...............................................................
Η Αντιγόνη στους δρόμους της Ελλάδας...
από τη φίλη στο fb Χρύσα Κακατσάκη (facebook, 5.3.2023)
Έξι μέρες τώρα η Αντιγόνη τριγυρνάει στους δρόμους. Νηστική, άυπνη, με μαύρους κύκλους στα μάτια, μα δεν την νοιάζει. Παίρνει δύναμη απ’ αυτό που πρέπει να κάνει. «Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει τα ρολά της». Ξεκίνησε από τον Κεραμεικό, το δημόσιο νεκροταφείο κι εκεί η Ηγησώ με ένα νεύμα γαλήνιο της είπε: «Συνέχισε. Δεν βλέπεις ότι εδώ έχει στερέψει ο Ηριδανός; Πήγαινε σε ένα άλλο ποτάμι, κοντά στα Τέμπη, Πηνειό το λένε». Εκεί «δώδεκα βρύσες με νερό από 57 πηγάδια, δεν φτάνουν να σβήσουν τη φωτιά μέσα απ’ τα φυλλοκάρδια».
Μην πιστεύετε τον Σοφοκλή. Η Αντιγόνη έχει 57 αδέλφια που πρέπει να θάψει κι άλλα τόσα που δεν πρόλαβε να (ανα)γνωρίσει. Ακούει φωνές. «Η κόρη μου έχει στο μπράτσο ένα μικρό τατουάζ. Δείξτε μου τα χέρια που μαζέψατε».
Βλέπει μια τεράστια ουρά. Είναι οι Πόντιοι Πιλάτοι που πάνε να νίψουν τας χείρας τους. Εκείνη μονολογεί. ''Όσοι χρόνια κολυμπάτε αμέριμνοι μέσα στα μάτια μου, κάποτε θα βάλω τα κλάματα και θα σας πνίξω'.
Βγάζει από το σακ βουαγιάζ ένα ένα τα όμορφα αγγεία που στην εποχή της έβαζαν τις στάχτες. Αυτά ταιριάζουνε στη νιότη. Όχι τα άμορφα κουτιά. Τα μοιράζει σε όλους τους γονείς: της Ιφιγένειας, του Γιώργου, του Βάιου, της Χρύσας.
Γέρνει κατάκοπη και μισοκλείνει τα βλέφαρα. Μια ψιθυριστή συγγνώμη την κάνει να πεταχτεί αλαφιασμένη. Θα είναι εκείνος ο ποιητής Φερνάζης που «πρέπει ν' αναλύσει τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος. Ισως υπεροψίαν και μέθην». Ο ψίθυρος δυναμώνει. Είναι το ζουμί μιας ενοχής που στάζει. Ένα διακοσμητικό σουβενίρ ξεχασμένο σε ένα βαγόνι.
Παίρνει το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Σε τρένο δεν ξαναμπαίνει. Σταματά σε ένα καφέ της Εθνικής. Μέχρι να τη σερβίρουν, αποσπά την προσοχή της ένα πρωτοσέλιδο: «Είμαι διατηρητέο, είπε το χάος στους εργολάβους. Μέσα, τα πράγματα θα μείνουν όπως είναι. Μικροαλλαγές μόνο στην πρόσοψη επιτρέπω».
Πηγαίνοντας πίσω στον Κεραμεικό, βουίζουν τ’ αυτιά της, τσούζουν τα μάτια της από τις κροτίδες που πέσαν στην πλατεία. Ψάχνει κάποιον να γράψει τον επίλογο. Τον βρίσκει αμέσως.
«Είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα, πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους και μια δική του δικαιοσύνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου