Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

"Επετειακό αφιέρωμα στη Μαρίκα Νίνου - Η αποδημία της, 23 Φεβρουαρίου 1957" Από τη φίλη στο fb Παναγιώτα Σούμπαση (facebook, 23.2.2023)

 ...............................................................


Επετειακό αφιέρωμα στη Μαρίκα Νίνου - Η αποδημία της, 23 Φεβρουαρίου 1957





Από τη φίλη στο fb Παναγιώτα Σούμπαση (facebook, 23.2.2023)


Από τι υλικά φτιάχνεται άραγε ένας «μύθος»; Η Μαρίκα Νίνου (Ευαγγελία Αταμιάν,οπως είναι και το πραγματικό όνομα της)
ήταν μια τέτοια περίπτωση. Στο μεγαλείο της φωνής της, υποκλίθηκαν όλοι Η σπουδαία αυτή τραγουδίστρια «δίχως να το γνωρίζει φυσικά, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά, τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής», θα γράψει είκοσι χρόνια αργότερα σε ιδιόχειρο σημείωμά του ο Μάνος Χατζιδάκις αφιερώνοντας στη μνήμη της τον δίσκο του «Πέριξ»
Κάθε Μ. Πέμπτη έψελνε το τροπάριο κι ανατριχιάζαμε όλοι, όταν έλεγε στα αρμένικα για τον Χριστό που αναζητάει τη μάνα του. Η εκκλησία γέμιζε, όχι μόνο από Αρμένιους, αλλά κι από Έλληνες που έρχονταν από όλες τις γειτονιές για να την ακούσουν. Ήταν σπαρακτική. Ένας άγγελος!»
.Ερμηνεύτρια που με οκτώ μόνο χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, κατάφερε να φτιάξει ένα μύθο τέτοιο, που θα ζήλευαν πολλές ομότεχνες με πολλαπλάσια χρόνια καριέρας Πέθανε στα τριάντα πέντε της, το 1957, χτυπημένη από τον καρκίνο.













Η συνεργασία που έμελλε να είναι καθοριστική τόσο για την καριέρα της όσο και για τη ζωή της, ήταν με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Τον γνώρισε το 1949 όταν εκείνος έψαχνε αντικαταστάτρια για την Σωτηρία Μπέλλου στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός». όπως λέει ο ίδιος στη βιογραφία του στον Χατζηδουλή «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ' άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (...). Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου «Τζίμη» γινόταν χαλασμός κόσμου(...)Τα τσαλίμια της φωνής της τον εμπνέουν και γίνεται η μούσα του. Γράφει τραγούδια αποκλειστικά για εκείνη, που τα απογειώνει με την ερμηνεία της, όπως τη «Σεράχ», «Τα καβουράκια», το «Απόψε κάνεις μπαμ» ή το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα;» - αυτό το τραγούδι της το έγραψε αναγγέλλοντάς της τον χωρισμό τους. Λέγεται πως όταν η Νίνου πήρε στα χέρια της τους στίχους ξέσπασε σε κλάματα. Τελικά σε μια συγκλονιστική ηχογράφηση αποτύπωσε όλη την πορεία τους, κάνοντας το συγκεκριμένο τραγούδι έναν ύμνο στους έρωτες που χάθηκαν.


«Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του '50», γράφει ο Πάνος Γεραμάνης.

Έζησε όπως και το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, σύντομα και συγκλονιστικά. Λατρεύτηκε από το κοινό, έζησε την άκρα μοναξιά, διεκδίκησε τα πάντα στον έρωτα, προκάλεσε πάθη και είπε γύρω στα 200 τραγούδια.

Τον Οκτώβριο του 1951 πηγαίνουν για ενάμιση μήνα με τον Τσιτσάνη στην Κωνσταντινούπολη για εμφανίσεις στο κέντρο Καζαμπλάνκα. Με τον Τσιτσάνη έγινε σεισμός. Η αμοιβή τους ήταν τρεις χρυσές λίρες για τον Τσιτσάνη, δύο λίρες για τη Νίνου και μία για τη Μαργαρώνη, που έπαιζε πιάνο και ήταν η Νίνου που την είχε γνωρίσει στον Τσιτσάνη. Με αυτά τα χρήματα που έστελνε στην Ελλάδα χτίζει και το σπίτι της στο Αιγάλεω. Η Νίνου και ο Τσιτσάνης, παρά την επιτυχία που έχουν στις εμφανίσεις τους, τσακώνονται διαρκώς, η σχέση τους γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
«Ήταν φυσικό κι επόμενο να ξενίζει πολλούς ότι μία δική μας, Αρμένισσα, έγινε λαϊκή τραγουδίστρια. Η αλήθεια είναι ότι και η θεία δεν μιλούσε για την καταγωγή της. Κακά τα ψέματα, τότε, εάν έλεγε ότι ήταν Αρμένισσα, θα τη στιγμάτιζαν. Το ήξερε καλά αυτό και έλεγε ότι ήταν Πολίτισσα ή Μικρασιάτισσα. Μάλιστα, όταν το 1951 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για συγκεκριμένες εμφανίσεις, ο Βασίλης Τσιτσάνης της είχε απαγορεύσει να λέει ότι είναι Αρμένισσα. Όμως, όταν κάποιο βράδυ πήγε μια παρέα Αρμενίων για ν’ ακούσει τη θεία, δεν κρατήθηκε και εκδηλώθηκε, λέγοντάς τους "χάι εμ - χάι εμ", δηλαδή είμαι Αρμένισσα, διότι ήξερε αρμενικά, και έγινε μεγάλο γλέντι. Πάντως, λέγονται και γράφονται άπειρες ανακρίβειες για τη θεία, τόσο για την καταγωγή της όσο και για τον χαρακτήρα της. Ο καθένας φτιάχνει και έναν μύθο. Γι’ αυτό κι εγώ υπερασπίζομαι τώρα τη μνήμη της», λέει η ανιψιά της στο «Περίπτερον».
Για την καταγωγή της ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε «οι Έλληνες αγνοούν ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του ρεμπέτικου τραγουδιού δεν ήταν Ελληνίδα, ήταν Αρμένισσα από μάνα και πατέρα».




Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, Τσιτσάνης και Νίνου τραγουδούν ξανά στον Τζίμη τον Χοντρό, αλλά δεν μιλάνε μεταξύ τους. Είναι ένα ζευγάρι που θέλει να ακούσει ο κόσμος να τραγουδούν μαζί, αλλά οι ίδιοι μεταξύ τους δεν τα πάνε καθόλου καλά.Το 1954 η Νίνου αρρώστησε με καρκίνο στη μήτρα. «Αποφάσισε να πάει στην Αμερική για δύο κυρίως λόγους», γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος. «Ο πρώτος λόγος ήταν για να τραγουδήσει και να μπορέσει έτσι να συντηρήσει την τετραμελή οικογένεια του αδελφού της, του Μπαρκέβ, ο οποίος έπασχε κι αυτός από καρκίνο, και τον γιο της, τον Οβανές, μια και τα κέρδη στις ΗΠΑ από το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλα. Ο δεύτερος λόγος ήταν για να δοκιμάσει τις καλύτερες μεθόδους θεραπείας που είχε ακούσει ότι υπήρχαν εκεί». Η ανιψιά της όμως λέει ότι όταν πήγε το 1954 στην Αμερική δεν ήταν άρρωστη, ο αδελφός της είχε καρκίνο κι εκείνη έστελνε ό,τι μπορούσε. Είχε να θρέψει πολλά στόματα.
Ο Τσιτσάνης δεν την ακολουθεί στην Αμερική. Την άνοιξη του 1954, πριν από την αναχώρησή της, μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», όπως λένε, χωρίς να γνωρίζει, το τραγούδι που επρόκειτο να ερμηνεύσει. Με το που διαβάζει τους στίχους αντιλαμβάνεται πως έφτασε το τέλος της σχέσης τους, ξεσπά σε κλάματα, φεύγει και επιστρέφει ξανά στο στούντιο για μία και μοναδική ηχογράφηση, στην οποία είναι ολοφάνερα το παράπονο και οι λυγμοί της.




"Είχε νιώσει μεγάλη χαρά και περηφάνεια, τότε που την επέλεξε ο Χατζιδάκις να πει το "Αγάπη πού'γινες". Πέταγε στους ουρανούς! Και γιατί ήταν κάτι πολύ διαφορετικό απ' αυτά που είχε πει μέχρι τότε και γιατί ήξερε πως θα το πει καλά και θα τον δικαιώσει. Πιστεύω ωστόσο, πως ποτέ της δεν κατάλαβε πόσο συγκλονιστική φωνή είχε και πόσο μεγάλη τραγουδίστρια ήταν. Πάντως όταν το τραγούδησε στο στούντιο, ξέρω πως το είπε νιώθοντας φρικτούς πόνους κι ίσως γι' αυτό και η εκτέλεσή της είναι η πιο συγκινητική. Δε νιώθεις να σου σκίζει την καρδιά, όταν την ακούς; Μελετώντας την ιστορία της Νίνου και άλλων μοιραίων προσώπων της τέχνης, σκέφτομαι πόσο τρομακτικό είναι, κάποιοι άνθρωποι να πρέπει να γίνουν παρανάλωμα, να κομματιαστούν, για να μείνει στους αιώνες ένα τραγούδι, ένας πίνακας, μια παράσταση, ένα ποίημα... λέει η Γκιούλα Αταμιάν, η ανιψιά της.

Ο Φλεβάρης του ’57 τη βρίσκει να αργοσβήνει μόνη δίχως συντροφιά και να αφήνει την τελευταία της πνοή ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία. Ο Τσιτσάνης δεν θα πάει να τη δει ποτέ στο νοσοκομείο. Δεν θα πάει ούτε στην κηδεία. Ίσως όμως είναι αυτός που πονάει πιο πολύ απ′ όλους. Τέσσερα χρόνια μετά, με το τραγούδι «Θέλω να είναι Κυριακή» που ερμηνεύει η Καίτη Γκρέι, θα θρηνήσει τη μούσα του και τη μεγάλη αγαπημένη. 170 σφραγισμένα τραγούδια, φωνή συγκλονιστική, ζωή γεμάτη εντάσεις, αναπάντεχος θάνατοςΕίναι ο μύθος που κυρίευσε τα πάντα και που μαζί του θα πάρει τα κλειδιά ενός καθαρόαιμου ρεμπέτικου τραγουδιού και θα επιβάλει την αλλαγή μιας ολόκληρης εποχής.

«Είχε σαράντα πυρετό», λέει ο Γιάννης Σταματίου (Σπόρος). «Ξεκίνησε να τραγουδά το "Γεννήθηκα για να πονώ" και στον δεύτερο στίχο μου είπε: "Σταμάτα, δε μπορώ άλλο". Ήταν το τελευταίο που τραγούδησε. Ήταν μεγάλη τραγουδίστρια, μεγάλη ψυχή».
Η Μαρίκα Νίνου, η «βασίλισσα του λαϊκού τραγουδιού», όπως γράφει η αγγελία του θανάτου της, πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1957.
«Τη θάψανε στο Σχιστό της Νεάπολης, πλάι στον αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, που είχε πεθάνει το 1955. Δεν υπάρχουν ούτε οι τάφοι τους ούτε τα οστά τους. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της, τρεις εμφανίσεις της σε κινηματογραφικές ασπρόμαυρες ταινίες, ερμηνεύοντας τραγούδια, και λίγα ρούχα της που φύλαξε η ανιψιά της Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν», γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος.
«Η Μαρίκα Νίνου –καθώς όλοι οι τραγουδιστές εκείνης της ηρωικής περιόδου– δεν άφησε τίποτα πίσω της. Όταν πέθανε, ο γιος της ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Κάποιοι επιτήδειοι κατέσχεσαν το σπιτάκι της. Απ’ όσο ξέρω, τα μόνα αντικείμενα που είχαν διασωθεί ήσαν λίγοι δίσκοι, κάτι άρθρα σε εφημερίδες, μερικά φουστάνια της μακαρίτισσας, δύο δίσκοι με τη φωνή της (μίλαγε στο παιδί της), ελάχιστες φωτογραφίες (υπήρχε και μία φωτογραφία που την έδειχνε σε ακροβατικό νούμερο), το διαβατήριο και η ταυτότητά της, δύο μαγνητοταινίες, το επαγγελματικό της βιβλιάριο», γράφει ο Πετρόπουλος.
«Κανένας δεν χάρηκε τη Μαρίκα», λέει η Βαγγελιώ Μαργαρώνη.
Και κανένας δεν χορταίνει μέχρι σήμερα να ακούει τη μεγαλειώδη, συγκλονιστική φωνή της.



Δεν υπάρχουν σχόλια: