από την Άκρη της πόλης, με πολλά στοιχεία μιας νεορεαλιστικής γραφής, ξεκινάει με την επέλαση της παρέας στο κέντρο της πόλης, στην Ομόνοια, στη Σταδίου και στην Αθηνάς. Τα ρόλερς που φορούν στα πόδια ως μεταφορικό μέσο είναι προέκταση του σώματος τους, της μοναδικής ιδιοκτησίας που έχουν αυτοί οι ήρωες προκειμένου να διεκδικήσουν μια Θέση στον ήλιο.

Μαϊμούδες και ερωδιοί

Προτού η κλιματική αλλαγή μας απασχολήσει σοβαρά, οι ταινίες αυτές αποτελούν κι ένα αποτύπωμα της σχέσης της πόλης με το περιβάλλον, τον καιρό και τη φύση. Σε μια εποχή που κανείς δε χρειαζόταν υπενθύμιση για το πόσο άσχημη είναι η Αθήνα, το νέφος και την ηχορύπανση, οι ήρωες των ταινιών αυτών δείχνουν ιδιαίτερες ικανότητες στο να ξετρυπώνουν εκείνες τις γωνίες όπου η φύση βρίσκει ρωγμές και αντιστέκεται στο μπετόν, στην άσφαλτο και στο γυαλί. Μια αφόρητη ζέστη βασανίζει τους ήρωες που βράζουν στο ζουμί τους, σαν όλες οι ταινίες στην Αθήνα να είναι καταδικασμένες να γυρίζονται μόνο σε συνθήκες καύσωνα. «Αυτή η ζέστη θα με τελειώσει» λέει ένας άντρας μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο στο Delivery, ο Ήμελλος πουλάει τυρόπιτες και τραγουδάει “τι σου έχω κάνει και δε θες να μ’αγαπας” μπροστά σε έναν ανεμιστήρα θυμίζοντας Chungking Express και λίγο πιο πέρα ο Λίτσης με φανελάκι πουλάει νεράκια στο φανάρι. Στο καφενείο στη Δεξαμενή οι δύο σκηνοθέτες στο Άρπα Colla σκέφτονται να κάνουν μια ταινία οικολογικού χαρακτήρα σχολιάζοντας ταυτόχρονα το νέφος.


Σε αυτό το υποβαθμισμένο και βρώμικο αστικό περιβάλλον, οι κινηματογραφιστές καταφέρνουν να βρουν γωνιές πρασίνου, αλσύλια, πάρκα, πλατείες, κήπους ή νεκροταφεία. Αλλά ακόμα και όταν δεν τοποθετούν τη δράση σε πράσινους χώρους, φτιάχνουν ηχοτοπία που υπενθυμίζουν, κυρίως όταν πέφτει η νύχτα την παρουσία της φύσης. Μπούφοι, νυχτοπούλια και σκύλοι ακούγονται στην πρώτη σκηνή της ταινίας που δείχνει της κλοπής μιας μηχανής στους Απέναντι. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο Μετέωρο και Σκιά κάνει βόλτες στον Εθνικό Κήπο, οι συζητήσεις σκεπάζονται από τιτιβίσματα, ο φακός εστιάζει στα ψάρια της λιμνούλας και διάφοροι κυκλοφορούν με άλογα. Δε βλέπουμε απλά μια Αθήνα του παρελθόντος, αλλά τη φύση που υπήρχε εκεί από πάντα, στο κέντρο της πόλης. Στο Ρεπό του 1982 μια γυναίκα βόσκει την κατσίκα της στα χορτάρια που φυτρώνουν έξω από τα συνεργεία στη Ρετσίνα, ανάμεσα στις γραμμές του τρένου, την άσφαλτο και το χωματόδρομο. Επιβιώσεις υπαίθριων, αγροτικών και προβιομηχανικών πρακτικών που συνυπάρχουν μαζί με ημιτελείς, ανισομερείς νεωτερικές διαδικασίες, και που σήμερα αποτελούν γραφικά στοιχεία της εικονογραφίας της “εξευγενισμένης” πόλης. Στην ίδια ταινία, σε μια δροσερή αυλή μιας μεσοαστικής μονοκατοικίας κάπου στα νότια προάστια, μέλισσες που έχουν ξεφύγει από τα μελίσσια στην ταράτσα επιτίθενται στους ανυπεράσπιστους μπαμπάδες που παρίστανται στο παιδικό πάρτυ. Μέσα σε μια γκρίζα αίθουσα αναμονής του ΙΚΑ μπαίνει ένας ψηλός τύπος που σέρνει από το λουρί μια επιφυλακτική μαϊμού και αρχίζει να τραγουδάει παίζοντας ένα ντέφι. Η σκηνή μοιάζει να επαναλαμβάνει εικόνες που βλέπουμε στη Μαγική Πόλη, τριάντα χρόνια πριν, με πλανόδιους γυρολόγους που τραβολογάνε δυο απρόθυμες μαϊμούδες μέσα στις λάσπες στο Δουργούτι. Στη Μανία (1985, Γ. Πανουσόπουλος), το χάος ξεκινάει όταν η Ζωή μέσα από το λεωφορείο παρατηρεί μια μαϊμού που ξεφεύγει από τα δεσμά της, πηδάει έξω από το αγροτικό αυτοκίνητο και εξαφανίζεται σκαρφαλώνοντας στις φυλλωσιές του Εθνικού Κήπου.


Ο κινηματογράφος δεν προτείνει όμως απλά αναπαραστάσεις του ανοίκειου στην πόλη, αλλά μας τοποθετεί μέσα σε αυτές. Στο τελευταίο πλάνο στο Ρεπό, η κάμερα με ένα τράβελινγκ προς τα πίσω βγαίνει έξω από το ξενοδοχείο Αστέρας στη Βουλιαγμένη: καθώς απομακρυνόμαστε από τους ήχους του τραπεζιού και των συνδαιτυμόνων του εταιρικού δείπνου, βρισκόμαστε στην ησυχία της νύχτας όπου το μόνο που ακούγεται είναι τα νυχτοπούλια. Μπαίνουμε και εμείς ως θεατές στη θέση των πουλιών που παρατηρούν στο σκοτάδι από μακριά τους Αθηναίους πίσω από το τζάμι, πίσω από το φακό.



*Επίκουρη καθηγήτρια Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ - Άννα Πούπου, επίκ. καθηγήτρια Τμήματος Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου, ΕΚΠΑ

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

"Εκκαθάριση" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Μαργαρίτας Παπαμίχου (facebook, 25.4.2024)

 ...............................................................


                 Μαργαρίτα Παπαμίχου


Εκκαθάριση


Πιάνω το ποίημα
το γυρνώ απ' την ανάποδη
πέφτουν οι νύχτες καθαρογραμμένες
μένει μόνο μια μουντζούρα
που έκανε στη βιασύνη της η ελπίδα

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Τρία μικρά ποιήματα από το "ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ" (2014) του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 24.4.2021)

..............................................................

 




                          Χάρης Μελιτάς


ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Δεν με γελάτε.
Διαβάζω τα βιβλία
από το τέλος.


ΟCCASION

Πωλείται μέλλον
εντός αδιεξόδου.
Επιπλωμένο.


ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ

Εξορισμένος
σε μια θάλασσα νεκρή
εισπνέω μνήμες



Από το "ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ" (2014) του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά...

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Brahms: 3 Intermezzi, Op. 117: No. 1 in A Flat Major. Andante moderato (WPD) - Fabian Müller (youtube, 17.5.2023)

 ...............................................................



Brahms: 3 Intermezzi, Op. 117: No. 1 in A Flat Major. Andante moderato (WPD) -  Fabian Müller

(youtube, 17.5.2023)


"Κοτσύφι" &"Κοτσύφι 2" δύο μικρά ποιήματα του Μιχάλη Γκανά (από "Τα μικρά" του) μαζί “Blackbird In The Snow” έργο του Leo de Freyne

 ..............................................................


ΚΟΤΣΥΦΙ

Καλότυχο που
δεν βλέπει πόσο μαύρο
το περιβάλλει



ΚΟΤΣΥΦΙ 2

Βρέξει χιονίσει
φοράει το μαύρο του.
Κανένα πένθος


Μιχάλης Γκανάς, "Τα μικρά", Leo de Freyne “Blackbird In The Snow”




"Έτσι δεν είναι;" έγραψε ο Μανώλης Πιμπλής ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.04.24)

 ..............................................................



Έτσι δεν είναι;















έγραψε ο Μανώλης Πιμπλής ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.04.24)



Λόγος ύπαρξης, αιτία ανάδειξης και συνταγή επιτυχίας της Ακροδεξιάς είναι ο εγωισμός. Που έχει δίδυμο αδελφό τον φόβο. Τα δύο αδελφάκια έχουν ενιαίο λόγο και συνδυασμένη δύναμη. Θα μπορούσαν να είναι και σιαμαία. Ο εγωισμός τρέφεται από τα πάντα γύρω μας: τη διαφήμιση του ατομικού πλουτισμού, την καλλιέργεια της αδιαφορίας για τον πλησίον. Σκέφτεται ότι πρέπει να εξασφαλίσει ατομικά την επιβίωση και την καλοπέρασή του, ακόμη και σε βάρος άλλων. Γιατί, συμπληρώνει ο φόβος, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα. Η οικονομία διεθνώς, ιδίως όμως στα μέρη μας, κρέμεται από μια κλωστή.


Ο εγωισμός συνεργάζεται μόνο με άλλους πανομοιότυπους εγωισμούς, δημιουργώντας έναν συλλογικό εγωισμό περιορισμένου κύκλου που έχει ως μόνη αποστολή τον αποκλεισμό των υπολοίπων. Κανείς από αυτούς τους επιμέρους και συλλογικούς εγωισμούς δεν θέλει να μπει στη θέση κάποιου άλλου. Προτιμά να τον αγνοεί παντελώς. Ο Ρώσος δεν θέλει να μπει στη θέση του Ουκρανού, ο Αμερικανός δεν θέλει να μπει στη θέση του Ρώσου, ο Ισραηλινός του Παλαιστίνιου, ο λευκός του Τσιγγάνου, ο πλούσιος του φτωχού, ο αυτόχθων του μετανάστη κ.ο.κ. Και όμως, όλοι θα είχαν κάτι ενδιαφέρον να πουν αν ο απέναντι ήθελε να τους ακούσει. Ακόμα καλύτερα, αν ήθελε να θυμάται ότι υπάρχουν.

Το «πρέπει να κοιτάξουμε πρώτα τους εαυτούς μας» του εγωισμού συνοδεύεται από το «οι ξένοι θα αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας» του φόβου. Αλλά «σας έχω νέα», που θα έλεγε και ο κ. Κασσελάκης (αν και λίγο διαφορετικά από του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης): όσοι φοβούνται ότι ο ελληνικός πολιτισμός και η παράδοση θα αλλοιωθούν από την είσοδο ξένων, έχουν ξεχάσει τα βασικά: ο ελληνικός πολιτισμός και η παράδοση ισοπεδώθηκαν ήδη από τον σύγχρονο τρόπο ζωής και είναι ενταφιασμένοι στους τάφους των πατεράδων και των παππούδων μας. Η ντοπιολαλιά και ο πολιτισμός της Μυκόνου, όπως και της Ιμπιθα, έχουν αντικατασταθεί από έναν πολιτισμό που δεν είναι ούτε ελληνικός ούτε ισπανικός, είναι απλώς «ξενοδοχειακός». Η τηλεόραση αρχικά, τα κοινωνικά δίκτυα και ο τουρισμός πιο πρόσφατα, μαζί με τον ατομικισμό, έχουν στραγγίξει σχεδόν κάθε ρανίδα των παλιών πηγών και είναι αργά για δάκρυα. Σε κανένα χωριό της επικράτειας δεν διατηρείται ούτε ο παλιός λόγος, ούτε το παλιό ήθος, όποιο πρόσημο κι αν του έβαζες. Είμαστε ήδη αλλού.

Οσο για τη διαρκή οικονομική αβεβαιότητα, τους κινδύνους από τα υπέρογκα χρέη, τη λιτότητα που δεν φεύγει από τη ζωή μας, την ακρίβεια που ξαναμπαίνει… Το έτος 2000, που όλα έμοιαζαν πιο στέρεα, υπήρχαν στον κόσμο 470 δισεκατομμυριούχοι. Στην Ελλάδα κανένας, σύμφωνα με τις λίστες που δημοσιεύουν τα ξένα οικονομικά περιοδικά. Σήμερα υπάρχουν στον κόσμο 2.781 δισεκατομμυριούχοι. Και δέκα από αυτούς είναι Ελληνες. Αρα ουδείς λόγος ανησυχίας υφίσταται. Ο πλούτος αυξανόταν όλο αυτό το διάστημα με γεωμετρική πρόοδο και τώρα απλώς περιμένουμε τη διάχυσή του. Οπως και τα οφέλη που θα προκύψουν. Ετσι δεν είναι;

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Tatiana Nikolayeva plays Bach Twelve Little Preludes / rec. 1991 (youtube, 23.9.2015)

 ...............................................................


Tatiana Nikolayeva plays Bach Twelve Little Preludes

01. No.01 C major BWV 924

02. No.02 C major BWV 939

03. No.03 C minor BWV 999

04. No.04 D major BWV 925

05. No.05 D minor BWV 926

06. No.06 D minor BWV 940

07. No.07 E minor BWV 941

08. No.08 F major BWV 927

09. No.09 F major BWV 928

10. No.10 G minor BWV 929

11. No.11 G minor BWV 930

12. No.12 A minor BWV 942


rec. 1991

(youtube, 23.9.2015)



"Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ" ποίημα του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 22.4.2024)

 ...............................................................


Λευτεριά για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί.

Διονύσιος Σολωμός



Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ


Λένε για μένα
στων αιώνων τη σκηνή
πως όσα πρόσφερα
μονομαχούσαν στην αρένα με τα πάθη
σκαρφαλωμένος σ' ένα ποίημα θαμπό
μ' ακούς Βιγιόν; μ' ακούς Ρεμπό;
μετράω λάθη.

Γι' αυτό πονάω...


Λένε για μένα
του Θησέα το πανί
πως μαυροφόρεσα
περιπλανώμενο βαμπίρ απ' άκρη σ' άκρη
πως ξενυχτούσα στα χαρέμια του Αλή
με καλλονές από γυαλί
και μαύρο δάκρυ.

Γι' αυτό γελάω...


Λένε για μένα
με παράφωνη φωνή
πως από σύμπτωση
αποβιβάστηκα στην άστεγη πατρίδα
ίσα να σύρω των ηρώων τον χορό
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό
χωρίς ελπίδα.


Γι' αυτό διψάω...




Λένε για μένα
λες και χρώσταγα ποινή
πως βαριαρρώστησα
παλιές κρεπάλες και πιοτά μ' έχουν ξεγράψει
μα ο Σολωμός τη λευτεριά παρακαλεί
ν' αφήσει λίγο το σπαθί
και να με κλάψει.


Γι' αυτό κερνάω!

Χάρης Μελιτάς




                      Λόρδος Μπάιρον (22.1.1878 - 19.4.1824)

"Κι από χειμώνα, Αύγουστο…" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 21.4.2024)

 ..............................................................



Κι από χειμώνα, Αύγουστο…













έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 21.4.2024)


Στην ευλογημένη χώρα μας, που πορεύεται από εκσυγχρονισμό σε εκσυγχρονισμό, αλλά αποκλειστικά στο πεδίο της δημαγωγικής ρητορικής των ηγεμόνων της, όσων την κρατούν καθηλωμένη στον αρχαϊσμό της οικογενειοκρατίας, της ημετεροκρατίας, της ψευδεπίγραφης λογοδοσίας και της επιτηρούμενης δημοκρατίας, χρειάζονται και οι παροιμίες τον εκσυγχρονισμό τους. Οχι όλες, πάντως αρκετές απ’ όσες συναρτούν το νόημά τους με τον καιρό· με τις εναλλαγές, τους οιωνούς, τα παιχνιδίσματά του.

Ο παροιμιακός λόγος, που όντως ανακεφαλαιώνει πολύχρονη εμπειρία με ευθυβολία και άκρα οικονομία, γεννήθηκε όταν οι εποχές ήταν τέσσερις. Και πια δεν είναι, ή τέλος πάντων τα μεταξύ τους όρια κατάντησαν δυσδιάκριτα. Με αποτέλεσμα να εκκρεμούν αναντίστοιχες με τον πραγματικό καιρό οι περί καιρού παροιμίες, καθώς και όσες γιορτές μάς παραδόθηκαν για να πανηγυρίζουμε τη μετάβαση, το πέρασμα. Πώς να νιώσεις, λ.χ., τον ερχομό της άνοιξης στον Μάρτη της, όταν όλο και περισσότερα δεντρικά τρελαίνονται, απορρυθμίζονται και παίρνουν τα χούγια της αμυγδαλιάς; Δεν περιμένουν την ώρα τους αλλά ανθίζουν και αυτά Γενάρη μήνα;


Για τα χελιδόνια, τους περίφημους εαρινούς αγγελιοφόρους, τούτο μόνο: Τα παιδιά θα συνεχίζουν να τα ζωγραφίζουν στα τετράδιά τους, ξεπατικωτούρα όμως από κάποιο βιβλίο, χωρίς να τα έχουν δει ποτέ και να ‘χουν ακούσει το κελάηδημά τους· όπως δεν έχουν δει, στην πραγματική τους ζωή, ουράνιο τόξο ή πλούσια έναστρο ουρανό. Τα αποδημητικά πουλιά δεν αντιμετωπίζουν μόνο την έλλειψη χώματος στα τεράστια αττικά συγκροτήματα ή την καταστροφή της φωλιάς τους «κατόπιν εντολής» κοινοταρχών και δημάρχων, που τους πιάνει ξαφνικός πόνος για την καθαριότητα. Εχουν να πολεμήσουν και την εξαφάνιση των μεσοσταθμών που τα ανακούφιζαν στο δύσκολο ταξίδι τους. Λίμνες και ποτάμια ξεραίνονται ή «αξιοποιούνται» το ένα μετά το άλλο. Τα φτερωτά δεν έχουν πού να ξαποστάσουν, στους εναπομείναντες παραδοσιακούς σταθμούς τα περιμένουν ανελέητοι κυνηγοί, όπως τα έρμα τα αμπελοπούλια στην Κύπρο, και η μετανάστευσή τους ανταγωνίζεται σε ποσοστό θανάσιμης απώλειας τη μετανάστευση των ανθρώπων. Ούτε αυτούς τούς κλαίμε ούτε κι εκείνα.

Ποια παροιμία χρειάζεται αναθεώρηση και προσαρμογή; «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι», αυτή. Η Ελλάδα, η Ευρώπη, ο πλανήτης όλος, καταρρίπτουν κάθε λίγο και λιγάκι τα ρεκόρ άκαιρης υψηλής θερμοκρασίας. Κατά το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, που πιστοποιεί με αριθμούς ό,τι νιώθουμε ασφυκτιώντας, ο φετινός χειμώνας ήταν ο θερμότερος στα χρονικά της χώρας, η δε δεκαετία 2011-2020 η θερμότερη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Επιπλέον, όπως έγραψε προ ημερών στη Lifo ο διευθυντής ερευνών του Αστεροσκοπείου Κώστας Λαγουβάρδος, «πέρυσι βιώσαμε τον μακροβιότερο καύσωνα στη χώρα μας, με αποτέλεσμα πολλοί να βρίσκονται σε θερμικό στρες όλο το 24ωρο, αφού η θερμοκρασία δεν έπεσε κάτω από 30 °C. Και αυτό είναι άκρως επιβαρυντικό για την υγεία».

Δεν πρόκειται φυσικά για μία επιπλέον «ελληνική ιδιαιτερότητα». Το κακό είναι παγκόσμιο. Επίσης παγκόσμια η αδιαφορία, που εξαλλάσσεται σε κυνισμό στις χώρες που, όπως η Ελλάδα, ζουν μονοκαλλιεργώντας τουρισμό. Το κυρίαρχο δόγμα; «Τι δηλαδή, θα χολοσκάσουμε που πληθαίνουν οι μέρες με καλοκαιρία και θα ‘ρχονται περισσότεροι τουρίστες; Βλάκες είμαστε;».


Πώς να νιώσεις τον ερχομό της άνοιξης, όταν όλο και περισσότερα δεντρικά τρελαίνονται, απορρυθμίζονται και παίρνουν τα χούγια της αμυγδαλιάς;

Για το τι συμβαίνει γενικά στον πλανήτη, μία μόνο πτυχή του τεράστιου προβλήματος περιγράφτηκε στην «Κ» (31.3.2024), βάσει των στοιχείων της Αμερικανικής Ατμοσφαιρικής και Ωκεανογραφικής Υπηρεσίας: «Από τις 13.3.2023, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας του νερού παγκοσμίως καταρρίπτει καθημερινά ρεκόρ. Στις 10.3.2024, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας παγκοσμίως ήταν 21,2 °C, στην υψηλότερη τιμή τουλάχιστον από το 1979 οπότε ξεκίνησαν οι δορυφορικές μετρήσεις. Το Παρατηρητήριο Copernicus σημειώνει ότι η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας του νερού τον Φεβρουάριο αυξήθηκε στους 21,06 °C. Επίπεδο υψηλότερο από το προηγούμενο μηνιαίο ρεκόρ (20,98 °C), που σημειώθηκε τον Αύγουστο του 2023». Ο Φλεβάρης σαν Αύγουστος.
Παροιμίες

Στο λαμπρό –και δυστυχώς ανολοκλήρωτο– έργο του για τις παροιμίες του ελληνικού λαού, στο λήμμα «Αύγουστος», ο Ν. Γ. Πολίτης καταγράφει συν τοις άλλοις έναν κοινό λόγο απ’ το Ζαγόρι, μια από τις πολλές περιοχές του τόπου, νησιωτικές και ορεινές, που τις αλλοιώνει και τις εξαντλεί ο τουρισμός, άλλες ραγδαία και άλλες αργόρρυθμα, νομότυπα ή και με κραυγαλέες τις παρανομίες «ισχυρών προσώπων», προστατευόμενων από την ιδιοτελέστατη πολιτεία: «Απ’ Αυγούστου κάπα, κι από Μαρτιού πουκάμισο». Ερμηνεύει ο συγγραφέας: «Επειδή πρωίμως ενίοτε αρχίζει το ψύχος ήδη από του Αυγούστου και ο καύσων από του Μαρτίου […] πρέπει εγκαίρως να φροντίζη έκαστος περί μεταβολής της ενδυμασίας […] και να έχη ετοίμην την χειμερινήν κάπαν κατ’ Αύγουστον, και το υποκάμισον κατά Μάρτιον». Τον ίδιο περίπου χρόνο όριζαν και οι αρχαίοι «προς μεταβολήν της ενδυμασίας», συνεχίζει ο Πολίτης, και παραπέμπει στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, για να συμπεράνει ότι «ο τασσόμενος [από τους αρχαίους] προς προμήθειαν του ελαφρού και λεπτού ληδίου [ρούχου] χρόνος συμπίπτει προς τον εν τη ημετέρα παροιμία, διότι η χελιδών έρχεται κατά τας αρχάς Μαρτίου». Μεταφράζω τα λόγια του δικαίως καυχώμενου φτερωτού Χορού:

«Πότε η σπορά; Οταν περνάει κρώζοντας προς τη Λιβύη ο γερανός, / που λέει στον θαλασσινό να δέσει το καράβι του, να ξαποστάσει, / και στον περιπλανώμενο Oρέστη να υφάνει πανωφόρι, / μην τουρτουρίζει κι άλλους ξεγυμνώνει. […] Kαι τα χελιδονάκια, πως πρέπει να πουλήσουνε / τα μάλλινα τούς ορμηνεύουν, και ρούχα ν’ αγοράσουν ελαφριά».

Αύριο, 22 Απριλίου, είναι η Ημέρα της Γης. Τέτοια μέρα, το 1970, 20 εκατομμύρια Αμερικανοί διαδήλωσαν υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, με νωπή τη μαύρη μνήμη της μεγαλύτερης πετρελαιοκηλίδας που είχε ρυπάνει μέχρι τότε τις ΗΠΑ, στο κανάλι της Σάντα Μπάρμπαρα. Πάνω από μισόν αιώνα μετά, στην Ημέρα της Γης έχει προστεθεί η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος (κάθε 5η Ιουνίου), που πρωτογιορτάστηκε από τον ΟΗΕ το 1974, με σύνθημα «Μόνο μία Γη», καθώς και η Ωρα της Γης, που καθιερώθηκε από τη WWF το 2007.

Προκοπή όμως δεν βλέπουμε. Ιδιο λοιπόν και τώρα το σύνθημα, «Μόνο μία Γη» ή, αγγλιστί, «There is no Planet B». Μόνο που πλέον στους πειθήνια ραθυμούντες πολιτικούς, στους απομυζητικά «επενδύοντες» βιομηχάνους και στους γήινους εν γένει «απομένουν μόλις δύο χρόνια για να σώσουν τον πλανήτη». Ο Σάιμον Στιλ τα είπε αυτά, ο επικεφαλής του ΟΗΕ για το Κλίμα. Μα ποιος θ’ ακούσει τον ΟΗΕ για το κλίμα, όταν δεν τον ακούνε καν για τα πυρηνικά, καν για τον πολύμηνο εξαλειπτικό βομβαρδισμό αμάχων;

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Lucie Horsch Thomas Dunford Marin Marais Couplets des Folies (youtube, 22.9.2023)

 ...............................................................



Lucie Horsch Thomas Dunford Marin Marais Couplets des Folies

(youtube, 22.9.2023)

"Κάτσε να τις φας" γράφει ο Παύλος Μεθενίτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ" 21.04.24)

...............................................................

 


Κάτσε να τις φας





γράφει ο Παύλος Μεθενίτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ" 21.04.24)







«Τους ζητάω να με πάνε στο σπίτι μου. Γυρνάει και μου λέει η γυναίκα: “Θα κάνεις μήνυση;”. Της λέω: “όχι” και γυρνάει και μου απαντάει: “Κάτσε να τις φας”... Με αφήνει το περιπολικό εκεί και συνεχίζω να τρώω ξύλο στη μέση του δρόμου». Αυτά δήλωσε πρόσφατα στο Mega μια 28χρονη κοπέλα που είχε επανειλημμένα απευθυνθεί στην Αστυνομία για προστασία από τον βίαιο σύντροφό της.


Μέσα σ’ αυτήν την ιδιωματική έκφραση, σ’ αυτό το «κάτσε να τις φας» εμπεριέχεται όλη η αρρωστημένη νοοτροπία της πατριαρχίας, όπως διαπνέει οριζόντια την κοινωνία, βρίσκοντας την απόλυτη έκφρασή της στο στόμα ενός οργάνου της εννόμου τάξεως, που εξ ορισμού καλείται να προστατεύσει τον απειλούμενο πολίτη, το οποίο όργανο επιπλέον είναι και γυναίκα!

Δηλαδή, είναι να τραβάς τα μαλλιά σου: μια γυναίκα με στολή, που θα περίμενε κανείς πως θα διέθετε πέντε γραμμάρια παραπάνω ευαισθησία από τους άρρενες συναδέλφους της επειδή κι αυτή υφίσταται έμφυλες διακρίσεις, γράφει να μην πω πού την άθλια κατάσταση της ομόφυλής της και της συνιστά να βγάλει τον σκασμό και να υποταχθεί στη βία του άντρακλα δίπλα της, που, ως άντρας, θα πει κι έναν λόγο και θα δώσει και μια φάπα παραπάνω. Η αστυνομικός τής λέει να κάτσει και να φάει ήσυχα ήσυχα τις σφαλιάρες της, όπως τις έτρωγαν εδώ και τόσους αιώνες και τόσες χιλιετίες οι γυναίκες για να μη διασαλευτεί η τάξη της οικογένειας, άρα και της κοινωνίας, από τη βία που ασκούν οι άντρες επί των γυναικών.

Και γιατί το κάνουν; Επειδή μπορούν, επειδή πάντα έτσι ήταν, και αυτό είναι ένα γεγονός αυταπόδεικτο, που όλοι οι άντρες και όλες οι γυναίκες -δυστυχώς- που έχουν κάποια εξουσία στο πατριαρχικό σύστημα, φρόντιζαν και φροντίζουν να διδάξουν στις κακοποιημένες και κακοποιούμενες γυναίκες. Εκτός από τους άντρες, πόσες μανάδες, πόσες προϊσταμένες και διδασκάλισσες, πόσες μεγάλες αδελφές και φιλενάδες, πόσες θείες και γιαγιάδες δεν έδωσαν την ίδια επαίσχυντη συμβουλή στα κορίτσια ή τις νέες γυναίκες που πήγαιναν στο σχολείο, στη δουλειά, στο μπακάλικο ή στην εκκλησία με μαυρισμένο μάτι, κακοκρυμμένο από μαύρα γυαλιά; Πόσες φορές οι γείτονες δεν δυνάμωσαν το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση ενοχλημένοι από τις τσιρίδες της γυναίκας του διπλανού σπιτιού, καθώς τις έτρωγε από τον άντρα της;...

Να κάτσει και να τις φάει... Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως το ρήμα «τρώω», στην υπ’ αριθ. 27 σημασία του (έχει συνολικά 45, από τα πιο μεγάλα λήμματα, με τρεις ολόκληρες σελίδες) έχει την έννοια «γίνομαι στόχος επιθετικής ενέργειας, φραστικής ή σωματικής. Παράδειγμα: (έφαγα) κράξιμο, βρίσιμο, κατσάδα, μπουνιά, κλοτσιά, σφαλιάρα κ.λπ. Η φράση «τρώω ξύλο» σημαίνει «με δέρνει κάποιος», ενώ η έκφραση «θα τις φας» ορίζεται ως απειλή (θα φας ξύλο), κι όταν λέμε «τρώω της χρονιάς μου» ή «το ξύλο της χρονιάς μου», εννοούμε πως «με δέρνουν αλύπητα»...


Η αρχική σημασία του αρχαίου ρήματος «τρώ(γ)ω» είναι «μασώ, ροκανίζω με τα δόντια» και προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ter, (τρίβω, τρυπώ). Πάντως οι εννοιολογικές πτυχές του «τρώω» με... φονικό περιεχόμενο είναι αναπάντεχα πολλές στην ελληνική γλώσσα: τρώω λάχανο λέμε π.χ., δηλαδή «φονεύω», ενώ το θύμα «το έφαγε το μαύρο χώμα» ή «το σκοτάδι».

Ισως σαν τιμωρία επειδή δεν κάθισε να τις φάει.

"Έτσι απλά" ποίημα της ποιήτριας Αμαλίας Τσακνιά (1932 - 1984) από το ποιητικό ανθολόγιο των εκδόσεων "Στιγμή"

...............................................................






            Αμαλία Τσακνιά (1932 - 1984)





"Ξεκινώντας την εβδομάδα σε έναν καινούργιο κόσμο" γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ", 21.04.24)

 ..............................................................



Ξεκινώντας την εβδομάδα σε έναν καινούργιο κόσμο








γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης  ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ",  21.04.24)



Εδώ ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή και συ με ρωτάς ποιος από τους δυο μας θα πάει τον σκύλο βόλτα (θα τον πάω εγώ). Εχεις παρατηρήσει πως όταν γίνεται κάποιο χτύπημα σε μια χώρα με ανθρώπους σκούρου χρώματος το μαθαίνουμε μάλλον κατά τύχη (αν διαβάζουμε εφημερίδες), ενώ αν γίνεται κάτι αντίστοιχο σε μια χώρα με ανθρώπους λευκού δέρματος όλα διακόπτονται, έκτακτα δελτία μάς ενημερώνουν, συναγερμοί ηχούν, ένας φόβος κοινοποιείται παγκοσμιοποιημένος; Η Ιστορία μας έχει δέρμα, η πραγματικότητα βέβαια έχει αχρωματοψία.


■ Εδώ ο κόσμος καίγεται και συ με ρωτάς ποιος θα πάρει τον μικρό από το σχολείο (μπορείς να τον πάρεις εσύ; Εγώ δεν προλαβαίνω). Εχεις παρατηρήσει πόσο συχνά ακούγεται από τους αναλυτές η φράση «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος» και πως κάποιες φορές εκεί στο βάθος της φράσης σε κάποιες περιπτώσεις διακρίνεις κάτι σαν κρυφό ενθουσιασμό; Οχι χαρά ή κατάφαση, αλλά μάλλον μια φυσική αντίδραση. Σαν να είναι η Ιστορία που εισβάλλει στο σώμα τους και τους ενημερώνει πως επιστρέφει. Τόσοι πολλοί μιλούν για αυτόν τον επερχόμενο τρίτο αλλά κανείς δεν κάνει λόγο για τον άλλο πόλεμο, τον δεύτερο ψυχρό πόλεμο που βιώνουμε εδώ και καιρό. Την καθημερινή επαλήθευση ενός επιβεβλημένου φόβου που μας τραβάει νοητά μέχρι το τέλος. Ακόμα και αν οι απόψεις μας μας κρατούν σε απόσταση από κάθε πόλο.

■ Ναι πιστεύω πως είναι νωρίς να βγάλουμε τα χαλιά, ας περιμένουμε δύο βδομάδες ακόμα. Ξέρεις τι; Είναι Δευτέρα τώρα που γράφω το άρθρο αυτό και δεν έχω ιδέα τι θα γίνει μέχρι το Σάββατο που θα βγει η εφημερίδα. Μήπως να γράψω για κάτι άλλο; Για τη συναυλία του Nick Cave ας πούμε; Δεν ξέρω, δεν μου πάει το χέρι. Μπα, ας συνεχίσουμε.

Δύο πράγματα ξέρω: πρώτον, δεν είμαι αναλυτής των διεθνών εξελίξεων. Δεύτερον, αν πάω σούπερ μάρκετ θα πάω στο κοντινό. Και κάτι ακόμη: όταν βομβαρδίζεις το προξενείο μιας χώρας (όχι εσύ αγάπη μου, για το Ισραήλ μιλάω) και μάλιστα χωρίς καν μια πρόφαση, ένα κομμάτι του εδάφους μια χώρας δηλαδή, και μάλιστα ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι στο οποίο τη δεδομένη στιγμή τυχαίνει να βρίσκονται σε αυτό κορυφαίοι αξιωματούχοι σημαίνει πως προσπαθείς να προκαλέσεις κάτι. Μια αντίδραση ας πούμε. Μια αντίδραση τέτοια που θα αλλάξει την ατζέντα. Από τη γενοκτονία που τόσο συστηματικά εκτελείς σε έναν φόβο που θα προσπαθήσεις να κάνεις κοινό μέσα από τη γενίκευσή του. Και όσο περισσότερο καταφέρεις να γενικεύσεις, τόσο πιο εύκολο θα είναι να συνεχίσεις τη γενοκτονία σου. Δεν θα μιλάμε για το Ιράν εναντίον του Ισραήλ, αλλά για το Ιράν εναντίον του δυτικού κόσμου, του μουσουλμανικού κόσμου εναντίον των δυτικών κοινωνιών, του πολιτισμού μας εναντίον του πολιτισμού τους. Ποιος είναι ο πολιτισμός μας; Ξέρεις, ελευθερία του λόγου κτλ. Εκτός αν θες να μιλήσεις υπέρ της Παλαιστίνης ας πούμε στη Γερμανία. Ναι. Είναι κάποιες φορές που για να υπερασπιστείς την ελευθερία του λόγου πρέπει να την καταργήσεις. Είναι μέρος του πολιτισμού μας. Διάβασε και λίγη Ιστορία.

Και ο κόσμος θα συνεχίσει. Τόσο ο δικός μας, όσο και ο κόσμος πέρα από εμάς. Με τις θλιβερές ηγεσίες μας και την υποκρισία τους, με το άδικο να κλέβει τις ζυγαριές και με την ακροδεξιά στο Ισραήλ και στην Ευρώπη να ρυθμίζει όλο και περισσότερο τις εξελίξεις. Με την αίσθηση αυτή που μας κατακλύζει κάποιες φορές πως είναι πολύ λίγα αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουν σημασία. Θα συνεχίσουμε να ζούμε. Με τις καθημερινές υποχρεώσεις να μας αποσπούν. Χωρίς όμως να ξεχνούμε αυτά που μπορούμε να κάνουμε, αυτά τα λίγα έστω. Οπως να υπενθυμίζουμε πως αυτή τη στιγμή στη Γάζα συντελείται μια γενοκτονία και πως κανένας πολιτικός ή στρατιωτικός ελιγμός δεν πρόκειται να αποσπάσει την προσοχή μας από αυτή. Γιατί το βάρος του εγκλήματος, το βάρος της αδικίας βαραίνει της πλάτες μας ακόμα και στην πιο καθημερινή δραστηριότητα. Δεν είμαστε μικροί. Προς το παρόν είμαστε απλά μόνοι. Πολλοί μόνοι σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Μέχρι να συναντηθούμε.

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

"Καντάτα" (1960) ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη (20.4.1922 - 30. 10.1988)

 .............................................................




Τάσος Λειβαδίτης (20.4.1922 - 30. 10.1988)


Καντάτα (1960)

Σχέδια που εγκαταλείπουμε, αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε
προσδοκίες των άλλων από μας που τις τροφοδοτήσαμε
κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν.
Δικές μας απαιτήσεις απ' τους άλλους,
ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα, και τη δική μας
υστεροβουλία.
Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους
όρισε πια για πάντα τη ζωή μας.
Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν ήρθε η ώρα
δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή - έρχονται όλα κάποτε,
μαζεμένα, μέσα σε μια στιγμή, εκεί που ανεβαίνεις ανύποπτος μια σκάλα ή απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι ψάχνοντας για το φως,
μονάχος σ' ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μέσα στο πλήθος και τα
φώτα –
πού να πας τότε; πού θα κρυφτείς; Τί την έκανες
την ανεπανάληπτη ζωή σου;




| Καντάτα (1960) | Ποιήματα, τ. 1 | εκδόσεις Μετρονόμος |

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

"Η ντροπή των θυμάτων ή Κανόνες και διορθώσεις" Κείμενο: Old Boy για την ταινία "Τα μαθήματα της Μπλάγκα" του Στέφαν Κομαντάρεφ (https://elculture.gr, 18.4.2024)

............................................................ 




Η ντροπή των θυμάτων
















Κείμενο: 
Old Boy (https://elculture.gr, 18.4.2024)


H Mπλάγκα είναι εβδομήντα χρονών, συνταξιούχος φιλόλογος, ζει στην πόλη Σούμεν της Βουλγαρίας, ο άντρας της έχει μόλις πεθάνει. Το σώμα του έχει καεί, η Μπλάγκα έχει τις στάχτες του σε ένα βαζάκι στο σαλόνι, αλλά τώρα κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να εξασφαλίσει τάφο, τάφο που θα είναι κοινός και για τους δύο. Εκείνης για όταν έρθει η ώρα της, εκείνου τις στάχτες όμως θέλει οπωσδήποτε να τις έχει θάψει πριν περάσουν τα σαράντα του, γιατί μέχρι τα σαράντα η ψυχή κάνει βόλτες κάπου εδώ γύρω όπως πιστεύει.

Εκείνη πιστεύει, εκείνος δεν πίστευε ποτέ, ήταν άθεος, αν είχε κάποιον για Θεό ήταν ο Στάλιν, ζητά από τον εργολάβο να χαράξει στο μνήμα ένα κόκκινο αστέρι δίπλα απ’ το δικό του όνομα, στο δικό της όμως να βάλει κανονικά σταυρό. Ο εργολάβος της λέει ότι κόκκινο αστέρι και άλλα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύεται από τον νόμο να βάλει, μπορεί όμως αν κινηθεί στα όρια του νόμου να βάλει ένα μαύρο αστέρι. Το οποίο όμως θα κοστίσει λίγο παραπάνω. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ιδανική τοποθεσία για τάφο εδώ, φυσάει κι ένα ωραίο αεράκι, είναι τυχερή που τον βρήκε, της εξηγεί.

Για να μπορέσει να τον εξασφαλίσει τον τάφο, η Μπλάγκα έχει πουλήσει ένα μικρό εξοχικό και τώρα όλες της οι οικονομίες, οι οικονομίες μιας ζωής, προορίζονται για τον συγκεκριμένο σκοπό, για την τελευταία κατοικία. Ο γιος της έχει πάει στις ΗΠΑ να βρει την τύχη του κάνοντας τον οδηγό, μια νέα γυναίκα από τη Μέση Ανατολή, μεγαλωμένη στους πολέμους, έχει έρθει στη Βουλγαρία να βρει τη δική της. Η γυναίκα κάνει με την Μπλάγκα ιδιαίτερα, γιατί προσπαθεί να πάρει την υπηκοότητα, να γίνει Βουλγάρα, να μπορεί να ταξιδεύει στο εξωτερικό νόμιμα, να φέρει εδώ τη μαμά της. Κι εδώ πόλεμος της λέει η Μπλάγκα γίνεται, μην νομίζεις, απλά άλλου είδους. Ωστόσο η γυναίκα νομίζει και καλώς νομίζει, γιατί αυτό ακριβώς είναι το νόημα της διαφοράς μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας, η μεταφορά είναι πάντα μεταφορά, στους κυριολεκτικούς πολέμους πέφτουν κυριολεκτικές βόμβες και κάθε φορά που πέφτουν κινδυνεύεις κυριολεκτικά να πεθάνεις.



Μιλώντας για σχήματα λόγου, λέξεις, γραμματικές και συντακτικά, η Μπλάγκα αρέσκεται να διορθώνει διαρκώς όχι μόνο τη μαθήτριά της αλλά τους πάντες, όταν κάνουν λάθη στη σωστή χρήση της βουλγαρικής γλώσσας. Είναι δεύτερη φύση της η συνεχής διόρθωση και όπως φαίνεται τα λάθη στην καθομιλουμένη είναι συχνά. Κι αυτό είναι ίσως κάτι που την ίδια στιγμή που της δημιουργεί ενόχληση (μα πώς γίνεται να μην ξέρουν να μιλάνε σωστά;), της δίνει και μια αίσθηση ανωτερότητας αν όχι κι εξουσίας (εγώ που ξέρω να μιλάω σωστά, εγώ που ξέρω τους κανόνες με τους οποίους συντάσσεται η γλώσσα μας, σας επαναφέρω στην τάξη).

Η Μπλάγκα έκανε πάντα στη ζωή της το σωστό, βασικά υπάκουε πάντα στους κανόνες, ήταν πάντα με τη μεριά του νόμου και των κανόνων: τους γνώριζε, τους υπάκουε, τους δίδασκε, περίμενε να συμμορφωθούν και οι υπόλοιποι σε αυτούς. Έχοντας σύζυγο αστυνομικό και ούσα εκείνη καθηγήτρια, πρέπει να κοιτούσε πάντα όλους αφ’ υψηλού, από το ύψος των νομοταγών νοικοκύρηδων πολιτών, από το ύψος των κανόνων.

Θα της συμβεί κάτι φουλ τραυματικό που θα τη συνταράξει και θα την αλλάξει, αλλά αξίζει να δούμε πρώτα τι είδους άνθρωπο άλλαξε. Τι είδους άνθρωπος ήταν πριν; Τι είδους άνθρωπος ήταν ως τότε; Γιατί ο γιος της της θυμώνει όχι μόνο για ένα δικό της μεγάλο λάθος, όχι μόνο για τις προτεραιοποιήσεις της (ήτοι, τον νεκρό πατέρα του που δεν θα του έκανε καμία διαφορά αν ήταν σε τεφροδόχο, έναντι του ίδιου και των εξόδων που έχει και της βοήθειας που θα μπορούσε να του δώσει με τις οικονομίες της), αλλά και για κάτι βαθύτερο; Ήταν πάντα -όπως της καταλογίζει- η «διανοούμενη»; Είναι δικό του το κόμπλεξ κατωτερότητας ή του το έχει μεταδώσει εκείνη, έχοντας εισπράξει διαχρονικά αποδοκιμασία, απογοήτευση και αποξένωση που δεν τα πήγε καλά στα γράμματα;

Κι όταν η Μπλάγκα πετυχαίνει στην πορεία έναν παλιό μαθητή της, στην ανάγκη του οποίου μάλιστα τώρα θα βρεθεί, δεν είναι μόνο ότι δεν τον θυμάται (ενώ δεν είναι δα και τόσα πολλά χρόνια που έχουν περάσει), δεν είναι μόνο ότι όπως της υπενθυμίζει ο ίδιος δεν τον θεωρούσε καλό μαθητή, είναι κι ότι του είχε πει πως δεν θα καταφέρει τίποτα στη ζωή του. Φράσεις που μένουν, φράσεις που ακόμα κι αν υποτεθεί ότι λέγονται σε ένα πνεύμα προειδοποίησης, παρακίνησης και νουθεσίας, φράσεις που ακόμα κι αν υποτεθεί ότι μπορεί όντως και να λειτούργησαν ως κινητήρια δύναμη διάψευσής τους, δεν παύουν να είναι αφόρητα σκληρές.


Κι όταν η Μπλάγκα πέφτει θύμα τηλεφωνικής απάτης, όταν, σύμφωνοι, την παγιδεύουν οι επιτήδειοι, αλλά, εξίσου σύμφωνοι, φέρεται και η ίδια βλακωδώς, προσπαθείς να καταλάβεις ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό που τη βρήκε: ότι έχασε μεμιάς τις οικονομίες μιας ζωής ή ότι ταυτόχρονα νιώθει και τεράστια ντροπή, νιώθει ένοχη και η ίδια, δεν μπορεί να συγχωρήσει στον εαυτό της το πώς παγιδεύτηκε; Κι εδώ έχουμε ίσως ένα έξτρα έννομο αγαθό που πλήττεται στις περιπτώσεις της απάτης. Αν σε κλέψουν, αν σε ληστέψουν, την περιουσία σου την έχουν αφαιρέσει ενεργητικά άλλοι. Στην απάτη, παραπλανιέσαι, πείθεσαι και την ενέργεια την κάνεις ο ίδιος, με αποτέλεσμα ότι μετά δεν έχεις να υποστείς μόνο τις πρακτικές της συνέπειες, αλλά έχεις να τα βάλεις και με τον εαυτό σου που πιάστηκε θύμα.




Και δίπλα στην εντελώς εκτός νόμου απάτη, δίπλα στο ποινικό δίκαιο, έρχεται και ο νόμος, ο νόμος της αγοράς όπως της λέει και της ξαναλέει ο απατεωνίσκος, το ημιλαμόγιο, ο υπεύθυνος που της είχε υποσχεθεί τον τάφο. Τον τάφο θα τον πάρει όποιος του δώσει πιο γρήγορα τα λεφτά, της εξηγεί. Πολύ πρόσφατα είδαμε στο ρουμάνικο «Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου» ξανά έναν τάφο να γίνεται μήλο της έριδος, ο συνδυασμός καπιταλισμός σε πρώην κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού και Βαλκάνια δίνει μια χροιά φαρ ουέστ στο τελευταίο κομμάτι γης που μπορείς να έχεις. Κι αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί για την Μπλάγκα ο τάφος και το μνήμα είναι τόσο σημαντικά, είναι ίσως επειδή για εκείνην αποτελεί μια τελική καταξίωση, ένα ήμασταν, εδώ με τον άντρα μου, ζήσαμε εδώ και τα κάναμε όλα σωστά, δικαιούμαστε μνήματα, δικαιούμαστε μια θέση κάτω από τη γη που ζήσαμε, δικαιούμαστε να φαίνονται τα ονόματά μας, δικαιούμαστε κάτι περισσότερο απ΄ το να είμαστε στάχτες σε ένα κουτί.

Ο δρόμος της Μπλάγκα μετά την εις βάρος της απάτη θα είναι μη αναμενόμενος. Μολονότι η ταινία του Στέφαν Κομαντάρεφ μοιάζει να πατάει με σιγουριά πάνω στο σενάριό της, μολονότι πρόκειται για ένα κατά τα άλλα δουλεμένο σενάριο, μολονότι η εξέλιξη της ηρωίδας του είναι εκτός από μη αναμενόμενη και ιδιαίτερα γόνιμη, δημιουργώντας διάφορες και αντικρουόμενες σκέψεις και συναισθήματα στον θεατή, που παρακολουθεί αντιδράσεις που τον ξενίζουν, γνώμη μου είναι ότι ταυτόχρονα όλα αυτά μπορούν και γίνονται ακριβώς επειδή το σενάριο «κλέβει», δημιουργώντας μια αλυσίδα αν όχι μη αληθοφανών, πάντως όχι ιδιαίτερα πιθανών και τραβηγμένων από τα μαλλιά εξελίξεων.

Και αυτές οι ευκολίες αφαιρούν κάτι από τη στιβαρότητα των «Μαθημάτων της Μπλάγκα», χωρίς ωστόσο να θεωρώ ότι φτάνουν μέχρι το σημείο να καθιστούν λιγότερο αληθινή την ίδια την κεντρική ηρωίδα. Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς θα συμπεριφερόταν αν δεν είχαν συμβεί όλες οι συγκεκριμένες τραβηγμένες εξελίξεις, πάντως έστω κι έτσι, έστω και με την καταλυτική βοήθειά τους, σχηματίζεται μπροστά στα μάτια του θεατή ένα ασυνήθιστο και ξεβολευτικό πορτρέτο, το οποίο υπηρετεί και αναδεικνύει με το παραπάνω η Έλι Σκόρτσεφα, σε μια ερμηνεία που εκπέμπει μεγάλη εσωτερική δύναμη, με το βλέμμα της και τη συνολική ανέκφραστη εκφραστικότητα του προσώπου της.

Στην κορυφή του Σούμεν είναι χτισμένο το μεγαλύτερο μνημείο των Βαλκανίων, ένα μνημείο για τα 1.300 χρόνια της Βουλγαρίας. Χτίστηκε το 1981 και στα δικά μου τουλάχιστον μάτια μοιάζει εκτός από το μεγαλύτερο και το ασχημότερο – και όχι μόνο των Βαλκανίων. Δίπλα σε ένα κτίριο αισθητικής ενός άλλου καθεστώτος που έφυγε, η Μπλάγκα που πρόλαβε να ζήσει τη μισή ζωή της στο ένα καθεστώς με τους δικούς του νόμους και την υπόλοιπη μισή στο άλλο με τους νόμους της αγοράς, ξέρει ότι τα 35 χρόνια του ενός ή του άλλου καθεστώτος είναι τίποτα μπροστά στα 1.300 χρόνια της Βουλγαρίας, που κι αυτή βέβαια ως κράτος-έθνος αριθμεί πάρα πολύ λιγότερα. Ξέρει ότι θα υπάρχει πάντα και σε κάθε καθεστώς η πλευρά των ανθρώπων που ζουν σύμφωνα με τους κανόνες κι εκείνη που ζει παρακάμπτοντας ή παραβιάζοντάς τους. Ξέρει πως όταν βλέπεις τους κανόνες να μην σου παρέχουν την ασφάλεια που σου παρείχαν ως τώρα, πρέπει να αποφασίσεις τι ήταν αυτό που σε είχε κερδίσει εξαρχής επάνω τους: το δίκαιο που αντιπροσώπευαν ή η δύναμη που μπορούσαν να επιβάλουν;