Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

"Για τη στοχαστικά λιτή ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 02.04.2023)

 ..............................................................



Για τη στοχαστικά λιτή ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη




έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 02.04.2023)


Στην πορεία των γραμμάτων μας υπήρξαν ποιητικές γενιές που αναδέχτηκαν τον ρόλο του ελυτικού «σηματωρού και κήρυκα», όχι βέβαια στο σύνολό τους αλλά διά των πλέον προβεβλημένων μελών τους. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, στην οποία ανήκει ο Χρίστος Λάσκαρης, δεν συγκαταλέγεται σε αυτές. Και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που ονομάστηκε άδικα και «γενιά των αποήχων» ή και «χαμένη γενιά», όπως μελαγχολικά σημειώνει ο Ανέστης Ευαγγέλου στον Πρόλογό του στην ανθολογία του «Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970)» (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994).


Στην Εισαγωγή του στην «Ανθολογία» του Ευαγγέλου, ο Γιώργος Αράγης εντοπίζει κοινά γνωρίσματα των εταίρων της γενιάς αλλά και κρίσιμες διαφορές, βάσει των οποίων ταξινομεί τους ποιητές σε τρεις κατηγορίες. Τον Λάσκαρη τον κατατάσσει στην τρίτη κατηγορία. Το έργο των μελών της «περιέχει ελάχιστες ή καθόλου εποχιακές μαρτυρίες», «ό,τι περισσότερο δε τους απασχολεί είναι ο έρωτας και η μοναξιά. Με το απαραίτητο βέβαια υπόστρωμα υπαρξιακής αγωνίας και προβληματισμού». Ειδικά για τον Λάσκαρη, τα άπαντα του οποίου κυκλοφόρησαν πρόσφατα στις εκδόσεις Τύρφη, με τον τίτλο «Ποιήματα», ο Αράγης σημειώνει τα εξής: «Κατεξοχήν ερωτικός ποιητής. Ωστόσο γενικότερα τα ποιήματά του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν μικρογραφίες της καθημερινότητας. Μικρές σε έκταση αναπτύξεις στιγμιότυπων της ζωής, όπου προέχει η σχέση του ποιητικού εγώ με το άλλο φύλο».

Πράγματι, οποιαδήποτε αποτίμηση της ποίησης του Λάσκαρη δεν μπορεί παρά να σταθμεύσει σε αυτούς τους δύο τόπους της: τον έρωτα και την καθημερινότητα. Αξιοσημείωτη είναι πάντως η εκδοτική βούληση του ποιητή. Ο Λάσκαρης (Χάβαρι Ηλείας 1931 – Πάτρα 2008) εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1970, όταν το διήγημά του «Το όνειρο του Προκόπη» και πέντε ποιήματά του συμπεριελήφθησαν στην ανθολογία νέων ποιητών «Παρουσίες», που την είχε απαρτίσει ο Μάκης Αποστολάτος. Μπήκε δηλαδή στον χώρο των γραμμάτων σε ηλικία 39 ετών, γεγονός σπάνιο. Και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, ιδιωτικά, το 1979, 48 ετών, γεγονός σπανιότατο.


Ο γυμνός από φτιασίδια λόγος του είναι ο πιο ταιριαστός για να εξεικονιστεί η απλή, γυμνή ζωή των πολλών.


Από τον «Χρονολογικό πίνακα ποιητών» που παραθέτει ο Ευαγγέλου στο τέλος της «Ανθολογίας» του, προκύπτει ότι ο Λάσκαρης πρωτοδημοσίευσε ποίηση τελευταίος της γενιάς του. Οι περισσότεροι είχαν εμφανιστεί στα γράμματα στη δεκαετία του 1950 και μόνο η Νανά Ησαΐα (γενν. 1934) εμφανίστηκε σχεδόν τόσο αργά όσο και ο Λάσκαρης, το 1969. Καθόλου παράξενο, ο Λάσκαρης είναι επίσης ο τελευταίος της γενιάς του που εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, σχεδόν ημιαιωνόβιος, το 1979. Θα αποφύγω οποιαδήποτε ψυχολογίζουσα προσέγγιση αυτής της εκδοτικής αργοπορίας. Θα πω μόνο ότι όποιος εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή αρκετά μετά το «μεσοστράτι της ζωής του», αγκυρώνει τις λέξεις του σε πλούσια εμπειρία βίου. Οι λέξεις του δεν είναι φιλολογία και ρητορική, όπως ίσως είναι σε όσους τυπώνουν νέοι ή και νεότατοι. Και το τελευταίο που μπορούμε να εικάσουμε γι’ αυτόν είναι ότι γράφει ανεβασμένος στον γνωστό Πήγασο.

Η ποιητική γραφή του Λάσκαρη εμφανίστηκε στην αγορά ήδη κατακτημένη. Δεν σμιλεύτηκε καθ’ οδόν, όπως συνήθως συμβαίνει. Από την πρώτη του συλλογή μέχρι την τελευταία, το «Απόγευμα προς βράδυ» (2006), ο τόνος είναι ο ίδιος, η τεχνική σταθερή, και η θεματολογία επίσης: η μοναξιά σαν αράγιστο καθεστώς· ο έρωτας σαν ευλογία, ακόμα κι όταν είναι ανάμνηση· η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας και του χωριού, σε αντίστιξη με τον φόβο των γερατειών και την άρνηση του άστεως, το οποίο μας μετατρέπει σε πολυκατοικίδιες μονάδες που δεν τους επιτρέπεται ούτε να ξενυχτήσουν τους νεκρούς τους· ο διαρκής διάλογος με τους πεθαμένους γονείς, ιδίως τον πατέρα· η καθημερινότητα σαν συνθήκη βίου ταυτόχρονα ασφυκτική και λυτρωτική, με την τελετουργική μονοτονία της· ο παραλληλισμός και του βίου και της ποίησης με πηγάδι, ισχυρό σύμβολο στην ποίηση του Λάσκαρη. Να προσθέσουμε το σποραδικό ανακουφιστικό χιούμορ, ενίοτε μαύρο (λ.χ. στο ποίημα «Ειρωνεία» της συλλογής «Να τελειώνουμε», του 1986: «Στερήθηκε τα άνθη όσο ζούσε. / Τώρα μέσα στο φέρετρο, / τα έχει αγκαλιές»), και τα πολλά ποιήματα ποιητικής: «Τα ποιήματα ποιητικής καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του έργου του, εμφανιζόμενα σε όλη του την έκταση, με προϊούσα θα έλεγα συχνότητα», σημείωνε ήδη προ δεκαπενταετίας ο Σωτήρης Σαράκης, σε αφιέρωμα του περ. «Οροπέδιο» στον Λάσκαρη (τχ. 2, χειμώνας 2006-2007). Ενα δείγμα αυτής της πλάγιας ποιητικής αυτοβιογραφίας: «Γράφουμε ποιήματα σημαίνει / εμποδίζουμε το θάνατο, / δεν τον αφήνουμε να εκδηλωθεί. // Με λέξεις τον τυλίγουμε, / με όμορφα επίθετα».

Αν αυτή είναι η πρώτη ύλη, η ποιητική επεξεργασία της αποδίδει έναν λόγο ήρεμο, σιγανό, τίμιο, χωρίς εκδραματίσεις και κραυγές, αλλά και χωρίς τον ναρκισσισμό του «αδικημένου» ή του «παραγνωρισμένου». Ενα λόγο στωικό εντέλει, που απαρτίζει ολιγόστιχα ποιήματα επιγραμματικής ευθύτητας και διαύγειας. Οι λογοτεχνικές αγάπες του Λάσκαρη είναι έκδηλες στα ποιήματά του, τις γνωρίζουμε πάντως και από όσα είχε πει σε συνεντεύξεις: Οι επιγραμματοποιοί της «Παλατινής Ανθολογίας», ο Κ. Π. Καβάφης, ο Κ. Γ. Καρυωτάκης, ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, ο Εντγκαρ Λη Μάστερς. Ναι, ο νους μας πάει στον Καρυωτάκη όταν διαβάζουμε το ποίημα του Λάσκαρη «Υπάλληλοι», και στον Καβάφη σε κάθε ποίημα του Ηλείου λογοτέχνη με έδρα το καφενείο. Τη φωνή του Λάσκαρη ακούει όμως κάθε φορά η εσωτερική ακοή μας, όχι μια φωνή σ α ν του Καρυωτάκη ή σ α ν του Καβάφη. Όσο κι αν επηρέασαν τον νεότερο οι παλαιοί, η επίδρασή τους αφομοιώθηκε από μια ποίηση μετρημένη, σχεδόν κουβεντιαστή, που δεν αισθάνεται την ανάγκη κάποιων στολιδιών.

Ο γυμνός από φτιασίδια λόγος του Λάσκαρη είναι ο πιο ταιριαστός για να εξεικονιστεί η απλή, γυμνή ζωή των πολλών. Σιγανά και ταπεινά, σχηματίζονται ποιήματα που θα τα αποκαλούσα ψυχικά χαϊκού ή χαϊκού βάθους, παρότι δεν ακολουθούν την τεχνική των γιαπωνέζικων ποιημάτων. Ευαίσθητα, στοχαστικά μικροτεχνήματα που ανοίγουν φιλόξενα την πόρτα του σπιτιού του ποιητή για έναν καφέ και πολλά τσιγάρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: