Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Από την ημερολογιακή καταγραφή της Έλλης Παππά (1920 - 2009) "Η κάθοδός μου στον Άδη" (εκδ. ΜΙΕΤ, 2009) Από τον ποιητή και φίλο στο fb Thanasis Markopoulos (facebook, 7.4.2024)

 ...............................................................



                         ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ
                            1920-2009


Στα 82 της χρόνια καταγράφει το όνειρο της καθόδου της στον Άδη και επιχειρεί έξι ερμηνευτικές απόπειρες. Εδώ παρατίθεται η τελευταία:
Έκτη υπόθεση (και τελευταία): Το ‘φόβο’ του θανάτου –για τον οποίο τόσος λόγος γίνεται σε κάποιες μερίδες διανοουμένων– δεν τον ένιωσα ποτέ. Αυτά τα είπαμε. Το μόνο που με απασχολούσε από όταν άρχισαν τα χρόνια μου να φτάνουν σε μεγάλους αριθμούς ήταν να μην έχω τη μακροβιότητα των αδελφάδων μου – και τις συνέπειές της. Κι αυτά τα είπαμε. Ωστόσο είμαι ζωντανή και αδυσώπητα γερνάω, κι όσο γερνάει κανείς κάπως διαφορετικά αισθάνεται το δικαίωμά του στη ζωή. Με άλλα λόγια, η υπέρμετρη παράταση της ζωής αγγίζει το παράλογο, κι έτσι αισθάνομαι όταν βλέπω τις νεότερες γενιές. Ένα παράλογο που παίρνει πολλές όψεις. Για τη γενιά που είναι σήμερα στην ηλικία του γιου μου, δηλαδή γι’ αυτούς που πάτησαν τα πενήντα κι ανήκουν πια στους ‘ώριμους’ έχει τη γεύση μιας μεγάλης αδικίας που διαπράξαμε σε βάρος τους. Τους τάξαμε έναν καλύτερο κόσμο, μια ζωή πιο φωτεινή, χαρούμενη και δημιουργική, που γι’ αυτήν άξιζε να αγωνιστούμε και να θυσιαστούμε και να επιβάλουμε και στα παιδιά μας θυσίες, θυσίες που τις υπέμειναν όπως τις επιβάλαμε εμείς, δεν τις είχαν αποφασίσει οι ίδιοι. Και τώρα λέω πώς θα σηκώσουν την καινούρια εποχή, εποχή των διαψεύσεων, τελείως διαφορετική από κείνη που τους είχαμε τάξει, και με ποιο μάτι μάς βλέπουν σήμερα εμάς, τους επιζώντες άλλων καιρών;
Για τις γενιές των πολύ νέων, για τη σημερινή νεολαία, η αίσθησή μας –οπωσδήποτε η δική μου– είναι διαφορετική, κι ωστόσο δεν είμαστε έξω από τις ευθύνες για τη ζωή που τους περιμένει. Μα εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για πλατιές αναλύσεις. Εδώ το μόνο που μπορώ να πω είναι πως όταν βλέπω αυτά τα κορίτσια με τα ψηλόλιγνα κορμιά και το επιμελημένο μακιγιάρισμα, που το κύριο ανάγνωσμά τους έξω από τα βιβλία των ‘σπουδών’ τους είναι τα περιοδικά του life style, η κύρια διασκέδασή τους είναι τα κλαμπ και ο συναισθηματικός τους κόσμος εξαντλείται στον εκστασιασμό για τον έναν ή τον άλλο τραγουδιστή της μόδας, και τα αγόρια με το σκουλαρίκι στο ένα αυτί, το επιμελημένα σκισμένο τζιν και την αλογοουρά, που πνίγουνε τα χασμουρητά τους στις καφετέριες, λέω: αυτά τα παιδιά θα ζήσουνε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Τι δουλειά έχω εγώ ανάμεσά τους, εγώ που δεν θα ζήσω στον αιώνα τους τι έχω να τους πω; Κι αν έχω κάτι να τους πω (και εξακολουθώ να πιστεύω, με γεροντική επιμονή, πως έχω κάτι να τους πω, μα πώς να φτάσω ως αυτά τα παιδιά που δεν μάθανε να διαβάζουνε και να γράφουνε γιατί η εκπαίδευσή τους δεν επιτρέπει ούτε τα διαβάσματα που δεν τους χρειάζονται στις εξετάσεις τους ούτε την άλλοτε προσφυγή των εφήβων στο γράψιμο αφού ως και οι ‘εκθέσεις ιδεών’ έχουνε καταργηθεί γιατί δεν χρειάζονται ιδέες, χρειάζονται μόνο οι τυφλοσούρτες των εξετάσεων κ.ο.κ.), αν έχω κάτι να τους πω, πώς να φτάσω ως αυτά τα παιδιά; Το «γράφω άρα υπάρχω» που με κρατάει στη ζωή χάνει το νόημά του κι έτσι, το ομολογώ, αισθάνομαι εκτός τόπου και χρόνου, άρα η ύπαρξή μου δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα. Μήπως λοιπόν το μυστήριο που ψάχνω να λύσω δεν είναι άλλο παρά η αίσθηση της ματαιότητας της λεγάμενης ‘ύπαρξής’ μου, που πήρε τη θεατρική μορφή της καθόδου μου στον Άδη; Λέω, μήπως; (σ. 19-21)




Δεν υπάρχουν σχόλια: