Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

"ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ" ποίημα του Ηλία Λάγιου (1958-2005) από τον φίλο στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 31.12.2019)

.............................................................








Ηλίας Λάγιος (1958 - 2005)





ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Να φτάνεις ώς το 2002
μ’ ένα κοστούμι μόδας του ’30.
Να λες του μεγαλόσχημου ήλιου: «Πάντα
μου αρκεί να δύω».
Να ’ρθείς στην γκρίζα χώρα του Σημίτη,
που ένα τραπέζης κάλπικο βιβλιάριο
θ’ αλλάξεις με μισθό, τζόκερ, ωράριο,
T.V. και σπίτι.
Μ’ αλκοόλ και νύχτα, μπάτσους κι ηρωίνη,
τ’ αδέλφια σου ενοικούν πλατεία Βάθης.
Σπεύσε το δίδαγμά σου να τους μάθεις.
Οργή κι οδύνη.
Τινάζεις απ’ τα ρούχα σου στου «Φλόκα»
άμμο απ’ τους σύσκιους δρόμους της Πρεβέζης.
Με τον Μαύρο μονότονα να παίζεις
πικέτο ή πόκα.
Περιστερές φρουρούν το Παρλιαμέντο.
Φλάσαρε ν’ ανεβείς στο Κολωνάκι.
Ίσκιος με ίσκιους θα πιεις σε λιγάκι
φαρμάκι φρέντο.
Και στην Δεξαμενή ως δεις ν’ απλώνει
του κυρ Αλέξανδρου ο επενδύτης,
θα τυλιχτείς πρηνής, θύμα και θύτης,
λευκό σεντόνι.
Να μπεις απλός πελάτης στην «Εστία»
κι όπως θ’ ακούς μεταμοντέρνους ήχους
να ψιθυρίσεις δυο δικούς σου στίχους,
έτσι στ’ αστεία.
Χλομούς δαίμονες βλέπεις υπεράνω
και στα έγκατα πύρινους ανθρώπους.
Ξέρεις να με πονάς με χίλιους τρόπους,
πριν καν πεθάνω.
Να ’χουνε σβήσει γύρω σου όλες κι όλοι,
δίχως να ονειρευτούν πράσινα δάση.
Ο θάνατος, μοιραίως, τους υφαρπάσσει
μ’ άδειο πιστόλι.
Κι αν παίξεις με τις κάργες, σαν παιδάκι,
στα κεραμίδια άφωνη μια λύρα,
ίσως συμμεριστείς εκ νέου, την μοίρα
του Καρυωτάκη.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ
Νέα Εστία, τχ. 1741, Ιανουάριος 2002


"ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΙ" Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911)

.............................................................







Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)





ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΙ

Μίαν πρωίαν πρὸ τριῶν ἐτῶν, ἦτο τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων, ἡ κυρα-Πράπω ἡ Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρὴ γυναικάρα πενηνταοκτὼ ἐτῶν, εἶχε σηκωθῆ νὰ πάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν νοννάν της εἰς τὰ Πατήσια. Εἶχε σπιτάκια μὲ μεγάλην αὐλήν, εἰς μίαν ἄκρην τῆς πόλεως, ὅπου ἔτρεφε γίδες καὶ προβατίνες καὶ κόττες καὶ φραγκόκοττες καὶ περιστέρια.
Τὸ γάλα τὸ ἐπώλει πρὸς ὀγδόντα λεπτὰ μὲ τὴν ὀκὰν τὴν ἰδικήν της. Τὰ περιστέρια, ἐκτάκτως μόνον, χωρὶς ὡρισμένον τιμολόγιον, ἂν τῆς εἶχε πνίξει κανὲν ἡ γάττα, ἢ ἂν εὕρισκε μουστερῆδες Γάλλους ἢ Ἰταλοὺς τοῦ θεάτρου. Τ᾽ αὐγὰ πρὸς 15 λεπτὰ τὸ ἓν, τὴν Σαρακοστήν.
Αὐτή, ἂν ὠρέγετο νὰ φάγῃ αὐγά, πρᾶγμα σπάνιον, θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὴν μεγάλην ἀγορὰν νὰ τὰ ψωνίσῃ. Τὰ εὕρισκε πρὸς μίαν δεκάρα τὰ τρία, σπασμένα, ἀλλὰ φρέσκα, καὶ μὲ δοκιμήν. Ποῦ νὰ γελασθῇ αὐτή!
Τὴν πρωίαν ἐκείνην εἶχε σηκωθῆ μὲ ἀπόφασιν νὰ πάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν νοννάν της, ἥτις ἦτο ἀρχόντισσα ἔχουσα οἰκίαν εἰς τὰ Πατήσια. Ἤρχοντο Χριστούγεννα, ἐπεθύμει νὰ τὴν φιλεύσῃ κάτι τι. Τί ἄλλο ἀπὸ αὐγά, εἰς τὴν πραγματείαν τῶν ὁποίων εἶχεν εἰδικότητα; Ἤξευρεν ὅτι θὰ εὕρισκεν ἐκεῖ τὸν νοννόν της, τὸν υἱὸν τῆς γραίας, ὅστις θὰ ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τῆς πληρώσῃ καλὰ τὸ δῶρόν της. Ἐμέτρησεν ὅσα αὐγὰ εἶχε, καὶ τὰ εὗρε δεκατέσσαρα.
«Νὰ τοὺς τὰ πάῃ ὅλα; Ἔχουμε καὶ λέμε 14 αὐγά, ἀπὸ μιὰ δεκάρα, 14 δεκάρες, μιὰ καὶ σαράντα, κι ἀπὸ μιὰ πεντάρα ἀκόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 καὶ 1,40 (ἐμέτρησεν ἐπὶ τῶν δακτύλων), δυὸ καὶ δέκα.
»Τότε θὰ ἔχανε μιὰ δεκάρα. Διότι, βέβαια, δὲν θὰ τῆς ἔδιδε παραπάν᾽ ἀπὸ δυὸ δραχμὲς ὁ νοννός, διὰ τὸ πεσκέσι της.
»Νὰ τοὺς πάῃ τὰ δεκατρία, ἔχουμε καὶ λέμε ὄξου τὰ 15 λεπτά, 1,95, θὰ ἐκέρδιζε μιὰ πεντάρα. Διότι πάντοτε δυὸ δραχμὲς θὰ τῆς τὰ ἐπλήρωνεν ὁ νοννός της. Ἂς εἶναι τὰ 13. Μὰ τὸ 13 λένε πὼς δὲν εἶναι καλὸ νούμερο. Νὰ τοὺς πάῃ τὰ δώδεκα;… Εἴπαμε πόσα; 1,90, τὰ δεκατρία; Πόσα εἴπαμε; 2,10 τὰ δεκατέσσαρα… Βγάλε τὰ 15, μένουν 1,95. Ναί, μιὰ καὶ 95. Βγάλε τὰ 15, κάνουν 1,80 τὰ δώδεκα.
»Ἂς τοὺς πάῃ τὰ δώδεκα ποὺ εἶναι καλὸ νούμερο. Δὲν θὰ τῆς δώσῃ παρακάτω ἀπὸ ἕνα δίδραχμο ὁ νοννός της, καὶ ρέστα δὲν θὰ καταδεχθῇ νὰ πάρῃ, καὶ ποῦ νὰ ἔχῃ αὐτὴ ρέστα ἐπάνω της; Ναί, τὰ δώδεκα θὰ τοὺς πάῃ.»
Τὰ ἐτύλιξεν εἰς λευκόν, καθαρὸν μανδήλιον, κ᾽ ἐξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δὲν ἦτο τόσον γερὴ στὰ πόδια, διὰ τὰ Πατήσια. Εἶχεν ὑπολογίσει τὴν ὥραν ὁποὺ θὰ εὕρισκεν ἐκεῖ τὸν νοννόν της, ἐλθόντα πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὸ γραφεῖόν του, πλὴν ὄχι ἀμέσως, ἀλλ᾽ ὀλίγον ὕστερα, εὐθὺς μετὰ τὸ γεῦμα, ὅτε θὰ τοὺς εὕρισκεν εὐδιαθέτους. Ποτὲ δὲν θὰ ἔπραττεν, αὐτή, τὸ σφάλμα νὰ παρουσιασθῇ ἀκριβῶς τὴν ὥραν τοῦ γεύματος.
Ἡ κυρα-Πράπω ἐπέτυχε μὲ τὸ παραπάνω. Ἐδέχθησαν τὰ αὐγά (τὰ ὁποῖα ἦσαν ὁμολογουμένως πρόσφατα), τῆς τὰ ἐπλήρωσεν ὁ νοννός της ἓν δίδραχμον, μετὰ μικροῦ μορφασμοῦ τῆς νοννᾶς, ἥτις ὅμως δὲν ἠμπόρεσε νὰ μὴν τὴν καλέσῃ νὰ καθίσῃ εἰς τὴν ἰδίαν τράπεζάν της, διὰ νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ἀποφάγια. Ἡ κυρα-Πράπω δὲν ἦτον ἐντελῶς νηστική, ἀλλ᾽ εἶχε προγευματίσει εἰς τὰς δέκα. Ἔπειτα ὁ ἐξοχικὸς ἀὴρ τῆς εἶχεν ἀνοίξει τὴν ὄρεξιν.
Ἀφοῦ ἔκαμε διαφόρους ὁμιλίας, ὄχι ἀδεξίως, ὕστερα, μεταξὺ λόγων, παρενέβαλεν ὅτι εἶχεν ἔλθει πεζή, καὶ παρεπονέθη διὰ τοὺς πόδας της… ᾤκτειρε καὶ τὰ γεράματα τοῦ συζύγου της, τοῦ μπαρμπα-Πράπη, ὅστις δὲν ἦτο πλέον ἱκανὸς διὰ τίποτε. Ὁ νοννός, ὅστις εἶχε γίνει πολὺ εὐδιάθετος ἀπὸ δύο κύπελλα γενναίου οἴνου καὶ ἀπὸ μικρὸν ποτήριον σαρτρὲζ μὲ τὸν καφέν, ἔβγαλε καὶ τῆς ἔδωκε δύο ἢ τρεῖς δεκάρες, διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ λεωφορεῖον εἰς τὴν ἐπιστροφήν. Νέος μορφασμὸς τῆς νοννᾶς, ἥτις ἐσυλλογίζετο ὅτι τὰ αὐγὰ θὰ τὰ ἠγόραζε πρὸς μίαν δεκάρα τὸ ἕν, φρεσκότατα, εἰς τὰ Πατήσια, καὶ ὅτι τὰ πόδια τῆς ἀναδεκτῆς κανεὶς δὲν τὰ εἶχε προσκαλέσει νὰ λάβουν τὸν κόπον νὰ μεταφέρωσιν εἰς τὰ Πατήσια τὸ χονδρὸν σῶμά της.
*

* *

Τελευταῖον ἐμάζευσε μὲ τὸ θάρρος ὀλίγες πεπονόφλουδες, ὁποὺ εἶχαν μείνει ἐπὶ τῆς τραπέζης, διὰ τὴν κατσίκαν της, τὰς ἐτύλιξεν εἰς τὸ μανδήλι καὶ ἀπῆλθεν. Εἶχε ξεκουρασθῆ πολὺ καὶ δὲν ἔκρινεν ἐπάναγκες ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὸ λεωφορεῖον. Ἐγύρισε πεζή.
Ἐπέρασεν ἀπὸ ἓν ἐξοχικὸν σπιτάκι, ὅπου ἐκατοικοῦσε μία περιβολάρισσα ἐξαδέλφη της, ἐφλυάρησεν ἀρκετά, ἐμάζευσε κ᾽ ἐκεῖθεν ὅ,τι εὗρε χρήσιμον διὰ τὴν κατσίκαν της, ἐνυκτώθη, κ᾽ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν κρατοῦσα μεγάλην ἀβασταγὴν ὑπὸ τὴν μασχάλην της.
Εἴκοσι βήματα πρὶν φθάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν της, τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχαν ἀνάψει τὸν ἐκεῖ φανὸν τοῦ ἀερίου, βλέπει μικρὸν παιδάκι ὁποὺ ἔκλαιε μεμονωμένον.
― Τί ἔχεις, παιδί μου;
Τὸ παιδίον ἐψέλλισε ζητοῦν τὴν μητέρα στὸ σπίτι.
― Τίνος εἶσαι, μικρό μου;
Τὸ παιδίον δὲν ἤξευρε νὰ πῇ τίνος ἦτον.
― Πῶς τήνε λένε τὴν μάννα σου;
― Μαμά.
― Καὶ τὸν πατέρα σου;
― Μπαμπά.
Ἡ κυρα-Πράπω ἦτο εἰς ἀμηχανίαν. Ἔλαβε τὸ παιδίον ἀπὸ τὴν χεῖρα καὶ τὸ ὡδήγησε μέχρι τῆς θύρας τῆς μάνδρας ὅπου ἦτο τὸ σπίτι της. Ἐκεῖ ἐστάθη ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτά, ἐφώναξε μὲ τὴν ὀξυτραχῆ φωνήν της τὴν κόρην της, τὴν Μαρίναν, νὰ τὴν ξαλαφρώσῃ, καὶ εἰς ταύτην ἐλθοῦσαν παρέδωκε τὴν δέσμην μὲ τὲς φλοῦδες καὶ τὰ ἐξώφυλλα τῶν φυτῶν, ὅσα ἐκόμιζε, καὶ εἶτα ἔμεινε διστάζουσα, ἐρωτῶσα μεγαλοφώνως τὲς γειτόνισσες, ἂν καμμία ἐξ αὐτῶν ἐγνώριζε τὸ παιδίον.
Πολλαὶ τὸ ἐκοίταξαν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀερίου, τὸ ἔψαξαν, τὸ ἐγύρισαν. Καμμία δὲν ἔτυχε νὰ τὸ γνωρίζῃ.
*

* *

Κατὰ τύχην, ὡς σύνηθες εἰς τὰ παραμύθια, συνέβη νὰ περνῶ ἀπ᾽ ἐκεῖ. Ἄλλως, ἤμην γείτων, καὶ ἦτο ἡ συνήθης ὥρα ὅτε κατηρχόμην εἰς τὴν συνοικίαν.
Ἡ κυρα-Πράπω μὲ εἶδε καὶ μὲ ἔκραξεν:
― Ἔλα… ἐσὺ ποὺ ἔχεις γουρλίδικο χέρι, μοῦ λέγει.
Μοῦ ἐνθύμισεν ἀμέσως ὅτι πρὸ ὀλίγων μηνῶν συνέβη νὰ χαθῇ ἓν παιδίον, κ᾽ ἐκεῖνο, κατὰ περίπτωσιν, εἶχε πέσει εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς, τὴν ἰδίαν ὥραν τῆς ἑσπέρας· ὅτι ἐγώ, ἰδὼν αὐτὸ κλαῖον εἰς τὰς χεῖράς της καὶ ζητοῦν τὴν μαμά του, τοῦ ἔδωκα μίαν δεκάραν διὰ νὰ μερώσῃ. Ὅτι κατ᾽ εὐτυχῆ συγκυρίαν, εὐθὺς μετὰ τὴν δεκάραν, συνέβη νὰ παρουσιασθῇ ἡ μήτηρ τοῦ παιδίου, ἥτις τὸ ἀνεζήτει ἀπὸ ὡρῶν, καὶ νὰ ἔλθῃ νὰ τὸ συμμαζεύσῃ.
Ἔκυψα καὶ ἐκοίταξα τὸ παιδίον. Δὲν τοῦ ἔδωκα δεκάραν, ἔκαμα κάτι καλύτερον. Τὸ ἐγνώρισα.
― Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ὁ Γιῶργος, τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ, εἶπα.
*

* *

Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἠγάπα τὰ δύο παιδιά του μὲ τόσον ἔνθερμον ἀγάπην, ὅσον ὀλίγοι γονεῖς εἰς τὸν κόσμον. Τόσον, ὥστε ὁ ἴδιος τοὺς ἔκαμνε τὴν μητέρα, καὶ τοῦτο ὄχι δι᾽ ἔλλειψιν μητρός, ὁπότε τὸ πρᾶγμα θὰ ἦτο εὐεξήγητον, ἀλλὰ διότι ἡ μήτηρ τοὺς ἔκαμνε… τὸν ἄγγελον τῆς ἑστίας.
Φαντάζομαι μέλαθρον, χριστιανικὴν οἰκίαν ἑλληνικὴν ζωγραφισμένην μὲ τὰς δύο κλίσεις τῆς στέγης, ὡς δύο πτέρυγας ἀγγέλου-γυναικὸς τανυομένας ἐπάνω τῆς ἑστίας.
Τοιαύτη μήτηρ ἦτο ἡ Γιακουμίνα, ἡ φαμίλια* τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.
Ἦτο μία χαρὰ νὰ βλέπῃ τις τὸν μαστρο-Δημήτρην νὰ κρατῇ εἰς τὴν ἀγκάλην τὸν τριετῆ υἱόν του, καὶ νὰ σύρῃ ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸ πενταετὲς θυγάτριον, νὰ ὁδηγῇ τὰ δύο παιδιὰ εἰς τὸ πλησίον μικρὸν μπακάλικον, τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευε καὶ ὡς ζαχαροπωλεῖον διὰ τὴν γειτονιάν, διὰ νὰ τοὺς ἀγοράσῃ λιαλιὰ*-κοκκὰ νὰ τὰ φιλεύσῃ.
Τὰ δύο παιδιὰ ἤστραπτον ἀπὸ καθαριότητα, καὶ ἦσαν ὡραῖα καὶ καλοθρεμμένα. Ὅλα τὰ ἀποτελέσματα ταῦτα ἦσαν ἔργον τοῦ ἀγγέλου τῆς ἑστίας, καὶ ἦσαν προϊὸν τῶν κόπων καὶ τῶν μισθῶν τοῦ μαστρο-Δημήτρη, ὅστις ἦτο ἀσπριστὴς ἢ χρωματιστὴς τὴν τέχνην, καὶ πρᾶγμα σπάνιον, εἶχε κατορθώσει μόνον μὲ τὴν φιλοπονίαν καὶ τὰ ἡμεροδούλια του νὰ κτίσῃ καὶ ν᾽ ἀποκτήσῃ (ἦτο καὶ ὀλίγον κτίστης) ἕνα μικρὸν σπιτάκι, κάτω εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, ἐκεῖθεν τοῦ Μεταξουργείου.
Καὶ ἡ φαμίλια του στὸ σπίτι ἔπλυνε, κ᾽ ἐσφουγγάριζε, κ᾽ ἔρραπτε, κ᾽ ἐμβάλωνε, κ᾽ ἐζύμωνε, κ᾽ ἐμαγείρευε, καὶ ἦτο ὅλη χάρις καὶ χαρὰ τῆς ἑστίας.
Ποτὲ δὲν εἶδαν οἱ γείτονες τόσον καμαρωμένον ἀνδρόγυνον. Φαντασθῆτε, ἡ Γιακουμίνα, ὁμοία μὲ χελιδόνα μητέρα, νὰ στρώνῃ, νὰ συγυρίζῃ, νὰ ἑτοιμάζῃ τὴν φωλεάν, καὶ ὁ πατὴρ ὅμοιος μὲ πελαργόν, φέροντα τὰ χελιδονάκια τῆς ἀνοίξεως, νὰ φέρῃ, νὰ βαστάζῃ καὶ νὰ κουβαλῇ τὰ δύο παιδιά, τὰ ὁποῖα ὠνόμαζε συνήθως ψέματα, ἤξευρεν αὐτὸς διατί. Διότι, πρὶν ἀποκτήσῃ τὰ δύο ταῦτα παιδιά, ἦτο «χαροκαμένος». Τοῦ εἶχαν ἀποθάνει ἄλλα δύο. Τὸν Γιῶργο τὸν ὠνόμαζεν ἕνα ψέμα, διότι ἦτο μικρὸς καὶ τρυφερός. Καὶ τὴν Παρασκευὴν τὴν ὠνόμαζε ψευτρού, ἴσως διότι ἀνῆκεν εἰς τὸ φῦλον τὸ πλέον ψεύτικον.
*

* *

Τὰ ἠγάπα πράγματι ὁλοψύχως, τὰ ἠγάπα πολύ ― ὄχι ὅμως περισσότερον παρ᾽ ὅσον ἠγάπα ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ Παρκιώτης τὰ ἰδικά του πέντε ἢ ἕξ παιδιά, μισὴν δωδεκάδα σωστήν. Καὶ ὁ μὲν Δημήτρης ὁ Χωριανὸς ἦτο νέος καὶ ἀκμαῖος ἀκόμη, ὁ δὲ μπαρμπα-Στέργιος ἦτο γέρων καὶ ἀσθενής. Ἔπασχεν ἀπὸ τὴν νόσον τὴν ὁποίαν ἰάτρευε κρυφὰ ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης.
Ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης εἶχε τὴν δικαιοδοσίαν του ἐκτεινομένην τριγύρω εἰς τοῦ Ψυρρῆ, εἰς τοῦ Τάτση τὴν Βρύσιν, εἰς τοῦ Τριγκέτα, εἰς τὸν Ἁι-Θανάσην, μέχρι τῆς πλατείας Κουμουνδούρου. Ἦτον σχεδὸν τόσον κρυφὸς εἰς τὸ ἐμπόριον, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἰατρικήν. Αὐτὸς καὶ ὁ γάιδαρός του δὲν ἔβγαζαν ποτὲ λέξιν οὔτε φωνήν. Εἶναι ὁ μόνος μανάβης ὅστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωὶ καὶ μεσημέρι καὶ βράδυ, μὲ τὸ γαϊδουράκι του, ὅλους αὐτοὺς τοὺς δρόμους καὶ τοὺς δρομίσκους, χωρὶς νὰ ἐξέρχεται γρῦ ἀπὸ τὸ στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ἢ μασᾷ κάτι τι ―λάχανα, σέλινα, ἢ κουνουπίδια― ἀλλὰ τόσον χαμηλά, ὥστε μόνος αὐτὸς τ᾽ ἀκούει.
Καὶ τὸ γαϊδουράκι του ποτὲ δὲν ἠκούσθη νὰ βγάλῃ ὀγκανισμόν. Ὁρμεμφύτως μιμεῖται τὸν ἀφέντην του. Καμμίαν φοράν, ὁ Νικόλας, ἐνῷ διατρέχει τοὺς δρόμους, περιμένων νὰ τὸν ἰδῇ καμμία πτωχὴ οἰκοκυρὰ νὰ τὸν κράξῃ, διὰ νὰ σταματήσῃ (ἴσως ἔχει τακτικοὺς μουστερῆδες, κρυφοὺς ὅσον καὶ αὐτός, ἔχοντας πεποίθησιν ὅτι δὲν πωλεῖ ξίκικα), τὸ ἀπομεσήμερον, ἢ τὸ βράδυ-βράδυ, βάλλει τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του εἰς τὰ κάπουλα, ἀνάποδα, βλέποντα πρὸς τὴν οὐράν, ἀκουμβῶντα τὰ νῶτα ἐπὶ τῶν καλάθων, καὶ τοῦ λέγει νὰ κρατῇ τὴν οὐρὰν τοῦ γαϊδάρου, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς δὲν ἔχει τὴν ἱκανότητα, ὅθεν ὁ πατὴρ ἀναγκάζεται νὰ βαδίζῃ σιμὰ-σιμά, κρατῶν αὐτὸς τὴν οὐρὰν τοῦ ζῴου, διὰ νὰ μὴ γλιστρήσῃ καὶ πέσῃ ὁ υἱός του.
Αὐτὸ καὶ μόνον τὸ θέαμα θὰ μὲ καθίστα ἔνθουν, ἐὰν εἶχα λεπτὰ διαθέσιμα, ὥστε ν᾽ ἀποφασίσω ν᾽ ἀγοράσω, ὄχι μόνον ὅλα τὰ λαχανικὰ τοῦ Νικόλα, μαζὶ μὲ τὰ κοφίνια, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν γάιδαρόν του.
Πλὴν δὲν εἶμαι βέβαιος ἂν τὸν πωλεῖ, διότι ποῦ νὰ εὕρῃ ἄλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβὸν καὶ διακριτικόν, ἱκανὸν νὰ μιμῆται τὸν ἀφέντην του, ὅστις εἶναι τόσον κρυφός, ὥστε μόνον κατὰ συγκυρίαν συνέβη νὰ μάθω τὴν ἰατρικὴν εἰδικότητα, τὴν ὁποίαν ἔχει εἰς τὸ νὰ θεραπεύῃ κρυφὴν νόσον;
*

* *

Νόσον ἐξ ἧς ἔπασχεν ὁ μπαρμπα-Στέργιος ὁ Παρκιώτης, ὅστις ἀνέτρεφε μισὴν δωδεκάδα παιδιὰ μὲ τὴν καλήν του προαίρεσιν. Καὶ ἡ ἐργασία του συνίστατο, τὸν χειμῶνα εἰς τὸ νὰ μαζεύῃ καὶ κουβαλῇ ἀγριολάχανα ― ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βροῦβες, βλαστάρια (τὰ ὁποῖα ἤξευρεν ὅλα τὰ χλοώδη καὶ ἀπάτητα μέρη διὰ ν᾽ ἀνέρχεται νὰ τὰ μαζεύῃ), καὶ τὸ καλοκαίρι, εἰς τὸ νὰ κουβαλῇ κληματόφυλλα, τὰ ὁποῖα ἐπώλει εἰς τὰ μπακάλικα πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὴν ὀκάν. Οἱ δὲ ἀμπελοκτήμονες τῆς Ἀττικῆς πεδιάδος ὄχι μόνον τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ μαζεύῃ κληματόφυλλα ἀπὸ τ᾽ ἀμπέλια των, ἀλλὰ τὸν ἐπαρακαλοῦσαν νὰ τὸ κάμνῃ, διότι τοὺς ἐγλύτωνεν ἀπὸ ἔξοδα καὶ ἀπὸ μεροκάματα. Ἦτο τεχνίτης καὶ ἤξευρε νὰ «ἀργολογᾷ»* καὶ νὰ ξεφυλλίζῃ καλῶς, ἀπαλλάττων τὰ κλήματα ἀπὸ ὅλα τὰ περιττὰ φύλλα. Ἀγαθοποιὸς καὶ ὄχι κακοποιός, ἐργάτης καὶ ὄχι κηφήν, χριστιανός, ὄχι ἀπάνθρωπος.
Ἦτο συγκινητικὸν νὰ τὸν βλέπῃ τις, ὡς ζυγαριὰν ἔμψυχον, φορτωμένον ἕνα σάκκον γεμᾶτον λάχανα ἢ φύλλα εἰς τὴν πλάτην ὄπισθεν, καὶ νὰ φέρῃ, ἀχώριστον ἀπὸ τὸ σῶμά του, ἄλλον ὀγκώδη σάκκον κρεμασμένον ἔμπροσθεν, εἰς τὴν πολύπτυχον βράκαν του. Ἦτο αὐτὴ ἡ νόσος, τὴν ὁποίαν ἐθεράπευε κρυφὰ ὁ Νικόλας ὁ Μανάβης.
*

* *

Ἔζησεν ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου του, καὶ ἀνέθρεψε πέντε ἢ ἓξ παιδιά, τὰ ὁποῖα… δὲν ἦσαν ἰδικά του. Ἀπέθανεν, ὁ πτωχός, πρὸ τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν, καὶ εὗρεν ἀνάπαυσιν τῶν κόπων του. Τὸ σῶμά του, τὸ ἀποκαμωμένον καὶ βασανισμένον, τὸ κυρτωθὲν ἀπὸ τὸ σκύψιμον καὶ ἀπὸ τὸ φόρτωμα, ἴσαξε καὶ ἔγινεν εὐθὺ ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης.
Ἐλπίζω καὶ πιστεύω ὅτι θὰ ἐπῆγεν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὁ πτωχός, πολὺ σιμὰ εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον. Ναί, σιμά, πολὺ σιμά.
*

* *

Δὲν ἦσαν ἰδικά του. Δὲν εἶχεν ἀποκτήσει ποτὲ παιδιά, ἀπὸ τὴν φαμίλια του. Εἶχε πάρει ἀπὸ τὸ Νηπιακὸν Ὀρφανοτροφεῖον (ἴσως εἶναι πολλοὶ ὁποὺ φοβοῦνται νὰ διέλθωσιν ἔξωθεν τοῦ ἱδρύματος ἐκείνου, καὶ δὲν ἠξεύρουν ποῦ τῶν Ἀθηνῶν κεῖται), εἶχε πάρει ἓν ἔκθετον κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα δεύτερον καὶ τρίτον, εἶτα τέταρτον καὶ πέμπτον.
Μέχρι τοῦ τρίτου ὀρφανοῦ, τοῦ ἔδιδαν, διὰ τὸ καθέν, τὰς κανονισμένας 15 δραχμὰς τὸν μῆνα. Ὅταν ἐζήτησε νὰ πάρῃ τέταρτον καὶ πέμπτον, τοῦ τὰς εἶχαν κόψει τὰς 45 δραχμάς, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἐδήλωσεν ὅτι τοῦ ἤρκουν αἱ 30, τὰς ὁποίας ἐλάμβανε διὰ τὰ δύο τελευταῖα. Δὲν εἶχαν μεγαλώσει ἀκόμη ἀρκετὰ τὰ τρία πρῶτα, ὥστε νὰ εἶναι χρήσιμα. Ἦσαν ἀπὸ 6 ἕως 8 ἐτῶν. Πλὴν ἦτο εὐχαριστημένος. Καὶ ἡ φαμίλια του τὰ εἶχε πονέσει, καὶ τὰ ὑπερηγάπα, καὶ δὲν ἤθελε ν᾽ ἀποχωρισθῇ ἀπ᾽ αὐτά.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο ἐπόπτης ἢ σύμβουλος, ἢ δὲν ἠξεύρω τί, τοῦ ἱδρύματος ἐκείνου, εἷς κύριος ἄγαμος, μὲ γυαλιά, μὲ ἀσημένια δόντια, μὲ παγωμένον μειδίαμα. Οὗτος ἠγάπα τὰ ὀρφανὰ ὡς νὰ ἦσαν ἰδικά του. Καὶ τίς ἠξεύρει ἂν δὲν ἦσαν! Ἐπροστάτευε τὰ ἐσωτερικά, καὶ δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ παραπάνω ἀπὸ 25 δραχμὰς εἰς τὸν μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος ἐπείσθη νὰ δώσῃ τὰς 30. Ὁ ἄγαμος κύριος μὲ τὰ γυαλιὰ δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὰ φιλανθρωπικά, καὶ ἦτο πάντοτε μέσα εἰς διαχειρίσεις καὶ ἐπιμελητείας, καὶ εἰς ὅλας τὰς ὀνομασίας τὰς ἐμπεριεχούσας χεῖρα καὶ μέλι. Τοιοῦτοι αὐστηροὶ ἄνθρωποι χρειάζονται πράγματι εἰς τὰ εὐαγῆ καθιδρύματα.
*

* *

Τὰ δύο παιδία τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ ἦσαν τόσον ἰδικά του, ὅσον καὶ ἡ μισὴ δωδεκὰς ἦτο τοῦ μπαρμπα-Στέργιου, τοῦ Παρκιώτη. Καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸ ἐκθετοτροφεῖον τὰ εἶχον λάβει. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦτον ὅτι ὁ μαστρο-Δημήτρης ἦτο «χαροκαμένος», καὶ τὰ ἠγάπα μὲ ἀγάπην διπλῆν αὐτὸς καὶ ἡ Γιακουμίνα, ἡ φαμίλια του.
Τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην, καθὼς εἶπα ἐν ἀρχῇ, ἀνεγνώρισα τὸν Γιῶργον εἰς τὰς χεῖρας τῆς κυρα-Πράπως, καὶ εἶπα:
― Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι τοῦ μαστρο-Δημήτρη τοῦ Χωριανοῦ.
― Ἄ! μπασταρδέλι; μοῦ λέγει ἡ κυρα-Πράπω.
― Δὲν ξέρω, μπάστα… τῆς λέγω μασήσας τὸ ἥμισυ τῆς λέξεως. Μὰ τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄχι πολὺ μακριά, ἐδῶ κάτω, πέρα ἀπ᾽ τὸ Μεταξουργεῖο…
Τὴν στιγμὴν ὁποὺ ἐπρόφερα τὴν μισὴν ἐκείνην λέξιν, ἀκουσίως ἐνθυμήθην ὅτι ἡ κυρα-Πράπω εἶχε συχνὰ ἰταλίδες νοικάρισσες, εἰς τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ της, ἀλλ᾽ ὅμως δὲν εἶχε κατορθώσει ποτὲ νὰ μάθῃ ἄλλην λέξιν ἀπὸ τὸ στόμα των εἰμὴ πάνε* καὶ ντανάρο* καὶ ἀμόρε* καὶ ἦτο πολὺ μακρὰν τοῦ νὰ γνωρίζῃ, καὶ ρωμέικα ἀκόμη, τί σημαίνει μπάστα*.
Εὐθὺς ὕστερον εὑρέθη εἷς καλὸς χριστιανός, ὅστις ἐγνώριζε τὸν πατέρα καὶ τὴν οἰκίαν, ἀλλ᾽ ὄχι καὶ τὸ παιδίον, πρόθυμος νὰ ὁδηγήσῃ τὸν μικρὸν πλησίον τῶν θετῶν γονέων του. Καθησύχασα καὶ ἀπῆλθον.
*

* *

Τὴν ἐπαύριον ἦλθε καὶ μ᾽ εὗρεν ὁ Δημήτρης ὁ Χωριανός, μὲ τὸ πρόσωπον ἀκτινοβόλον.
Μοῦ διηγήθη διὰ μακρῶν, καὶ μὲ πολλὰς ἀφελεῖς ταυτολογίας καὶ ἐπαναλήψεις, τὸν πόνον καὶ τὸν καημὸν καὶ τὸν φόβον καὶ τὴν τρεμούλαν τῆς καρδιᾶς ὁποὺ εἶχαν λάβει, αὐτὸς καὶ ἡ φαμίλια του, ἡ Γιακουμίνα, τὴν προτεραίαν τὸ ἀπομεσήμερον, ὅταν ἐκ λυπηρᾶς ἀπροσεξίας τῆς μητρὸς εἶχεν ἐξέλθει καὶ εἶχεν ἀποπλανηθῆ τὸ παιδίον· καθὼς καὶ τὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ τὸ ξαναγέννημα ὁποὺ ᾐσθάνθησαν, τώρα ποὺ ἔρχονται τὰ Γεννητούρια τοῦ Χριστοῦ μας, ὁποὺ ἐκαταδέχθη νὰ γεννηθῇ ὡς παιδίον, καὶ ἀγαπᾷ καὶ φυλάγει καὶ μαζώνει πλησίον του ὅλα τὰ παιδία, ὁποὺ ᾐσθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ἀκράτητα, κλαίοντες ὡς μικρὰ παιδία, ἅμα ἀνευρέθη τὸ μικρόν, οἱ δύο τους, μὲ τὴν Γιακουμίναν, τὴν φαμίλια του.
Ὁ ἄνθρωπος μ᾽ ἐγέμισε καὶ μ᾽ ἐφόρτωσεν εὐχαριστήρια, ὅσα δὲν ἠμποροῦσα νὰ σηκώσω οὔτε νὰ χωρέσω, μὲ τὴν συνείδησιν ὅτι μόνον κατὰ τύχην εἶχα κάμει τὸ ἁπλούστερον κοινωνικὸν χρέος.
Κ᾽ ἡ κυρα-Πράπω, θαρρῶ πὼς ἐπῆρε τὰ βρεθίκια της.
(1895)

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Cucurrucucu Paloma - Caetano Veloso / Μεταγραφή στα ελληνικά από την Γεωργία Δεληγιαννοπούλου (https://boukalistithalassa.blogspot.com, 22.2.2010)

..............................................................



Cucurrucucu Paloma - Caetano Veloso


Dicen que por las noches
no más se le iba en puro llorar;
dicen que no comía,
no más se le iba en puro tomar.
Juran que el mismo cielo
se estremecía al oír su llanto,
cómo sufrió por ella,
y hasta en su muerte la fue llamando:

Ay, ay, ay, ay, ay cantaba,
ay, ay, ay, ay, ay gemía,
Ay, ay, ay, ay, ay cantaba,

de pasión mortal moría.
Que una paloma triste
muy de mañana le va a cantar
a la casita sola
con sus puertitas de par en par;
juran que esa paloma
no es otra cosa más que su alma,
que todavía espera
A que regrese la desdichada.

Cucurrucucú paloma,
cucurrucucú no llores.
Las piedras jamás, paloma,
qué van a saber de amores?






Μεταγραφή στα ελληνικά από τη Γεωργία Δεληγιαννοπούλου:

Λένε πως κάθε νύχτα
τρέχαν τα μάτια του δάκρυ βουβό,
λένε πως μεθυσμένος
ζήταγε απ' τ’ άστρα το λυτρωμό
λένε πως τα ουράνια
άγγιξε ο πόνος του κι ο λυγμός του
κι ας πέθανε από αγάπη
έμεινε ίσκιος εδώ ο καημός του.

Άι για για για για, τραγούδα
Άι για για για γιά, σκιά μου
Άι για για για για, τραγούδα
Γι' αυτόν το φονιά έρωτά μου

Μια μαύρη περιστέρα
μόλις χαράξει πετάει κοντά
Στο πέτρινο, άδειο σπίτι
γυρνάει μονάχη, φτεροκοπά
λένε η περιστέρα
είν’ η ψυχή του που ‘χει πετάξει
και το χαμένο ταίρι
έρχεται πίσω να το φωνάξει

Κου κου ρου κου κου, ψυχή μου,
κου κου ρου κου κου, έλα πέτα.
Τι κι αν κλαίει η πληγή μου
έρωτα δε νιώθει η πέτρα.



Σημείωση: To "Cucurrucucu paloma" είναι ένα μεξικάνικο Huapango τραγούδι. Συνθέτης ο Τhomás Méndez. Το πρωτοτραγούδησε η Lola Beltrán στο ομώνυμο φιλμ. Η υπέροχη εδώ ερμηνεία του Caetano Veloso είναι από το φιλμ "Μίλα της" του Π. Αλμοδοβαρ

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

"Stalker" Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι έγραψε ο Φίλιππος Χατζίκος (http://cinedogs.gr, 16.4.2019)

.............................................................







"Stalker"

Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Παίζουν: Ανατόλι Σολονίτσιν, Νικολάι Γκρίνκο, Αλεξάντερ Καϊντανόφσκι, Αλίσα Φρέιντλικ
Διάρκεια: 162′
Ελληνικός τίτλος: «Στάλκερ»

έγραψε ο Φίλιππος Χατζίκος (http://cinedogs.gr, 16.4.2019)
Μία πόλη ρημαγμένη, γεμάτη ερείπια. Στα όρια της βρίσκεται η «Ζώνη», ένα απαγορευμένο για τους πολίτες μέρος εντός του οποίου βρίσκεται ένα δωμάτιο που πραγματοποιεί τις ευχές όποιου καταφέρνει να βρεθεί εντός του. Ο Ξεναγός, πεπειραμένος ιχνηλάτης της «Ζώνης», αναλαμβάνει να οδηγήσει δύο άνδρες, τον Συγγραφέα που επιζητά τη χαμένη του έμπνευση και τον Καθηγητή που αποβλέπει σε μία σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη. Παρά τις έντονες ενστάσεις της γυναίκας του Ξεναγού, οι τρεις άνδρες ξεκινούν το ταξίδι τους προς τα έγκατα της μυστηριώδους περιοχής.



Το δυστοπικό, μεταποκαλυπτικό παρόν της πόλης, κινηματογραφημένο μονοχρωματικά σε σέπια, δίνει τη θέση του στην «Ζώνη», η οποία μπορεί να είναι χρωματισμένη, αλλά κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή μοιάζει. Εντός της καταργούνται όλες οι φυσικές διαστάσεις, μεταξύ αυτών και ο χρόνος, και εγκαθιδρύεται μία σαφής αίσθηση απειλής για τους ταξιδευτές. Στην πορεία τους θα χρειαστεί να  αντιπαρέλθουν μια σειρά από εμπόδια που ορθώνονται στη συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητά της, εντός του ορθάνοιχτου μα σχεδόν αποπνικτικού τοπίου της.
Η παρουσία του ανθρώπου στη ζώνη φανερώνεται μέσα από νεκρές εικόνες: ανθρώπινα σώματα, χαλάσματα κτιρίων, θραύσματα εικόνων. Η ολάνθιστη «Ζώνη» μοιάζει εξαιρετικά εχθρική προς την ανθρώπινη παρουσία. Από έμβια όντα, μόνο ένας σκύλος περπατά αμέριμνος ανάμεσα στα ερείπια και τα δέντρα και τελικά ακολουθεί τους ταξιδιώτες. Η περιπλάνηση στο μεταφυσικό τοπίο με απώτερο προορισμό το «Δωμάτιο» αντανακλά με σαφήνεια και συγκλονιστική ένταση την εξαντλητική ενδοσκοπική πορεία του ανθρώπου προς τον σημαινόμενο προορισμό: τις μύχιες επιθυμίες του.



Ο αόριστος υποβόσκων φόβος αδυνατίζει σταδιακά το κουράγιο των δυο πρωτόπειρων του ταξιδιού, οι οποίοι στρέφονται με δυσπιστία κατά του Στάλκερ/ξεναγού (ο όρος αποδίδεται καλύτερα ως «Κυνηγός»). Άλλωστε, το μέρος είναι εξορισμού αφιλόξενο: ακόμα και οι φυσικοί νόμοι, ο απολύτως κοινός τόπος μιας άθεης κοινωνίας γεμάτης κυνικούς όπως ο Συγγραφέας και εμπειριστές όπως ο Καθηγητής, καταρρέουν εντός της. Παγωμένη στον χρόνο, η «Ζώνη» αποτελεί το πεδίο της προαιώνιας αψιμαχίας των διακριτών αισθητικών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων που οι δύο άνδρες εκπροσωπούν. Περιλαμβάνει και μία σειρά από δοκιμασίες που γνωρίζει ο αγώνας του ανθρώπου να αποσπάσει ένα συνεκτικό νόημα στη ζωή του μέσω της πραγμάτωσης των ευχετήριων σκέψεών του, γιατί άλλωστε αυτός είναι ο σκοπός αμφοτέρων των ταξιδευτών, παρά τη διαφορετική τους αφετηρία.
Σε τούτη την αφοπλιστική τους ενδοσκόπηση, καθοδηγητής είναι ο ιχνηλάτης Στάλκερ που γίνεται μάρτυρας της κατάρρευσης του συναισθηματικού (συγγραφέας-Τέχνη) και διανοητικού (καθηγητής-Επιστήμη) μεγαλείου μπροστά στις αντιξοότητες του ταξιδιού και κυρίως μπροστά στη θέα του τελικού προορισμού, σε ένα μέρος όπου το ασυνείδητο καταδυναστεύει το συνειδητό. Οι δύο άνδρες τρομοκρατούνται μπροστά στον τόπο εκπλήρωσης των επιθυμιών τους, γιατί βλέπουν σε αυτόν έναν γιγάντιο καθρέφτη, και το είδωλο που σχηματίζεται σε αυτόν τους φέρνει σύγκρυο. Η έκφραση της αληθούς επιθυμίας που βρίσκεται στα άδυτα της ψυχής είναι η αληθινή ταυτότητα, και αυτή είναι μία γνώση που ελάχιστοι μπορούν να αντέξουν.



Μπροστά σε μία τέτοιας βαρύτητας γνώση, ο Ταρκόφσκι τοποθετεί την, ντοστογιεφσκικής αύρας, αναπόδραστη πνευματική κρίση των χαρακτήρων του. Ένα από τα κυρίαρχα δίπολα του έργου είναι αυτό ανάμεσα στην πνευματική και την υλική διάσταση των όντων, των εννοιών και, τελικά, των επιθυμιών. Οι επιθυμίες ματαιώνονται επειδή ποτέ δεν μπορούν να καθοριστούν με καθαρότητα, και αυτό συμβαίνει επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος είναι έρμαιο του υλισμού του, έχει αποσυνδεθεί πλήρως από την πνευματική έννοια της ζωής του. Η απαξίωση την άυλης πραγματικότητας –στο έργο του Ταρκόφσκι το απτό ουδέποτε ήταν το αληθινά πολύτιμο– έχει οδηγήσει σε πλήρη αποσύνδεση του ανθρώπου από τον κόσμο των ιδεών και οι επιθυμίες έχουν την έδρα τους μόνο εκεί. Αυτή η μυστικιστική κάμαρα που κείται εντός της «Ζώνης» δεν ενδιαφέρεται για την εκπεφρασμένη ευχή, αλλά για τη μύχια, και η πραγματοποίηση μίας τέτοιας ευχής δίχως την συναίνεση του αιτούντα μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες συνέπειες στη ζωή του, να του αποκαλύψει ο, τι μέχρι εκείνο το σημείο επιμελώς απέφευγε να αντικρίσει.



Το «Δωμάτιο» είναι το ίδιο μία προβολή της πίστης που κινεί βουνά, φτάνει να είναι ανεπιφύλακτη και ενδόμυχη. Μίας πίστης που δεν απευθύνεται σε κάποια υπερβατική δύναμη, αλλά συνιστά μία διαδικασία εσωτερική, που κάνει την καρδιά να πάλλεται όχι πια μηχανικά, ελέω κάποιου ενστίκτου αυτοσυντήρησης, αλλά με μία γνήσια εγκαρτέρηση για το μέλλον. Αυτή η πίστη είναι η μήτρα της ελπίδας και συγκατοικεί με την αγάπη. Αυτά τα συναισθήματα, αγνά και άσπιλα, είναι που χαρίζουν στο πνεύμα τον δυναμικό του χαρακτήρα και το τοποθετούν σε σχέση ισχύος έναντι της αφόρητα μονομερούς ύλης.
Η όλη περιδιάβαση στη «Ζώνη» και η κατάληξή της στο «Δωμάτιο» υποπίπτουν μάλιστα και σε μία ουτοπική εσωτερική αντινομία, που φαντάζει σχεδόν σωτήρια. Για τον άνθρωπο που δεν μπορεί να αντέξει το βάρος των πραγματικών επιθυμιών του και αδυνατεί να τις παραδεχθεί με γενναιότητα, η «Ζώνη» αποδεικνύεται εξαιρετικά επιθετική και, αν τυχόν καταφέρει να τη διασχίσει και να εισέλθει στο «Δωμάτιο», η πορεία των πραγμάτων θα είναι εντελώς εκτός του ελέγχου του και η διαδικασία που θα πυροδοτηθεί δυνητικά μοιραία. Αυτός όμως που θέτει τις επιθυμίες του σε ρεαλιστική βάση, δεν επιζητά καμία κάμαρα και καμία χωροταξική ζώνη για να τις πραγματοποιήσει. Αντιθέτως, βρίσκει τη δύναμη που εκπορεύεται από την ψυχή του, ακουμπάει την ψυχή του σε αυτήν και φέρνει το θαύμα του υπερφυσικού χώρου στην καθημερινότητά του, όπως κάνουν η στωική σύντροφος του Στάλκερ και η θυγατέρα του, δίχως ποτέ να κινήσουν για το μακρινό ψυχοτροπικό ταξίδι.



Στο σπουδαίο στοχαστικό φιλμ του Ρώσου δημιουργού, η αγάπη, η πίστη και η άνευ όρων εσωτερική ειλικρίνεια γεννούν την πνευματική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, την μοναδική αληθινή έκφανση της ελευθερίας, η οποία ανθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όσο η ελευθερία ως πνευματική στάση δεν αποδομείται, η ελπίδα παραμένει ζωντανή, ακόμα και όταν όλα τριγύρω φαντάζουν πρόθυμα να την κατασπαράξουν. Μέχρι και σε ένα τοπίο που μοιάζει βγαλμένο από τους ψυχροπολεμικούς εφιάλτες μίας πυρηνικής καταστροφής.

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Θάνος Μικρούτσικος (1947-2019) - Μικρό αποχαιρετιστήριο δίπτυχο...

.............................................................

Θάνος Μικρούτσικος (1947-2019)


Μικρό αποχαιρετιστήριο δίπτυχο...


Ὁ Γενάρης τοῦ 1904

Ἂ οἰ νύχτες τοῦ Γενάρη αὐτουνοῦ,
ποῦ κάθομαι καὶ ξαναπλάττω μὲ τὸν νοῦ
ἐκεῖνες τὲς στιγμὲς καὶ σ’ ἀνταμώνω,
κὶ ἀκούω τὰ λόγια μας τὰ τελευταῖα κὶ ἀκούω τὰ πρῶτα.

Ἀπελπισμένες νύχτες τοῦ Γενάρη αὐτουνοῦ,
σὰν φεύγ’ ἡ ὁπτασία καὶ μ’ ἀφήνει μόνο.
Πὼς φεύγει καὶ διαλύεται βιαστικὴ —
πάνε τὰ δένδρα, πάνε οἰ δρόμοι, πάν’ τὰ σπίτια, πάν’ τὰ φῶτα•
σβήνει καὶ χάνετ’ ἡ μορφή σου ἡ ἐρωτική.

Ο Γενάρης του 1904 - Κ.Π. Καβάφης






Η πιο όμορφη θάλασσα - ποίηση Ναζίμ Χικμέτ

Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών είμαστε μες στο δικό μας κόσμο Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα Κι αυτό που θέλω να σου πω το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο `χω πει ακόμα.



FEDERICO GARCÍA LORCA, «ΜΙΚΡΟ ΒΙΕΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣ» Από τους φίλους στο fb Christina Mavropoulou & Athanase Athanassiou (facebook, 28.12.2019)

..............................................................


FEDERICO GARCÍA LORCA, «ΜΙΚΡΟ ΒΙΕΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣ»
«Στη Βιέννη είναι δέκα κορίτσια,
ένας ώμος όπου κλαίει με λυγμούς ο θάνατος
κι ένα δάσος με ταριχευμένα περιστέρια.
Υπάρχει ένα κομμάτι από το αύριο
μες το μουσείο της πάχνης.
Υπάρχει μια αίθουσα με χίλια παράθυρα.
Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς με το στόμα κλεισμένο.
Αυτό το βαλς, το βαλς, το βαλς,
του ναι, του κονιάκ και του θανάτου
που στη θάλασσα βουτάει την ουρά του.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ,
με την πολυθρόνα και το νεκρό βιβλίο,
στο μελαγχολικό το διάδρομο,
στη σκοτεινή σοφίτα του κρίνου,
στο κρεβάτι μας της σελήνης
και στο χορό που ονειρεύεται η χελώνα.
Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς το κοψομεσιασμένο.
Στη Βιέννη είναι τέσσερις καθρέφτες
όπου παίζουνε το στόμα σου κι οι ήχοι.
Υπάρχει ένας θάνατος για πιάνο
που βάφει γαλανά τ' αγόρια.
Υπάρχουνε ζητιάνοι πάνω στις σκεπές.
Υπάρχουνε κορδέλες δροσερές του θρήνου.
Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς που ξεψυχάει στα χέρια μου.
Γιατί σε θέλω, αγάπη μου, σε θέλω,
στη σοφίτα όπου παίζουν τα παιδιά,
κι ονειρεύομαι φώτα παλιά της Ουγγαρίας
μες στους θορύβους απ' το χλιαρό απόγευμα,
κοιτώντας πρόβατα και κρίνα από χιόνι
στη σκοτεινή σιωπή απ' το μέτωπό σου.
Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς του "Σε θέλω πάντα".
Στη Βιέννη θα χορέψω μαζί σου
με μια μεταμφίεση που θα 'χει
κεφάλι από ποτάμι.
Κοίτα τι όχθες από υακίνθους έχω!
Το στόμα μου θ' αφήσω ανάμεσα στα πόδια σου,
την ψυχή μου σε φωτογραφίες και κρίνους,
και στα σκοτεινά κύματα των βημάτων σου
θέλω, αγάπη μου, αγάπη μου, ν' αφήσω,
βιολί και τάφο, τις κορδέλες του βαλς.»
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, μελοποιημένος από τον Leonard Cohen
Και απο τον Athanase Athanassiou
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΑΛΣ
Τούτη την ώρα στη Βιέννη είναι 10 ωραίες γυναίκες,
ο θάνατος που κλαίει ακουμπισμένος σε κάποιον ώμο,
μια αίθουσα χορού με εννιακόσια παράθυρα,
ένα δάσος με νεκρά περιστέρια,
κι ένα σκισμένο κομμάτι της αυγής
που κρέμεται στο Μουσείο της Παγωνιάς.
Οϊμέ κι αλίμονο
είναι για σένα τούτο το βαλς, δικό σου
πάρτο μαζί με τα σφιγμένα δόντια του.
Ω! Σ’αναζητώ σ’αναζητώ, σ’αναζητώ
σε μια πολυθρόνα μ’ένα άψυχο βιβλίο
στη σπηλιά που λυγίζουνε τα κρίνα
σε κάποιο χολ που απουσιάζει η αγάπη
σ’ένα κρεβάτι όπου είχε ιδρώσει το φεγγάρι
σε μια κραυγή γεμάτη βήματα και άμμο.
Οϊμέ κι αλίμονο
είναι για σένα τούτο το βαλς, για σένα
πάρε στην αγκαλιά σου την τσακισμένη μέση του.
Είν’ένα βαλσάκι, ένα βαλσάκι, ένα βαλσάκι, ένα βαλσάκι
που η ανάσα του μυρίζει μπράντι και θάνατο
και η ουρά του φτάνει μέχρι τη θάλασσα.
Υπάρχει μια αίθουσα για κονσέρτα στη Βιέννη
όπου το στόμα σου πήρε χίλιες κριτικές.
Υπάρχει ένα μπαρ όπου τ’ αγόρια δε μιλάνε πια
καταδικασμένα σε θάνατο από την κακοκεφιά.
Μα ποιος είναι αυτός που σκαρφαλώνει στο πορτρέτο σου
κρατώντας μια γιρλάντα φρεσκοκομμένα δάκρια;
Οϊμέ κι αλίμονο
είναι δικό σου τούτο το βαλς, δικό σου
πάρτο γιατί πεθαίνει εδώ και χρόνια.
Είναι ένα πατάρι που παίζουν τα παιδιά
εκεί θα ξαπλώσω κοντά σου σε λίγο
βλέποντας όνειρα με ουγγαρέζικα φαναράκια
μες στο γλυκό απόγευμα γεμάτο καταχνιά.
Και θα δω πώς αλυσοδένεις τις θλίψεις σου
σαν πρόβατα και σαν κρίνα του χιονιού.
Οϊμέ κι αλίμονο
είναι για σένα τούτο το βαλς, δικό σου, το βαλς
που έλεγε «Ξέρεις, θα σ’αγαπώ για πάντα!»
Είν’ένα βαλσάκι, ένα βαλσάκι, ένα βαλσάκι
που η ανάσα του μυρίζει μπράντι και θάνατο
και η ουρά του βρέχεται στη θάλασσα.
Και θα χορέψω μαζί σου στη Βιέννη
μεταμφιεσμένος σε ποταμάκι
στους ώμους θα φορώ άγριο ζουμπούλι
θα ’χω το στόμα μες στων ποδιών σου τη δροσιά
και την ψυχή μου σ’ ένα λεύκωμα θα θάψω
γεμάτο φωτογραφίες και μούσκλια
και θα εναποθέσω στην πλημύρα της ομορφιάς σου
το φτηνό μου βιολί και το σταυρό μου.
Και χορεύοντας θα με παρασύρεις ως το βυθό
που είναι οι κορδέλες των χεριών σου.
Ω, αγάπη μου, αγάπη μου
πάρε αυτό το βαλς, πάρτο
είναι δικό σου πια, τίποτα άλλο δεν υπάρχει.





Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

"Εκείνος ο ψίθυρος που σε τρομάζει" έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εποχή", 23.12.2019)

..............................................................

    Εκείνος ο ψίθυρος που σε τρομάζει



                          έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εποχή", 23.12.2019)

Ο καιρός στην πόλη αναποφάσιστος, μια να βρέχει και μια να σταματά. Και οι λακκούβες ποτέ να μην στεγνώνουν. Και ένας ψίθυρος πλανάται διαρκώς και σε τρομάζει. Σκύβουν περίεργα τα δέντρα τον χειμώνα, και οι άνθρωποι περίεργα σκύβουν. Και συ περνάς μπροστά από μια διμοιρία. Και ακούς φωνές, σφυρίγματα και ε φίλε. Να γυρίσεις άκριτα, να δώσεις δικαίωμα να σε πατήσουν κάτω. Να εκτονώσουν το αίσθημα ασφάλειας δέρνοντας τυχαίους περαστικούς. Είναι ο καιρός ανάποδος και κάτι διαρκώς συννεφιάζει.
Σιωπηλή συμφωνία
Δεν είναι η καταστολή και οι έξαλλοι με τις στολές. Δεν είναι καν τα κυβερνητικά στελέχη και οι ευλογίες τους σε μώλωπες και παραβιάσεις. Είναι αυτός ο ψίθυρος που ακούς στο δρόμο, αυτή η σιωπηλή συμφωνία ενός μέρους που έτσι τυχαία ξεσπά και ξεθαρρεύει. Σε τυχαίες κουβέντες, σε συναντήσεις που ξεφεύγουν, που ακούγονται και φτάνουν στον περαστικό, πολλές φορές ειπωμένες για να φτάσουν στον περαστικό. Αυτό το «καλά να πάθουνε» και αυτό το «καλά τους κάνουνε». Αυτό το συναίσθημα που σε παραπέμπει σε συμμαθητές που χαίρονται με την τιμωρία σου γιατί αυτοί ποτέ δεν απέκλιναν σε πράξεις που δεν εγκρίνει ο διευθυντής. Σε πάντα άμεμπτους μικρομέγαλους, άρτιους και αρτιμελείς, ανεπάγγελτους υπαλλήλους του μήνα δεκατριών ετών, μονίμως ορθούς και μονίμως στοιχισμένους. Που τώρα οι μικρομέγαλοι μεγάλωσαν αλλά έμειναν στην ίδια ηλικία. Αυτή της απόλυτης κατάφασης.
Αν περνάς συχνά από την Ευελπίδων εύκολα καταλαβαίνεις πως οι κλούβες την επισκέπτονται όλο και πιο συχνά. Όλο και κάποιον προσάγουν, όλο και κάποιον σέρνουν. Δεν είναι περίεργο. Όλο το κέντρο είναι ακροβολισμένο από ενόργανους. Αυτό που σου κάνει καμιά φορά εντύπωση είναι οι πολίτες που τους πλησιάζουν και τους πληροφορούν για το ορθό της στάσης τους. Που τους μιλούν θερμά, σχεδόν φιλικά. Οι κουβέντες τους για τους μετανάστες, οι κουβέντες τους για τους «μπαχαλάκηδες», τους διαδηλωτές, τα πανεπιστήμια. Όλες αυτές οι κουβέντες και ο ενθουσιασμός τους, η ζέση με την οποία παίρνουν την πρωτοβουλία να ανοίξουνε κουβέντα. Γιαγιάδες, δικηγόροι, κοπέλες σε ηλικίες υπεράνω πάσης υποψίας.

Άνευ όρων, άνευ ελευθεριών
Μα δεν είναι η διαφωνία, δεν είναι καν το περιεχόμενο που σε ανατριχιάζει. Είναι η επανάληψης αυτής της κονσερβοποιημένης γλώσσας, αυτής της τηλεοπτικής συνταγής που ζητάει τάξη και ασφάλεια άνευ όρων. Και άνευ ελευθεριών. Που συνδέει την κανονικότητα την οποία ευαγγελίζεται, με το ξύλο και τα ΜΑΤ. Και τώρα οι φορείς της γλώσσας αυτής έρχονται να την συνδέσουν εκ νέου με τους μπάτσους που πίνουν ατέλειωτους καφέδες. Σαν να επιβεβαιώνουνε τη σύνδεση. Σαν να επιθυμούν να συνδεθούν και αυτοί στο βίαιο τρενάκι της κανονικότητας.
Δεν είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσεις. Και δεν είναι μόνο θέμα διάθεσης. Είναι πως δεν σου ανήκουν τα εργαλεία. Οι λέξεις κονσέρβες που ο ΣΚΑΙ, το Πρώτο Θέμα, ο ΔΟΜ και άλλα μέσα εξαχρείωσης εκσφενδονίζουν καθημερινά σε πρόθυμα κεφάλια. Αποσιώπηση, παραχάραξη, κατασκευή. Δεν θέλεις να εμπλακείς, γιατί το μόνο που σου βγαίνει είναι ανακατωσούρα και κατάρες.
Γυρνάς λοιπόν στο φιλικό σου περιβάλλον, στον κύκλο σου και στη διαδικτυακή σου επιβεβαίωση. Στον μόνιμο σκανδαλισμό από την γύρω κατάντια, στις στιγμιαίες καταγγελίες που σύντομα θα καλυφθούν απ τις επόμενες. Τραβάς και συ τα μαλλιά και σκίζεις τα ρούχα σου, κρούεις τον κώδωνα, γράφεις εύστοχα ή δεν κάνεις τίποτα απολύτως και απλά κοιτάς. Και αυτό το συναίσθημα της περίκλειστης ματαιότητας που δεν λέει να σε αφήσει.
Έξω αποφάσισε να βρέξει. Και συ νιώθεις τυχερός που βρίσκεσαι μέσα. Και δεν λέει να σε αφήσει…