..............................................................
Δημήτρης Νικηφόρου
(γ. Αθήνα)
Σόλοικο μου’ λαχε να πω κι ανόσιο τραγούδι,
τ’άσβεστο κλέος π’ αψηφά μεγάλων ποιητών,
όμως ξανά το χέρι μου τρέμει σα σκολιαρούδι
όντας στη βέργα αντικρύ δασκάλων βλοσυρών.
Όσοι προσπέρασαν ευθύς τη χαρακιά του χρόνου,
βαθιά που περιφρόνησαν τη λάγνα αγκαλιά του,
στεφάνι αγκάθινο φορούν χλεύης, οργής και πόνου,
αιμόφυρτοι συρθήκανε στην κρίση του Πιλάτου.
Ω κλασικοί αμύντορες, ω θείοι λογοτέχνες,
δράματα αποπνέοντα μούχλα κλειστών σπιτιών!
Ω αρετές του στοχασμού και ξελογιάστρες τέχνες,
που αναμασάτε έρωτες και πάθη εραστών,
έριδες, μάχητες τρανές, ηρώων τραγωδίες,
στύλοι ορθοί αιώνιοι κι αθάνατα μνημεία,
πυρσοί που ξεπροβόδισαν στις φαύλες κουστωδίες,
ανάκατα λύκους κι’ αρνιά στου κόσμου τα σφαγεία.
Ποιες παραδόσεις αψηφώ, ποιους τάφους βεβηλώνω,
σαν τι μεγάλα ιδανικά κι έργατα τιμημένα,
σαν ποιες αξίες λοιδορώ, ποιον ροκανίζω θρόνο,
ποια ύβρις θα μου χρεωθεί και χείλη αφρισμένα,
λάβρες κατάρες θα μου ρίξουν κι αναθέματα;
σε όστρακα που λείανε η τριβή στα ψέματα,
τ’ αφορεσμένο όνομά μου θα σκαλίσουν
κι ανέκκλητα τον υβριστή θα εξοστρακίσουν.
Σαν πέφτουν πύργοι άψηλοί, γριές μοιρολογάνε,
ολολυγές ακούονται, τους νιους ξομολογάνε,
αγάλματα γκρεμίζονται, βρέφη ποδοπατιούνται,
κόρες ξεπαρθενεύονται, ναοί ξεθεμελιούνται
κι οι φάροι που φωτίζανε τα σκότη του ανθρώπου,
όργανα μένουνε βουβά σε γλέντι χαροκόπου,
που αντί να συνοδεύουνε βήματα χορευτών,
γίνονται λάμπες πλανερές σπείρας ναυαγιστών.
Δεν ψέγω τα οράματα και τις καλές προθέσεις,
των ηθικών προτάσεων το πνεύμα δεν ταράζω,
κι αν πάλι με γελάσανε διαβολικές αιρέσεις,
είναι που πιο πολύ μ’αυτούς που κολαστήκαν μοιάζω,
μ’ αυτούς που κρυφοβλέπουνε το χρόνο στις κηρήθρες
να πήζει και να θρέφονται του χάροντα μελίσσια,
στο χώμα να μυρώνονται κι όχι στις κολυμπήθρες,
ίσκιοι που μάνες γέννησαν κάτω από κυπαρίσσια.
Σόλοικο μου’ λαχε να πω, λυπητερό τραγούδι
για όποιον γίνηκε ηχώ καμπάνας σε κηδεία,
για όποιον σκιάχτρο έζησε και στη θανή του ζούδι
πλανιέται που σκορπά φόβο ή θυμηδία.
Θαμμένη στα ποιήματα και στα γεννήματά τους,
άλιωτο μένει η ψυχή σκήνωμα που αγιάζει,
και στίχοι ξεφυτρώνουνε στους παγερούς θανάτους,
που μήτε χαίρεται κανείς μήτε κανείς διαβάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου