...............................................................
Μολιέρος (Ζαν Μπατίστ Ποκλέν)
(1622-1673)
·
Από
τον «Ταρτούφο» του Μολιέρου (Ζαν Μπατίστ Ποκλέν) (1622-1673) / (Πράξη Α’, σκηνή
5η – μτφ. Μίνα Ζωγράφου, εκδ. Μαρή, 1967)
…ΚΛΕΑΝΘΗΣ:
Μα το Θεό, τρελλός
είσαι, αδελφέ μου· να πιστέψω θέλεις,
Πώς με τα λόγια σου
αυτά πας να με κοροϊδέψης;
Και ισχυρίζεσαι πως
όλες αυτές οι γελοιότητες…
ΟΡΓΚΟΝ:
Αδελφέ μου, τα λόγια σου
μυρίζουν αθεΐα,
Κι έχει κάπως λερωθεί η ψυχή σου απ’ αυτήν·
Κι όπως σου τόχω πει
δέκα φορές και πάνω
Κάποιο κακό θα σ’
εύρη.
ΚΛΕΑΝΘΗΣ:
Όλο κάτι τέτοια λένε
οι όμοιοί σου,
Τυφλούς τους θέλουν
όλους, σαν τον εαυτό τους.
Γι’ αυτούς, άθεος
είναι όποιος μάτια γερά έχει.
Κι όποιος τις κενές
προσποιήσεις δε λατρεύει,
Σεβασμό λένε δεν
έχει, ούτε πίστι για τα ιερά.
Άιντε, τα λόγια σου
καθόλου δεν με φοβίζουν.
Εγώ ξέρω πώς μιλώ κι
ο Θεός βλέπει μέσα στην καρδιά μου·
Δε γίνομαι ‘γω
σκλάβος όλων αυτών των υποκρισιών του:
Υπάρχουν
ψευτοθρήσκοι, όπως και ψευτοπαλληκαράδες.
Και μιας και βλέπουμε
πως στα πεδία της τιμής,
Αληθινά γενναίοι δεν
είν’ αυτοί που κάνουν την πολλή τη φασαρία,
Έτσι κι οι καλοί κι
αληθινοί θεοσεβούμενοι, που το παράδειγμά τους
αξίζει ν’ ακολουθούμε,
Δεν ειν’ αυτοί που
κάνουν τόσους μορφασμούς.
Μα, για πες μου!
καθόλου δεν μπορείς να ξεχωρίσεις,
Την υποκρισία από την
ευλάβεια; Μόνο,
Το ίδιο όνομα τους
δίνεις,
Και όμοια τιμάς τη
μάσκα και το πρόσωπο;
Ίσα κι όμοια κάνεις
το κόλπο και την ειλικρίνεια,
Μπερδεύεις την
επίφασι με την αλήθεια,
Εκτιμάς το φάντασμα
όσο και τον άνθρωπο,
Κι ίδια αξία δίνεις,
στο πλαστό και στο καλό το νόμισμα;
Περίεργα πλασμένοι
πούναι οι περισσότεροι άνθρωποι!
Ποτέ δεν τους βλέπεις
μέσα στο σωστό,
Σε κάθε χαρακτήρα,
περνούν τα όριά του,
Και το πιο ευγενικό
πράγμα συχνά το χαλνούν,
Γιατί το παρακάνουν
και το παρατραβούν,
Και μη προς
κακοφανισμό σου, κουνιάδε μου.
ΟΡΓΚΟΝ:
Ναι, βέβαια δόκτορας
είσαι, και σεβαστός,
Όλου του κόσμου η
γνώση σε σένα έχει πέσει.
Μόνο συ είσαι σοφός
κι ο μόνος φωτισμένος,
Χρησμοδότης, Κάτωνας,
μέσα στην εποχή μας,
Και βλάκες είναι όλοι
οι άνθρωποι μπροστά σου.
ΚΛΕΑΝΘΗΣ:
Σεβαστός δόκτορας δεν
είμαι, αδελφέ μου,
Ούτε η γνώση του
κόσμου απάνω μου έχει πέσει.
Μα με δυο λόγια ξέρω,
κι αυτή είναι η γνώση μου,
Το ψεύτικο να
ξεχωρίζω από τ’ αληθινό.
Κι επειδή άλλους
ήρωες δε βλέπω,
Άξιους να τους τιμάς
όσο τους τέλειους θεοσεβούμενους,
Στον κόσμο άλλο δεν
είναι πιο ευγενικό και πιο όμορφο πράγμα,
Από την άγια ζέσι του
αληθινού του ζήλου·
Γι’ αυτό δε βλέπω
τίποτα πιο βρωμερό να υπάρχη,
Από τη φτιασιδωμένη
επίφασι του προσποιητού ζήλου,
Απ’ όλους αυτούς τους
τσαρλατάνους, τους αγοραίους θρήσκους,
Που η ιερόσυλη κι
απατηλή μουτσούνα τους,
Ατιμώρητα
εκμεταλλεύεται και περιπαίζει,
Τα άγια και τα ιερά
των ανθρώπων.
Οι άνθρωποι αυτοί,
που με την ψυχή στο συμφέρον δουλωμένη,
Την ευλάβεια
επάγγελμα κι εμπόριο την κάνουν,
Και θέλουν ν’
αγοράζουν εκτίμησι και αξιώματα,
Με τα ψευτολιγώματα
και τις προσποιητές εξάρσεις:
Οι άνθρωποι αυτοί,
λέω, που με ασυνήθιστο ζήλο,
Βλέπεις να κυνηγούν
την τύχη τους στο δρόμο τ’ ουρανού,
Με φλόγα και με
προσευχές να ζητιανεύουν,
Και να κηρύσσουν την
απάρνησι των εγκοσμίων ενώ μεσ’ στην
Αυλή περνούν τη ζήση τους,
Που να ταυτίζουν
ξέρουνε το ζήλο με τις αμαρτίες τους.
Είναι δραστήριοι,
εκδικητικοί, άπιστοι, πλούσιοι σε τεχνάσματα,
Και, για να
καταστρέψουν κάποιον, αδιάντροπα σκεπάζουν
Με το συμφέρον του
Θεού την άγρια κακία τους·
Κι είν’ επικίνδυνη η
φαρμακερή οργή τους,
Γιατί για όπλα
παίρνει όλα εκείνα που σεβόμαστε·
Και το πάθος τους,
που τους ευγνωμονούμε γι’ αυτό,
Να μας δολοφονήσει
θέλει με την ιερή ρομφαία.
Τέτοιοι
παλιοχαρακτήρες πάρα πολλοί ξεφυτρώνουν,
Ενώ τους αληθινούς
πιστούς, εύκολα τους γνωρίζεις,
Η εποχή μας έχει
τέτοιους δείξει αδελφέ μου,
Που λαμπρά
παραδείγματα μπορούν να μας γενούν.
Κοίτα τον Αρίστωνα,
κοίτα τον Περίανδρο,
Τον Ορόντη, τον
Αλκιδάμα, τον Πολύδωρο, τον Κλίτανδρο:
Κανένας τον τίτλο
αυτό δεν τους αμφισβητεί.
Μ’ αυτοί φανφαρόνοι
της αρετής δεν είναι
Ούτε βλέπεις την
ανυπόφορη πολυτέλεια απάνω τους,
Κι η ευλάβειά τους
ανθρώπινη είναι κι ανεκτική.
Όλες τις πράξεις δεν
τις κατακρίνουν,
Βρίσκουν την επίκριση
πράγμα αλαζονικό,
Αφήνουν σ’ άλλους τα
λόγια τα περήφανα,
Και με τις πράξεις
τους κατακρίνουν τις δικές μας.
Στην επίφασι του
κακού πολλή σημασία δεν δίνουν,
Κι η ψυχή τους θέλει
να κρίνει καλά τον άλλο.
Καβάλες* σ’ αυτούς δεν
βλέπεις, ούτε ραδιουργίες.
Φροντίδα τους
μοναδική, να ζουν καλά, έχουν,
Ποτέ τους δεν τους
βλέπεις τον αμαρτωλό να κυνηγούν με μανία,
Και μόνο την αμαρτία
βλέπεις να μισούν.
Κι ούτε θέλουν, με
υπερβολικό ζήλο,
Τα συμφέροντα του
Θεού να υπηρετούν, πιο πολύ απ’ όσο το θέλει
ο ίδιος.
Αυτοί είναι οι δικοί
μου, κι έτσι ταιριάζει να κάνουν,
Αυτοί είναι το
παράδειγμα που πρέπει νάχουμε μπροστά μας.
Ο δικός σου, για να
σου πω την αλήθεια, μ’ αυτούς δε μοιάζει
Με καλή πίστη
παινεύεις τον ζήλο του,
Μα νομίζω πως από
ψεύτικη λάμψι είσαι θαμπωμένος.
ΟΡΓΚΟΝ:
Κύριε αγαπητέ
κουνιάδε μου, τελειώσατε;
ΚΛΕΑΝΘΗΣ:
Ναι.
ΟΡΓΚΟΝ:
Δούλος σας (κάνει να φύγη)…
*Σημείωση της μεταφράστριας Μ.Ζ.: Πληθυντικός της Καβάλας, που ήταν μια θρησκευτική οργάνωση, κατά τη βασιλεία του Λουδοβίκου του 16ου, που επεδίωκε να εξαγνίση τα ήθη και που είχε γίνει πραγματικός βραχνάς για την κοινωνία με τη δύναμι και τις υπερβολές της...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου