Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Μια επιλογή από μικρά διηγήματα του Δανιήλ Χαρμς (1905 – 1942) από τη συλλογή «Περιστατικά» (μτφ. Ροδούλα Παππά, εκδ. Νεφέλη, 2009)

 ...............................................................




Δανιήλ Χαρμς (1905 – 1942)



·       Μια επιλογή από μικρά διηγήματα του Δανιήλ Χαρμς (1905 – 1942)* από τη συλλογή «Περιστατικά» (μτφ. Ροδούλα Παππά, εκδ. Νεφέλη, 2009)

 

       ΓΑΛΑΖΙΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ Νο 10

Ήταν κάποτε ένας κοκκινομάλλης που δεν είχε ούτε μάτια ούτε αυτιά.

Δεν είχε ούτε μαλλιά και συνεπώς κοκκινομάλλη τον έλεγαν μόνο υποθετικά.

Δεν μπορούσε να μιλήσει, γιατί δεν είχε στόμα. Ούτε και μύτη είχε.

Δεν είχε χέρια, ούτε και πόδια. Ούτε κοιλιά είχε, ούτε πλάτη, ούτε σπονδυλική στήλη, ούτε εντόσθια. Δεν είχε τίποτε! Άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε για ποιον άνθρωπο πρόκειται.

Καλύτερα λοιπόν να σταματήσουμε ν’ ασχολούμαστε μαζί του.

 

       ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Ο Σιμιόν Σιμιόνοβιτς βάζει τα γυαλιά του, κοιτάζει ένα πεύκο και βλέπει: στο πεύκο κάθεται ένας τύπος και του κουνάει απειλητικά τη γροθιά του.

Ο Σιμιόν Σιμιόνοβιτς βγάζει τα γυαλιά του, κοιτάζει το πεύκο και βλέπει ότι στο πεύκο δεν κάθεται κανείς.

Ο Σιμιόν Σιμιόνοβιτς βάζει τα γυαλιά του, κοιτάζει το πεύκο και ξαναβλέπει ότι στο πεύκο κάθεται ένας τύπος και του κουνάει απειλητικά τη γροθιά του.

Ο Σιμιόν Σιμιόνοβιτς βγάζει τα γυαλιά του, κοιτάζει το πεύκο και ξαναβλέπει ότι στο πεύκο δεν κάθεται κανείς.

Ο Σιμιόν Σιμιόνοβιτς βάζει ξανά τα γυαλιά του, κοιτάζει το πεύκο και ξαναβλέπει ότι στο πεύκο κάθεται ένας τύπος και του κουνάει απειλητικά τη γροθιά του.

Ο Σιμιόν Σιμιόνοβιτς αρνείται να αποδεχτεί αυτό το φαινόμενο και το θεωρεί οφθαλμαπάτη.

 

       ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ο Καλούγκιν αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε ότι καθόταν σε κάτι θάμνους και δίπλα απ’ τους θάμνους περνούσε ένας αστυνόμος.

Ο Καλούγκιν ξύπνησε, έξυσε το στόμα του και ξανακοιμήθηκε και στον ύπνο του αυτήν τη φορά είδε ότι περπατούσε πλάι σε κάτι θάμνους και στους θάμνους καθόταν κρυμμένος ένας αστυνόμος.

Ο Καλούγκιν ξύπνησε, έβαλε κάτω απ’ το κεφάλι του την εφημερίδα για να μη μουσκεύει με τα σάλια του το μαξιλάρι και ξανακοιμήθηκε, κι ονειρεύτηκε πάλι ότι καθόταν σε κάτι θάμνους και δίπλα απ’ τους θάμνους περνούσε ένας αστυνόμος.

Ο Καλούγκιν ξύπνησε, άλλαξε την εφημερίδα, ξάπλωσε και ξανακοιμήθηκε. Ξανακοιμήθηκε και ξαναονειρεύτηκε ότι περπατούσε πλάι σε κάτι θάμνους και μες στους θάμνους καθόταν ένας αστυνόμος.

Εκείνη τη στιγμή ο Καλούγκιν ξύπνησε κι αποφάσισε να μην κοιμηθεί άλλο, αλλά αμέσως τον ξαναπήρε ο ύπνος κι ονειρεύτηκε ότι καθόταν πίσω από έναν αστυνόμο κι από δίπλα τους περνούσαν κάτι θάμνοι.

Ο Καλούγκιν έβγαλε μια φωνή και βάλθηκε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του, αλλά δεν κατάφερε να ξυπνήσει.

Ο Καλούγκιν κοιμήθηκε τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες και την πέμπτη μέρα ξύπνησε τόσο αδυνατισμένος, που χρειάστηκε να δέσει τις μπότες στα πόδια του με σπάγκο για να μην του βγαίνουν. Στο φούρνο, όπου ο Καλούγκιν αγόραζε πάντα σταρένιο ψωμί, δεν τον αναγνώρισαν και του πάσαραν ψωμί από σίκαλη.

Και η επιτροπή υγιεινής, που πήγαινε από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και είδε τον Καλούγκιν, τον βρήκε ανθυγιεινό και καθ’ όλα άχρηστο και πρόσταξε τους επιστάτες να τον πετάξουν μαζί με τα σκουπίδια.

Δίπλωσαν τον Καλούγκιν στα δυο και τον πέταξαν σαν σκουπίδι.

 

       Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΛΙΝΤΣΑΡΙΣΜΑΤΟΣ

Ο Πετρόφ κάθεται καβάλα σ’ ένα άλογο και αγορεύει στο συγκεντρωμένο πλήθος περί του τι θα συνέβαινε, αν στο μέρος όπου βρίσκεται ο δημόσιος κήπος χτιζόταν ένας αμερικάνικος ουρανοξύστης. Το πλήθος ακούει και δείχνει να συμφωνεί. Ο Πετρόφ σημειώνει κάτι σ’ ένα μπλοκάκι. Από το πλήθος ξεπροβάλλει ένας άντρας μετρίου αναστήματος και ρωτάει τον Πετρόφ τι έγραψε στο μπλοκάκι. Ο Πετρόφ απαντάει ότι αυτό είναι υπόθεση δική του και κανενός άλλου. Ο άντρας μετρίου αναστήματος επιμένει. Η μια κουβέντα φέρνει την άλλη κι αρχίζουν να τσακώνονται. Το πλήθος παίρνει το μέρος του άντρα μετρίου αναστήματος κι ο Πετρόφ, για να γλιτώσει από τα χέρια τους, σπιρουνιάζει το άλογό του και κρύβεται στη στροφή του δρόμου. Το πλήθος δυσανασχετεί και, ελλείψει άλλου θύματος, αρπάζει τον άντρα μετρίου αναστήματος και του βγάζει το κεφάλι. Το βγαλμένο κεφάλι του κατρακυλάει στο λιθόστρωτο και καταλήγει στο άνοιγμα ενός αποχετευτικού σωλήνα. Έχοντας ικανοποιήσει το πάθος του, το πλήθος διαλύεται.

 

       ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Μπαίνει στη σκηνή ο ΠΕΤΡΑΚΟΦ-ΓΚΟΡΜΠΟΥΝΟΦ, πάει να πει κάτι, αλλά τον πιάνει λόξυγκας. Του έρχεται εμετός. Βγαίνει.

Μπαίνει ο ΠΡΙΤΙΚΙΝ.

ΠΡΙΤΙΚΙΝ. Ο αξιότιμος Πετρακόφ-Γκορμπουνόφ οφείλει να σας ανακοιν… (Του έρχεται εμετός και βγαίνει από τη σκηνή τρέχοντας.)

Μπαίνει ο ΜΑΚΑΡΟΦ.

ΜΑΚΑΡΟΦ. Ο Γέγκορ … (Του έρχεται εμετός. Βγαίνει τρέχοντας.)

Μπαίνει ο ΣΕΡΠΟΥΧΟΦ.   

ΣΕΡΠΟΥΧΟΦ. Για να μην… (Του έρχεται εμετός, βγαίνει τρέχοντας.)

Μπαίνει η ΚΟΥΡΟΒΑ.

ΚΟΥΡΟΒΑ. Θα ήθελα να… (Της έρχεται εμετός, βγαίνει τρέχοντας)

Μπαίνει ένα ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ.

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ. Ο μπαμπάς μου ζήτησε να σας ενημερώσω ότι το θέατρο κλείνει. Έχουμε όλοι μας αναγουλιάσει!

Αυλαία.


*Σημείωση : Ο Δανιήλ Χαρμς (ψευδώνυμο του Δανιήλ Ιβάνοβιτς Γιουβατσόφ) γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1905. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 έκανε την εμφάνισή του στους αβανγκάρντ κύκλους, κυρίως ως ποιητής, και συμμετείχε στην ίδρυση της Ένωσης για την Αληθινή Τέχνη (ΟΜΠΕΡΙΟΥ). Το 1931 εξορίστηκε για περίπου έναν χρόνο στο Κουρσκ, με την κατηγορία της "οργάνωσης και συμμετοχής σε παράνομη, αντισοβιετική ένωση λογοτεχνών". Τον Αύγουστο του 1941 συνελήφθη για "ντεφετιστική προπαγάνδα" και τον Φεβρουάριο του 1942 πέθανε στην ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών Κρεστύ του Λένινγκραντ κατά τον αποκλεισμό της πόλης από τα ναζιστικά στρατεύματα.

Τα μόνα έργα για ενηλίκους που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν δυο ποιήματα σε λογοτεχνικό περιοδικό. Ζούσε αποκλειστικά από τη συγγραφή και τη μετάφραση παιδικής λογοτεχνίας, όσο του το επέτρεπε η σοβιετική λογοκρισία. 

Η "αποκατάσταση" του Χαρμς άρχισε επί Χρουστσόφ, ωστόσο τα περισσότερα από τα έργα του για ενηλίκους είδαν το φως της δημοσιότητας στη Ρωσία πριν από τα χρόνια της γκορμπατσοφικής γκλάσνοστ.

Το έργο του Χαρμς αποτελείται κυρίως από μικρές ιστορίες, ποιήματα και θεατρικά σκετς, που θα μπορούσαν να καταταχθούν στη λογοτεχνία του παραλόγου και του μαύρου χιούμορ. Το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του, το διήγημα "Η γριά" δεν ξεπερνά τις τριάντα σελίδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: