............................................................
Δημήτρης Νικηφόρου (γ. Αθήνα)
Όποιος στην ποίηση βαπτίστηκε με βία,
μωρός θα ήταν ή βαριά κριματισμένος,
στου Σιλωάμ την κολυμβήθρα η αμαρτία
ξεπλύθη. Όμως γυρνά αιώνια γελασμένος
πως στα νερά της Στύγας είν’ λουσμένος.
Μποέμ, ανέστιος, μπαλάντα ενός φλανέρ,
που άτρωτος περνιέται ο καημένος
και μαχαιρώνεται στους στίχους του Μπωντλαίρ.
Μεταλαβαίνει μια γλυκόπιοτη αγωνία
χωρίς ποτέ φως θεϊκό να’ χει δωρίσει,
τα σωθικά του σκίζουν ράμφη με μανία
που μαύρος οίστρος πάλι θα γεννήσει,
τον έχει ακοίμητο σκουλήκι ροκανίσει,
σημαδεμένης τράπουλας τρελός ζογκλέρ,
που έχει άδοξα στο βράχο μαρτυρήσει
και μαχαιρώνεται στους στίχους του Μπωντλαίρ.
Για φεγγαρόσκιωτους κι ανήλιους τόπους,
βάζει στα φέρετρα πανιά και ταξιδεύει.
Ναυάγιου συντρίμμι σώζει ανθρώπους,
καθώς η άβυσσος κρυφά παραμονεύει,
τον αστρολάβο του ν’ αρπάξει που χορεύει
στις κυματοκορφές. Ληστής κι αδέξιος κομπέρ,
με τα μπουλούκια του έρωτα περιοδεύει
και μαχαιρώνεται στους στίχους του Μπωντλαίρ.
Σβήνουν οι ανέμοι στην ψυχή και τόνε σέρνει
μέσα της η γη. Ψεύτικο γνέφει «à tout à l'heure»,
με τη στερνή μπαλάντα του στην πλώρη γέρνει
και μαχαιρώνεται στους στίχους του Μπωντλαίρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου