Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

"Ο αληθινός μου εαυτός" γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 19.11.2019)

..............................................................

             
             "Ο αληθινός μου εαυτός"



γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 19.11.2019)

Δεν είμαι εδώ, κράζουν βουβά τα νεανικά πρόσωπα στον δρόμο. Τα αυτιά βουλωμένα από ακουστικά, το βλέμμα στραμμένο στην οθόνη. Είμαι κάπου αλλού, από κοντά τους κι εγώ, στη συνεχή προσπάθεια αναβάθμισης, βγάζω το τηλέφωνο από την τσάντα, τα ακουστικά δεν μου στέκονται, τα αυτιά μου είναι παλιάς κατασκευής, δεν πειράζει, υπάρχουν τα μάτια.
Κοιτάζω στη μικρή οθόνη τον χάρτη της περιοχής που περπατώ. Σαν να με κρατάει κάποιος από μια κλωστή, ο δορυφόρος ας πούμε, δεν χάνομαι στα ομοιόμορφα στενά, στις αραδιασμένες προσόψεις. Με οδηγεί ακούραστα ο δορυφόρος, μουντζουρωμένες επιφάνειες κτιρίων, ξεκοιλιασμένα πλακάκια, στραβά καλύμματα φρεατίων, σπασμένα μάρμαρα πεζοδρομίων, λοφάκια και κοιλάδες ασφάλτου, όλα περνάνε σαν ψεύτικα στην περιφερειακή όραση.
Το κέντρο των ματιών προσηλώνεται στην οθόνη, όπου όλα είναι καλύτερα, κι όπου με περιμένει ο αληθινός μου εαυτός, η αληθινή μου ζωή, ο υψηλός προορισμός μου, αυτά που στ’ αλήθεια κάνω, αυτό που στ’ αλήθεια είμαι.
Δεν θα πέσω πάνω σας, γιατί δεν βρίσκομαι εδώ που με βλέπετε, είμαι αντικατοπτρισμός, μια ατυχής στιγμή πραγματικότητας, η αλήθεια μου είναι ψηφιακή και είναι αλλού. Δεν ξέρω πώς ξέμεινα, το βαρύ ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί ακόμα να παρακολουθήσει τις μεγάλες προσδοκίες, τις αισθητικές επιλογές. Οι προτεραιότητες μπερδεύτηκαν, μπλέχτηκε η μια στα πόδια της άλλης, έβαλαν τρικλοποδιά, βλέπετε όντως το γήινο σώμα μου, αλλά υπάρχει και το αστρικό. Κάπου εκεί στον δορυφόρο που με οδηγεί, κάπου υπάρχει η αγάπη μου, μα δεν ξέρω ποια ’ναι. Και δεν τη γυρεύω, διότι την κατέχω οριστικά και χωρά στη χούφτα μου, μικρή γυαλιστερή και πλήρης.
Στο τυροπιτάδικο ζητάω σπανακόπιτα από τον καημένο τον πωλητή που δεν μπορεί εκείνη τη στιγμή να ανοίξει το δικό του μικρό σύμπαν, να καταφύγει εκεί για να γλιτώσει από την ασχήμια και την κούραση, χρειάζομαι τροφή και ρούχα, μιλώ τη γλώσσα αλλά είμαι αλλού, ψηλά, καλύτερα, ωραιότερα, πιο ταιριαστά στις αρχές μου. Και ο πωλητής της σπανακόπιτας που μπορεί και να μου χαμογελάσει, αλλά μάλλον όχι, αμέσως μόλις χαλαρώσει λίγο η δουλειά, απλώνει το χεράκι του και πιάνει το δικό του smartphone, αμέσως βρίσκει τον δικό του κόσμο και εκεί χαμογελά οπωσδήποτε και χωρίς λόγο. Επιβιώνουμε θαυμάσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: