...............................................................
έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.3.2023)
Μια τριπλή εξορία διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον την "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα" και ορίζει θεμελιωδώς την ταυτότητά της – όπως και την ταυτότητα του μυθιστορήματος. Η Ζέη δείχνει όμως απρόθυμη να αγγίξει το πολιτικό δράμα της εξορίας.
Η Αλκη Ζέη (1923-2020) θα συναντηθεί με την τέχνη και τους προβληματισμούς των πεζογράφων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μόνο μέσω ενός βιβλίου της, που είναι το μυθιστόρημα "Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα" (1989) και επιβεβαιώνει τη μεταπολιτευτική δυναμική τους.
Η συνάντηση θα γίνει στο πεδίο της πολιτικής εξορίας, προετοιμασμένη από τα κείμενα «Ένα σταμνί στο παράθυρο» και «Στο Μαρούσι», που περιέχονται στο πρώτο λογοτεχνικό έργο της Ζέη, τη συλλογή διηγημάτων «Αρβυλάκια και γόβες» (1963). Πολιτική εξόριστος στη Μόσχα μετά το τέλος του Εμφυλίου, που θα επιστρέψει στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1960, για να αυτοεξοριστεί στα χρόνια της δικτατορίας στο Παρίσι, η Ζέη ονομάζει την πρωταγωνίστριά της στην "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα" Ελένη (το βαφτιστικό της είναι Δάφνη).
Αρραβωνιαστικιά και κατόπιν σύζυγος του Αχιλλέα, ενός γενναίου και λαοφίλητου αγωνιστή της Αντίστασης, που αργότερα θα δοξαστεί και ως καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού, η Ελένη πηγαίνει μετά την αποφυλάκισή της (τη ρίχνουν πίσω από τα κάγκελα ως «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα») πρώτα στην Ιταλία, χάρη στις ενέργειες της μητέρας της (μιας αστής που είναι γεμάτη θέληση για δύναμη), και κατόπιν στην Τασκένδη.
Η Ελένη θα εξιστορήσει τις περιπέτειές της στην Ιταλία και στην Τασκένδη σε υστερότερο χρόνο, όταν θα είναι αυτοεξόριστη (όπως και η Ζέη) στο Παρίσι λόγω της απριλιανής δικτατορίας. Οπως σημειώνω στον πρόλογό μου στην καινούργια έκδοση της Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα, που μόλις κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο, στο πλαίσιο του φετινού Λογοτεχνικού Ετους Αλκης Ζέη, η συγγραφέας χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση για τις ημέρες και τα χρόνια της Ελένης στην Τασκένδη και πρωτοπρόσωπη για την εποχή της παραμονής της στο Παρίσι. Θα κυριαρχήσει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που πιασμένη στα δίχτυα της μνήμης, βάζει μάλλον σε δεύτερη μοίρα τα συγκλονιστικά δρώμενα του Μάη του ’68.
Η Τασκένδη μοιάζει να είναι πανταχού παρούσα στο βιβλίο, οδηγώντας την Ελένη από την εξωτερική στην εσωτερική εξορία. Και αυτό συνιστά μία από τις πιο κρίσιμες παραμέτρους του μυθιστορήματος. Με το που θα πατήσει το πόδι της στη σοβιετική Ασία, η Ελένη συνειδητοποιεί πως ο επαναστάτης σύζυγος λίγο απέχει από το να ταυτίζεται με ένα άδειο σακί, με ένα σώμα που δεν μπορεί να κρατήσει καμία ζωντανή σάρκα επάνω του.
Ο Αχιλλέας της Αντίστασης και του Βουνού είναι στην Τασκένδη ένα πέρα για πέρα ασήμαντο και απισχνασμένο κομματικό μέλος, με χαμένη όλη τη λάμψη και την αίγλη της προϊστορίας του: χωρίς φαντασία και όραμα, μονίμως αγέλαστος, όπως και βυθισμένος σε μια πολιτική ιδεοληψία που λίγο απέχει από την πολιτική αφασία, ο Αχιλλέας θα παγώσει την καρδιά και την ψυχή της Ελένης ολοκληρωτικά. Και μαζί θα έρθουν όλα τα άλλα: οι αντιμαχόμενες μερίδες των Ελλήνων κομμουνιστών σε σοβιετικό έδαφος, ο θάνατος του Στάλιν και η πτώση του Νίκου Ζαχαριάδη.
Η Ελένη νιώθει, όπως και ο Αντώνης στο "Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό" (1980) του Αλεξανδρόπουλου, διπλά απομονωμένη: απόβλητη από τη γη και την πατρίδα της, αλλά και εξόριστη από τον πολιτικό μύθο της νιότης της όπως είχε συμπυκνωθεί στο πρόσωπο του Αχιλλέα. Στην πραγματικότητα, όμως, η ηρωίδα υποφέρει και από ένα τρίτο είδος εξορίας. Τι είναι η Ελένη στην Τασκένδη, αλλά και λίγο πιο πριν; Μα, τίποτε άλλο από την «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» – μια γυναίκα που κερδίζει την επωνυμία της μόνο στο πλάι του ανδρός της, μια μορφή καταδικασμένη να υπάρχει και να αναπνέει μόνο στο περιθώριο. Αυτή είναι η τριπλή εξορία που διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και ορίζει θεμελιωδώς την ταυτότητά της – όπως και την ταυτότητα του μυθιστορήματος.
Η Ζέη δείχνει, παρά τα προηγηθέντα, απρόθυμη να αγγίξει το πολιτικό τραύμα της εξορίας. Παρά το μελανό χρώμα της πολύπλευρης κρίσης την οποία βιώνουν οι Ελληνες κομμουνιστές στην Τασκένδη και παρά τις συχνά ιδιαιτέρως επικριτικές απόψεις της Ελένης-Δάφνης για στελέχη του κομματικού μηχανισμού, η αφήγηση δεν αντιμετωπίζει κριτικά τον Εμφύλιο, που αποτελεί την πηγή για όλες τις πολιτικές ατιμίες της Τασκένδης, ούτε θίγει την ηγεσία του Κόμματος για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς οι οποίοι έφταιξαν για την ήττα. Οι πολιτικοί εξόριστοι δεν θα μπορέσουν να γράψουν για την Ελλάδα επειδή δεν ζουν πια σ’ αυτήν ενώ την ίδια ώρα αναγκάζονται να σιωπήσουν μπροστά στις οικονομικές, τις κοινωνικές και τις ιδεολογικές δυσπλασίες του καινούργιου τους τόπου εξαιτίας του ότι εκεί τους παρέχονται φιλοξενία και προστασία.
Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να συνεχίσουμε περισσότερο προς ανάλογη κατεύθυνση, μια και η "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα" θα αναδείξει κατά τα άλλα με σπαρακτικό τρόπο τις νευρώσεις τις οποίες φυτεύουν οι στρεβλώσεις της πολιτικής και της Ιστορίας στον ψυχικό οργανισμό του ατόμου, σ’ ένα πολιτικό μυθιστόρημα το οποίο θα αντλήσει σχεδόν απροσχημάτιστα τον πολιτικό του λόγο από την αυτοβιογραφία. Η Ζέη παρεμπιπτόντως θα αποδείξει τη σχέση της με την αυτοβιογραφία πολλά χρόνια αργότερα, με το "Μολύβι φάμπερ νούμερο δύο"(2013), όπως και με τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στον τόμο "Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;"(2017).
* Ο Β. Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα "Το Βήμα της Κυριακής".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου