...............................................................
Ένα ξεχωριστό δίδυμο της «συμφοράς»
έγραψε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 15.04.24)
Ο Στόπαρντ στο «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» παίρνει δύο συμπληρωματικούς ρόλους από τον «Αμλετ», δύο ανδρείκελα, για να μιλήσει για το τι κρύβει η «σκιά» του κεντρικού ήρωα και ο Στάθης Λιβαθινός στήνει ξανά μια εξαιρετική παράσταση με ένα δεμένο σύνολο συντελεστών.
Παραμένει το ίδιο εντυπωσιακό, όπως φαντάζομαι και όταν πρωτοανέβηκε, παραμονές του ’68, σε ένα από τα πιο κεντρικά φεστιβάλ «πρωτοπορίας» της Ευρώπης, του Εδιμβούργου, και μάλιστα συστήνοντας μας έναν νεόκοπο συγγραφέα, τον τριαντάχρονο τότε Τομ Στόπαρντ. Χωρίς άλλη σκέψη η κριτική της εποχής το ενέταξε βιαστικά στο ρεύμα του παραλόγου που τότε συνέχιζε να είναι η βασική γραμμή κάθε ανορθόδοξου έργου. Εξάλλου το «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» δεν έκρυψε ποτέ τις καταβολές του. Χρησιμοποιώντας τον «Αμλετ» σαν περιεχόμενο και το «Περιμένοντας τον Γκοντό» σαν σχήμα έμοιαζε να συνδέει το πρώτο με το δεύτερο σε μια ενιαία σύλληψη.
Μα το έργο του Στόπαρντ είναι την ίδια στιγμή διαφορετικό από τις δύο άμεσες αναφορές του. Είναι μια σκοτεινή ελεγεία για τον ανθρωπάκο εκείνον, που εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι που τον υπερβαίνει και στο τέλος συντρίβεται. Είναι η τραγική κατάληξη της αντι-τραγικής ύπαρξης του διαχρονικού Ελπήνορα, που ζει στο περιθώριο της μεγάλης Ιστορίας και γίνεται κάποτε το αόρατο θύμα της. Στο βάθος του ενεδρεύει ακόμη μια θέση πολιτική, ταιριαστή με το κλίμα στα τέλη της δεκαετίας των ’60s. Θέση που αμφισβητούσε την εγκάθετη «πραγματικότητα», ανασύροντας τις φωνές των παρείσακτών της. Κι αυτό χρησιμοποιώντας το θέατρο για να αποκαλύψει το γύρω του θέατρο της ύπαρξης, καθώς ζητούμε το ένα διαμάντι να χαράξει το άλλο.
Τι κάνει λοιπόν ο Στόπαρντ; Παίρνει από τον «Αμλετ» δυο συμπληρωματικούς ρόλους που επιχειρούν το πέρασμά τους από τη μυθιστορηματική περιπέτεια του κεντρικού ήρωα, σαν εγκάρδιοι φίλοι πρώτα και σαν κρυφοί εντεταλμένοι του Κλαύδιου μετά. Και μετατρέπει τα δύο αυτά κενά «ονόματα» στα κεντρικά πρόσωπα του δικού του έργου.
Αλλη καλύτερη απόδειξη δεν υπάρχει πως από ένα μεγάλο έργο δεν «περισσεύει» τίποτα, -ούτε και τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του... Μα, για να ξαναγυρίσουμε στον Στόπαρντ, αυτός θα προβάλλει το δίδυμο της «συμφοράς», τα δικά του ανδρείκελα, για να μιλήσει με αυτά για το τι κρύβει όχι η «σιωπή», αλλά η «σκιά» του Αμλετ. Από την αρχή κιόλας, όταν τα δυο αυτά πλάσματα του θεάτρου θα συστηθούν ακόμη και μπερδεύοντας οι ίδιοι τα ονόματά τους, μέχρι το τέλος, δεν θα σταματήσουν να αναζητούν, όμοια με τους δορυφόρους του Γκοντό, το βλέμμα μας, για να εξασφαλίσουν με αυτό μια οντότητα, μια ορατότητα, μια φωνή και μια ύπαρξη.
Γιατί άθελα τους οι δύστυχοι έχουν εμπλακεί σε μια υπόθεση που δεν τους πολυδίνει σημασία, σε ένα θέατρο που δεν τους χαρίζει παρά μια βιαστική παρουσία. Εχουν ωστόσο αναλάβει μια αποστολή -συγκεκριμένα, να εκμαιεύσουν πληροφορίες από τον Αμλετ- ακόμη κι αν δεν τη θέλουν, δεν την καταλαβαίνουν, μα και ούτε μπορούν να τη φέρουν σε πέρας. Γίνονται έτσι τα γρανάζια μιας μηχανής που συμβαίνει ταυτόχρονα με αυτούς και εν τη απουσία τους.
Δίπλα τους βλέπουμε και μερικούς άλλους ακόμη. Τους «θεατρίνους» του έργου πρώτα, βγαλμένοι κι αυτοί από τις σελίδες του ίδιου σεξπιρικού αριστουργήματος. Περαστικοί διαβάτες του μύθου του που όμως εδώ, καθώς βρισκόμαστε στην έδρα τους, είναι μόνο κατ’ όνομα «φιλοξενούμενοι». Στην ουσία είναι οικοδεσπότες του «μεγάλου θεάτρου» που περιλαμβάνει εντός του κοσμοειδώλου του του τα πάντα: το δίδυμο των αντι-ηρώων, τον Αμλετ και τους άλλους ρόλους του έπειτα... Περιλαμβάνει κάποτε κι εμάς ακόμη, που βλέπουμε στην Κυκλάδων να μας βλέπουν, μάρτυρες μιας παράστασης που έχει μπει σε μια άλλη και εκείνη σε μιαν άλλη ακόμη βαθύτερη.
Πώς βγαίνει κάποιος από μια τέτοια δίνη; Ισως, λέει ο Στόπαρντ, αν αντιληφθεί, όπως συμβαίνει στους δύο συντρόφους στο τέλος, το τραγικά αναπόδραστο μα και κωμικά παράλογο της πορείας του, καθώς αυτός εξέρχεται από μια αφάνεια για να εισέλθει σε μια άλλη... Η μόνη παρηγοριά που απομένει για τα παροδικά πλάσματα είναι πως κάποιοι -όπως θα έλεγε ο Μπέκετ- πρόλαβαν να τα αντικρίσουν. Πώς κάποιοι άκουσαν και επανέλαβαν τα ονόματά τους...
Είναι ένα αληθινά σπουδαίο όσο και απαιτητικό έργο, που μας χάρισε μια εξίσου σπουδαία παράσταση. Τόσο σπουδαία μάλιστα, ώστε να πρέπει να γυρίσω πίσω για να θυμηθώ πότε άλλοτε ένιωσα τον ίδιο άφωνο θαυμασμό στην ούτως ή άλλως γεμάτη επιτυχίες πορεία του σκηνοθέτη της, Στάθη Λιβαθινού. Πρέπει να ήταν η θρυλική εκείνη στιγμή της παλιάς Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού με το «Αγάπης αγώνας άγονος», όταν και πάλι είδαμε τον ίδιο σκηνοθέτη να θριαμβεύει με την τεχνική και το θέατρο συνόλου που πρεσβεύει. Οχι πως δεν μεσολάβησαν έκτοτε ειλικρινείς έπαινοί μας για την ενδιάμεση προσφορά του. Ομως ένα τέτοιο αποτέλεσμα, που δεν μπορεί να είναι μόνο θέμα τεχνικής ή σπουδής, αλλά και του δαίμονα που μετατρέπει το όραμα σε τέχνη, σπάνια το συναντούμε.
Παράσταση άλλη που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τους συντελεστές της με βάση την απειροελάχιστη έστω απόκλιση της απόδοσης καθενός, δεν έχω δει άλλη φέτος, αλλά ούτε και αρκετά χρόνια πριν. Μιλώ για ηθοποιούς οι οποίοι εκτός από συμπαγές όργανο θεάτρου λειτουργούν σαν κάποιο ελβετικό κλειδί που αποκαλύπτει στο ίδιο εργαλείο τις πολλαπλές εκδοχές του. Μιλώ για τον συντελεστή της μουσικής, τον Θοδωρή Αμπαζή – η μουσική του αποδίδεται ζωντανά από τους Θοδωρή Κοτεπάνο, Φίλανδρο-Μάριο Καρρά, Δημήτρη Κοτταρίδη. Του φωτισμού από τον Αλέκο Αναστασίου. Του σκηνικού της πασαρέλας ή του ατέρμονου δρόμου των θεατρίνων αλλά και των άχρονων κοστουμιών της Ελένης Μανωλοπούλου. Συντελεστές όλοι που από κοινού εδραίωσαν τη δημιουργία ενός ολόκληρου σύμπαντος στο μικρό θέατρο της Κυκλάδων, ενός κόσμου ευρύχωρου με τα μέτρα της σκηνής, μεγάλου αν μετρηθεί με τις διαστάσεις του θεάτρου.
Μα νομίζω πως κοιτώντας το σύνολο της παραγωγής, εντοπίζω αμέσως το μυστικό της. Είναι όλοι στενοί συνεργάτες του σκηνοθέτη, δημιουργοί που μοιράζονται για χρόνια το όραμά του και κατακτούν βήμα το βήμα τον δρόμο τους. Και που τώρα, ευλογήθηκαν από ένα σπουδαίο έργο και μια ευδαιμονία.
Παρακάμπτω λοιπόν την τυπικά «πειραματική» απόδοση της διανομής κατά αλφαβητική σειρά για να σημειώσω ξεχωριστά το ζευγάρι των Βασίλη Ανδρέου και Νίκου Καρδώνη, με το μελαγχολικό και σαρκαστικό χαμόγελο πάνω του των αληθινών αντιηρώων. Η ερμηνεία τους ξεπερνά τους συνήθεις όρους της σκηνής μας και ζητά να χαρακτηριστεί στο βάθος των χρόνων. Ο Αρης Τρουπάκης είναι ο Μάγιστρος του θεάτρου, φτιαγμένος με τη στόφα και σοφία του. Για βοηθούς του έχει δυο δαιμόνια της σκηνής, τους Πάρη Αλεξανδρόπουλο και Φοίβο Μαρκιανό. Τον θίασο του «Αμλετ» αποτελούν οι Γιώργος Δάμπασης, Δημήτρης Φιλιππίδης, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Στάθης Κόικας και Μαρία Σαββίδου. Ακόμα και αν η δραματουργική παρέμβαση του σκηνοθέτη έχει κάποτε μειώσει την έκταση ορισμένων ρόλων, η σκηνική μαρτυρία των ηθοποιών παραμένει τέτοια ώστε να μην περνά κανείς/καμιά απαρατήρητος/η.
Θέατρο απλωμένο σαν σεντόνι από τη μια άκρη στην άλλη. Αν προλάβετε να βρείτε εισιτήριο στην Κυψέλη, θερμότερη παρότρυνση για φέτος δεν έχω άλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου