Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Απόσπασμα από τον "Αγαμέμνονα" του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990) (Από τη συλλογή "Τέταρτη Διάσταση", 1956 - 1972, εκδ. "Κέδρος" 1996)

 ...............................................................







           Γιάννης Ρίτσος (1909 - 1990)


Απόσπασμα από τον "Αγαμέμνονα" (Από τη συλλογή "Τέταρτη Διάσταση", 1956 - 1972, εκδ. "Κέδρος" 1996)



"...Περνάν τα χρόνια. Φεύγουμε. Γερνάμε· — όχι εσύ. Ξέρεις, η Ελένη,
σαν έπεσε η πόλη, ώρες ολόκληρες, καθόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη
που έβαλε και της κουβαλήσαν μες στο πλοίο· — παράξενος καθρέφτης:
δυο χρυσοί, παμπόνηροι έρωτες, λαξευμένοι στα πλάγια του κάδρου,
γυμνοί, χωρίς φαρέτρα, χωρίς τόξο, κοιτούν με δυσπιστία
αυτόν που κοιτάζεται στο κρύσταλλο. Λοιπόν, η Ελένη

φτιάχνει το πρόσωπό της τώρα στο πρότυπο της μνήμης της — κι ίσως πιο ωραίο
με την ανάμνηση, τη γνώση και τη θέληση (και με το πείσμα ακόμη)
με μυστικές βαφές —ολόκληρη αλχημεία— με ώχρα, ρόδινο, μαβί, ασημένιο,
με ισχυρό μαύρο τριγύρω στο γλαυκό των ματιών της,
με βαθύ βυσσινί στα μαλακά, σαρκώδη χείλη.

Βάφει τώρα το στόμα της μεγάλο, σα να ’ναι να εκφωνήσει απ’ τον εξώστη
ένα ανεξήγητο «όχι», ή να φιλήσει ένα Θεό. Μα, τί τα θες, το πρόσωπό της
δεν είναι κείνο πια που γι’ αυτό ξεκινήσαμε, γι’ αυτό πολεμήσαμε
σπέρνοντας με σπασμένα κουπιά, με τροχούς και κρανία πελάγη και κάμπους.
Ένα άλλο πρόσωπο πια —μπορεί το πιο δικό της— άλλο ωστόσο.
Κάτω απ’ τα εξαίσια χρώματα της θηλυκής της τέχνης
είναι σα να καλύπτει ή να κοιμίζει πικρά το θάνατό της. Και το ξέρει.

Μια μέρα, στο τραπέζι, κάτω στην ακρογιαλιά, για τα επινίκια,
αφού είχαμε θάψει τους νεκρούς, κι η πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη
κάπνιζε ακόμα στο ήσυχο φθινοπωριάτικο λυκόφως, η Ελένη
κρατώντας το ποτήρι μπρος στα χείλη της, φώναξε:
«ακούστε πώς ηχούν τα βραχιόλια μου· εγώ είμαι πεθαμένη» —
κι απ’ τα δόντια της χύθηκε ένα κάτασπρο φέγγος, που αιφνίδια
όλα έγιναν μάρμαρο και κόκαλο. Τα χέρια κι οι φωνές καρφώθηκαν στον αέρα.

Όλα άσπρα, κάτασπρα — και τα κατάρτια κι η θάλασσα· ένας γλάρος,
σαν χτυπημένος από αόρατο βέλος, έπεσε άηχα
καταμεσής στο τραπέζι, πλάι στους αμφορείς. Η Ελένη
τον πήρε στα χέρια της, τον κοίταζε αμίλητη,
έβρεξε το μικρό της δάχτυλο στο αίμα του κι έγραψε στο τραπεζομάντιλο
έναν άψογο κύκλο — ίσως μηδέν, ίσως ολόκληρο. Ύστερα,
μαδώντας, με μια κίνηση απίστευτης χάρης, μια τούφα πούπουλα
απ’ την κοιλιά του πουλιού, τα σκόρπισε γελώντας στα μαλλιά μας. Ξεχάσαμε.
Έμεινε μόνο μια γεύση λευκότητας κι εκείνος ο ανεξήγητος κύκλος.

Στο γυρισμό, στο Αιγαίο πέλαγος, μια νύχτα με μεγάλη φουρτούνα,
έσπασε το τιμόνι. Τότε αισθάνθηκα μια τρομαγμένη ελευθερία
μέσα σ’ αυτό το ακυβέρνητο ακριβώς. Παρατηρούσα
με μιαν απίστευτη όραση μες στο σκοτάδι. Ξεχώρισα
μια ναυτική κουλούρα να τινάζεται στα κύματα. Κατόρθωσα, μάλιστα,
στο λίγο φέγγος των πυρσών, να διακρίνω πάνω της τη λέξη «Λάχεσις».

Κι αυτή η κουλούρα, εκείνο το όνομα, και το ότι τα είδα,
μου ’δωσαν μια περίεργη ισχύ και γαλήνη· κι είπα μέσα μου:
«και μόνο αυτή η κουλούρα να σωθεί, δε χάθηκε τίποτα».

Την άλλη μέρα, γαλήνεψε το Αιγαίο· την είδα να επιπλέει
ανάμεσα στους ναυαγούς και στα σπασμένα ξύλα. Τη μάζεψα.
Την έχω ακόμη μες στον μπόγο μου σα μυστικό σωσίβιο. Αν θέλεις
μπορείς να την κρεμάσεις σα θυμητικό σ’ όποια κάμαρα
ή και να την πετάξεις —δε μου χρειάζεται πια— «Λάχεσις» λέει.

Ακατανόητα όλα, απατηλά· — κείνος ο Δούρειος Ίππος μπρος στα τείχη,
αμείλικτος· με τα τεράστια γυάλινα μάτια του αντανακλώντας τη θάλασσα —
ένα άλογο ξύλινο, με μάτια γαλάζια, ολοζώντανα. Θα νόμιζες
πως η ίδια η θάλασσα κοιτούσε τον εαυτό της με τα μάτια του αλόγου,
κοιτούσε ταυτόχρονα και τα σπλάχνα του αλόγου, θεοσκότεινα, κούφια,
με τους κλεισμένους, πάνοπλους πολεμιστές. Ωστόσο διατήρησα
εκείνη την γαλάζιαν όραση της θάλασσας, απέραντη,
ευσπλαχνική, κατάκοπη. Καμιά μνησικακία για τη μοίρα·
μονάχα η αίσθηση ενός ξένου αναπότρεπτου νόμου που έχει καταργήσει
τα λάθη και τις αμαρτίες καθενός χωριστά και την ευθύνη ολωνών μας.
Καμιά φορά κι η κούραση σού αφήνει ένα προαίσθημα αφθαρσίας, — έτσι δεν είναι;

Σ’ ένα συμπόσιο, εκεί κάτω, σε μια τρίμερη ανάπαυλα της μάχης,
όταν οι πάντες μεθυσμένοι (όχι τόσο από κρασί, όσο από θάνατο),
έσπαζαν τα ποτήρια τους στα βράχια, μου φάνηκε σα να ’δα τα σπασμένα ποτήρια
ακέρια πάλι κι αράγιστα να λάμπουν σε μιαν έξοχη σειρά ώς την άκρη του ορίζοντα,
σπιθίζοντας στις φλόγες των πυρσών· τελευταίο τελευταίο
έλαμπε το μισό φεγγάρι — μια ασημένια κούπα, αχνίζοντας γαλήνια
γεμάτη γάλα χλιαρό.
Και τότε ο Ίων, ο εικοσάχρονος,
πέταξε το χιτώνα του, κι ολόγυμνος σα θεός, πήδησε πάνω στο τραπέζι,
κλώτσησε πιάτα κι αμφορείς, έχυσε μιαν υδρία κρασί στη σγουρή κόμη του,
μούσκεψε ακέριος, έσταζε, έλαμπε. «Υπάρχει το ασύντριφτο»,
«υπάρχει το ασύντριφτο», φώναζε. Πέταξε το ποτήρι του — δεν έσπασε·
του το ’δωσαν ξανά· σημάδεψε μιαν άγκυρα· το ξαναπέταξε·
τέταρτη, πέμπτη, δέκατη φορά, — δεν έσπασε· (ίσως να ’ταν φτιαγμένο
από άλλη ουσία — ψεύτικο, — ποιός ξέρει; — ίσως πάλι
η ίδια η μέθη μας να μας επέβαλε την πειθώ του ακατόρθωτου).
Την άλλη μέρα
ο Ίων σκοτώθηκε στη μάχη. Ζήτησα το ποτήρι του μες στη σκηνή του, στο γυλιό του·
ερεύνησα παντού. Δεν το βρήκα. Όμως τα λόγια του εκείνα τα θυμάμαι.

Θαρρώ πως δε μ’ ακούς· — σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε
να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας
μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τί σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη
μετριέται και μετράει, — όπως τόνιζες πάντα.
Λες να ’χει κρυώσει
το νερό που μου ετοίμασες; Δε χρειάζεται νά ’ρθεις μαζί μου·
τα καταφέρνω μόνος μου — συνήθισα κει κάτω· κι ίσως καλύτερα έτσι.
Και, να σου πω, σα να ντρέπομαι κιόλας μπροστά σου.

Πέρασαν τόσα χρόνια — ξεμάθαμε· ξεχάσαμε. Το σώμα
(όχι μονάχα η ψυχή) σα να ’χει χάσει την παλιά του εκείνη βεβαιότητα:
κρουστό κι ολόρθο μες στην ίδια του χαρά να υπάρχει και να βλέπεται. Τώρα
μονάχα βλέπει (δύσπιστο αυτό και γερασμένο) με μιαν άλλην όραση
την έμπιστη κι αγέραστη ομορφιά του κόσμου, που πια δεν του ανήκει.
Τούτη την όραση, κανένας δεν τη συγχωρεί. Κι αλήθεια, έτσι ανεξάρτητη,
έτσι βαθιά κι αυτάρκης κι απεριόριστη, θαρρώ πως εμποδίζει
κι εμάς και τους άλλους — ανώφελη.
Τούτο το ρίγος — όχι γυάλινο τώρα,
εδώ στη ραχοκοκαλιά μου, — αλλιώτικο. Πριν λίγο ακόμη,
όλα ήταν γυάλινα —πρόσωπα, σώματα, αντικείμενα, τοπία, εσύ, εγώ, τα παιδιά μας—
γυάλινα, ακάλυπτα, στιλπνά — από σκληρό, διαυγές γυαλί. Παρατηρούσα μέσα τους μ’ ενδιαφέρον,
σχεδόν με αγαλλίαση — σαν σ’ ενυδρείο την κίνηση όμορφων, μικρών παράξενων ψαριών
ή και μεγάλων, άσκημων, σκυθρωπών κι αιμοβόρων — παράξενων πάντα. Κι έτσι, αιφνίδια,
σα να ’χει μαλακώσει το γυαλί — δεν παίρνει σχήμα, δεν έχει διαφάνεια,
σα να μην είχε σχήμα και διαφάνεια ποτέ· — σωριάστηκε χάμου
μαζί μ’ εκείνα που περιείχε — μια μάζα θολή, σα λερωμένο τσουβάλι
όπου μαζέψαν όπως όπως βρώμικα εσώρουχα για να τα πλύνουν μια μέρα
και δεν τα πλένουν· — βαρέθηκαν· τα ξεχάσαν εκεί (θέλουν να τα ξεχάσουν), πεταμένα
στο πάτωμα, σιμά στην πόρτα· — πέφτουν πάνω του, το κλωτσούν καθώς βγαίνουν
και πιο πολύ καθώς μπαίνουν στο σπίτι. Κι αλήθεια, τα ξεχάσαν,
και τί θα κάνουν να τα θυμηθούν; — έχουν σαπίσει κιόλας κλεισμένα
μέσα στην ίδια τους τη μυρωδιά από πανάρχαιους ιδρώτες, ούρα και αίμα.
Στο λουτρό, στο λουτρό,

Θα κρυώσει το νερό, θα ’χει κρυώσει. Πηγαίνω. Εσύ μείνε· — δε χρειάζεται. Επιμένεις; — Έλα."



"(Ο άντρας σηκώθηκε. Προχωρεί — προφανώς για το λουτρώνα. Αμίλητη η γυναίκα τον ακολουθεί. Έφυγαν. Η αίθουσα, άδεια τώρα, φαίνεται πιο μεγάλη. Ανέγγιχτο στο τραπέζι το πρόγευμα. Τα ποτήρια έχουν θαμπώσει κάπως. Το κράνος πάντα εκεί, μπροστά στον καθρέφτη. Βαριά ησυχία μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Ένα μερμήγκι σεργιανάει πάλι στ’ άσπρο τραπεζομάντιλο. Παρακολουθώντας το μερμήγκι, προσέχεις στο κέντρο του τραπεζιού ένα κυκλικό κέντημα — ένα στεφάνι κόκκινα λουλούδια. Άξαφνα, ακούγεται έξω, απ’ τη μαρμάρινη σκάλα, η φωνή της ξένης γυναίκας, σε καθάρια ελληνικά: «Πολίτες του Άργους, πολίτες του Άργους, το μεγάλο χρυσόψαρο μέσα στο μαύρο δίχτυ, και το σπαθί υψωμένο. Πολίτες τους Άργους, το σπαθί υψωμένο, δίγλωσσο, πολίτες του Άργους, πολίτες—». Δυνατά τύμπανα, σάλπιγγες, θόρυβος, πνίγουν τη φωνή τους. Ένας άντρας, ωραίος, ασκεπής, με πολεμική στολή, μ’ ένα μεγάλο, ματωμένο σπαθί στο χέρι, μπαίνει στην άδεια αίθουσα. Με τ’ αριστερό του χέρι παίρνει το κράνος απ’ την κονσόλα. Το φοράει ανάποδα. Η αλογοουρά στο πρόσωπό του. Σαν προσωπείο. Βγαίνει. Η φωνή της παραλοϊσμένης γυναίκας: «Πολίτες του Άργους, αργά πια, αργά, πολίτες του Άργους—». Σταματάει. Τα τύμπανα δυναμώνουν. Η πρώτη γυναίκα μπαίνει στην αίθουσα. Ωχρή, υψηλή, πανέμορφη. Ανεβαίνει σε μια καρέκλα. Κρεμάει στο καρφί του τοίχου μια ναυτική κουλούρα. "Λάχεσις", λέει. Ύστερα πλησιάζει τον καθρέφτη και διορθώνει τα μαλλιά της)."

ΑΘΗΝΑ, ΣΙΚΥΩΝ, ΗΡΑΙΟΝ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1966–Οχτώβρης 1970




Δεν υπάρχουν σχόλια: