..............................................................
Άλφρεντ Ντέμπλιν (1878-1957)
…Από το έβδομο
βιβλίο…
…Λαμπρές προοπτικές
σοδειάς, μπορεί όμως και να πέφτουμε έξω…
«…Έλα
πιο κοντά Φραντς, τι γίνεται, δε μου λες, πώς τη λένε αλήθεια την αρραβωνιάρα
σου;» «Μίτσε, τα ξέρεις αυτά, Ράινχολντ, πριν τη λέγανε Σόνια». «Μάλιστα και
την κρατάς κρυμμένη, ε; Δεν κάνει για τα μούτρα μας φαίνεται».
«Τσίρκο είναι για να τη δείχνω; Δεν την κρατάω κλεισμένη. Έχει το φίλο της,
βγάζει κι ένα σωρό λεφτά». «Αλλά δε λες να τη δείξεις». «Τι πα να πει,
Ράινχολντ, να τη δείξω. Έχει τις δουλειές του το κορίτσι». «Θα μπορούσες να τη
φέρεις καμιά φορά, λένε ότι είναι ωραία». «Ναι, μάλλον». «Θα ‘θελα να την
έβλεπα καμιά φορά, εσύ τι λες;» «Θυμάσαι, Ράινχολντ, παλιότερα είχαμε κάτι πάρε
δώσε εμείς οι δυο, θυμάσαι τις αρβύλες και το γούνινο γιακά;» «Περασμένα,
ξεχασμένα!» «Ναι, τέρμα. Δεν ξανακάνω πια τέτοιες βρωμοδουλειές». «Εντάξει,
μωρέ, σε ρώτησα μόνο» [Το σκυλί, άκου βρωμοδουλειές, τις λέει. Περίμενε και θα
δεις φιλαράκο]…
«…Αυτό
ήθελα να μάθω, Φραντς, την αγαπάς πολύ φαίνεται». «Να πάρει η ευχή, δε σταματάς
τις ιστορίες για τα κορίτσια κι όλες αυτές τις αηδίες;»
«Μια πληροφορία θέλω, τι θα πάθεις αν μου πεις». «Εγώ δε θα πάθω τίποτα,
Ράινχολντ, αλλά κοίτα μην πάθεις εσύ, τέτοιο κάθαρμα που ‘σαι».
Γελάει ο Φραντς κι ο άλλος το ίδιο. «Τι θα
γίνει λοιπόν, Φραντς, τη μικρή σου δε θα μου τη γνωρίσεις τελικά;» [ Μα τι
αστείος που ‘σαι Ράινχολντ, πρώτα με πετάς απ’ τ’ αυτοκίνητο και μετά, μετά μου
κάνεις το φίλο]. «Μα τι θες, Ράινχολντ, τι ζητάς τέλος πάντων;» «Τίποτα. Να τη
δω μόνο». «Να δεις αν μ’ αγαπάει; Να ξέρεις, το κορίτσι είναι ολόκληρο μια
τεράστια καρδιά που χτυπάει για μένα. Δεν ξέρει παρά ν’ αγαπά και να κανακεύει,
τίποτ’ άλλο. Δεν μπορείς να φανταστείς, Ράινχολντ, πόσο τρελή είναι, δεν έχεις
ιδέα. Την Εύα την ξέρεις;» «Βέβαια». «Σκέψου, η Μίτσε θέλει να… δε σ’ το λέω».
«Τι, πες το ντε». «Όχι είναι απίστευτο, αλλ’ έτσι είν’ αυτή, κάτι τέτοιο δε θα
το ‘χεις ξανακούσει Ράινχολντ, κι εμένα πρώτη φορά μου συμβαίνει και δεν είμαι
πρωτάρης στη δουλειά.» «Πες το, γαμώ το, τι θέλει απ’ την Εύα;» «Εντάξει, αλλά
τσιμουδιά σε κανένανε, θέλει το κορίτσι, η Μίτσε: να κάνει η Εύα ένα μωρό με
μένα».
Μπουμ.
Κάθονται και κοιτάει, ο ένας τον άλλον. Ο Φραντς χτυπάει το γόνατο και γελάει
δυνατά. Χαμογελάει ο Ράινχολντ, χαμογελάει βεβιασμένα, σταματάει…
«…Χαμογελάει
ο Ράινχολντ, χαμογελάει βεβιασμένα, σταματάει: «Μήπως είναι λεσβία;» Ο Φραντς
συνεχίζει να χτυπιέται και να γελά: «Όχι, εμένα αγαπάει».
«Απίστευτο» [Κοίτα πράγματα, φίλε μου, απίθανο, κι έτυχε σ’ αυτόν το βλάκα και
γελάει κι από πάνω]. «Και τι λέει η Εύα γι’ αυτό;» «Είναι φιλενάδες οι δυο
τους, την ξέρει καιρό, εγώ τη Μίτσε απ’ την Εύα τη γνώρισα» «Μ’ έκανες, Φραντς,
και μου τρέχουνε τα σάλια για δαύτηνε. Για πες μου, δε θα μ’ αφήσεις να τη δω
τη Μίτσε, έστω κι από είκοσι μέτρα μακριά, άμα φοβάσαι τόσο πολύ, και πίσω απ’
τα κάγκελα».
«Χαζομάρες, καθόλου δε φοβάμαι! Δεν μπορείς
να φανταστείς τι πιστή και τι γλυκιά που είναι, χρυσό κορίτσι. Θυμάσαι, από
παλιά σου ‘λεγα να σταματήσει το πάρε δώσε με πολλές γυναίκες, θα καταστρέψεις
την υγεία σου, δεν αντέχουνε ούτε τα καλύτερα νεύρα. Μην πάθεις καμιά
αποπληξία. Συγκρατήσου λιγάκι, θα σου ‘κανε καλό. Θα δεις, Ράινχολντ, πόσο
δίκιο έχω. Θα σ’ τη δείξω». «Αλλά αυτή δεν είναι ανάγκη να με δει». «Γιατί
όχι;» «Δε θέλω, να, δείξ’ τη μου μόνο». «Έγινε, φίλε, χαίρομαι. Θα σου κάνει
καλό».
Τρεις η ώρα μεσημέρι, ο Φραντς κι ο
Ράινχολντ βγαίνουν έξω, επιγραφές εμαγιέ παντός τύπου, είδη εμαγιέ, γερμανικοί
και αυθεντικοί περσικοί τάπητες, σε 12 μηνιαίες δόσεις, διάδρομοι, καλύμματα,
τραπεζάκια, παπλώματα, κουρτίνες, Stores Leisner und co., διαβάσατε το Η μόδα για Σας, αν όχι, ζητήσατε την
άμεσον δωρεάν αποστολήν του, προσοχή κίνδυνος θάνατος, ρεύμα υψηλής τάσεως.
Πάνε στο σπίτι του Φραντς. Θα μπεις τώρα στο σπίτι μου: Είμαι καλά, εγώ είμαι
άρρωστος, θα δεις πόσο καλά είμαι, λέγομαι Φραντς Μπίμπερκοπφ.
«Και τώρα σιγά, θ’ ανοίξω να δω μπας κι
είναι εδώ. Όχι. Να, εδώ μένω, θα ‘ρθει όμως όπου να ‘ναι. Πρόσεξε τώρα πώς θα
το κάνουμε, σκέτο θέατρο, μη βγάλεις όμως άχνα». «Χαζός είμαι;» «Καλύτερα να
ξαπλώσεις εδώ στο κρεβάτι, Ράινχολντ, την ημέρα δεν το χρησιμοποιούμε, θα
προσέξω γω να μην έρθει κατά δω κι εσύ θα κοιτάς απ’ την κουνουπιέρα. Για
ξάπλωσε, βλέπεις;» «Για να βλέπω βλέπω. Αλλά πρέπει να βγάλω τις μπότες».
«Καλύτερα έτσι. Δες, θα τις βάλω στο διάδρομο και τις παίρνεις φεύγοντας μόνος
σου». «Διάολε, κι αν πάει, Φραντς, στραβά η δουλειά;» «Φοβάσαι; Α εγώ καθόλου
δε φοβάμαι, αν το πάρει χαμπάρι θα σας συστήσω». «Όχι, να μη με πάρει καλύτερα
χαμπάρι». «Πέσε λοιπόν. Έρχεται από στιγμή σε στιγμή».
Επιγραφές εμαγιέ, είδη εμαγιέ, κάθε είδους
γερμανικοί κι αυθεντικοί περσικοί τάπητες Περσίας, Πέρσες και τάπητες Περσίας,
ζητήσατε δωρεάν αποστολήν…
«… Κάποιος προσπαθεί
ν’ ανοίξει την πόρτα. Κι ο Φραντς στο χολ: «Φοβήθηκες, Μίτσε; Εγώ είμαι μωρό
μου. Έμπα μέσα. Μη βάζεις τίποτα στο κρεβάτι. Έχω μια έκπληξη για σένα εκεί».
«Να πάω να δω;» «Στοπ, να ορκιστείς πρώτα. Ψηλά το χέρι, Μίτσε, ορκίζομαι,
όρθιοι όλοι, να λες μετά από μένα: Ορκίζομαι». «Ορκίζομαι». «Πως δε θα ζυγώσω
στο κρεβάτι». «Μέχρι να πω εγώ». «Μέχρι να τρέξω εκεί». «Ακίνητη. Ακόμη μια
φορά: Ορκίζομαι». «Ορκίζομαι πως δε θα ζυγώσω στο κρεβάτι». «Μέχρι να σε πάω
εγώ εκεί».
Σοβαρεύει τότε εκείνη, κρεμιέται απ’ το
λαιμό του και μένει εκεί ώρα πολλή. Βλέπει πως κάτι της συμβαίνει, τη σπρώχνει
στο χολ, κάτι δεν πάει καλά σήμερα. Μένει ακίνητη: «Δεν πάω στο κρεβάτι, μη
φοβάσαι». «Μα τι έχει η μικρούλα Μίτσε, η γατούλα μου, το μωράκι μου;»
Τον σπρώχνει στον καναπέ, κάθονται ο ένας
πλάι στον άλλο σφιχταγκαλιασμένοι, δε λέει κουβέντα. Στην αρχή μιλάει
ψιθυριστά, τραβάει τη γραβάτα του, ύστερα ξεσπάει: «Να σου πω κάτι,
Φράντσεκεν;» «Και βέβαια, Μίτσεκεν». «Είναι για το γέρο μου, κάτι συνέβη». «Δηλαδή,
μωρό μου;» Παίζει με τη γραβάτα του, μα τι έχει σήμερα το κορίτσι κι είναι κι ο
άλλος μέσα!...»
«…Ο γέρος, Φράντσεκεν, τις τελευταίες φορές
είχε και τον ανιψιό του μαζί, δηλαδή δεν τον είχε καλέσει αυτός, ήρθε μόνος
του». Ο Φραντς παγώνει, μουρμουρίζει: «Καταλαβαίνω». Δεν παίρνει εκείνη τα μάτια της απ’ τα δικά
του: «Τον ξέρεις, Φραντς;» «Από πού κι ως πού» «Νόμισα. Ήταν λοιπόν αυτός
πάντοτε κει, βγήκαμε και μαζί» Ο Φραντς τρέμει, του ανεβαίνει το αίμα στο
κεφάλι: «Και γιατί δε μου ‘πες τίποτα, διάολε;» «Νόμιζα πως θα τον
ξεφορτωνόμουνα. Κι έπειτα γιατί, δεν κάνει τίποτε, έρχεται μαζί μας». «Και
τώρα…» Η σύσπαση του στόματος διακρίνεται ακόμα περισσότερο τώρα στο λαιμό, ο
λαιμός υγραίνεται, σφίγγει τον Φραντς, το κορίτσι πολύ μ’ αγαπάει, να μην ήταν
τόσο πεισματάρα, δε λέει τίποτα, αδύνατο να την καταλάβεις, και γιατί κλαίει,
κι είναι κι ο άλλος στο κρεβάτι, πολύ θα ‘θελα να ‘παιρνα μια σανίδα και να τον
χτυπήσω τόσο μέχρι να μην μπορεί να ξανασηκωθεί, αναθεματισμένη κατσίκα, ρεζίλι
μ’ έκανες. Τρέμει. «Και τώρα;» «Τίποτα, Φραντσεκεν, μην ανησυχείς, δε
χρειάζεται να κάνεις τίποτε, δεν είναι και φοβερό. Ήρθε λοιπόν εκείνος πάλι,
περίμενε ολόκληρο το πρωί μέχρι να κατέβω απ’ το γέρο και να τος φάντης
μπαστούνι μπροστά μου και πρέπει λέει να πάμε με τ’ αμάξι του και πρέπει και
πρέπει». «Κι εσύ φυσικά, έπρεπε». «Εγώ έπρεπε, τι μπορούσα να κάνω; Όταν σου
κολλάνε έτσι. Κι είναι και τόσο νέο παιδί. Κι ύστερα…» «Πού πήγατε;» «Στην αρχή
πηγαίναμε πάντα στο Βερολίνο, Γκρούνεβαλντ, ούτε κι εγώ δεν ξέρω πού, μετά
κάναμε περίπατο κι εγώ τον παρακαλούσα συνέχεια να φύγει. Κι αυτός κλαίει κι
ικετεύει σαν παιδί και πέφτει στα πόδια μου, τόσο νέος σιδεράς». «Καλύτερα θα
‘κανε να δουλεύει ο τεμπέλης αντί να γυρίζει εδώ κι εκεί». «Δεν ξέρω. Μη θυμώνεις, Φραντς». «Δεν μπορώ ακόμα να
καταλάβω τι τρέχει. Μα γιατί κλαις, διάολε;» Πάλι δεν απαντάει, τον σφίγγει,
παίζει με τη γραβάτα του. «Μη θυμώνεις, Φραντς». «Μήπως είσαι ερωτευμένη με τον
τύπο, Μίτσε;» Τσιμουδιά. Τρομάζει, παγώνει απ’ την κορφή ίσαμε τα νύχια.
Ψιθυρίζει μες στα μαλλιά της, έχει ξεχάσει τελείως τον Ράιχολντ: «Είσαι
ερωτευμένη μαζί του;» Πλεγμένο το κορμί της με το δικό του, τη νιώθει ολόκληρη,
βγαίνει απ’ το στόμα της: «Ναι». Οχ, οχ, τ’ άκουσε, ναι. Προσπαθεί να την
αφήσει, να την χτυπήσω; Η Ίντα, ο τύπος απ’ το Μπρέσλαου, τώρα θα συμβεί, έχει
παραλύσει, το χέρι του είναι νεκρό, αυτή τον κρατάει γερά, όπως θηρίο τη λεία
του, τι θέλει, δε λέει κουβέντα, τον κρατάει γερά, το πρόσωπό της στο λαιμό
του, κοιτάζει μ’ ανέκφραστο βλέμμα πέρα απ’ τη Μίτσε το παράθυρο.
Ο Φραντς την ταρακουνάει, φωνάζει: «Τι θες;
Παράτα με επιτέλους». Τι σκύλα, δεν τη χρειάζομαι. «Αφού ήρθα Φράντσεκεν. Δε
σου ‘φυγα, εδώ είμαι ακόμα». «Φύγε, δε σε θέλω». «Μη φωνάζεις έτσι, ω Θε μου,
τι έκανα». «Πήγαινε σε δαύτον αν τον αγαπάς παλιοθήλυκο». «Δεν είμαι παλιοθήλυκο,
σε παρακαλώ Φράντσεκεν, αφού του ‘πα κιόλας ότι δε γίνεται κι ότι είμαι δικιά
σου». «Δε σε θέλω. Τέτοιες σαν και σένα να μου λείπουνε». «Αφού σου ανήκω, του
το ‘πα κι ύστερα έφυγα κι ήρθα δω να με παρηγορήσεις». «Δεν είσαι καλά! Παράτα
με! Τρελάθηκες! Είσαι ερωτευμένη με δαύτονε και πρέπει να σε παρηγορήσω κι από
πάνω». «Ναι, πρέπει Φράντσεκεν, αφού είμαι η Μίτσε σου και μ’ αγαπάς, γιατί να
μη με παρηγορήσεις, αχ, τριγυρνάει τώρα εκείνος ο καημένος και…» «Α, ως εδώ και
μη παρέκει, Μίτσε. Άντε σε κείνον, παρ’ τονε». Η Μίτσε κλαίει γοερά, εκείνος
δεν μπορεί να την ξεκολλήσει από πάνω του. «Άντε, πήγαινε κι άσε με ήσυχο».
«Όχι, δε γίνεται αυτό. Δε μ’ αγαπάς τότε, δε με θες, τι έκανα».
Ο Φραντς καταφέρνει να λευτερώσει το χέρι
του, να ξαγκιστρωθεί, εκείνη τρέχει πίσω του, ο Φραντς γυρίζει απότομα και τη
χτυπάει στο πρόσωπο, οπισθοχωρεί, τη σπρώχνει απ’ τον ώμο, πέφτει, πέφτει κι
αυτός πάνω της και τη χτυπάει με το ‘να του χέρι όπου βρίσκει. Κλαίει,
σφαδάζει, οχ, οχ, εκείνος χτυπάει, χτυπάει, το κορίτσι είναι πεσμένο με την
κοιλιά και το πρόσωπο στο πάτωμα. Όταν σταματάει λαχανιασμένος, οι τοίχοι
γυρίζουν γύρω του, εκείνη γυρίζει, προσπαθεί να σηκωθεί: «Όχι μπαστούνι,
Φράντσεκεν, φτάνει, όχι μπαστούνι».
Η μπλούζα της είναι σχισμένη, το ‘να μάτι
βουλωμένο, αίμα τρέχει απ’ τη μύτη, απλώνεται στο αριστερό μάγουλο και το
πιγούνι.
Ο Φραντς όμως, - Μπίμπερκοπφ, Λίμπερκοπφ,
Τσίμπερκοπφ, ακατανόμαστος -, οι τοίχοι γυρίζουν, τα κρεβάτια είναι ακίνητα,
κρατιέται από ‘να κρεβάτι. Κάτω απ’ τα σκεπάσματα είν’ ο Ράινχολντ, ο τύπος
έχει ξαπλώσει με τις μπότες, θα λερώσει τα σεντόνια. Τι γυρεύει του λόγου του
εδώ. Έχει σπίτι. Θα τον βγάλω έξω, θα τον βγάλω έξω, θα του δείξουμε, αν και ο
πληθυντικός εδώ είναι λάθος. Και ξεκινά κιόλας ο Μπίμπερκοπφ, Τσίμπερκοπφ, Νίμπερκοπφ,
Βίντερκοπφ, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα στο κρεβάτι, τον αρπάζει, και την
κουβέρτα μαζί, απ’ το κεφάλι, ο Ράινχολντ αντιστέκεται, πετάει την κουβέρτα,
ανακάθεται.
«Δίνε του, Ράινχολντ, έξω, κοίταξέ τη και
δρόμο».
Το διάπλατα ανοιχτό στόμα της Μίτσε,
σεισμός, αστραπή, κεραυνός. Θρυμματισμένες ράγιες, λυγίσανε, ο σταθμός του
τρένου, αναποδογυρισμένα τα σπιτάκια των φυλάκων, πάταγος, χαμός, ντουμάνι,
καπνός, δε βλέπω τίποτε, πάνε όλα, πάνε, σαρώθηκαν κάθετα, οριζόντια.
«Τι έγινε, τι γκρεμίστηκε;»
Κραυγές, συνεχείς κραυγές απ’ το στόμα της,
κραυγές οδύνης που προκαλεί εκείνο πίσω απ’ τον καπνό πάνω στο κρεβάτι, ένα
τείχος κραυγών, κραυγές-λόγχες ενάντια σ’ εκείνο κει, κραυγές-πέτρες,
λιθοβολισμός.
«Βούλωσέ το, τι γκρεμίστηκε, σταμάτα, θα
πέσει το σπίτι».
Χείμαρρος κραυγών, όγκος κραυγών ενάντια σ’
εκείνο κει, δεν υπάρχει χρόνος, ούτε ώρα, ούτε εποχές.
Τον Φραντς κατέλαβε το κύμα των κραυγών, η
μαμαμανία. Κραδαίνει πλάι στο κρεβάτι μια καρέκλα, του ξεφεύγει, πέφτει απ’ το
χέρι του, ήχος ξερός. Ρίχνεται πάνω στη Μίτσε, που κάθεται και μονότονα σκούζει
και στριγκλίζει και στριγκλίζει, της κλείνει από πίσω το στόμα, τη ρίχνει
ανάσκελα, γονατίζει πάνω της, της σκεπάζει με το σώμα του το στήθος και το
πρόσωπο. Θα-τη-σκοτώσω.
Οι κραυγές υποχωρούν, τα ελεύθερα πόδια της
σφαδάζουν. Ο Ράινχολντ τραβάει με δύναμη τον Φραντς: «Διάολε, θα την πνίξεις!»
«Κοίτα τη δουλειά σου, γαμώ το». «Σήκω πάνω, σήκω». Καταφέρνει να ξεκολλήσει
τον Φραντς, εκείνη κείται με την κοιλιά στο πάτωμα, γυρίζει το κεφάλι, κλαίει,
πνίγεται, χτυπιέται. Ο Φρανς τραυλίζει: «Δες τηνα τη χαμούρα, την παλιοχαμούρα.
Ποιον πώς να βαρέσεις, χαμούρα;» «Φύγε, Φραντς, βάλε το σακάκι σου κι έλα όταν
ηρεμήσεις». Η Μίτσε κάτω κλαίει, ανοίγει τα μάτια· κόκκινο το δεξί βλέφαρο,
πρησμένο. «Δίνε του, γαμώ το, θα την πεθάνεις. Να. Βάλ’ το το σακάκι».
Ο Φραντς βαριανασαίνει, πνίγεται, τον αφήνει
να του φορέσει το σακάκι.
Η Μίτσε ανασηκώνεται απότομα, φτύνει, θέλει
να μιλήσει, κάθεται, ορθώνει το κορμί της, δυνατά, με φωνή σκληρή: «Φραντς».
Έχει φορέσει εκείνος το σακάκι. «Πάρε και το καπέλο σου».
«Φραντς…» Δε στριγκλίζει πια, ξαναβρήκε τη
φωνή της, φτύνει. «Εγώ… εγώ… εγώ…, θα ‘ρθω μαζί σου». «Όχι, μείνετε, δεσποινίς,
να σας περιποιηθώ λιγάκι». «Φράντσεκεν, σε παρακαλώ, θα… ‘ρθω… κι… εγώ». Όρθιος
ταχτοποιεί το καπέλο στο κεφάλι, καταπίνει, βαριανασαίνει, φτύνει, πάει στην
πόρτα. Κρακ. Έκλεισε.
Η Μίτσε αναστενάζει, ορθώνεται, σπρώχνει
μακριά τον Ράινχολντ, μπαίνει ψηλαφώντας στο χολ. Δεν μπορεί να πάει πέρα απ’
την είσοδο του σπιτιού, ο Φραντς έφυγε, έχει κατέβει κιόλας τη σκάλα. Ο
Ράινχολντ την κουβαλάει στο δωμάτιο. Την βάζει στο κρεβάτι, εκείνη πνίγεται,
δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει, σηκώνεται πάνω μόνη της, τα πόδια της γλιστράνε προς
τα κάτω, φτύνει αίμα, τον σπρώχνει μ’ όλη της τη δύναμη προς την πόρτα. «Έξω,
έξω», επαναλαμβάνει. «Έξω, έξω». Το ‘να της μάτι τεράστιο, καρφωμένο πάνω του.
Τα πόδια της αιωρούνται πάνω απ’ το πάτωμα. Κοίτα πώς έχει πασαλειφτεί. Τα
σάλια, τα αίματα τον αηδιάζουν, καλύτερα να φύγω, άσε που μπορεί να πλακώσουν
διάφοροι και να πουν ότι εγώ την έκανα έτσι χάλια. Στ’ αρχίδια μου οι ιστορίες
τους. Μέρα, δεσποινίς, το καπέλο στο κεφάλι και δρόμο.
Κάτω σκουπίζει το αίμα απ’ τ’ αριστερό του
χέρι, τη βρομοσαλιάρα, γελάει δυνατά: γι’ αυτό με κουβάλησε επάνω, πολύ θέατρο,
πολύ βλάκας. Γι’ αυτό μ’ έχωσε στο κρεβάτι του με τις μπότες; Θα σ’ τον κάνω
εγώ να σκάσει: Ωραία την έπαθε, πού να γυρίζει άραγε τώρα;
Και προχωρεί. Επιγραφές, είδη εμαγιέ παντός
τύπου. Πολύ μου άρεσε, πολύ μου άρεσε. Πολύ βλάκας, μπράβο σου, αγόρι μου,
χίλια ευχαριστώ και σ’ ανώτερα. Πολύ χαίρομαι…
Κάποιο βράδυ, στο
σπίτι του Φραντς. Γελάνε. Κάθονται αγκαλιασμένοι, φιλιούνται, αγαπιούνται.
«Παραλίγο να σε σκοτώσω, Μίτσε. Πώς σε στραπατσάρισα έτσι, γαμώ το. Δεν
πειράζει. Φτάνει που ξαναγύρισες». «Έφυγε αμέσως ο Ράινχολντ;» «Δε θες να
μάθεις, Μίτσε, γιατί ήρθε;» «Όχι». «Δε θες να μάθεις;» «Όχι». «Μα, Μίτσε».
«Όχι. Δεν είναι αλήθεια». «Ποιο πράμα;» «Πώς θέλεις να με πουλήσεις σε αυτόν». «Πώς
σου ‘ρθε;» «Δεν είναι αλήθεια, ε;» «Πώς σου ‘ρθε, Μίτσεκεν». «Το ξέρω δεν
υπάρχει πρόβλημα». «Είναι φίλος μου, Μίτσε, αλλά στα κορίτσια φέρεται σαν ζώο.
Ήθελα να του δείξω τι πάει να πει εντάξει κορίτσι. Αυτό ήθελα να δει». «Καλά».
«Μ’ αγαπάς κι εμένα; Ή μονάχα εκείνον εκεί τον τύπο;» «Είμαι δική σου, Φραντς»…
*Σημείωση 1: Ο Άλφρεντ Ντέμπλιν γεννήθηκε
στο Στετίνο το 1878 από γονείς εβραίους. Μεγάλωσε στο Βερολίνο όπου σπούδασε
ιατρική και δούλεψε ως γιατρός – ψυχίατρος – μέχρι το 1933, χρονιά που τα
βιβλία του κάηκαν κι ο ίδιος κατέφυγε αρχικά στη Ζυρίχη και αργότερα στο
Παρίσι. Το 1936 πήρε τη γαλλική υπηκοότητα. Το 1940 κατέφυγε στην Αμερική, όπου
έγινε καθολικός. Μετά το τέλος του πολέμου γύρισε στην Ευρώπη. Πέθανε το 1957
στο Εμετίγκεν. Δημοσίευσε κυρίως μυθιστορήματα («Βαλενστάιν» - μυθιστόρημα σε δύο μέρη, «Δε θα δοθεί συγνώμη» «Άμλετ ή η
μακριά νύχτα τελειώνει κ.ά), ποιήματα, θεατρικές κριτικές, δοκίμια και μια
συλλογή από πολιτικά άρθρα που έγραψε για την εφημερίδα Neue Rundschau.
*Σημείωση 2 : Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στον πρώην εργάτη τσιμέντου και
μεταφορών στο Βερολίνο, Φραντς Μπίμπερκοπφ. Ο Μπίμπερκοπφ απολύθηκε από τη
φυλακή, όπου βρέθηκε εξαιτίας κάποιας παλιάς ιστορίας, και τώρα τον βλέπουμε
πάλι στο Βερολίνο, στην προσπάθειά του να παραμείνει τίμιος.
Και το πετυχαίνει αρχικά. Μπλέκεται όμως
ύστερα, αν και οικονομικά τα φέρνει βόλτα, σ’ έναν πραγματικό αγώνα με κάτι που
‘ρχεται απ’ έξω, που ‘ναι ανεξέλεγκτο κι έχει τη μορφή πεπρωμένου.
Τρεις φορές του επιτίθεται ανατρέποντας τη
ζωή του. Χιμάει πάνω του ύπουλα. Ωστόσο ο άνθρωπος καταφέρνει να σηκωθεί πάλι·
για την ώρα στέκεται στα πόδια του.
Τον
σπρώχνει και τον χτυπάει άγρια. Τώρα είναι σχεδόν αδύνατο να σταθεί πάλι
όρθιος, είναι έτοιμος να σωριαστεί.
Στο τέλος τον βομβαρδίζει με βαναυσότητα
απίστευτη.
Έτσι ο καλός μας άνθρωπος, που άντεξε μέχρι
την τελευταία στιγμή, πέφτει. Παραδέχεται ότι έχασε την παρτίδα, ότι δεν ξέρει
πώς να συνεχίσει· μοιάζει χαμένος οριστικά.
Πριν όμως εγκαταλείψει για πάντα τη ζωή, του
ανοίγουνε τα μάτια μ’ έναν τρόπο που δε θέλω να περιγράψω εδώ. Βλέπει καθαρά
πού οφείλονται όλα αυτά: σ’ αυτόν τον ίδιο, το δείχνει κι η ζωή του, μια ζωή
παράξενη, όχι απλή κι αυτονόητη, αλλά ξιπασμένη κι ανίδεη, αυθάδης και
ταυτόχρονα δειλή κι ευάλωτη, που όμως τώρα άλλαξε ξαφνικά τελείως μορφή.
Αυτό το φοβερό πράμα που ‘ταν η ζωή του,
τώρα αποκτά κάποιο νόημα. Η θεραπεία στην περίπτωση του Φραντς Μπίμπερκοπφ ήταν
τρομερή. Στο τέλος τον συναντάμε πάλι εκεί, στην Αλεξάντερπλατς, πολύ αλλαγμένο
και καταβεβλημένο, λυγισμένο όμως στη στάση που του πρέπει.
Να τα δούνε τούτα και να τ’ ακούσουνε αξίζει
τον κόπο για πολλούς ανθρώπους σαν τον Μπίμπερκοπφ, που τους συμβαίνει ό,τι
συμβαίνει και στον Φραντς : που ζητάνε δηλαδή κάτι περισσότερο από ‘να κομμάτι
ψωμί.
Σημείωση 3 : «Ένας ήρωας του καιρού μας» από
τη Μαρία Κατσουνάκη (εφημ. «Καθημερινή», 8.1.2008)
«Πάμε να
γλεντήσουμε», ρωτάει η Λίνα τον Φραντς Μπίμπερκοφ και εκείνος αναρωτιέται
«γιατί». «Γιατί», απαντάει η φίλη του, «η χθεσινή μέρα πέρασε και η αυριανή δεν
έχει έρθει ακόμη». Για το οικονομικά ταραγμένο Βερολίνο του ’20 με τους 673.582
ανέργους, η επόμενη μέρα κυοφορούσε φόβο, προσμονή, την ανατριχίλα και το δέος
του άγνωστου. Η καθημερινότητα είχε διαρραγεί.
Καθώς τα
πρώτα επεισόδια από το μνημειώδες «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» επαναπροβάλλονται,
σε αποκατεστημένη και ψηφιοποιημένη κόπια, από την ΕΤ1 (25 χρόνια μετά την
ιστορική πρώτη μετάδοση της σειράς), η σκηνοθετική ευφυΐα του Ράινερ Βέρνερ
Φασμπίντερ προσγειώνεται ξένη, απόμακρη αλλά και αποκαλυπτικά προφητική, στο
ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο. «Ξένη και απόμακρη» γιατί το καλλιτεχνικό στοίχημα
του Γερμανού δημιουργού αγνοούσε επιδεικτικά κάθε έννοια εμπορικότητας και ήταν
απαλλαγμένο από οποιοδήποτε άγχος μετρήσεων θεαματικότητας. Μόνο φορτίο του
σκηνοθέτη ήταν η αγωνία του να τιθασεύσει αυτό το ογκώδες, χειμαρρώδες και
εξαιρετικά σύνθετο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλφρεντ Ντέμπλιν, στο οποίο και
συμπυκνώνεται το φασμπιντερικό σύμπαν: παρακμή, πόνος, αδυναμία έκφρασης των
συναισθημάτων, το άτομο άθυρμα της ιστορίας, η ακαταμάχητη γοητεία της τρέλας
και της παρανομίας. Όμως το «Μπερλίνερ Αλεξάντερπλατς» εμφανίζεται και
«αποκαλυπτικά προφητικό». Οι συγκρίσεις και οι συσχετισμοί ανάμεσα στη σαθρή
κοινωνία του ’20 που κυοφορούσε την άνοδο του φασισμού και τις σημερινές
συνθήκες διαβίωσης στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αφορούν τους ειδικούς
μελετητές. Ο πιστός θεατής της σειράς αντιλαμβάνεται το πλαίσιο: μια εποχή μεγάλων
ανακατατάξεων και μεγάλης αβεβαιότητας από τη μια πλευρά και έναν ήρωα, απλό,
καθημερινό άνθρωπο, από την άλλη, που «λαχταρά μια αξιοπρεπή ζωή αλλά οδηγείται
σαν πρόβατο από δυνάμεις πέρα από τον έλεγχο του προς την εγκληματικότητα και
την τρέλα».
Ο συνθλιμμένος
από τη μοίρα, την Ιστορία και τα προσωπικά αδιέξοδα «ανθρωπάκος», μέσα από τις
σελίδες του Ντέμπλιν και τις γωνίες λήψεις του Φασμπίντερ, εμφανίζεται
κυρίαρχος, πολυπρισματικός, αχθοφόρος αλλά και συνδημιουργός των «γεγονότων». Ο
Φραντς Μπίμπερκοφ, αυτός ο σωματώδης, με μικρά μάτια, βασανισμένο βλέμμα και
βαρύ φορτίο ήρωας, είναι ένας άνθρωπος του καιρού μας. Περιδιαβαίνει στο
Βερολίνο του ’20 αλλά με τους ίδιους πόθους, συναισθήματα, πόνους και απώλειες,
θα μπορούσε να ζει στην Αθήνα ή σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Μετανάστης
ή αυτόχθονας που φιλοδοξεί να είναι ένας καθωσπρέπει μικροαστός αλλά γρήγορα
διαπιστώνει ότι η απόσταση από το περιθώριο και την παρανομία είναι αδιόρατη,
ένα βήμα, ένας πολύ μικρός διασκελισμός. Είτε γιατί δεν «διάβασε» σωστά τις
επιθυμίες του, επιλέγοντας τον ρόλο του θύματος που υποφέρει τον Γολγοθά του
μέχρι τέλους, είτε γιατί αρνήθηκε να ανοίξει τα μάτια στις ιστορικές εξελίξεις
που κάλπαζαν. Ο Μπίμπερκοφ έμεινε πίσω. Δεν μπόρεσε, δεν άντεξε, δεν κατάλαβε;
Στο τέλος των 14 επεισοδίων ο τηλεθεατής θα έχει μιαν απάντηση. Τόσο για τον
Μπίμπερκοφ όσο και για τον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου