..............................................................
ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ, Γιώργης Παυλόπουλος
(Στον Ποιητή Γιώργο Σεφέρη)
Βρεθήκαμε κλεισμένοι τότε με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι
κι άρχισα πάλι να ψάχνω για κάτι χαρτιά ενός δικού μας
που γύρευε Δικαιοσύνη
ακούγοντας ολοένα τη φωνή του να λιγοστεύει χωρίς να παραδίνεται
τη φωνή του ν’ αντέχει όσο είναι ο κόσμος τούτος κι ακόμη
όταν κανένας πια δε θα υπάρχει.
Ήταν σκοτεινά κι ανάβοντας το λυχνάρι για να φωτιστούμε
είδα μια κασέλα και την άνοιξα με την τρεμούλα της ελπίδας
όμως δε βρήκα τίποτε, μονάχα σκόνη από φθαρμένα
πράγματα που έλιωναν και τά ’τρωγε ο καιρός
και μια πιστόλα φυλαγμένη στο βάθος· δοκίμασα θαρρώ να την κρατήσω.
Ο αγέρας κατεβαίνοντας από το κάστρο δαιμόνιζε το σπίτι
και στο κατώγι θά ’λεγες πως κάποιος ξεκάρφωνε τους νεκρούς
χώμα και κόκαλα. Έπειτα ησυχία. Και πάλι ο αγέρας
σαν ποδοβολητό αλόγου κοντά στον τοίχο του περιβολιού
έφευγε ξαναγύριζε και ξαφνικά πηδώντας το λάκκο του ονείρου μου
μπήκε στην αυλή, ακούστηκαν στις πλάκες καθαρά τα πέταλά του
πέρασε τα χαγιάτια κι ανέβηκε τριποδίζοντας τη σκάλα.
Σπρώχνοντας τότε την πόρτα στάθηκε ανάμεσά μας
λυτό ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας ιδρωμένο ένα άσπρο άλογο.
Μας κοίταξε περίλυπο στα μάτια και σηκώνοντας το πόδι
χτύπησε δυνατά στο πάτωμα με την οπλή κι έσπασε το σανίδι.
«Σκύψε, τί βλέπεις;» μου είπε ο Ποιητής
και γονατίζοντας πάνω από το μαύρο άνοιγμα
είδα και γνώρισα κει κάτω πλήθος αλυσοδεμένους
γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη.
Έτσι με πήρανε τα κλάματα καθώς ξημέρωνε
και βγήκα κι ακούμπησα στον τοίχο του περιβολιού.
Γύρω μου κανείς. Μήτε ο Ποιητής μήτε το άσπρο άλογο.
Χάραζε η μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω από τα κυπαρίσσια
το φως ενός σπαθιού κρεμόταν στον αγέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου