..............................................................
Στη μνήμη του Γιώργου Β. Δερτιλή*
·
Από το βιβλίο «Συνειρμοί, μαρτυρίες,
μυθιστορίες» του Γ.Β.Δερτιλή
…Ένας εφιάλτης στα Κύθηρα, Μάιος
2011
Ο εφιάλτης των ημερών, τέρας με κεφαλή Σφίγγας και κορμί
φιδιού, επανέρχεται εδώ και δυο-τρεις νύχτες, σφυρίζοντας το ίδιο πάντα ερώτημα: Ποιο μίσος
θα σας ξεσκίζει στον εμφύλιο πόλεμο που ετοιμάζετε πάλι, πανηγυρίζοντας;
[Το σημείωμα αυτό γράφτηκε στα Κύθηρα
το 2011]
…Η φωνή
μια φωνή σαν της Μητέρας
Και ξανά ξυπόλητη να
βγει να περπατήξει
Πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού
η Ελευθερία
Έτσι καθώς την
εχαιρέτησε για λόγου μας – καλή του η
ώρα –
Ο ποιητής και κάναμε
από τότε Ανάσταση.
(«Και
με φως και με θάνατον», 7)
Άνοιξη 1944
Άνοιξη
1944. Λαμπρό μεσημεριανό φως, ησυχία απόλυτη, διάχυτο το άρωμα από τις
νεραντζιές. Γωνία Ξενοκράτους και Λουκιανού, εκεί όπου αρχίζουν να κατεβαίνουν
τα σκαλοπάτια, όρθιο το παλικαράκι βγάζει το χωνί κι αρχίζει τα συνθήματα: «Ο
Πόλεμος τελειώνει, τελειώνουν και οι Γερμανοί, ζήτω η ελευθερία, ζήτω το ΕΑΜ!».
Αρπάζω το ξύλινο τουφεκάκι με τη γυαλιστερή μετάλλινη κάννη, τρέχω στο
παράθυρο, σκαρφαλώνω στην καρέκλα για ν’ ακούω καλύτερα και να τον βλέπω, να μη
χάσω καμιά από τις λέξεις που δεν καταλαβαίνω.
Και ξάφνου ακούω τον ήχο της μοτοσυκλέτας που έρχεται. Το παλικαράκι δεν
την ακούει, το χωνί σκεπάζει τον ήχο. Τώρα τη βλέπω, τρίκυκλη, έρχεται
μουγκρίζοντας από τη Σπευσίππου, γνώριμη η μισητή φιγούρα, ο οδηγός με το
κράνος και το όπλο φορεμένο σταυρωτά με την κάννη να ξεπροβάλλει από τον ώμο
του, στο καλάθι καθιστός ο άλλος, να κρατάει το πολυβόλο μπροστά στο στήθος
του. Το φρένο στριγκλίζει, στροφή επί τόπου, πηδάει ο άλλος και στρέφει το
πολυβόλο στα σκαλοπάτια, βγάζω κι εγώ τη γυαλιστερή κάννη από το παράθυρο και
τον σημαδεύω, ανοίγει η μάνα μου την πόρτα, πέφτει πάνω μου με πνιγμένη φωνή
και με σωριάζει στο πάτωμα ενώ κροταλίζει το αυτόματο, το σώμα της να με
σκεπάζει.
Αργήσαμε πολύ να μιλήσουμε για το παλικάρι. Παιδί κι αυτός ήταν,
ξανθομπάμπουρας σαν εμένα, μόνο κάτι λίγα χρόνια πιο μεγάλος.
ΚΑΤΟΙΚΗΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ που
‘βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα της ζωής
μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο
λίγη· τόσο άπιαστη…
(Μυρίσαι το άριστον ΙΙ)
Ο επαναστάτης του 1897, η βεντέτα και οι καλές τέχνες
…Όταν ήλθε ο
«Διχασμός», ο τρίτος εμφύλιος πόλεμος της νεοελληνικής Ιστορίας, ο Παναγιώτης
αράδιασε γλάστρες με βασιλικούς στο πεζοδρόμιο της οδού Βουλής, να
ανακουφίζονται επάνω τους οι αδέσποτοι σκύλοι ώστε να εξοργίζονται οι βασιλικοί
αστυνομικοί. Οι βενιζελικοί συνάδελφοί τους καμάρωναν τις γλάστρες και οι
βασιλικοί απέφευγαν να περάσουν από εκεί, γιατί ο Παναγιώτης είχε δηλώσει ότι
θα άδειαζε το δίκαννο στα πόδια του πρώτου αστυνομικού που θα τολμούσε να
κλωτσήσει έστω και έναν αντιβασιλικό σκύλο – ή που θα άπλωνε χέρι στις γλάστρες…
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
[Π ρ ο β ο λ έ α ς δ']
Σκηνή πρώτη: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δίνει τη
διαταγή να συλ-
λάβουν και να εκτελέσουν τους απεσταλμένους του Αρείου Πάγου,
Νούτσο και Πανουργιά.
Σκηνή δεύτερη: Μια ειδική επιτροπή που επέχει
θέση Στρατοδι-
κείου καταδικάζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ως «επίβουλον και προ-
δότην της πατρίδος».
Σκηνή τρίτη: Με καταδίκη σε θάνατο ρίχνεται
στις φυλακές ο Θεό-
δωρος Κολοκοτρώνης.
Σκηνή τέταρτη: Κυριακή πρωί, στο Ναύπλιο, έξω
απ' την εκκλησία,
ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει κάτω απ' τις σφαίρες
των Μαυρομιχαλαίων.
Σκηνή πέμπτη: Βγαίνοντας από το σταθμό της
Λυόν, στο Παρίσι,
μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέ-
λος δέχεται τις σφαίρες δύο Ελλήνων αξιωματικών.
Έπειτα ήλθε ο Εμφύλιος
…Η εμφυλιοπολεμική
νοοτροπία ορίζει πλέον, από το 1950 έως το 2013, τις τύχες των Ελλήνων και θα
τις ορίζει ακόμα για καιρό – γιατί αυτός ο Εμφύλιος Πόλεμος έχει πια
«στοιχειώσει».
Γι’ αυτό δύο μόνο βεβαιότητες μού έχουν
μείνει σήμερα από τη θητεία μου στη νεοελληνική Ιστορία, κι αυτές αντιφάσκουν.
Η μία είναι ότι, για να υπερβούμε τη βαθιά κρίση των ημερών μας, θα έπρεπε να
καταλάβουμε ότι τελείωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος, να ξεπεράσουμε τα μίση που
υποδαυλίζει στο ασύνειδο και στη συνείδησή μας, και να δεχθούμε ότι το καλύτερο
βάλσαμο είναι το πικρό χαμόγελο της κατανόησης. Η άλλη αντιφατική, είναι ότι
αυτό ίσως είναι για εμάς τους Έλληνες ακατόρθωτο. Είναι άραγε ανεξήγητη η
κακοδαιμονία των τεσσάρων εμφυλίων;
Αρκούν άραγε οι ιστορικές συμπτώσεις και ατυχίες, η ασυνειδησία των
πολιτικών αρχηγών, η ευπιστία των Ελλήνων, το έλλειμμα παιδείας και πολιτισμού;
Απάντηση δεν έχω…
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
[Π ρ ο β ο λ έ α ς δ']
Σκηνή έκτη:
Κάτω από τη Γερμανική Κατοχή, ο Ελληνικός Λαϊκός
Απελευθερωτικός Στρατός εξοντώνει τον Συνταγματάρχη Ψαρρό,
που αγωνίζεται για τον ίδιο ακριβώς σκοπό επικεφαλής ανεξάρτητης
ανταρτικής ομάδας.
Σκηνή εβδόμη: Στην Κύπρο, άνθρωποι σταλμένοι
από τη δικτατο-
ρική κυβέρνηση των Αθηνών, στήνουν -με σκοπό να τον δολοφο-
νήσουν- ενέδρα στον Εθνάρχη Μακάριο, που μόλις καταφέρνει να
διαφύγει.
Ένας
εφιάλτης στα Κύθηρα, Μάιος 2012
…Ξαναείδα εκείνο τον
εφιάλτη σήμερα, 1 Ιουνίου 2012, πάλι στα Κύθηρα. Ξαναείδα το τέρας με κεφαλή
Σφίγγας και κορμί φιδιού να σφυρίζει πάντα το ίδιο ερώτημα: «Ποιο μίσος θα σας
ξεσκίζει στον εμφύλιο πόλεμο που ετοιμάζετε πανηγυρίζοντας;» Ξαναείδα να
ξετυλίγεται μπροστά μου ο πόλεμος που έρχεται, τόσο διαφορετικός από τον
προηγούμενο, που ακόμη και το όνομα «Εμφύλιος Πόλεμος» του είναι ξένο. Μάχες
για να καεί το ρημάδι το κοινοβούλιο, και όσοι δεν καούν μαζί του, να κρεμαστούν.
Μάχες για να πάρουμε τους σταθμούς του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, να
μεταδώσουμε χορούς θριάμβου, μεθυσμένα μηνύματα, εκπομπές διαπόμπευσης, και
συνθήματα αιώνιας εξουσίας που αύριο κιόλας θα μας την πάρουν, εφήμερη, οι
επόμενοι. Μάχες σώμα με σώμα ανάμεσα σε
ανθρώπους που μόνα κίνητρα έχουν το μίσος, τη βία, το αίμα, το πλιάτσικο. Μάχες
για ένα χαρτονόμισμα, για ένα χρυσό σταυρουλάκι, για μιαν ασημένια εικόνα.
Μάχες για ένα ψωμί, για ένα τηλέφωνο, για το κορμί μιας γυναίκας, ενός άνδρα ή
ενός παιδιού. Πόλεμοι μια ημέρας με στόχο την κλεψιά και το γκρέμισμα. Σήμερα
να ξαφρίσουμε όσα μπουκάλια βρούμε, αύριο τριήμερο πιοτού και βιασμών. Μεθαύριο
να καούν όλες οι εκκλησίες της πόλης, από βδομάδα να βγάλουμε από τις κρυψώνες
τους όλους τους μαύρους και να τους καθαρίσουμε, ύστερα όλοι μαζί στα βόρεια
προάστια για γκρέμισμα, κλοπές και πιοτό.
Πόλεμοι χαοτικοί,
άσκοποι, η βία για τη βία. Χωριστό κράτος σε κάθε πόλη, σε κάθε συνοικία, σε
κάθε πολυκατοικία. Πόλεμος ανάμεσα σε συνοικίες και σε πόλεις, πόλεμος για να
καθαρίσουμε το βουνό από τα καραβάνια των προσφύγων που κατέφυγαν εκεί
νομίζοντας πως εκεί θα γλυτώσουν – μικροαστοί με κουβέρτες και πλαστικά ψυγεία
με τρόφιμα, αστοί με γυναικόπαιδα, κοσμήματα, ασημικά και χαρτονομίσματα,
βουλευτές και κομματάρχες και οπαδοί της «δεξιάς», της «αριστεράς», του
Ολυμπιακού, συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, Αλβανοί, Πακιστανοί και μουσουλμάνοι,
ξένοι, όλοι ξένοι, όλοι για πέταμα, όλοι στη μεγάλη σφαγή.
Ξυπνώντας από τον
λήθαργο, αναζήτησα το όνειρο στο περυσινό μου ημερολόγιο. Ναι ήταν σχεδόν το
ίδιο με εκείνο που είχα δει το 2011.
[το σημείωμα αυτό γράφτηκε στα Κύθηρα το 2012]
Χείλι πικρό που σ’ έχω
δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!
…Από το «Ένας αποτυχημένος
φιστικοπαραγωγός»
…Δεν θα κάνουν ποτέ
καρπό οι φιστικιές, κύριε Γιώργο, και δεν θέλω να σε γελάσω – άσε που για να
στεριώσουν θα πρέπει να φτιάξω διακόσιους λάκκους τρία μέτρα, κι εσύ θα με
πληρώνεις ένα χρόνο για να σκάβω λάκκους; Θα νομίσεις πως σε κοροϊδεύω».
Έτσι γίναμε φίλοι με
τον κυρ-Γιάννη. Ελάχιστους ανθρώπους έτυχε να εμπιστευθώ και να εκτιμήσω όσο
αυτόν. Έμεινε στο κτήμα τριάντα χρόνια. Δυο μέρες την βδομάδα, κατά τις δώδεκα
το μεσημέρι, μόλις ετοίμαζα τον καφέ μου, του φώναζα να έλθει να καθίσουμε μαζί
και να μιλήσουμε, το καλοκαίρι στον ίσκιο, τον χειμώνα στο τζάκι. Απόφοιτος του
Δημοτικού, πλούσιο λεξιλόγιο, σοφία εμπειρική και δημιουργική, αλάνθαστη κρίση,
ο κυρ-Γιάννης έβλεπε από τότε τη φύση και το τοπίο του Σουνίου να
καταστρέφονται και μιλούσε γι’ αυτά με πάθος, σωστός πολίτης, ακέραιος
άνθρωπος. Φυσικά, είχε δίκιο, δεν θα έκαναν ποτέ πολύν καρπό οι φιστικιές, δεν
θα έβγαζαν ποτέ τα έξοδά τους, αν είχα φυτέψει ελιές «θα είχαμε τουλάχιστον το
λάδι μας».
Πέρασαν πέντε χρόνια
για να καταλάβω ότι είχε δίκιο, όχι μόνο για φυσικούς, αλλά και για περίπλοκους
οικονομικούς λόγους. Οι φιστικιές είχαν βγάλει τα πρώτα διακόσια κιλά, περνάει
ο έμπορος ξηρών καρπών από όλα τα κτήματα της περιοχής να μαζέψει τη σοδειά,
περνάει κι από μένα. Μού δίνει αφ’ υψηλού την τιμή του και μένω άναυδος ως
φιστικοπαραγωγός και ως οικονομολόγος. Βλέποντας την έκπληξή μου, γελάει και
μού λέει: «Όταν δεν βρίσκω ν’ αγοράσω αρκετό φιστίκι στα κτήματα, αγοράζω από
τον χονδρέμπορο. Μήπως προτιμάς να σού στείλω να σού δώσει εκείνος τιμή
Τουρκίας; Εσύ θα χάσεις».
Επέμεινα στις
θεωρητικές ερωτήσεις και πήρα την απάντηση: «Τρεις ανθρώποι πρέπει να βγάλουν
από αυτό το εμπόριο, φίλε, κι εγώ είμαι ο τελευταίος. Και ο χονδρέμπορος ψωνίζει
από τον εισαγωγέα κάθε χρόνο για να συμπληρώσει το στοκ. Όταν έχει καλή χρονιά
η Αίγινα, αγοράζω από αυτόν 90% Αιγίνης εξαιρετικό, βάζω στην αποθήκη μου 3%
Τουρκίας για να μην τον δυσαρεστήσω και με πνίξει του χρόνου, μετά πάω σε άλλον
εισαγωγέα για να τα έχω καλά και με αυτόν, και βάζω 7% Ιράν – πώς αλλιώς θα
βγάλω κι εγώ το μεροκάματο;» Τον ερωτώ με όλη μου την ειλικρίνεια αν είναι καλή
η χρονιά εφέτος, για να εισπράξω νέα απάντηση, πιο περιφρονητική: «Κακή χρονιά,
φίλε, αλλά δεν βλάφτει. Θα μειώσω το Αιγίνης στα 80%, θα βάλω 10% Τουρκίας και
10% Ιράν ολόπαχο. Μήπως καταλαβαίνουνε τα ζώα τι τρώνε; Πάνε αυτά που ξέραμε».
Πάνε, ομολογουμένως, σκέφτηκα, και του έδωσα τον καρπό του κτήματος και των
κόπων του κυρ Γιάννη στο ένα πέμπτο της τιμής καταστήματος ξηρών καρπών.
Καλοπληρωμένη η απάντησή του, φόρτωσε τα σακιά στο θεόρατο 4Χ4 κι έφυγε…
Το τραγούδι «Από μέσα
πεθαμένος»
…Μετά πέρασαν
χρόνια, και έχοντας βιώσει τέσσερις πυρκαγιές από το 1961, εβίωσα και πέμπτη το
2001, που έκαψε τον λόφο πάνω από το σπίτι. Ο κυρ Γιάννης είχε καθαρίσει
σχολαστικά τις πευκοβελόνες και κλαδέψει τα χαμηλά των δέντρων· κι έτσι,
καταβρέχοντας συνεχώς με τη μάνικα, συγκράτησε την πυρκαγιά ώσπου ήλθαν τα
πυροσβεστικά. Το κτήμα μου σώθηκε, μαζί και τα κτήματα των γειτόνων μου, εκτός
από το μακρινότερο.
Οι γείτονες
ενθουσιάστηκαν με την ευκαιρία. Ο μακρινότερος καθάρισε μέρα μεσημέρι με εκσκαφέα
την εντελώς δασική ιδιοκτησία του από τα καμένα πεύκα παρουσία του Δασαρχείου.
Ήταν μέρες αργίας, έτυχε να είμαι στο Σούνιο. Όταν διαμαρτυρήθηκα στον παρόντα
επιτόπου κύριο Δασάρχη, εκείνος μού απάντησε: «Μα έχει τίτλους ο άνθρωπος».
Άρα, ο ίδιος ο Δασάρχης του είχε δώσει την άδεια να υλοτομήσει αγνοώντας το
Σύνταγμα και τους Νόμους που απαγορεύουν την υλοτομία σε καμένες δασικές
περιοχές. Και ήταν παρών για να τον προστατεύει από ανθρώπους σαν εμένα.
Εβδομάδες αργότερα,
ένας άλλος γείτονας, πολύ πλησιέστερός μου, έχτισε χωρίς άδεια τσιμεντόλιθη
μάντρα μήκους 380 μέτρων και ύψους ενάμιση μέτρου με άλλο ένα μέτρο
συρματόπλεγμα από πάνω, και καταπάτησε σε πλάτος ενός μέτρου τον δρόμο από όπου
μόλις είχαν περάσει τα πυροσβεστικά. Όταν τόλμησα να διαμαρτυρηθώ, δέχθηκα μια
βίαιη επίθεση που κόστισε σε εκείνον μεν πεντάμηνη φυλάκιση, την οποία βεβαίως
εξαγόρασε και συνέχισε να παρανομεί, σε εμένα δε μια δωδεκαετία ψυχοφθοράς
ώσπου να κερδίσω τελεσιδίκως τις αμέτρητες δίκες που χρειάστηκαν, να αποζημιωθώ
για τις επίσης αμέτρητες προσβολές του καλού μου γείτονα – και, ευτυχώς να
γκρεμιστεί η μάντρα του.
Στο μεταξύ, είχα
μάθει ότι ένας συνεταιρισμός είχε αγοράσει μερικές χιλιάδες στρέμματα σε αυτό
το τμήμα του Εθνικού Δρυμού που ξεκινούσε από τον λόφο πάνω από το κτήμα μου,
πασίγνωστο ως δασική περιοχή και αποδεδειγμένο με δεκάδες αεροφωτογραφιών. Η
υποθηκοφύλαξ Λαυρίου είχε αρνηθεί να μεταγράψει τα συμβόλαια. Ο αρμόδιος
Εισαγγελέας, γνωστός για την ακεραιότητά του, είχε παραπέμψει τους υπευθύνους
της αγοραπωλησίας στο ποινικό δικαστήριο. Ζήτησα πληροφορίες και έμαθα ότι ο
συνεταιρισμός περιλάμβανε κυρίως εφοριακούς υπαλλήλους και ότι είχε έως τότε
πουλήσει σχεδόν 500 στρέμματα στα μέλη του, που περιελάμβαναν και συνταξιούχους
βουλευτές και άλλους δημοσίους λειτουργούς.
Απαυδισμένος,
ξεπούλησα το κτήμα το 2004 και άφησα το σπίτι που αγαπούσα. Από μιαν άποψη και
εκ των υστέρων μου βγήκε σε καλό. Σε λίγο θα έπαιρνα σύνταξη· ακόμη και
ολόκληρη, δεν θα έφτανε για να καλύψω τα έξοδά του και για να ζήσω. Αλλά από
τότε δεν ξαναπήγα ποτέ στο Σούνιο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου