Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

«Η μεγάλη Μάρθα» διήγημα του Θανάση Βαλτινού (από τη συλλογή διηγημάτων του «Επείγουσα ανάγκη ελέου», εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2015)

..............................................................

 









Θανάσης Βαλτινός
(γ. 1932) 






·        «Η μεγάλη Μάρθα» 
διήγημα του Θανάση Βαλτινού

(από τη συλλογή διηγημάτων του «Επείγουσα ανάγκη ελέου», εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2015)

                                                                                               Στον Γιώργο Λ.

Η γιαγιά Μάρθα ξαναφόρεσε σκουλαρίκια στα ογδόντα της. Για την ακρίβεια σκουλαρίκι, στο αριστερό αφτί. Της το φόρεσε η εγγονή της – από ψυχοκόρη. Ένα μικρό διαμαντάκι με χρυσό δεκαοχτώ καρατίων. Συμπεριφορά φρικιού.
   Έντεκα χρονών – αλλά αυτό δεν το θυμόταν η γιαγιά – της είχαν τρυπήσει τους λοβούς και της είχαν περάσει από ένα ξυλάκι ρίγανης για να μην κλείσουν οι πληγές. Στα δεκαοκτώ της την πάντρεψαν, κι αυτό το θυμόταν. Ο Βασίλης ήταν λοτόμος, είκοσι δύο χρονών. Δούλευε κομπανία με τα ξαδέλφια του. Στα είκοσι οχτώ του σκοτώθηκε, τον πλάκωσε ένα μεγάλο λεύκο που έκοβαν.
   Η γιαγιά Μάρθα, χήρα και άτεκνη, φόρεσε μαύρα, έβγαλε όλα τα χρυσαφικά της και για πενήντα έξι χρόνια, το μόνο πράγμα που έλαμπε πάνω της ήταν οι δυο βέρες στον δεξή παράμεσο.
   Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Βασίλη, περίπου στα τριάντα της, βρήκε ένα έκθετο στην πόρτα της. Παραμονές Χριστουγέννων. Ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στα σπάργανα πληροφορούσε ότι το μωρό ήταν σαράντα ημερών και αβάπτιστο. Το νήπιο είχε μελανιάσει από το κρύο, αλλά δεν έκλαιγε. Η γιαγιά Μάρθα – που δεν ήταν γιαγιά τότε – το πήρε στην αγκαλιά της και μπήκε στο σπίτι τρομοκρατημένη. Δεν ήξερε αν ζούσε και, όπως το κράταγε αμήχανα, ακούμπησε με το ανάστροφο του χεριού της τα χείλη του. Εκείνο, ήρεμο, άνοιξε το στόμα βρήκε ψάχνοντας ένα δάχτυλό της κι άρχισε να το βυζαίνει. Η γιαγιά Μάρθα βούρκωσε.
   Ήταν κοριτσάκι. Όλοι της είπαν να μην το κρατήσει το μούλικο. Ήταν νέα γυναίκα, έπρεπε να ξαναπαντρευτεί. Να κάνει δικά της παιδιά. Να το βαφτίσει μονάχα, να είναι νονά του. Και να το δώσει σε ίδρυμα. Δεν άκουσε κανέναν. Και το κράτησε και το βάφτισε. Δεν την έβγαλε Χριστίνα, που της την έστειλε ο Χριστός. Την έβγαλε Μοίρα. Καλομοίρα. Ήταν η μοίρα της.
   Η Μοίρα μεγάλωσε χωρίς να της λείψει τίποτα. Ήταν στοχαστικό παιδί. Όταν έγινε επτά χρονών, η γιαγιά της είπε την αλήθεια. Η Μοίρα την κοίταξε αμίλητη. «Αλλά εσύ είσαι η μαμά μου», είπε μονάχα. Έφυγε να παίξει και η γιαγιά βούρκωσε πάλι.
   Μετά δώδεκα χρόνια η Μοίρα παντρεύτηκε τον Νικόλα. Ο Νικόλας ήταν δάσκαλος. Νικόλαος Μανουηλίδης, με ρίζες από τον Πόντο. Από τον ποταμό Ρόες. Τα μάτια του γέλαγαν πάντα. Ακόμα κι όταν ήταν στενοχωρημένος. Ειρωνικά. Όταν τη γύρεψε από τη γιαγιά, η γιαγιά τον έκοψε. «Να το πεις στην ίδια». Το είπε και παντρεύτηκαν.
   Πέντε χρόνια δεν έκαναν παιδί. Η γιαγιά δεν μίλαγε. Όταν στα πέντε χρόνια η Μοίρα της είπε ότι είναι έγκυος, η γιαγιά ούρλιαξε. Ένα ουρλιαχτό λίγο τρελό. Ήταν ένα σημάδι. Η Μοίρα αγριεύτηκε. Ύστερα η γιαγιά ηρέμησε, σαν να είχε φύγει από πάνω της ένας βραχνάς.
   Η Μοίρα γέννησε κοριτσάκι. Το βάφτισαν Μάρθα. Η μικρή Μάρθα. Στα βαφτίσια η γιαγιά χόρεψε. Δεν ήταν αίμα δικό της αλλά χόρεψε.
   Η μικρή Μάρθα μεγάλωσε. Πήγε στο Πανεπιστήμιο. Στις διακοπές των εορτών γύριζε πάντα στο σπίτι. Γύριζε κυρίως στη γιαγιά της.
   Εβδομήντα πέντε χρονών η γιαγιά Μάρθα άρχισε να χάνεται. Έπαιρνε τους δρόμους, ξέχναγε να γυρίσει. Δυο φορές την κουβάλησαν πίσω οι γείτονες. Η Μοίρα έτρεμε μην της γίνει τίποτα. Ο Νικόλας γέλαγε. Η γιαγιά δεν χανόταν μόνο· άρχισε να ελευθεριάζει και η γλώσσα της.
   Τον Σεπτέμβριο που έκλεισε τα ογδόντα ξαναχάθηκε. Πρώτη φορά ο Νικόλας δεν γέλασε. Την έψαχναν όλη νύχτα. Τη βρήκαν το πρωί. Τη βρήκε ένας αγροφύλακας. Είχε βγει έξω στα διψασμένα χώματα του καλοκαιριού.
   Τη βρήκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο αμπέλι, πλαγιασμένη στη ρίζα μιας ξερολιθιάς να ακουμπάει στον δεξή αγκώνα της. Και να τραγουδάει.
   Την πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε σπάσει γοφούς και καλάμια. Οι γιατροί της έβαλαν καρφιά, της έβαλαν λάμες. Κοντά τέσσερις μήνες κράτησε αυτό.
   Παραμονές Χριστουγέννων πήγαν και την πήραν. Η Μοίρα, ο Νικόλας, η μικρή Μάρθα. Η μικρή Μάρθα κόντευε ήδη τα είκοσι τρία. Γύρισαν στο σπίτι. Το σπίτι ήταν ζεστό, το τραπέζι στρωμένο. Η γιαγιά Μάρθα έκατσε στη θέση της. Σκεφτική. Ταξίδευε. Κάποια στιγμή γύρισε προς την κουζίνα. «Θυμάσαι Μοίρα;» είπε.
   Η Μοίρα έφτιαχνε τη σαλάτα. Η Μοίρα δεν θυμόταν. Αλλά ανατρίχιασε.
   Ο Νικόλας γέλασε για ν’ αλλάξει το κλίμα. «Τώρα είσαι καλά», είπε για να την πειράξει. «Τώρα θα βρούμε ένα παιδί να σε παντρέψουμε». Η γιαγιά σα να βγήκε από τις σκέψεις της. Τον κοίταξε αυστηρά. «Δεν είμαι για γάμο», είπε. «Έχω σίδερα στα πόδια μου. Πώς θα τα σηκώνω».
   Η μικρή Μάρθα ξέσπασε σε γέλια, όρμησε στη γιαγιά, την αγκάλιασε και ήταν τότε που έβγαλε το σκουλαρίκι από το αφτί της και το πέρασε στο αφτί της γιαγιάς Μάρθας. Αυτός ο θρίαμβος.
   Η γιαγιά πέθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα. Τη βρήκαν το πρωί να κοιμάται γαληνεμένη. Την έθαψαν την επομένη. Όταν γύρισαν στο σπίτι, τους φάνηκε άδειο. Η Μοίρα αναστέναξε και άρχισε να σιγυράει.
   «Ήταν καλή γυναίκα», είπε ο Νικόλας.
   «Μου λείπει», είπε η μικρή Μάρθα και την πήραν τα κλάματα. Η γιαγιά Μάρθα δεν ήταν αίμα τους.

Πρώτη δημοσίευση «Ελευθεροτυπία», 24-25/12/2004




 

Δεν υπάρχουν σχόλια: