Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

"ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΣΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΞΙΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΥΜΙΟΥ" / Προλογικά-Επιμέλεια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ (https://neoplanodion.gr, 3.3.2023)

 ...............................................................



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΣΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΞΙΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΥΜΙΟΥ






Προλογικά-Επιμέλεια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ (https://neoplanodion.gr, 3.3.2023)



Ο Ρίτσος εξέδωσε το "Ίσως να ’ναι κι έτσι" ως το τέταρτο εξομολογητικό πεζογράφημα (από τα συνολικά εννέα που είχε γράψει), προσπαθώντας να ιστορήσει μια ψυχική τοιχογραφία συναπαρτισμένη από παραμελημένες και παραθεωρημένες συλλογικές μα και βαθύτατα προσωπικές στιγμές, με διάσπαρτα στοιχεία και σπαράγματα αυτοβιογραφικής κατάθεσης, την οποία κι ενδεικτικά ονομάτισε «Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων». Μιλούσε για πράγματα δηλαδή εκεί μέσα που η αριστερή του στράτευση επί χρόνια του επέβαλε να βάζει στην άκρη και να χώνει παράμερα, να αυτολογοκρίνει και να φιμώνει το δημόσιο ξεστόμισμά τους, παρότι είχαν χαραχτεί αξεδιάλυτα στην ψυχή και το σώμα, τόσο το δικό του όσο κι αρκετών της γενιάς του. Είναι ενδιαφέρον πως ο Ρίτσος όλα εκείνα τα γραπτά τα είχε στο συρτάρι του για δεκαετίες, μέχρι τη στιγμή που πήραν την οδό της δημοσίευσης.
Η έκδοση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην αριστερά και η συζήτηση κι η υποδοχή τού κειμένου περιστράφηκε κυρίως –αν όχι αποκλειστικά– γύρω από την εμφανή και διάχυτη παρουσία της σεξουαλικότητας, μα και μιας ομοφυλοφιλικής ερωτικής έκφρασης που ευδιάκριτα στίζει ορισμένα από τα πεζά αφηγήματα στο συγκεκριμένο έργο του ποιητή.
Ο ίδιος, έχοντας ήδη υποψιαστεί τις επερχόμενες αντιδράσεις, έγραφε, οιονεί προ-απολογούμενος, στο τελευταίο διήγημα της συλλογής:
«άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου ’ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας, παράξενα “πράματα” που μιλάνε για όλα, για όλους, για πάντα, όπως ένα παπούτσι μονάχο στο ποτάμι, ένα κέρατο βοδιού σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο, ένα πιάτο παντζάρια στο έρημο πανδοχείο, το κέρας του κυνηγού στο φαράγγι, μια άδεια καπότα στο χορτάρι του Δημοτικού Κήπου, ο καθρέφτης του ασανσέρ μ’ ένα τριαντάφυλλο, ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη μέσα στο μισοφώτιστο ναυτικό μπαρ χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου με το ’να του δάχτυλο, οι δυο Άγγελοι που μπαίνουν στο μπαρμπέρικο του Μεταξουργείου ναν τους κουρέψουν λίγο τα φτερά τους που παραμεγαλώσανε κι ο μπαρμπέρης τα χάνει και του πέφτει το μεγάλο κύπελλο με τη σαπουνάδα και πιτσιλιέται ο χρυσοβαμμένος μυγοφτυσμένος καθρέφτης κι οι δυο Άγγελοι που κοιτιούνται στον καθρέφτη βλέπουν το πρόσωπό τους διάστικτο με αφρούς σα να χιονίζει, και πράγματι χιονίζει στο Σανατόριο της Πάρνηθος κι απλώνεται παντού μια ευλογημένη ασπράδα, μια ζεστή όμως ασπράδα, ως πέρα πέρα, μια συγγνώμη τόσο διάφανη που βλέπεις απ’ την άλλη της μεριά τα τέσσερα πλοία που φεύγουν και μένει μόνη μια βαλίτσα στην προκυμαία κι ο τελωνοφύλακας κοιτάει τ’ αντικρινό μπαλκόνι – πράγματα ασήμαντα δικά σου, δικά μας, ναι, ασήμαντα που ωστόσο σε βεβαιώνουν τρυφερά πως υπήρχες, υ π ά ρ χ ε ι ς, θ α υ π ά ρ χ ε ι ς κι είσαι όμορφος κι αγαπημένος κι όλα είναι όμορφα κι αγαπημένα κι είναι κατορθωτό το ακατόρθωτο, τόσο που ξύνεις το κεφάλι σου και κλαις σα βλάκας, γιατί είμαι βλάκας βρε Πέτρο και σ’ αγαπάω για όλα»
(«Θύμησες, πράγματα, λόγια»)
Από αυτόν τον τόμο ξεδιάλεξα την παραπάνω αφήγηση που περιστρέφεται γύρω από ένα ζεϊμπέκικο χορό και την τελετουργία του, που σήμερα, μόλις σαράντα χρόνια μετά, μοιάζει τόσο αλλόκοτος και μακρινός, σχεδόν μυθικός, γέννημα της φαντασίας. Στους γύρους του χορευτή σ’ αυτόν τον ζεϊμπέκικο στροβιλίζονται και χορεύουν μνήμες ζωής αλλοτινής, εμπειρίες κοινές, συνυπαρκτικές, κινήσεις και χειρονομίες απλές και μυστικές, τελετουργίες ανέκφραστες, σιωπές εύγλωττες, θραύσματα και θρύψαλα από ένα ενιαίο κάποτε μωσαϊκό ζωής, που έχει πια φθαρεί αμετάκλητα κι έχει παραμεριστεί απολησμονημένο, όταν δεν προβάλλεται πλέον σε διαστροφικά μεταλλαγμένο καταναλωτικό ευδαιμονικό απείκασμά του. Λείψανα μοναχά, σποραδικές επιβιώσεις, σπαράγματα ελάχιστα ανιχνεύονται κι αναδύονται πού και πού, εδώ κι εκεί. Πού εκκλησίασμα πια, πού δισκοπότηρα και που μετάληψη τελετουργιών μυστηριακών, κοινών, συλλογικών και ζωογόνων. Διόλου τυχαία δα δεν κλείνει κι η αφήγηση μνημονεύοντας τον σικελιανικό Διθύραμβο του Ρόδου;


«Νέα Ρεμπέτικη Κομπανία», κι όλοι τους νέοι, με νέες ρεμπέτικες γάργαρες φωνές, όχι βραχνάδες και φλέματα στο λαρύγγι, παθιασμένα αχ, Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Παπάζογλου, Μπάτης, Μοσχονάς, Μπαγιαντέρας, Καλδάρας, σεβντάδες και μεράκια, ξενιτιές κι αγάπες και χωρισμοί και νυχτέρια και φυλακές, το κερί στο παραθύρι, η μάνα, η θάλασσα, ο μπατίρης, ο διωγμένος, ο κυνηγημένος, ένα φτωχό μπογαλάκι στη γωνιά της κάμαρας, μισό τσιγάρο, το πλεούμενο, η φωτιά, η φουρτούνα, ο νυχτοφύλακας, συννεφιασμένη Κυριακή, Δευτέρα της φάμπρικας, Σαββατόβραδα της ρετσίνας, ένα τραπέζι στα δόντια του αντρειωμένου, ο φαροφύλακας, ο γυρολόγος, η φασουλάδα, ο αδειούχος φαντάρος, ο ναύτης με το κατάρτι του, καπνοί, φουγάρα, νησιά στο φεγγαρόφωτο, βίντζια, φορτοεκφορτωτές, το ρολόι του Πειραιά, φύκια στο λαιμό της πνιγμένης, η ομορφονιά της λατέρνας, πολέμοι και πολέμοι, σκοτωμένοι μαύροι, μπορντέλα στα λιμάνια, κόκκινα φαναράκια, υπαίθριοι σινεμάδες με κριτς κριτς πασατέμπο, στραγάλια, μπαμ οι γκαζόζες, καβαλάρηδες στο πανί, μπιστολίδι, κι η βροχούλα στα τζάμια, Παρασκευή απογευματάκι, βρεγμένα σπουργίτια στο μπαλκόνι κι οι καμπανοκρουσίες του εσπερινού, βγήκε συναχωμένος ο αποσπερίτης πάνου απ’ τα καραούλια της Μονοβασιάς, πολιορκίες, εφάγασιν και ποντικούς, τρύπιες αρβύλες, όλα τα παίρνει απάνου του τώρα το κλαρίνο, πανηγύρι του Αι-Δημήτρη, κόκκινες βελέντζες απλωμένες στα θάμνα, κατσίκες, αγελάδες, άλογα, πανέρια, το ποτάμι, ωπ, ωπ, ο τσάμικος, γεια σου κλεφτουριά –ποιος σκύβει το κεφάλι;– μπαίνει με τ’ άλογό του στο χορό μπροστάρης ο Αι-Δημήτρης, να μου θυμηθείς, μην το ξεχάσεις, τούτη η σεμνότη του Ρωμιού η μεγαλοδύναμη, άκου, άκου, χασάπικα, ζεϊμπέκικα, ένας τσάμικος, όρθιοι, τινάζεται κι ο Γιώτης, γεια σου, πήδο τον πήδο, θα φτάσει το ταβάνι, και να σου πάλι τσιφτετέλια, κορίτσια κι αγόρια κουνάνε την κοιλιά τους, τους γοφούς, τα στήθια, η δικιά μας παρέα βλέπει, κάτι κουνιέται και σε μας, ανάμεσα στα σκέλια, του μπουζουξή τα δόντια λάμπουν πιότερο, κοπέλες ανθοπώλισσες στριμώχνονται ανάμεσα στους χορευτές και στα τραπέζια, μες στα πανέρια τους όχι τριαντάφυλλα και μαργαρίτες αλλά γαρδένιες και καμέλιες, πέφτουν βροχή στις τραγουδίστρες, πιο πολλές στο πρώτο μπουζούκι (αχ, πού ’ν’ τα γιασεμιά, καημένη μου κυρα-Σμαράγδω; πού; Κατακαημένη Σμύρνη), για λίγο σταματάει η μουσική μες στα χειροκροτήματα, σκουπίζουν τα γκαρσόνια απ’ την πλακόστρωτη πίστα σπασμένα πιάτα, ποτήρια, πατημένα λουλούδια, και να πάλι, ένα ζεϊμπέκικο, Χριστέ μου, τι παλμός και τι ρυθμός, 9/8 (όχι τα 9/8 της κλασικής μουσικής μοιρασμένα ανά τρία σε τρία κανονικά μέτρα κάτι σαν βαλς με τριολέ), τα ρωμέικα 9/8 μοιρασμένα ανά δύο ― 2, 4, 6, 8, και το 9 μόνο του, θέση χωρίς άρση, να πέφτει δίχως εκπνοή στην αμέσως επόμενη θέση σα να λέμε δυο εισπνοές μαζί (όπως και στους νησιώτικους χορούς 5/8 που σαν ν’ αντιστοιχούν κάπως στην αρχαία ελληνική προσωδία, στον αδώνειο στίχο ― τέταρτο στίχο της ψαπφικής στροφής) και να σου που τινάζεται ήσυχος, χαμηλοβλέφαρος, ασίκης, μόνος, ολομόναχος, (κανένας άλλος δεν τολμάει να σηκωθεί μπροστά στον α ν υ π έ ρ β λ η τ ο), μονάχος, μαύρο παντελόνι, μαύρο παπούτσι τακουνάτο, άσπρο πουκάμισο ανοιχτό στο δασύτριχο στήθος, χρυσό σταυρουλάκι στο λαιμό, μέση δαχτυλίδι, σφιχτός ο κώλος αψηλά, αργόπρεπα τα πρώτα βήματα, τελετουργία, ο πλατυφτέρουγος αιτός χαμοπετάει, στο ένατο όγδοο κόβεται η μια φτερούγα, λυγάει το γόνατο, θα πέσει, πήδημα, στροφή, πατάει, πετάει πιο πάνου, τα χέρια του γωνιές στον αγκώνα, στράκες τα δάχτυλα στον αέρα, πήδημα πάλι στο ένατο, στρουφίζεται γύρω απ’ τον εαυτό του μόνος, μια στα ψηλά, μια κάτου, και το βλέφαρό του κάτου μην ξεχάσει, κανείς δεν είναι πεθαμένος, μην την πεις την ελεγεία, κάνε πως δεν ξέρεις, το δεξί χέρι απλώνεται οριζόντια και το ζερβί του να χουφτώνει κάθε τόσο εκεί στα σκέλια το φούσκωμα «εδώ είμαι, εδώ ’ναι ο κόσμος» και πάλι εκεί στο ζερβί χέρι του μη και του φύγει πάνου στην τριπλή στροφή μαζί κι ο πούτσος και τ’ αρχίδια του, παρθένα γύμνια μαντική που μυστικά λαλεί τα μυστικά του κόσμου, κι αν δεν πιστεύεις σώπαινε και κοίτα, κάν’ την προσευχή σου, μες στα δάση αρκούδες και θηλάζουν των θεών τα βρέφη, χρυσό υδρομέλι, χύνει το φεγγάρι, πίνουν ελάφια και τσακάλια, ένα παπούτσι πλέει στο ποτάμι, Κνωσός, Μυκήνες, Θήβα, Μονοβάσια αλλάζουν θέσεις, μια κουκουβάγια πιάνεται απ’ του λιονταριού τη χαίτη, βγαίνει ο Απόλλωνας στη βίγλα του Μυστρά κι η θεια-Καλή τού φέρνει ένα καρβέλι κριθαρένιο, μπορεί και να ’ναι ο Διγενής στα μαρμαρένια αλώνια, «κόκκαλο, πέτρα, σίδερο, ουρανός», αμίλητες φωνάζουν οι Μαντατοφόρες, να τον που γονατίζει μια με το ’να γόνατο και μια με τ’ άλλο, και πετιέται και στριφογυρίζει ολόγυρα στον άφαντο βωμό που μοναχά η αιωνιότητα τον ξέρει ώς τα 9/8, ώς το 9 του 3Χ3, στρόβιλος, δυνατό φτερό, δεν κόπηκε, διπλώθηκε πλάι στο πλευρό για να λοξέψει λίγο το κορμί κι ύστερα πιο κοφτά ν’ ανηφορίσει, δόξα, δόξα στη ζωή, δόξα στο ανθρώπινο σώμα, προσευχήσου, το μέτωπό σου χαμηλά χαμηλά ν’ αγγίξει το χώμα για τούτη δω την ψηλομέτωπη δόξα, κι είναι ένα πέτρινο άλογο στο αέτωμα, κι ένα άλογο στο θερισμένο αγρό στο φεγγαρόφωτο, κι είναι στο ερημωμένο πανδοχείο ανάμεσα Λεβέτσοβα και Σπάρτη, στο γυμνό σανιδένιο τραπέζι ένα πιάτο παντζάρια μπροστά στον γδαρμένο καθρέφτη των καροτσέρηδων, αχ, αχ,

Άντε του καημένου του Μποχό οό ορή,
Άντε του τη σκάσαν στο βαπό οό ορί,
Άντε και του πήραν χίλια τό οό οσά
Άντε όλο τάλαρά και γρό οό οσά

Άντε και μας φέραν χίλια τόσα, άντε όλο τάλαρα και γρόσα, τέλειωσε ο χορός κι η μουσική, σιωπή, ούτε χειροκρότημα ούτε σπάσιμο πιάτων, θάμπος, κατάνυξη, ευλάβεια, ο χορευτής απλά, σα να ’ταν πάλι μόνος, πηγαίνει με αργά βήματα στη θέση του, στο βάθος, σ’ ένα τραπέζι όπου περιμένει η παρέα του, τρεις άντρες, καμιά γυναίκα, μόνο μια στιγμή, πριν κάτσει στην καρέκλα του, πιάνει με το ζερβί του χέρι το σταυρουλάκι που έχει βγει απ’ το πουκάμισό του και το σπρώχνει στο στήθος του, φοράει το σακάκι του, περασμένο στη ράχη της καρέκλας, παίρνει το ποτήρι του, πίνει χωρίς να τσουγκρίσει με τους φίλους του· ένα λιγνό κορίτσι ανθοπώλισσα πλησιάζει, αφήνει το πανέρι της με τις γαρδένιες στο τραπέζι του χωρίς να πει λέξη, φεύγει, ο χορευτής περνάει μια γαρδένια στ’ αυτί του, ξαναπίνει, κι ένα σκυλί (πού βρέθηκε;) σηκώνει το μακρύ μουσούδι του και τον κοιτάζει, τον κοιτάζει, το εκκλησίασμα σκόλασε, σηκωνόμαστε, φεύγουμε, αδειάζει η εκκλησία, μένουν τα δισκοπότηρα άδεια, σηκώνω μια γαρδένια πατημένη απ’ τα πλακάκια, σαν ένα λουλούδι που ’πεσε απ’ την περιφορά του Επιταφίου, το μυρίζω, εχ, εχ, λεβεντομάνα Ρωμιοσύνη που γεννάς θεούς, αγγέλους, γύμνιες αγαλμάτων, δόξες, ραπανάκια, σπάθες, λύρες και Διθυράμβους Ρόδων.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Δεν υπάρχουν σχόλια: