...............................................................
Θωμάς Γκόρπας
Ποιοι μας αγαπάνε;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά, μπύρες, ουίσκια
άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά
κι ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πώς θέλετε να το δείτε, ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό
την ηλικία μου αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…
Σου λέω: Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…
να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω: Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω
θέλω ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω.
Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό,
θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ να περνάς απ’ έξω.
Εμείς
Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω
μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα
που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια
και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας
γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά, τσιγάρα,
καφέδες και κρασιά,
κουτούκια και ταξιά,
έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες,
κλειστά μαγαζιά κλειστά παράθυρα
κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες ή με τον άντρα τους
και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…
Η Ποίηση
Μνήμη Δημήτρη
Χριστοδούλου
Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
Να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
Παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου
Σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
Παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ την μεγάλη σου αγάπη
Που γίνεται βράδι πρωί κομμάτια… Πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια
Κάποτε τέλειωσε αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν
αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά
όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα
για μια ποίηση ξεγραμμένη πια
οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν
πόσο λιγόστεψαν κ’ οι φίλοι…
Βροχή Εικόνων
Στον Ζακ Πρεβέρ
Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά,
ξαναγυρίζουν το βράδι
Κατεβαίνουν την πλαγιά αρνιά, το βέλασμά τους γίνεται χάδι για Την καρδιά.
Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω
δεν έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά
Που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.
Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου
τα μαγαζιά Όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά
εξόν απ’ τα τραγούδια
και μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.
Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο
τα τελευταία λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα «γεια χαρά» και η μαχαιριά.
Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα
εσύ χτυπάς το στήθος σου και εγώ Καπνίζω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου