Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

«Μια παράξενη αυτοκτονία» διήγημα της Πατρίτσια Χάισμιθ (1921-1995) (μτφ. Μαρία Σακκή - Από τις «Ιστορίες Μυστηρίου», εκδ. Ροές, 2002)

 ...............................................................






       Πατρίτσια Χάισμιθ (1921 - 1995)



·       «Μια παράξενη αυτοκτονία» διήγημα της Πατρίτσια Χάισμιθ (1921-1995) (μτφ. Μαρία Σακκή - Από τις «Ιστορίες Μυστηρίου», εκδ. Ροές, 2002)

 

Ο ΔΡ ΣΤΕΦΕΝ Μακ Κάλοου είχε ένα ολόκληρο βαγόνι πρώτης θέσης στη διάθεσή του, μέσα στο εξπρές Παρίσι – Γενεύη. Έτσι μπορούσε με την ησυχία του να ασχοληθεί με την ανάγνωση του τριμηνιαίου ιατρικού περιοδικού που είχε φέρει μαζί του από την Αμερική. Εκείνος όμως το ξεφύλλιζε χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί. Στο μυαλό του τριγύριζε συνέχεια η ιδέα του φόνου. Γι’ αυτό άλλωστε είχε πάρει το τρένο κι όχι τ’ αεροπλάνο, για να έχει όλο το χρόνο να σκεφτεί ή να ονειρευτεί.

   Ήταν ένας σοβαρός άντρας σαράντα πέντε χρόνων, λίγο βαρύς, με μια προτεταμένη μεγάλη μύτη, καστανό μουστακάκι, γυαλιά με καφέ σκελετό και λίγη αρχή φαλάκρας. Τα φρύδια του ήταν πάντα σουφρωμένα εξαιτίας μιας μόνιμης εσωτερικής αγωνίας, πράγμα που οι ασθενείς το έπαιρναν συχνά για ενδιαφέρον και ανησυχία για τα προβλήματά τους. Στην πραγματικότητα, αυτό που δεν πήγαινε καλά ήταν ο γάμος του και, μόλο που αρνιόταν να τσακωθεί με τη Λίλιαν – δηλαδή να της απαντάει -, δεν υπήρχε ομόνοια ανάμεσά τους. Χθες στο Παρίσι, της είχε αντιμιλήσει και είχαν τσακωθεί, και μάλιστα για ένα γελοίο θέμα – για το αν θα πήγαινε εκείνος ή εκείνη πίσω μια τσάντα που είχε αγοράσει η Λίλιαν από ένα μαγαζί στην οδό Ρουαγιάλ και που τελικά η Λίλιαν αποφάσισε ότι δεν ήθελε. Ο Στέφεν είχε θυμώσει όχι επειδή είχε αναγκαστεί να επιστρέψει την τσάντα, αλλά επειδή σε μια στιγμή αδυναμίας, είχε συμφωνήσει να επισκεφθεί τον Ρότζερ Φέιν, στη Γενεύη.

   «Πήγαινε να τον δεις, Στιβ», είχε πει η Λίλιαν χθες το πρωί. «Είσαι τόσο κοντά στη Γενεύη! Σκέψου πόσο θα χαρεί ο Ρότζερ»

   Να χαρεί; Γιατί; Παρ’ όλ’ αυτά ο δρ ΜακΚάλοου είχε τηλεφωνήσει στον Ρότζερ, στην αμερικανική πρεσβεία της Γενεύης, και ο Ρότζερ τού είχε μιλήσει πολύ φιλικά, υπερβολικά φιλικά μάλιστα, και του είχε πει πως φυσικά έπρεπε να πάει στη Γενεύη και να μείνει μερικές μέρες και πως είχε άπλετο χώρο στο σπίτι του για να τον φιλοξενήσει. Ο δρ ΜακΚάλοου είχε συμφωνήσει να μείνει μια νύχτα. Και μετά θα πήγαινε αεροπορικώς στη Ρώμη να συναντήσει τη Λίλιαν.

   Ο δρ ΜακΚάλοου μισούσε τον Ρότζερ Φέιν. Ήταν αυτό το είδος του μίσους που δεν μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Ο Ρότζερ Φέιν πριν από δεκαεπτά χρόνια είχε παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπούσε ο δρ ΜακΚάλοου. Τη Μάργκαρετ. Η Μάργκαρετ είχε σκοτωθεί πριν από ένα χρόνο σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο Ρότζερ Φέιν ήταν ένας ανόητα αυτάρεσκος τύπος, συντηρητικός, πάντα ευχαριστημένος από τον εαυτό του και όχι πολύ έξυπνος. Πριν από δεκαεπτά χρόνια, ο Ρότζερ Φέιν είχε πει στη Μάργκαρετ πως ο Στέφεν ΜακΚάλοου είχε έναν κρυφό δεσμό με μια άλλη κοπέλα. Πράγμα που δεν ήταν αλήθεια, αλλά πριν προλάβει ο Στέφεν ν’ αποδείξει οτιδήποτε, η Μάργκαρετ είχε ήδη παντρευτεί τον Ρότζερ. Ο δρ ΜακΚάλοου δεν περίμενε πως θα κρατούσε πολύ αυτός ο γάμος, αλλά κράτησε και, τελικά, ο δρ ΜακΚάλοου είχε παντρευτεί τη Λίλιαν που έμοιαζε φυσιογνωμικά στη Μάργκαρετ, αλλά εκεί σταματούσε κάθε ομοιότητα. Τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια ο δρ ΜακΚάλοου είχε δει τον Ρότζερ και τη Μάργκαρετ τρεις φορές, όταν είχαν ‘ρθεί στη Νέα Υόρκη για σύντομα ταξίδια. Δεν είχε δει τον Ρότζερ ύστερα από το θάνατο της Μάργκαρετ.

 

ΤΩΡΑ, καθώς το τρένο έσκιζε τη νύχτα, ο δρ ΜακΚάλοου σκεφτόταν πόση ικανοποίηση θα ένιωθε δολοφονώντας τον Ρότζερ Φέιν. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε σκεφτεί να δολοφονήσει κάποιον, αλλά χθες το βράδυ, την ώρα που έκανε μπάνιο στο ξενοδοχείο στο Παρίσι, μετά την τηλεφωνική συνομιλία του με τον Ρότζερ, του είχε έρθει μια ιδέα σχετικά με το φόνο: οι περισσότεροι δολοφόνοι πιάνονται γιατί αφήνουν πίσω τους κάποιο ίχνος, κάποιο πειστήριο, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους να εξαφανίσουν κάθε απόδειξη της ενοχής τους. Πολλοί δολοφόνοι ήθελαν να πιαστούν, πίστευε ο γιατρός, και γι’ αυτό άφηναν ασυναίσθητα κάποιο ίχνος που οδηγούσε την αστυνομία κατευθείαν σ’ αυτούς. Τι θα γινόταν όμως αν ένας δολοφόνος άφηνε επίτηδες μια ντουζίνα ίχνη, ένα επισκεπτήριο σχεδόν; Κατά τη γνώμη του δρα ΜακΚάλοου κάτι τέτοιο θα απομάκρυνε τις υποψίες απ’ αυτόν. Και ιδιαίτερα αν το άτομο ήταν ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, γνωστός και με καλή φήμη, κάθε άλλο παρά βίαιος τύπος. Κι έπειτα δεν θα υπήρχε φανερό κίνητρο, γιατί ο δρ ΜακΚάλοου δεν είχε πει ποτέ στη Λίλιαν πως κάποτε αγαπούσε τη γυναίκα που είχε παντρευτεί ο Ρότζερ Φέιν. Φυσικά, μερικοί από τους παλιούς του φίλους το ήξεραν, αλλά ο δρ ΜακΚάλοου δεν είχε καν αναφέρει τη Μάργκαρετ ή τον Ρότζερ Φέιν εδώ και πάνω από μία δεκαετία.

   Φανταζόταν ήδη το διαμέρισμα του Ρότζερ – τυπικό και σκοτεινό, με έναν υπηρέτη ίσως, έναν υπηρέτη εσωτερικό. Αυτό ίσως να περιέπλεκε κάπως τα πράγματα. Ας πούμε πως δεν υπήρχε υπηρέτης εσωτερικός λοιπόν, και πως εκείνος και ο Ρότζερ θα έπιναν ένα τελευταίο ποτό στο σαλόνι ή το γραφείο του Ρότζερ, και μετά, λίγο πριν πουν καληνύχτα, ο δρ ΜακΚάλοου θα έπιανε ένα βαρύ πρες παπιέ ή ένα μεγάλο βάζο και – Μετά θα έφευγε ήσυχα ήσυχα. Φυσικά, το κρεβάτι στον ξενώνα θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, αφού υποτίθεται ότι ο δρ ΜακΚάλοου θα περνούσε τη νύχτα, άρα ίσως ο φόνος θα έπρεπε να γίνει πρωί και όχι βράδυ. Το βασικό ήταν να φύγει ήσυχα, όμορφα κι ωραία την ώρα που έπρεπε να φύγει. Αλλά ο γιατρός δεν μπόρεσε να σχεδιάσει τις υπόλοιπες λεπτομέρειες.

   Ο δρόμος όπου έμενε ο Ρότζερ Φέιν στη Γενεύη ήταν ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί ο δρ ΜακΚάλοου – ένα στενό στριφογυριστό δρομάκι με κτίρια γραφείων και παλιές κατοικίες – και πολύ κακοφωτισμένος στις εννιά το βράδυ που έφτασε εκεί το ταξί με τον δρα ΜακΚάλοου· αλλά στη νομοταγή Ελβετία οι σκοτεινοί δρόμοι δεν έκρυβαν κινδύνους. Στην εξώπορτα ακούστηκε βόμβος μόλις ο δρ ΜακΚάλοου χτύπησε το κουδούνι και την έσπρωξε. Ήταν τόσο βαριά όσο μια πόρτα χρηματοκιβωτίου τραπέζης.

   «Γεια σου!» άκουσε τη φωνή του Ρότζερ να λέει από ψηλά. «Έλα πάνω! Είμαι στον τρίτο όροφο. Τέταρτο για σένα, υποθέτω».

   «Έρχομαι!» είπε ο δρ ΜακΚάλοου πολύ πιο σιγά, γιατί ντρεπόταν να υψώσει τη φωνή του με τόσες κλειστές πόρτες γύρω του. Είχε τηλεφωνήσει στον Ρότζερ πριν από λίγα λεπτά από το σταθμό, γιατί ο Ρότζερ είχε πει πως θα ‘ρχόταν να τον πάρει. Ο Ρότζερ του είχε ζητήσει συγγνώμη και είχε πει πως είχε καθυστερήσει σ’ ένα συμβούλιο, και μήπως πέιραζε τον Στιβ να πάρει ένα ταξί και να ‘ρθει μόνος; Ο δρ ΜακΚάλοου υποψιαζόταν πως ο Ρότζερ δεν είχε συμβούλιο, αλλά πως απλώς δεν είχε θελήσει να πάει να τον πάρει απ’ το σταθμό.

   «Βρε, βρε, τον Στιβ!» είπε ο Ρότζερ σφίγγοντας με θέρμη το χέρι του δρα ΜακΚάλοου. «Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Πέρασε μέσα. Είναι βαρύ αυτό το πράγμα;» Ο Ρότζερ έσκυψε να πιάσει τη βαλίτσα του γαιτρού, αλλά εκείνος πρόλαβε και τη σήκωσε πρώτος.

   «Καθόλου. Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Ρότζερ». Μπήκε στο διαμέρισμα.

   Ανατολίτικα χαλιά και βαριές λάμπες που έριχναν ένα αμυδρό φως σε όλα. Ήταν ακόμη πιο αποπνικτικό απ’ ό,τι το φανταζόταν ο δρ ΜακΚάλοου. Ο Ρότζερ φαινόταν πιο αδύνατος. Ήταν πιο κοντός από το γιατρό και είχε αραιά ξανθά μαλλιά. Το αδύνατο πρόσωπό του χαμογελούσε συνέχεια. Είχαν φάει και οι δύο για βράδυ κι έτσι κάθισαν στο σαλόνι να πιουν ουίσκι.

   «Ώστε πας να συναντήσεις τη Λίλιαν στη Ρώμη αύριο», είπε ο Ρότζερ. «Κρίμα που δεν μπορείς να μείνεις λίγο περισσότερο. Σχεδίαζα να πάμε μια βόλτα στην εξοχή αύριο βράδυ, να γνωρίσεις μια φίλη μου. Ωραία γυναίκα», πρόσθεσε μ’ ένα χαμόγελο ο Ρότζερ.

   «Ναι; Κρίμα! Θα φύγω αύριο με το αεροπλάνο στη 1.00’. Έκλεισα θέση απ’ το Παρίσι». Ο δρ ΜακΚάλοου ανακάλυψε πως μιλούσε τελείως μηχανικά. Ήταν παράξενο, αλλά ένιωθε ήδη λίγο μεθυσμένος, μόλο που δεν είχε πιει παρά δυο γουλιές ουίσκι. Έφταιγε το πλαστό της κατάστασης, σκέφτηκε, η ψευτιά, το γεγονός ότι ήταν εδώ και προσποιούνταν μια φιλικότητα που δεν υπήρχε, πόσο μάλλον φιλία. Το χαμόγελο του Ρότζερ, τόσο εύθυμο και συνάμα τόσο ψεύτικο, τον ερέθιζε. Ο Ρότζερ δεν είχε αναφέρει καθόλου τη Μάργκαρετ, μόλο που ο δρ ΜακΚάλοου δεν τον είχε δει μετά το θάνατό της. Αλλά, πάλι, ούτε ο δρ ΜακΚάλλοου την είχε αναφέρει, ούτε καν για να συλλυπηθεί. Κι απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ρότζερ είχε ήδη βρει κάποια άλλη γυναίκα. Ο Ρότζερ ήταν μόλις σαράντα χρονών, λεπτός και καλοστεκούμενος. Και η Μάργκαρετ, αυτή η γυναίκα-διαμάντι, ήταν μονάχα κάτι που είχε βρεθεί στο δρόμο του, είχε μείνει για λίγο και είχε αναχωρήσει. Ο Ρότζερ δεν φαινόταν καθόλου συντετριμμένος απ’ το θάνατό της.

   Ο γιατρός ένιωσε να μισεί τον Ρότζερ με την ίδια ένταση που τον μισούσε και μέσα στο τρένο, αλλά τον τρόμαζε κατά κάποιο τρόπο η πραγματικότητα. Αν τον σκότωνε, θα έπρεπε να τον αγγίξει, να νιώσει την αντίσταση της σάρκας του ακόμη και μέσω του αντικειμένου με το οποίο θα τον χτυπούσε. Και ποια ήταν η κατάσταση του υπηρετικού προσωπικού; Σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του, ο Ρότζερ είπε:

   «Έχω μια κοπέλα που έρχεται να καθαρίσει κάθε πρωί στις δέκα και φεύγει στις δώδεκα. Αν θες να σου κάνει τίποτε, να σου πλύνει και να σου σιδερώσει κανένα πουκάμισο ή κάτι τέτοιο, μη διστάσεις να της το πεις. Είναι πολύ γρήγορη. Τη λένε Ιβόν».

   Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Ρότζερ άρχισε να μιλάει γαλλικά. Μούτρωσε κάπως καθώς δεχόταν να κάνει κάτι που του ζητούσε ο συνομιλητής του. Τελείωσε και είπε στο γιατρό:

   «Ήταν ανάγκη να τύχει αυτό τώρα; Πρέπει να πάρω το αεροπλάνο των εφτά το πρωί αύριο, για τη Ζυρίχη. Έτσι πολύ φοβάμαι πως θα έχω φύγει πριν καν ξυπνήσεις, φιλαράκο.

   «Ω!» Ο δρ ΜακΚάλλοου έπιασε τον εαυτό του να γελάει πνιχτά. «Νομίζεις πως οι γιατροί δεν είναι συνηθισμένοι να ξυπνάνε νωρίς; Θα σηκωθώ βέβαια να σ’ αποχαιρετήσω!»

   Το χαμόγελο του Ρότζερ πλάτυνε:

   «Ε, καλά θα δούμε. Πάντως εγώ δεν πρόκειται να σε ξυπνήσω. Θέλω να νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Εγώ θ’ αφήσω ένα σημείωμα στην Ιβόν για να σου ετοιμάσει καφέ και κρουασάν. Εκτός κι αν θες κάτι πιο χορταστικό κατά τις έντεκα».

   Ο δρ ΜακΚάλοου δεν σκεφτόταν αυτά που του έλεγε ο Ρότζερ. Είχε μόλις παρατηρήσει τη βαριά ορθόγωνη στυλοθήκη που ήταν πάνω στο γραφείο δίπλα στο τηλέφωνο. Κοίταζε το πλατύ και ροδαλό μέτωπο του Ρότζερ. «Πιο χορταστικό; Ω, όχι, μας δίνουν τόσα να φάμε στο αεροπλάνο», είπε αόριστα. Και ξαφνικά η σκέψη του πήγε στη Λίλιαν και στον καβγά που είχαν κάνει χθες. Ένα αίσθημα εχθρότητας άρχισε να βράζει μέσα του. Είχε άραγε τσακωθεί ποτέ με τη Μάργκαρετ ο Ρότζερ; Ο δρ ΜακΚάλοου δεν μπορούσε να φανταστεί τη Μάργκαρετ να φέρεται με κακία ή να είναι άδικη. Γι’ αυτό και το πρόσωπο του Ρότζερ ήταν τόσο ήρεμο κι ατάραχο.

   «Γιατί τόσο σκεπτικός;» ρώτησε ο Ρότζερ και σηκώθηκε να ξαναγεμίσει το ποτήρι του.

   Το ποτήρι του γιατρού ήταν ακόμη μισογεμάτο.

   «Είμαι λίγο κουρασμένος», είπε ο δρ ΜακΚάλοου τρίβοντας το μέτωπό του. Όταν ξανασήκωσε το κεφάλι του, είδε μια φωτογραφία της Μάργκαρετ στα είκοσί της χρόνια, όπως ήταν όταν την είχε παντρευτεί ο Ρότζερ, όπως ήταν όταν την είχε τόσο αγαπήσει ο γιατρός. Ο δρ ΜακΚάλοου κοίταξε ξαφνικά τον Ρότζερ. Το μίσος του σαν κύμα σάρωσε κάθε άλλο συναίσθημα και τον άφησε αδύναμο. «Νομίζω πως θα πάω να κοιμηθώ», είπε αφήνοντας το ποτήρι του στο τραπεζάκι μπροστά του. Σηκώθηκε. Ο Ρότζερ του είχε ήδη δείξει το δωμάτιό του.

   «Είσαι σίγουρος πως δεν θες λίγο μπράντι;» ρώτησε ο Ρότζερ. «Φαίνεσαι χάλια». Ο Ρότζερ χαμογέλασε αυτάρεσκα, κορδωμένος σαν διάνος.

   Ο θυμός του γιατρού φούσκωσε πάλι. Έπιασε με το ένα χέρι τη μαρμάρινη στυλοθήκη και, πριν προλάβει ο Ρότζερ να κάνει πίσω, τον χτύπησε με τη βαριά βάση στο μέτωπο. Ήταν ένα χτύπημα που σκότωνε, ο γιατρός το ήξερε. Ο Ρότζερ έπεσε χωρίς καν ένα σπασμό κι έμεινε ακίνητος στο πάτωμα. Ο γιατρός έβαλε τη μαρμάρινη στυλοθήκη πίσω στη θέση της, έπιασε κάτω το στιλό και το μολύβι που είχαν πέσει από τις υποδοχές τους και μετά σκούπισε το μάρμαρο εκεί που το είχαν αγγίξει τα δάχτυλά του. Το μέτωπο του Ρότζερ μάτωνε ελάχιστα. Έπιασε τον καρπό του και δεν βρήκε σφυγμό. Μετά βγήκε από το σαλόνι και διέσχισε το χολ που οδηγούσε στο δωμάτιό του.

   Ξύπνησε το άλλο πρωί, στις 8.15’, ύστερα από έναν όχι πολύ καλό ύπνο. Έκανε ένα ντους, στο μπάνιο που ήταν ανάμεσα στο δωμάτιό του και την κρεβατοκάμαρα του Ρότζερ, ξυρίστηκε, ντύθηκε και βγήκε από το δωμάτιό του στην κουζίνα κι από κει στην εξώπορτα. Έτσι δεν χρειάστηκε να μπει στο σαλόνι και ακόμη κι αν είχε ρίξει μια ματιά από την ανοιχτή πόρτα, δεν θα μπορούσε να δει από κει το πτώμα του Ρότζερ. Ο δρ ΜακΚάλοου όμως δεν έριξε ούτε μια ματιά προς τα κει.

 

Στις 5.30’ μ.μ. ήταν στη Ρώμη, σ’ ένα ταξί που τον πήγαινε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο «Ματζέστικ», όπου τον περίμενε η Λίλιαν. Η Λίλιαν όμως είχε βγει. Ο γιατρός είπε να του φέρουν έναν καφέ στο δωμάτιό του και τότε παρατήρησε πως του έλειπε ο χαρτοφύλακάς του. Τώρα το θυμόταν καθαρά: για κάποιον άγνωστο λόγο είχε πάρει το χαρτοφύλακά του στο σαλόνι του Ρότζερ, χθες βράδυ. Αυτό όμως δεν τον ενόχλησε καθόλου. Ήταν ακριβώς αυτό που θα έκανε επίτηδες αν το είχε σκεφτεί. Πάνω στο χαρτοφύλακα ήταν τ’ όνομά του και η διεύθυνσή του στη Νέα Υόρκη. Και ο δρ ΜακΚάλοου υπέθεσε πως ο Ρότζερ θα είχε γράψει τ’ όνομά του και την ώρα της άφιξής του σε κάποιο σημειωματάριό του.

   Βρήκε τη Λίλιαν πολύ καλοδιάθετη. Είχε αγοράσει ένα σωρό πράγματα στη Βία Κοντότι. Έφαγαν και μετά πήγαν μια βόλτα με αμαξάκι στη Βία λα Μποργκέζε, στην Πιάτσα ντι Σπάνια και στην Πιάτσα ντελ Πόπολο. Ο δρ ΜακΚάλοου δεν έμαθε αν έγραφαν κάτι οι εφημερίδες για τον Ρότζερ γιατί αγόρασε μόνο την παρισινή Χέραλντ Τρίμπιουν, που ήταν πρωινή.

   Τα νέα έφτασαν την επομένη το πρωί, την ώρα που εκείνος και η Λίλιαν έπαιρναν το πρωινό τους στου «Ντονέι», στη Βία Βένετο. Ήταν στην πρώτη σελίδα της παρισινής Χέραλντ Τρίμπιουν, μαζί με τη φωτογραφία του Ρότζερ Φέιν.

   «Χριστέ και Κύριε!» είπε η Λίλιαν. «Μα – αυτό συνέβη το βράδυ που ήσουν εκεί!»

   Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της, ο δρ ΜακΚάλοου έκανε τον έκπληκτο. «Πέθανε κάποια ώρα μεταξύ τις οχτώ το βράδυ και τις τρεις το πρωί», διάβασε. «Εγώ νομίζω τον καληνύχτισα γύρω στις έντεκα. Και πήγα στο δωμάτιό μου».

   «Και δεν άκουσες τίποτα;»

   «Όχι. Το δωμάτιό μου ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Είχα κλειστή την πόρτα».

   «Και το άλλο πρωί; Δεν – »

   «Μα σου είπα, ο Ρότζερ θα έπαιρνε ένα αεροπλάνο στις εφτά το πρωί. Υπέθεσα πως είχε φύγει. Εγώ έφυγα από το σπίτι μετά τις εννιά».

   «Και όλες αυτές τις ώρες ήταν στο σαλόνι νεκρός!» είπε η Λίλιαν. «Ω, μα αυτό είναι φοβερό, Στιβ!»

   Ήταν; αναρωτήθηκε ο δρ ΜακΚάλοου. Ήταν τόσο τρομερό γι’ αυτήν; Η φωνή της δεν πρόδινε και τόσο ενδιαφέρον ή ταραχή. Την κοίταξε στα μάτια. «Είναι πράγματι τρομερό – αλλά ευτυχώς δεν είμαι εγώ υπεύθυνος γι’ αυτό. Μην ανησυχείς, Λίλιαν».

   Η αστυνομία έφτασε στο ξενοδοχείο «Ματζέστικ» πριν γυρίσουν, και οι αστυνομικοί με τα πολιτικά περίμεναν τον δρα ΜακΚάλοου στο χολ. Ήταν Ελβετοί, αλλά ευτυχώς μιλούσαν αγγλικά. Ανέκριναν το δρα ΜακΚάλλοου στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Η Λίλιαν, έπειτα από επιμονή του δρα ΜακΚάλοου, είχε ανέβει στο δωμάτιό τους. Ο δρ ΜακΚάλοου αναρωτιόταν γιατί η αστυνομία δεν είχε έρθει πιο νωρίς σ’ επαφή μαζί του – ήταν τόσο εύκολο να ελέγξουν τον κατάλογο των επιβατών που είχαν  φύγει μ’ αεροπλάνο από τη Γενεύη – αλλά πολύ γρήγορα έμαθε γιατί είχαν καθυστερήσει. Η Ιβόν δεν είχε πάει να καθαρίσει χτες το πρωί κι έτσι το πτώμα του Ρότζερ Φέιν είχε ανακαλυφθεί στις έξι το απόγευμα, όταν ανησύχησαν από το γραφείο του κι έστειλαν κάποιον να δει τι γίνεται.

   «Αυτός ο χαρτοφύλακας είναι δικός σας, νομίζω», είπε ο λεπτός ξανθός αστυνομικός μ’ ένα χαμόγελο, δίνοντας στο δρα ΜακΚάλοου το χαρτοφύλακά του.

   «Ναι, ευχαριστώ πολύ. Σήμερα μόλις ανακάλυψα πως τον είχα αφήσει στου Ρότζερ», είπε ο γιατρός ήρεμα.

   Οι δύο Ελβετοί τον κοίταζαν ανέκφραστοι.

   «Ήταν ένα τρομερό σοκ για μένα», είπε ο δρ ΜακΚάλλοου. «Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω». Ανυπομονούσε να τον κατηγορήσουν – αν επρόκειτο να το κάνουν – και να του ζητήσουν να τους ακολουθήσει στη Γενεύη. Έμοιαζαν κι οι δύο να τον φοβούνται, θα ‘λεγε κανείς. Τον κοίταζαν με δέος.

   «Πόσο καλά γνωρίζατε τον κύριο Φέιν;» ρώτησε ο ένας.

   «Όχι πολύ καλά. Τον ήξερα χρόνια, αλλά δεν ήμαστε ποτέ στενοί φίλοι. Είχα να τον δω περίπου πέντε χρόνια, αν δεν απατώμαι». Ο δρ ΜακΚάλοου μιλούσε ήρεμα και σταθερά, όπως πάντα.

   «Ο κύριος Φέιν ήταν ακόμα ντυμένος, αλλά δεν είχε πέσει στο κρεβάτι όταν τον χτύπησαν. Είσαστε σίγουρος πως δεν ακούσατε κανένα θόρυβο;»

   «Όχι, δεν άκουσα τίποτα», είπε για δεύτερη φορά ο γιατρός. Έπεσε μια σιωπή. «Δεν υποψιάζεστε ποιος μπορεί να το ’κανε;»

   «Ω, ναι, ναι» είπε ο ξανθός με πεποίθηση. «Υποψιαζόμαστε τον αδελφό της υπηρέτριας, της Ιβόν. Ήταν μεθυσμένος εκείνο το βράδυ και δεν είχε κανένα άλλοθι για την ώρα του φόνου. Μένει μαζί με την αδελφή του, κι εκείνη τη νύχτα βγήκε παίρνοντας μαζί τα κλειδιά της αδελφής του, ανάμεσα στα οποία ήταν και τα κλειδιά του σπιτιού του κυρίου Φέιν. Δεν γύρισε σπίτι του παρά αργά χθες το μεσημέρι. Η Ιβόν είχε ανησυχήσει πολύ και γι’ αυτό δεν πήγε να καθαρίσει το διαμέρισμα του κυρίου Φέιν χθες – άλλωστε δεν θα μπορούσε να μπει χωρίς τα κλειδιά. Δοκίμασε να τηλεφωνήσει στις οκτώμισι χθες το πρωί για να πει πως δεν θα πήγαινε, αλλά το τηλέφωνο δεν απαντούσε. Ανακρίναμε τον αδελφό της τον Αντόν. Είναι ένας αλήτης». Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του.

   Ο δρ ΜακΚάλοου θυμήθηκε πως είχε ακούσει να χτυπάει το τηλέφωνο γύρω στις οκτώμισι. «Μα ποιο ήταν το κίνητρο;»

   «Α! απλή κακία. Ίσως και ληστεία, αν και ήταν πολύ μεθυσμένος για να βρει οτιδήποτε να πάρει. Πρόκειται για μια περίπτωση ψυχασθενή και αλκοολικού. Ο κύριος Φέιν τον ήξερε κι επομένως μπορεί να του άνοιξε την πόρτα, ή μπήκε μόνος του μέσα, αφού είχε τα κλειδιά. Η Ιβόν είπε πως ο κύριος Φέιν εδώ και μήνες προσπαθούσε να την  πείσει να μείνει χώρια από τον αδελφό της. Βλέπετε, τη δέρνει και της παίρνει τα χρήματα. Ο κύριος Φέιν είχε μιλήσει μια-δυο φορές στον Αντόν και είναι σημειωμένο στα αρχεία μας πως ο κύριος Φέιν είχε καταφύγει κάποτε στην αστυνομία για να βγάλει έξω από το διαμέρισμά του τον Αντόν, που είχε πάει εκεί ψάχνοντας την αδελφή του. Αυτό συνέβη στις εννιά το βράδυ, ώρα που ποτέ η αδελφή του δεν βρίσκεται εκεί. Αυτό δείχνει πόσο τρελός είναι».

   Ο δρ ΜακΚάλοου ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του και ρώτησε: «Ομολόγησε αυτός ο Αντόν;»

   «Σχεδόν ναι. Ο καημένος, τις περισσότερες φορές δεν έχει καν επίγνωση του τι κάνει, πιστεύω. Ευτυχώς στην Ελβετία δεν υπάρχει θανατική ποινή. Θα έχει αρκετό καιρό να συνέλθει στη φυλακή». Κοίταξε το συνάδελφό του και οι δύο άντρες σηκώθηκαν. «Ευχαριστούμε πολύ, δρα ΜακΚάλοου».

   «Παρακαλώ στη διάθεσή σας», είπε ο γιατρός. «Κι ευχαριστώ που μου φέρατε το χαρτοφύλακα».

   Ο δρ ΜακΚάλοου ανέβηκε στο δωμάτιό του.

   «Τι είπαν;» τον ρώτησε η Λίλιαν.

   «Πιστεύουν ότι τον σκότωσε ο αδελφός της υπηρέτριας», είπε ο δρ ΜακΚάλοου. «Ένας τύπος αλκοολικός και που τα είχε με τον Ρότζερ. Ένας άχρηστος». Σουφρώνοντας τα φρύδια του, μπήκε στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια του. Ξαφνικά σιχαινόταν τον εαυτό του, μισούσε το βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και χαράς της Λίλιαν.

   «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!» είπε η Λίλιαν. «Φαντάζεσαι τι θα γινόταν αν – αν κατηγορούσαν εσένα για το φόνο;» ρώτησε με φωνή πολύ πιο σιγανή απ’ ό,τι συνήθως, λες και οι τοίχοι είχαν αυτιά.

   «Και βέβαια το φαντάζομαι», είπε ο δρ ΜακΚάλοου κι ένιωσε ένα κύμα θυμού να φουσκώνει μέσα του. «Θα δυσκολευόμουν τρομερά ν’ αποδείξω πως είμαι αθώος, μιας και βρισκόμουν εκεί την ώρα του φόνου».

   «Ακριβώς. Δεν θα μπορούσες ν’ αποδείξεις την αθωότητά σου. Ευτυχώς που βρέθηκε αυτός ο Αντόν, όποιος κι αν είναι». Το πρόσωπό της άστραφτε και τα μάτια της γελούσαν πονηρά. «Ένας άχρηστος. Χα! Σε μας φάνηκε χρήσιμος, πάντως!» Γέλασε στριγγά.

   «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ», είπε ο δρ ΜακΚάλοου, σκουπίζοντας προσεκτικά τα χέρια του. «Είναι μια θλιβερή ιστορία».

   «Δεν θα ‘ταν πιο θλιβερή αν σε κατηγορούσαν εσένα για το φόνο; Μην είσαι τόσο-τόσο αλτρουιστής, αγάπη μου! Ή μάλλον σκέψου εμάς. Σύζυγος σκοτώνει παλιό ερωτικό αντίζηλο μετά – πόσα είναι; -δεκαεπτά χρόνια! Και ύστερα από έντεκα χρόνια γάμου με άλλη γυναίκα. Η παλιά φλόγα εξακολουθεί να καίει. Νομίζεις πως θα μου άρεσε κάτι τέτοιο;»

   «Λίλιαν, τι είναι αυτά που λες;» Βγήκε απ’ το μπάνιο βλοσυρός.

   «Ξέρεις πολύ καλά τι λέω. Ή μήπως νομίζεις πως δεν ήξερα ότι ήσουν ερωτευμένος με τη Μάργκαρετ; Κι εξακολουθείς να είσαι… Νομίζεις πως δεν ξέρω ποιος σκότωσε τον Ρότζερ;» Τα γκρίζα μάτια της τον κοίταζαν γεμάτα άγρια πρόκληση. Το κεφάλι της ήταν γερμένο στο πλάι κι είχε βάλει τα χέρια στους γοφούς της.

   Ο δρ ΜακΚάλοου ένιωθε σαν να είχε παραλύσει, σαν να είχε πάθει γλωσσοδέτη. Κοιτάζονταν έτσι για δεκαπέντε δευτερόλεπτα περίπου και το μυαλό του περιπλανιόταν διστακτικά πάνω από την άβυσσο που είχαν ανοίξει τα λόγια της. Δεν ήξερε πως η Λίλιαν θυμόταν ακόμη τη Μάργκαρετ, πως τη σκεφτόταν ακόμη. Ήξερε φυσικά για τη Μάργκαρετ. Αλλά ποιος είχε κρατήσει ζωντανή στη μνήμη της αυτή την ιστορία; Ίσως εκείνος, με τη σιωπή του, σκέφτηκε ο γιατρός. Αυτός όμως που είχε σημασία ήταν το μέλλον. Τώρα η Λίλιαν τον κρατούσε, και θα μπορούσε να τον ελέγχει στην υπόλοιπη ζωή του.

   «Κάνεις λάθος, αγαπητή μου».

   Η Λίλιαν όμως κούνησε το κεφάλι της και του γύρισε την πλάτη και ο γιατρός κατάλαβε πως δεν την είχε πείσει, πως είχε χάσει.

   Όλη την υπόλοιπη μέρα δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό το θέμα. Έφαγαν, πέρασαν μια ευχάριστη ώρα μέσα στο Βατικανό, αλλά ο νους του δρα ΜακΚάλοου έτρεχε αλλού κι όχι στους πίνακες του Μιχαήλ Άγγελου. Θα πήγαινε στη Γενεύη να ομολογήσει, αποφάσισε: όχι επειδή είχε τύψεις συνειδήσεως ή επειδή αυτό ήταν το σωστό, αλλά επειδή η στάση της Λίλιαν του ήταν αφόρητη. Του ήταν λιγότερο υποφερτή απ’ ό,τι μερικά χρόνια στη φυλακή. Κατάφερε να ξεφύγει για λίγο από την επιτήρησή της και μ’ ένα τηλεφώνημα που έκανε έμαθε πως το επόμενο αεροπλάνο για τη Γενεύη ήταν στις 7.20’ μ.μ. Στις 6.15’ έφυγε από το ξενοδοχείο τους και πήρε ένα ταξί για το αεροδρόμιο Τσιαμπίνο. Είχε πάρει μαζί του μόνο το διαβατήριό του και τις ταξιδιωτικές επιταγές του.

   Έφτασε στη Γενεύη πριν από τις έντεκα το βράδυ και τηλεφώνησε αμέσως στην αστυνομία. Στην αρχή δεν θέλησαν να του πουν πού κρατούσαν τον άνθρωπο που κατηγορούνταν για το φόνο του Ρότζερ Φέιν, αλλά ο δρ ΜακΚάλοου είπε τ’ όνομά του και είπε πως είχε κάποιες σημαντικές πληροφορίες, και τότε η ελβετική αστυνομία του είπε πού κρατούνταν ο Αντόν Καρπό. Ο δρ ΜακΚάλοου πήρε ένα ταξί και πήγε εκεί, στα περίχωρα της Γενεύης. Ήταν ένα καινούργιο άσπρο κτίριο, που δεν έμοιαζε καθόλου με φυλακή.

   Εκεί τον υποδέχτηκε ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που είχαν έρθει στη Ρώμη, ο ξανθός. «Δρ ΜακΚάλοου», είπε μ’ ένα αχνό χαμόγελο, «είπατε πως έχετε κάποια πληροφορία; Πολύ φοβάμαι ότι είναι αργά πια».

   «Μπα; - Γιατί;»

   «Ο Αντόν Καρπό μόλις αυτοκτόνησε – χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο του κελιού του. Πριν από είκοσι λεπτά μόλις». Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του.

   «Χριστέ μου», ψιθύρισε ο δρ ΜακΚάλοου.

   «Τι πληροφορίες ήταν αυτές που θέλατε να μας πείτε;»

   Ο γιατρός δίστασε. Οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του. Και τότε κατάλαβε πως η δειλία και η ντροπή κρατούσαν κλειστό το στόμα του. Πρώτη φορά ένιωθε τόσο ανάξιος, κι αισθανόταν πολύ πιο ταπεινός απ’ το μεθύστακα αλήτη που μόλις είχε αυτοκτονήσει. «Προτιμώ να μην σας τις πω. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα – θέλω να πω – η υπόθεση έκλεισε, έτσι δεν είναι; Ήταν κάτι που επιβάρυνε τη θέση του Αντόν – ποιος ο λόγος λοιπόν; Ό,τι έγινε έγινε –» Σταμάτησε.

   «Ναι, υποθέτω πως έχετε δίκιο», είπε ο Ελβετός.

   «Τότε – θα σας καληνυχτίσω».

   «Καληνύχτα, δρα ΜακΚάλοου».

   Ο γιατρός βγήκε έξω στη νύχτα και άρχισε να περπατάει άσκοπα. Ένιωθε ένα παράξενο κενό, ένα τίποτε μέσα του, που δεν έμοιαζε με κανένα προηγούμενο συναίσθημα. Ο φόνος που είχε σχεδιάσει είχε πετύχει τέλεια, αλλά είχε φέρει μαζί του χειρότερες τραγωδίες. Τον Αντόν Καρπό. Και τη Λίλιαν. Ήταν παράξενο, αλλά είχε σκοτώσει τον εαυτό του σκοτώνοντας τον Ρότζερ Φέιν. Ήταν τώρα ένας νεκρός που περπατούσε.

   Μισή ώρα αργότερα στεκόταν πάνω σε μια γέφυρα και κοίταζε κάτω τα μαύρα νερά της λίμνης Λεμάν. Τα κοίταζε για αρκετή ώρα και φανταζόταν το κορμί του να πέφτει μέσα τους και να βουλιάζει. Κοίταζε επίμονα αυτή τη μαυρίλα που έμοιαζε τόσο συμπαγής κι όμως ήταν τόσο μαλακιά, τόσο πρόθυμη να τον καταπιεί και να τον οδηγήσει στο θάνατο. Αλλά δεν είχε ακόμη ούτε αρκετό κουράγιο ούτε αρκετή απόγνωση για ν’ αυτοκτονήσει. Κάποια μέρα, όμως, ήξερε πως θα το έκανε. Κάποια μέρα, όταν θα συναντιόνταν τα επίπεδα της δειλίας και του θάρρους. Κι εκείνη η μέρα θα ήταν μια έκπληξη και γι’ αυτόν και για όσους τον ήξεραν. Τα χέρια του που έσφιγγαν το κάγκελο αποτραβήχτηκαν και ο γιατρός άρχισε να απομακρύνεται από τη γέφυρα με βήμα βαρύ. Θα έβρισκε ένα ξενοδοχείο γι’ απόψε και αύριο θα κανόνιζε να γυρίσει πίσω στη Ρώμη.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: