Κυριακή 14 Απριλίου 2024

"Μάρκος Μπότσαρης, λόρδος Βύρων, Διονύσιος Σολωμός" γράφει ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 14.4.2024)

............................................................... 



Μάρκος Μπότσαρης, λόρδος Βύρων, Διονύσιος Σολωμός





γράφει ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 14.4.2024)





Μεσολογγίτικος μήνας ο Απρίλης. Στις 19 Απριλίου 1824, διακόσια χρόνια πριν, πεθαίνει στο «αλωνάκι» ο Τζορτζ Γκόρντον Νόελ Μπάιρον, ο οικείος λόρδος Βύρων. Δύο χρόνια αργότερα, νύχτα της 10ης προς την 11η Απριλίου 1826, η Εξοδος των πολιορκημένων συγκλονίζει τον κόσμο όλο. Και πρώτους τους ίδιους τους Ελληνες, που τα εμφύλια πάθη τους απειλούσαν με οικτρό τέλος την Επανάσταση. Κινδύνευαν, όπως προειδοποιούσε ο Μπάιρον, να καταντήσουν αθύρματα στα χέρια ξένου βασιλιά ή να κατασφαγούν από τους Οθωμανούς.

Στον Μπάιρον αφιέρωσαν ποίημά τους πολλοί Ελληνες λογοτέχνες: Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Αλέξανδρος Σούτσος, Αχιλλέας Παράσχος, Προβελέγγιος, Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Καρυωτάκης, Γρυπάρης, Δροσίνης, Πολέμης κ.ά. Το «ποίημα λυρικό» «Εις τον θάνατον του λορδ Μπάιρον» αποτελείται από 166 τετράστιχες στροφές, σε μέτρο εμβατηριακό, τροχαϊκό, όπως και στο ζευγάρι του, τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν». Γράφτηκε τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο του 1824, αλλά μόλις το 1849 δημοσιεύτηκαν οι δύο πρώτες στροφές του· άλλωστε ο Σολωμός δεν το εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Η Διχόνοια η δολερή

Αρκετοί οι κοινοί τόποι του «Υμνου» και του θρήνου για τον Βύρωνα, και πρώτα πρώτα το Μεσολόγγι και οι προτροπές για αποφυγή της διχόνοιας. Στον «Υμνο», η «δολερή» διχόνοια κρατάει σκήπτρο. Στο ποίημα για τον Μπάιρον, η «θεομίσητη Διχόνοια» απεικονίζεται «κρατώντας κάτι φίδια / που είχε βγάλει απ’ την καρδιά». Με τη Διχόνοια καταλήγει το ποίημα, και συγκεκριμένα με την ευχή-εντολή που απευθύνουν στους επαναστάτες «φάσματα ελληνικά»: «Η Διχόνοια κατατρέχει / την Ελλάδα· αν νικηθεί, / ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ, / τ’ όνομά σας ξαναζεί». Νωρίτερα, στις στροφές 81-82, ο Σολωμός εκλιπαρεί να σιγήσουν τα εμφύλια όπλα, και μάλιστα διά στόματος Μπάιρον: “Και τους φώναξε: «Φευγάτε / τσ’ Ερινύας την τρικυμιά· / ω, τι κάνετε; Πού πάτε; / Για φερθείτε ειρηνικά· // γιατί αλλιώς θε να βρεθείτε / ή με ξένο βασιλιά, / ή θα καταφανισθείτε /από χέρια αγαρηνά”».

Το σπουδαιότερο κοινό στοιχείο των δύο συγγενικών σολωμικών ποιημάτων είναι βέβαια η Ελευθερία. Ωστόσο, από το ενθουσιασμένο και ενθουσιαστικό «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά» έχουμε μετακινηθεί στο πικρό και λυπημένο «Κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά»: «Λευθεριά, για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί· / τώρα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάιρον το κορμί». Και, με εμβληματικό τρόπο: «Ακου, Μπάιρον, πόσον θρήνον / κάνει, ενώ σε χαιρετά, / η πατρίδα των Ελλήνων· / κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά».


Η κηδεία του Μπάιρον σημάδεψε το Μεσολόγγι, όπως έντεκα μήνες νωρίτερα η κηδεία του Σουλιώτη οπλαρχηγού.

Ποιοι προσκαλούνται πρώτοι στην κηδεία του Βύρωνα; «Πρώτοι ας έλθουνε οι Σουλιώτες». Ο Σολωμός διατηρεί ακέραιο το σέβας του απέναντί τους, παρότι, καλά πληροφορημένος όπως ήταν, ενδέχεται να είχε μάθει κάποια πράγματα εξαιρετικώς στενάχωρα, για τα βαριά παράπονα και των πολιορκημένων Μεσολογγιτών και του Μπάιρον από τη συμπεριφορά ορισμένων Σουλιωτών οπλαρχηγών· παράπονα απαθανατισμένα στα Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21, του Νικόλαου Κασομούλη λ.χ. και του Αρτέμιου Μίχου. Οταν ο ποιητής μιλάει για τους Σουλιώτες έχει στον νου του, σαν γενικό ισοδύναμό τους, τον Μάρκο Μπότσαρη. Οπλαρχηγό τίμιο ανάμεσα στους ζωντανούς, δοξασμένο ανάμεσα στις σκιές του Κάτω Κόσμου. Στον Μάρκο, άλλωστε, είχε αφιερώσει ποίημά του: «Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα / απάνου στου Μάρκου το σώμα· / απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος, / μια θλίψη, μια άκρα βοή, / και θρήνος και κλάψα πολλή». Και ο Κάλβος, μόνο τον Μάρκο κατονομάζει στην «Εις Σούλι» ωδή του: «Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε / φύλακες των δικαίων, / της Σελλαΐδος σώσατε / τα τέκνα και τον Μπότσαρην / διά την Ελλάδα».
Του Μάρκου η θανή

«Φλάμπουρα, όπλα τιμημένα, / ας γυρθούν κατά τη γη, / καθώς ήτανε γυρμένα / εις του Μάρκου τη θανή», γράφει λοιπόν ο Σολωμός, θυμίζοντας τη συγκλονιστική κηδεία του Μπότσαρη, αποτυπωμένη και σε δημοτικό μοιρολόι: «Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι, / τον Μάρκο παν στην εκκλησιά, τον Μάρκο παν στον τάφο». Ο ποιητής εμφανίζει τον νεκρό Μπάιρον ως επισκέπτη σεβαστικό στον τάφο του Μάρκου: «Αυτός άγρυπνα στενάζει, / και εις την πλάκα την πικρή / που τον Μπότσαρη σκεπάζει / για πολληώρα αργοπορεί. // Εχει πλάγιασμα θανάτου / κι άλλος άντρας φοβερός / εις τα πόδια του αποκάτου, / κι είναι αντίκρυ του ο ναός». Ο «φοβερός άντρας», όπως ξέρουμε από τις «Σημείωσες» του ποιητή, είναι «ο ανδρείος Κυριακούλης [Μαυρομιχάλης] οπού εσκοτώθηκε εις το Φανάρι. Κείτονται ο Μάρκος και αυτός εμπρός εις το Αγιον Βήμα του ναού της Παναγίας, απ’ έξω».


Στη στροφή 115, ο Ζακύνθιος απευθύνεται στον Αγγλο: «Πες μου, ανδρείε, τι μελετούνε / οι γενναίοι σου στοχασμοί / που πολληώρα αργοπορούνε / εις του Μάρκου την ταφή;» Εδώ συλλειτουργούν η φυσική και η μεταφυσική. Ή μάλλον, ο Σολωμός δίνει μαεστρικά μεταφυσική διάσταση στην υλική υπόσταση των πληροφοριών του. Διότι ο μεν Μπάιρον δεν θα μπορούσε να ξέρει πού θα ταφεί, ο Σολωμός όμως δεν θα μπορούσε παρά να ξέρει πού ενταφιάστηκε, πληροφορημένος από το άριστο δίκτυό του.

Η κηδεία του Μπάιρον σημάδεψε το Μεσολόγγι, όπως έντεκα μήνες νωρίτερα η κηδεία του Μπότσαρη. Παραθέτω από το βιβλίο του 1881 «Ο θάνατος του Μάρκου Βότσαρη – Βίος του Λόρδου Βύρωνος και θάνατος αυτού», μεταφρασμένο εκ της Ιταλικής υπό Σπυρίδωνος Γούλη Κερκυραίου. Ο συγγραφέας δεν κατονομάζεται. «Μέλαν φέρετρον, εφ’ ου έκειτο ξίφος και στέμμα εκ χρυσού και αλόης, ακολουθούμενον υπό της φρουράς του Μεσολογγίου και υπό απείρων πολιτών, εκομίζετο μετά τρεις ημέρας εις τον ναόν, ένθα ανεπαύοντο τα οστά του Μάρκου Βότσαρη. Ούτως ο αετός του Σουλίου και ο λέων της Αγγλίας ευρέθησαν υπό τον σταυρόν του αυτού τάφου».
Η επιστολή

Τι γνώριζε ο Βύρων που μάλλον δεν το γνώριζε ο Σολωμός; Οπως ιστορεί ο υπασπιστής του κόμης Πέτρο Γκάμπα στην «Εκθεσι των κατά την μετάβασιν του Βύρωνος», μεταφρασμένη από τον Μπάμπη Αννινο το 1925, η τελευταία επιστολή του Μάρκου απευθυνόταν στον Μπάιρον: «Η Εξοχότης σας είναι ακριβώς ο άνθρωπος οπού μας εχρειάζετο. […] Πολυάριθμος στρατός εχθρικός μάς απειλεί, αλλά με την βοήθειαν του Θεού και της Εξοχότητός σας, θα εύρη εδώ την πρέπουσαν αντίστασιν. Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών εξ έξ ή επτά χιλιάδων, στρατοπεδευμένων σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω με μερικούς άνδρας μου, διά να έλθω προς απάντησιν της Εξοχότητός σας. Μη βραδύνετε πολύ να έλθετε».

Η επιστολή έφτασε στον Μπάιρον τρεις ημέρες μετά τον σκοτωμό του Μάρκου. Ωστε, λοιπόν, την εκόμισε ένα ιερό «φάσμα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: