...............................................................
·
Αφιέρωμα στην Νέα Αγχίαλο με ένα
απόσπασμα από το μυθιστόρημα της
Λίνας Φυτιλή (γ. Λάρισα, 1974) «Χρυσός κήπος-Άλτιν μπαχτσεσί» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2023)
(σελ. 95 – 102)
«…Η μικρότερη αδερφή
μου, η Σοφία, ζούσε στην Αγχίαλο, παντρεμένη με τον Βασίλη τον Γκιλμπασάνη. Δεν
ήξερα ότι η μοίρα της φύλαγε άδοξο τέλος. Τον φωτεινό χαμόγελό της έσβησε ένα
μουντό πρωινό του φθινοπώρου. Έμεινε μόνο ένα όνειρο, σαν προειδοποίηση να
γυρίζει κάθε τόσο στο νου μου. Σωστή ερμηνεία δεν έβρισκα κι ούτε ήξερα αν
έπρεπε να πιστεύω στα όνειρα ή αν αυτά αποτελούσαν φτιασίδια του μυαλού,
γεννημένα σε στιγμή αδυναμίας.
Η κατάσταση έστρωσε προσωρινά μετά την
αιχμαλωσίας της Καραμπιναρίας των Φαρσάλων από τους αντάρτες του Καραντάου, με
την ξαφνική υποχώρηση των Ιταλών από την πόλη, μα αδυνατούσαμε να χωνέψουμε πως
ήμασταν ελεύθεροι. Ύπουλο το σαράκι της επιστροφής τους, μας έτρωγε.
Οι αντάρτες άρχισαν να κατεβαίνουν συχνότερα
στον Αλμυρό, πότε ο Καραντάου με τον Χαραλάμπη, πότε ο Περικλής από τη Λαμία με
τα παλικάρια του· τη μέρα που μπήκαν στην πόλη, τους υποδεχτήκαμε με επευφημίες
και τραγούδια.
Ελάχιστοι Ιταλοί παρέμεναν στην πόλη εκείνο
το διάστημα. Οι περισσότεροι ήταν φιλικοί, όπως ο Ερρίκος κι ο καλοκάγαθος
Ριτσέρι· ο τελευταίος έμοιαζε τόσο ευγενικός, που τα παιδιά άρπαζαν μέχρι και
το όπλο του για να παίξουν. Όσο για τον Ερρίκο, κυκλοφορούσε στην πλατεία, χαιρετώντας κόσμο και κοσμάκη, με το
γέλιο στο στόμα. Ένας γίγαντας με αθώα καρδιά. Όμως ο Ηλίας αγωνιούσε.
«Μαγδαληνή, να μου το θυμηθείς, οι Ιταλοί
δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Θα επιστρέψουν…»
Οι φράσεις του στοιβάζονταν στο μυαλό
μου, στρωσίδια από λέξεις πάνω σε άλλα στρωσίδια, πιο παλιά. Και δικαιώθηκε,
γιατί μόνο έναν μήνα μετά κράτησε η χαρά της υποτιθέμενης φυγής τους. Οι Ιταλοί,
τόσο της Λάρισας όσο και της Λαμίας, θεώρησαν αδιανόητο πως μέσα στον κάμπο του
Αλμυρού, όπου τανκ κι αυτοκίνητα έφταναν εύκολα, υπήρχε περιοχή
ανταρτοκρατούμενη. Άρχισαν να περιζώνουν την Όθρυ με στόχο την πόλη, κι οι
αντάρτες ξαναπήραν τα βουνά. Το αρχηγείο τους μεταφέρθηκε στους Κοκκωτούς. Ούτε
εκεί όμως ούτε στους Κωφούς η κατάσταση ήταν ακίνδυνη.
Κανένας τόπος δεν φαινόταν ασφαλής. Έξω απ’
την εκκλησία των Κωφών, καθόταν ένα απομεσήμερο ο Δημητράκης, παρέα με τον
Γιάννη Μέντζα, έναν αντάρτη λίγα χρόνια μεγαλύτερό του. Χάζευαν τ’ όπλο του
Γιάννη, που το είχε ακουμπισμένο στην πεζούλα.
Η εκκλησία βρισκόταν χτισμένη σε τούρλα.
Ήρεμοι εκεί οι δυο τους, χαλάρωναν πίσω από τη φουντωμένη βλάστηση, ενώ από
κάτω πλησίαζαν πέντε-έξι Γερμανοί, χωρίς τα καπέλα τους, για να μην ξεχωρίζουν,
και τα όπλα τους τα κρατούσαν σαν μπαστούνια.
Πρώτος τους είδε ο Γιάννης. Έκανε νόημα στον
Δημητράκη και πάτησαν τρεχάλα προς το βουνό. Οι Γερμανοί τους αντιλήφθηκαν κι
άρχισαν να πυροβολούν ασταμάτητα, να ρίχνουν βόμβες εγκαιροφλεγείς πάνω από τα
κεφάλια τους. Γλίτωσαν το τουφεκίδι τρυπώνοντας σε ένα πυκνόφυτο σημείο. Οι
Γερμανοί μέτρησαν τις μερίδες του φαγητού των ανταρτών, μα αυτές ήταν ελάχιστες
– δεκατρείς όλο κι όλο – κι έφυγαν.
«Δημητράκη», του είπε τότε ο Γιάννης, «τα
μάτια σου δεκατέσσερα. Παραλίγο θα μας φύτευαν στο χώμα. Άκλαυτοι θα πηγαίναμε
μέσα στην αναμπουμπούλα των σφαιρών…»
Ο Ηλίας εκείνο τον
καιρό είχε πέσει σε μελαγχολία, μακριά από την προεδρία του Συνεταιρισμού.
Έβλεπε όλα του τα σχέδια για τα αγροτικά ζητήματα ναυαγισμένα. Ό,τι είχαν
χτίσει με κόπο άλλοτε, χανόταν τώρα.
«Ο πόλεμος τα τινάζει όλα στον αέρα», μου
‘λεγε. «Αντί για σπόρο στη γη, ρίχνει λάδι στη φωτιά…»
Και ξαναρχόταν στους λογισμούς του.
Στο μεταξύ, ο Αγγελής επέστρεψε αναστατωμένος
από την Αγχίαλο μαζί με τα κορίτσια, που έμοιαζαν αδυνατισμένα και χλωμά. Ιδίως
της Λενίτσας το μούτρο είχε γίνει κάτασπρο πανί. Όταν τις είδα σε τέτοια χάλια,
μαύρες σκέψεις πέρασαν από το νου μου. Ντρέπομαι που το λέω, μα πίστευα ότι
πλησιάζει το τέλος όλων, κι είπα μέσα μου. Μαγδαληνή, ας γίνει ό,τι θέλει. Αν
είναι να πεθάνουμε, ας μπούμε στο χώμα με το κεφάλι ψηλά και με χαμόγελο, όχι
σαν σκιάχτρα του εαυτού μας. Αίφνης μια δύναμη μέσα μου φούντωσε και δεν μ’ άφησε
να εγκαταλείψω. Εάν δεν βρίσκαμε τρόπο να συνεχίσουμε τη ζωή από κει που την
είχαμε αφήσει, ήμασταν τελειωμένοι, θύματα του φόβου και της παράνοιας.
«Την ψυχή δύσκολο να την καλουπώσεις», έλεγε
ο Αγγελής. Αν δεν το κάναμε όμως, θα μας έστριβε. Καμπανάκι χτυπούσαν τα λόγια
του μέσα μου. Το φως και το σκοτάδι ήταν πια αδιαχώριστα. Όπως η ζωή κι ο
θάνατος, που κανένας νικητής του πολέμου δεν δικαιούται να ατιμάσει. Για μένα ο
πόλεμος δεν υπήρξε μόνο ο φόβος της απώλειας, μα ένα πηγάδι μοναξιάς. Το κατάλαβα
την αποφράδα ημέρα που η φάλαγγα των Καραμπινιέρων ξεκίνησε από το Βόλο να
κάψει την Αγχίαλο. Είχαν μαζί τους αυτοκίνητα εξοπλισμένα με πολυβόλα,
τηλεβόλα, όλμους, ενώ πολεμικά σκάφη προσέγγισαν το λιμανάκι της Αγχιάλου από
τον Παγασητικό.
Οι αντάρτες μυρίστηκαν τα σχέδιά τους και
έστειλαν μήνυμα στους Αγχιαλίτες· ώσπου να μπουν οι μελανοχίτωνες στην πόλη,
αυτοί εξαφανίστηκαν όλοι, εξόν από λιγοστούς γέρους.
«Αντάρτες είστε, τάχα παριστάνετε τους
ηλικιωμένους», κάγχασαν οι Ιταλοί και τους σκότωσαν εν ψυχρώ. Ύστερα λεηλάτησαν
ό,τι βρήκαν στο διάβα τους, τα κτήνη – Θεέ μου σχώρα με – και πυρπόλησαν ό,τι
δεν μπορούσαν ν’ αρπάξουν. Από το πλιάτσικο των γεωργικών προϊόντων και των
ζώων, μέχρι το ρήμαγμα των αμπαριών, δεν άφησαν ανέγγιχτο τίποτα. Μέχρι προίκες
κοριτσιών σήκωσαν οι αθεόφοβοι. Τις φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα με προορισμό τον
Βόλο και έφυγαν, αφού κατέκαψαν όσα αδυνατούσαν να πάρουν. Έριχναν με ειδικές
αντλίες μια σκόνη εύφλεκτη πάνω στους τοίχους και με έναν πυροβολισμό,
λαμπάδιαζαν όλα. Το μέγεθος της καταστροφής το διάβασα στα μάτια του Αγγελή.
Όταν τον αντίκρισα τόσο συφοριασμένο, κατάλαβα τι είχε συμβεί.
«Μαγδαληνή, την Αγχίαλο να την ξεχάσεις όπως
την ήξερες, δεν έμεινε τίποτα να θυμίζει την ομορφιά της. Ένα σεληνιακό τοπίο,
οι αντίχριστοι τα σάρωσαν όλα, ούτε γάτα έμεινε ούτε σκύλος. Από την τρομάρα τους,
τα ζώα πήραν τα πλάγια για να γλιτώσουν. Ερείπια παντού, καπνισμένα ντουβάρια,
σου γυρίζει το μυαλό…»
Μόλις άκουσα τα λόγια του, θόλωσα. Μου ήρθε
να λιποθυμήσω καταμεσής του δωματίου. Όχι εξαιτίας της Σοφίας, αλλά επειδή
κατάλαβα ότι την ίδια μοίρα θα ‘χαν και τ’ άλλα χωριά, μέχρι που θα ‘φτανε και
η σειρά μας.
Από
το ημερολόγιο του Ηλία
Κάθε
μέρα που περνάει είμαστε περισσότερο μόνοι ενώπιον του θανάτου. Γύρω από τα χωράφια
απλώνεται μια ασάλευτη ερημιά, οι άχνες της ζεστής γης δείχνουν τα σώματά μας
αδύναμα, σκιές ισχνές.
Περπατώ ανάμεσα σε πέτρες, χώματα, δέντρα,
πηγαίνοντας στο Λιοντάρι τρόφιμα στους αντάρτες. Αυτή είναι η Τρίτη αποστολή, η
φαρμακερή. Μετά οι αντάρτες μου ζητούν να τους παραδώσω το άλογο του ιππικού,
την Τσίλια. Να σκέφτονται την ηλικία μου; Εξήντα ετών πια. Τα ψωμιά μου,
φαγωμένα. Κι όμως, στο μπλόκο των Ιταλών γλιτώνω, παρά το μάτι τους το
αγριεμένο. Μόνο οι φωνές του Ιταλού ηχούν ακόμα στα αυτιά μου: «Φτου ντε
μοσκέτο…» Κι εκείνη την κάννη του όπλου ανάμεσα στα φρύδια, αδυνατώ να την
ξεχάσω. Λίγα ψευτοαγγλικά από την εποχή της Αμερικής, με σώζουν. Ζητώ επίμονα
τον «Κομεντάτε».
Εκείνοι υποχωρούν και με οδηγούν στο γραφείο
του. Η ψυχραιμία με βοηθάει, η ηλικία, η σταθερότητα στη φωνή. Του εξηγώ ότι
πάω τρόφιμα σε έναν συγγενή μου που έχει ανάγκη. Τσιμουδιά για την αποστολή,
κρατώ το στόμα μου κλειστό.
Το άλλο απόγευμα είμαι ξαπλωμένος σε έναν
βίκο στο Κουρί μαζί με τον Δημητράκη και βλέπουμε τέσσερα αεροπλάνα να σκίζουν
τον αέρα. Οι αντάρτες, με τα κανόνια τους στραμμένα στον ουρανό, ρίχνουν βολές,
σημαδεύουν άσχημα το ένα. Από το αεροπλάνο αυτό πέφτει ένας Ιταλός μ’
αλεξίπτωτο. Νομίζει ότι έχει σωθεί, ώσπου κάποιος τον πυροβολεί και το σώμα του
σκάει σαν μπαλόνι στον αέρα. Ένας δικός μας τρέχει επάνω του, βουτάει τα
παπούτσια του, κι εκείνη τη στιγμή, περισσότερο από την ώρα του θανάτου, γυρίζω
στο παιδί και του λέω ότι ο πόλεμος μας κάνει θηρία, άγρια θηρία κι ο κόσμος
που πιστεύουμε, γίνεται ένας άλλος κόσμος. Θα μπορούσαν όλα να έχουν συμβεί
αλλιώς. Ή όχι;
«Αν πεθάνω στον πόλεμο, θα μείνουν τα
παπούτσια μου για κάποιον άλλο πατέρα…» μου απαντά.
Τι λόγια είναι αυτά, Δημητράκη, τον μαλώνω. Αν
η ζωή είναι ένα πέταγμα κι ο θάνατος μια πτώση, δεν υπάρχει άνθρωπος να το μαρτυρήσει.
Ο μόνος τρόπος να καταλάβουμε την ύστατη ώρα, είναι όταν οι λογισμοί κι οι εικόνες
έρχονται μαζεμένες ατάκτως στο μυαλό, σαν να περνάει ένα λευκό φως, μια λάμψη μπροστά
από τα μάτια, που είναι όλη μας η ζωή. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μια πιθανότητα που
κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει…»
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Tον
τόπο ετούτο, ποτέ δεν τον αντιμετώπισα σαν φόρτωμα, ούτε τον καιρό σαν χάλασμα.
Το μυστικό για να κάμεις το καλό είναι η αγάπη. Αυτό αποζητούσα, ίσως
περισσότερο απ’ όσο έπρεπε κάποιες φορές. Η ζωή μου, βλέπεις, ήθελα να ’ναι ένα
χωράφι σπαρμένο κάτω από τον ήλιο, όπου μέσα του θα πατούσαν άνθρωποι οικείοι
και ξένοι, τα παιδιά μου και τα παιδιά των άλλων, το σημείο όπου θ’ άφηνα τα
κόκαλά μου απάνω στο υγρό χώμα, εκεί όπου νέος σπόρος θα φύτρωνε κι όλα θα
κάρπιζαν, δίνοντας τροφή κι ελπίδα στις επόμενες γενιές…
Tο 1880 γεννιέται ο Ηλίας.
Φυτιλής, ιδρυτής του πρώτου κτηνοτροφικού συλλόγου της χώρας αποκαθιστώντας
νομάδες κτηνοτρόφους, που ώς τότε ζούσαν σαν παιδιά ενός κατώτερου θεού. Η
φτώχεια μαστίζει την ελληνική ύπαιθρο. Η μετανάστευσή του στην Αμερική, το
όραμα της αγροτικής πολιτικής του Βενιζέλου, φωτισμένοι άνθρωποι –όπως ο
δάσκαλος Νικόλαος Μιχόπουλος, ο Αλέξανδρος Μέρος, o Δημήτρης Γρηγοριάδης, ο
Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης– αλλά και οι ανάγκες της εποχής ρίχνουν τον σπόρο στην
ψυχή του για να συμπορευτεί μαζί τους και να γίνει ένας από τους πρωτεργάτες
στο κίνημα του συνεργατισμού. Δίπλα του υπάρχει μια γυναίκα, η Μαγδαληνή, που
τον εμπνέει και που του παραστέκεται. Ο πόλεμος του ᾽40 κι ο Εμφύλιος βάζουν
φρένο στην πορεία των συνεταιρισμών Παρά τα εμπόδια όμως, η ζωή βρίσκει τρόπο
και συνεχίζει. Ένα μυθιστόρημα για τη ζωή μιας οικογένειας που βηματίζει
παράλληλα με την τοπική ιστορία αλλά και με την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας,
σε εποχές που η συλλογική προσπάθεια ένωνε τους ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου