...............................................................
Γιάννης Ρίτσος (1909 - 1990)
· Απόσπασμα από την «Επιστροφή της Ιφιγένειας» (Νοέμβριος 1971 - Αύγουστος 1972) του Γιάννη Ρίτσου (1909 - 1990) (από τη συλλογή «Τέταρτη Διάσταση», εκδ. «Κέδρος, ιη' έκδοση, 1996)
«…Όλα, λοιπόν, γι’ αυτή την ερήμωση; Γι’ αυτή την ελάχιστη
επιτρεπτή μας διάρκεια; Ποια σημασία, λοιπόν, η επιτυχία, η αποτυχία;
Στο κομοδίνο της μητέρας βρήκα ξέθωρες πια, κιτρινισμένες
τις παιδικές φωτογραφίες μας. Πόσο θλιμμένα, πόσο ανέτοιμα
τα πρόσωπά μας, τα χέρια μας, σαν σφραγισμένα κιόλας απ’ τη μοίρα.
Στη μια απ’ αυτές βυζαίνεις το ’να δάχτυλό σου σα να θέλεις
να τραφείς μόνος απ’ τον ίδιο τον εαυτό σου και μαζί σα να ντρέπεσαι
που θέλεις να τραφείς· γι’ αυτό και το δείχνεις
με μια τραχιά πρόωρη αυθάδεια στα παιδικά σου μάτια.
Τί μόνοι, θε μου, και ξένοι παρόλη την κοινότητα της μοίρας μας. Τόσην ώρα
μιλώ μόνο για μένα, μόλο που το ξέρω
πως εσύ λείπεις πιο πέρα από ’να τέλος, εντελώς αποκομμένο
από κάθε συνέχεια, εκεί που εξαφανίζονται οι λέξεις, κι η σιωπή
δε μοιάζει ταιριαστή με τίποτα, κι ούτε αναπαύεται στον εαυτό της.
Αυτό κανένας δεν το αντέχει· — ίσως γι’ αυτό επιμένω ακόμη
σε λόγια, σε συσχετισμούς, σε αναμονές κι αναμνήσεις,
σε μια προκαταδικασμένη απόπειρα μεταλλαγής ή μεταμφίεσης έστω
όπως τότε μπροστά στο Βωμό — τόσο μονάχη, τόσο ανυπεράσπιστη και τρομαγμένη
κλαίγοντας με μικρόπρεπα αναφιλητά που τ’ άκουγα η ίδια
πιο δυνατά απ’ όσο τ’ άκουγαν οι άλλοι.
Κι άξαφνα
είδα ένα αγκάθι άκρη άκρη στο χιτώνα της μητέρας και μεμιάς κατάλαβα
το αναπότρεπτο πια του θανάτου μου. «Τελειώνετε», είπα
προφέροντας καθαρά συλλαβή συλλαβή. «Δεν πειράζει
μια κι είναι για τη χώρα μου· μια κι είναι
να ξεκινήσουν τα καράβια μας, δεν πειράζει για μένα». Κι είδα στη ματιά τους
το θαυμασμό και τη θλίψη· (έτσι τουλάχιστον
ζήτησα να εκμεταλλευτώ το θάνατό μου — αν γίνεται). Τούτα τα λόγια
χιλιάδες φορές τα ’δα γραμμένα στο μάρμαρο. Μου ανάβανε τα μάγουλα. Ευχήθηκα
να ’χα πεθάνει τότε στ’ αλήθεια, για να μην τα ξανακούσω. Ωστόσο
και μέσα στη ντροπή μου ήταν και κάποια μυστική ευφροσύνη
ίσως σαν την επιτυχία του ηθοποιού.
Τώρα
το δράμα τέλειωσε· — δεν έχουμε πια θεατές κι ακροατές. Η αλλαγή
ακατόρθωτη πια· κι η μεταμφίεση
άδεια από κάθε σημασία, — ούτε κι εμάς τους ίδιους δεν ελευθερώνει
απέναντι σε ποιούς; απέναντι σε ποιόν καθρέφτη;
Γι’ αυτό δε φόρεσα ξανά την προσωπίδα του ελαφιού που ’χε φυλάξει η μητέρα
για τις δικές της μόνον συγκινήσεις, γιατί, βέβαια, το γνώριζε εκείνη
ότι σ’ εμένα πια δε θα χρειαζόταν. Όλα
τα γνώριζε από πριν εκείνη — δεν τα απόφευγε, δεν πισωδρομούσε.
Κι εσένα, καλέ μου, είμαι βέβαιη, παρά το διώξιμό σου,
εσένα σ’ αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους μας — γιατί ’σουν άντρας. Στο δικό σου πρόσωπο
ίσως τιμώρησε τη δέσμευσή της. Πολύ αγαπούσε η μητέρα,
κι αυτό δε συγχωρούσε στον εαυτό της αυτή η περήφανη
η ωραία, η αυταρχική, η ανεξάρτητη· δε συγχωρούσε
το να μην είναι αυτάρκης.
Και τώρα συλλογιέμαι
πως τα πολλά της κοσμήματα δεν τα φορούσε διόλου
για στολισμό, παρά για ν’ αποτρέπει ή να μετατοπίζει τα βλέμματα των άλλων
ή μάλλον για να κρύβει κομμάτια απ’ τη σάρκα της
την τόσο ευαίσθητη στο κρύο, στη ζέστη, στο φως ή στον ίσκιο,
σε μια περαστική πνοή εντόμου, στο άγγιγμα της υγρασίας. Θυμάσαι
πόσο εύκολα ανατρίχιαζε; — το δέρμα της θαρρείς κι αναβόσβηνε
με χίλια χρώματα, απ’ την ώχρα ώς τ’ ολοπόρφυρο, ενώ
κρατούσε ασάλευτα τα μάτια της σ’ ένα σημείο
όπως οι σκοινοβάτες που παρ’ όλο το πολύχρωμο κοστούμι τους
έχουν πάντοτε μάτια σκοτεινά. Πιθανόν με τα μάτια
να κρατιούνται στον αέρα· πιθανόν μ’ αυτά
να ισορροπούν τα μέλη τους, να πειθαρχούν, να καθηλώνονται
μες στην ακριβοζυγισμένη κίνησή τους.
Ω, ναι,
πολύ σ’ αγαπούσε η μητέρα, τόσο που εμείς ζηλεύαμε. Τα βράδια
μες στην τραπεζαρία, στο μεγάλο καναπέ, μετά το δείπνο,
σου χάιδευε συχνά τα μαλλιά (πάντα με ασάλευτα μάτια). Τότε θαρρούσα
ότι τα δάχτυλά της θ’ απομείνουν κολλημένα στον αυχένα σου ή ότι
οι βόστρυχοί σου θα ζωντάνευαν και θα της κράταγαν τα δάχτυλα, ενώ
εσύ κοιμόσουν κιόλας ή έκανες πως κοιμόσουν.
Κάποια Πρωτοχρονιά, λίγο πιο πριν απ’ τη μεγάλη εκστρατεία,
σου ’χε χαρίσει ένα όμορφο γαλάζιο βελουδένιο κοστούμι,
με χρυσή ζώνη κι ένα χρυσό σπαθάκι. Εσύ, χωρίς λόγο,
είχες θυμώσει· δεν ήθελες να σε ντύσει η μητέρα· ντύθηκες μόνος.
Στεκόσουν μπροστά στον καθρέφτη, ωραίος, ωραίος,
σαν άξαφνα μεγαλωμένος, — ένας άγγελος κάπως οργισμένος. Πρόσεξα τότε
πως ήσουν δύο — ένας εσύ κι ένας μες στον καθρέφτη, όχι ο ίδιος. Η μητέρα
γονάτισε απρόσμενα μπροστά σου με υπερτονισμένη απλότητα
να διορθώσει μια πτυχή του βελούδου στα σκέλη σου. Εμείς
οι τρεις αδελφές σου στην πόρτα, στρέψαμε αμέσως τη ράχη,
κατεβήκαμε γρήγορα τη σκάλα — δεν ξέρω
αν από ζήλεια ή αν είχαμε κιόλας μαντέψει
πως κάτι πια θα συνέβαινε.
Το ξύλινο αλογάκι σου
το βρήκα χτες, όχι στην αποθήκη με τα παλιά μας έπιπλα,
το βρήκα κάτω απ’ το κρεβάτι της μητέρας· και, παράξενο,
ο νους μου πήγε σ’ εκείνο της Τροίας.
Λοιπόν
δεν πρέπει να ’χεις παράπονο, αδελφέ μου. Ώρες ώρες
όσα έγιναν μου φαίνονται σα να μην έγιναν. Δεν το νομίζεις κι εσύ; Χτες τη νύχτα
άκουσα πάλι πίσω απ’ τους τοίχους εκείνη τη λέξη:
«φως», «φως», «φως», τυπικά μιλημένη πάλι και πάλι
σαν ενθαρρυντικά κι ειρωνικά ταυτόχρονα — ίσως να ’ταν
ο τρίτος παπαγάλος της μητέρας· — λες, στ’ αλήθεια, να ’χει επιζήσει
απ’ τις κρυφές φροντίδες κάποιας υπηρέτριας; Τ’ άκουσα ολοκάθαρα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου