...............................................................
Άλκη Ζέη (1923 - 2020)
·
«Στο
Μαρούσι» διήγημα της Άλκης Ζέη
(1923-2020) από τη συλλογή διηγημάτων
«Αρβυλάκια και γόβες» (εκδ. «Κέδρος»,
1991)
ΉΤΑΝΕ
καταμεσήμερο. Έκαιγε ο ήλιος ντάλα κι ο Κώστας πότιζε τα δειλινά. Πατούσε
ξιπόλητος πάνω στις πλάκες που ζεματούσαν και πότιζε τα παρτέρια, σύρριζα στα
κάγκελα του κήπου.
-Τι μου ήρθε μεσημεριάτικα να ποτίσω;
Αναρωτήθηκε.
Κοίταξε έξω στο δρόμο
και σάστισε. Χιόνι, παγωνιά. Ένας άνθρωπος, με γούνινο παλτό, κάπνιζε
ξένοιαστα. Κρατούσε με το ένα χέρι το κάγκελο και φορούσε χοντροπλεγμένο γάντι,
με ένα δάχτυλο. Θα ‘τανε πολύ νέος κι έμοιαζε του Μπόρια – όπως τον είχε δει,
τουλάχιστο, στη φωτογραφία. Όμως ο Κώστας ένιωθε τη δική του πλάτη να τη
ζεματάει ο ήλιος, έτσι όπως ήτανε γυμνός από τη μέση και πάνω. Άφησε το σωλήνα
κι έκανε να πάει κοντά στα κάγκελα. Τότε ακούστηκε ένα γκαπ γκουπ, ύστερα ένα
σουρτό ξύσιμο…
Ο Κώστας πετάχτηκε κι ανακάθισε στο κρεβάτι.
Η Ταμάρα ανασάλεψε δίπλα του κι άπλωσε νυσταγμένα το χέρι της, σα να ‘θελε να
τον καθησυχάσει. Το γκαπ γκουπ συνεχιζόταν από το δρόμο. Ήταν οι οδοκαθαριστές,
που έσπαγαν με λοστούς τον πάγο κι ύστερα τον μάζευαν με τα φτυάρια.
Αυτό το πρωινό ξύπνημα δεν έλεγε να το
συνηθίσει κι ας πέρασαν δυο χρόνια. Όχι γιατί ξυπνούσε απότομα και ταραζόταν η
καρδιά του, που τώρα τελευταία δεν πάει και πολύ καλά, μα γιατί του ‘κοβε τα
πρωινιάτικα όνειρα πάνω στη γλύκα.
Σηκώθηκε και ψάχνει, με το γυμνό του πόδι να
βρει την παντόφλα, που έχει χωθεί κάτω από το κρεβάτι.
-Θα πας στη δουλειά; απόρησε η Ταμάρα.
- Θα δουλέψω ως τις δώδεκα κι από κει θα
τραβήξω κατευθείαν.
Είχε ζητήσει άδεια, μα ύστερα σκέφτηκε πως
στη δουλειά θα πέρναγαν πιο γρήγορα οι ώρες. Τον Μηνά θα τον συναντούσε στη
μία. Κι ο Κώστας ανυπομονούσε. Θα μάθαινε επιτέλους, από πρώτο χέρι, για τα
δεκαπέντε χρόνια, που έλειπε από την Ελλάδα. Θα μάθαινε γιατί η γυναίκα του
παντρεύτηκε τον Βατικιώτη τον φαρμακοποιό, στις είκοσι δύο Οχτωβρίου, έτος
1958.
Δεν το χωρούσε ο νους του χτες, σαν πήρε το
αναπάντεχο τηλεφώνημα, πως μπορεί να ξεκινήσει κανένας πρωί από το Μαρούσι και
το βράδυ να βρεθεί στη Μόσχα, στο
ξενοδοχείο «Ουκραΐνα». Είχε γυρίσει από τη δουλειά και βρήκε πάνω στο τραπέζι
της κουζίνας, ένα σημείωμα της Ταμάρας: «Θ’ αργήσω. Έχουμε συνεδρίαση. Στο
ψυγείο έχει πηχτή». Του Κώστα δεν του άρεσε να τρώει μόνος του κι είπε να
περιμένει. Άνοιξε την τηλεόραση να παρακολουθήσει αγώνα χόκεϊ. Δεν καλοκάθισε
και χτύπησε το τηλέφωνο.
-Κάποιος ήρθε από την Ελλάδα και θέλει να
σας μιλήσει.
Πριν προλάβει ν’ απορήσει ο Κώστας,
ακούστηκε μια φωνή, λιγάκι με τη μύτη:
-Γειά σου, Κωσταρίκο!
Πόσες εικόνες μπορούν να περάσουν από το
νου, στο δευτερόλεπτο; «Κωσταρίκο!»… Στο σχολείο του κ. Ροδίου… Δίπλα του στο
θρανίο, σ’ όλο το γυμνάσιο… ο Μηνάς. «Να μου ψιθυρίζεις τα εις μι, Κωσταρίκο,
αλλιώς χάθηκα!»… Ξανασυναντήθηκαν στην Κατοχή. «Βρεεεε, Κωσταρίκο, πάλι μαζί;»…
Δεν μπορεί να ‘ναι ο Μηνάς. Με τον Μηνά τσακώθηκαν στην πλατεία του Μαρουσιού,
μπροστά στη βρύση, τον Δεκέμβρη του σαράντα τέσσερα. Βρίστηκαν κι είπαν προδότη
ο ένας τον άλλον, και πουλημένο: «Στους Εγγλέζους, βρε, πουλήθηκες;» - «Κι εσύ,
στους Ρώσους;». Κι ας είχανε, στην Κατοχή, βαδίσει πλάι πλάι κι ας είχανε
τραγουδήσει την απελευθέρωση με τα φάλτσα τενορίνα τους που έλεγε ο κι ο
δάσκαλος της ωδικής… Ούτε ξαναμιλήθηκαν, ώσπου έφυγε ο Κώστας, παρ’ όλο που τα
σπίτια τους ήταν στον ίδιο δρόμο.
-Ο Μηνάς είμαι βρε, ήρθε, τελείως με τη μύτη
πια, η φωνή. Επίσημος προσκεκλημένος… συνδικαλιστής γαρ!
Τώρα, σε λίγες ώρες, ο Κώστας θα τον
συναντήσει.
-Να βάλεις το καλό σου κοστούμι, λέει η
Ταμάρα, που τον παρακολουθεί, ξαπλωμένη ακόμα, να ετοιμάζεται.
Ο Κώστας ξεκρεμάει το καλό του κοστούμι από
την ντουλάπα κι αρχίζει να ντύνεται… Άραγε η Μαρία το συλλογίζεται πως αυτός κι
ο Μηνάς θα συναντηθούνε σήμερα; Στην Ελλάδα, αυτή την ώρα, μόλις θα ξημερώνει.
Η Μαρία θα κοιμάται ακόμα και, δίπλα της, ο Βατικιώτης, ο φαρμακοποιός. Μπορεί
στο ίδιο κρεβάτι, ακόμα και στην ίδια θέση που κοιμόταν εκείνος – από τη μεριά
του τοίχου.
Η Μαρία ήθελε πάντα να κοιμάται απέξω, να
πετάγεται σα φωνάζει κανένα παιδί. Είχανε κατέβει μαζί στην Αθήνα κι αγοράσανε
το κρεβάτι από του «Σγούρδα». Νικελένιο, μοντέρνο, όπως το ‘θελε η Μαρία – με
διπλή σούστα. Ύστερα πήγανε στο εστιατόριο «Ήβη» και φάγανε παστίτσιο με παχιά
παχιά κρέμα από πάνω. «Εμένα ποτέ δεν μου πετυχαίνει έτσι», παραπονέθηκε η Μαρία.
Στην πλατεία Κάνιγγος, που σταθήκανε να περιμένουν το λεωφορείο, αγοράσανε
αράπικα φιστίκια. Τους έπιασε τέτοια δίψα, που σα φτάσανε στην πλατεία του
Μαρουσιού, ήπιανε παγωμένες γκαζόζες.
Τώρα, κοιμάται εκείνος από το έξω μέρος του
κρεβατιού. «Με πιάνει η καρδιά μου από μέσα», είπε στην Ταμάρα, το πρώτο κιόλας
βράδυ. Δεν μπορεί όμως να πει, πως πιάνει τον τόπο του Μπόρια, γιατί ο Μπόρια
δεν απόχτησε ποτέ δικό του κρεβάτι. Όταν είχε παντρευτεί με την Ταμάρα, ήτανε
κι οι δυο τους φοιτητές και μένανε στο Πανεπιστήμιο, σε χωριστούς κοιτώνες.
Ύστερα πήγε ο Μπόρια στον πόλεμο και δεν γύρισε.
Ο Κώστας σηκώνεται να πάει στην κουζίνα να
ψήσει καφέ και κάθεται κοντά στο παράθυρο να τον πιει. Τον πίνει βραστόν με
ολίγη, τον ρουφάει με αργές και αραιές ρουφηξιές. Η γεύση, η κίνηση του
θυμίζουνε το σπίτι του στο Μαρούσι, που δεν είναι πια σπίτι του…
Η Ταμάρα μπαίνει στην κουζίνα κι αρχίζει να
ετοιμάζεται το πρωινό. Εκείνη τρώει γερά το πρωί. Ο Κώστας δεν άλλαξε συνήθεια
κι εκτός από το καφεδάκι του, δεν λέει τίποτε άλλο να βάλει στο στόμα του
πρωινιάτικα. Ας λένε πως εδώ το κρύο δεν αστειεύεται και άλλα τέτοια.
-Να δεις ο Μπόρια τι έτρωγε το πρωί, θυμάται
καμιά φορά η Ταμάρα.
Ο Κώστας συλλογιέται αυτόν τον Μπέρια, που
δεν πρόλαβε να χαρεί, ούτε να φάει το πρωί όσο θέλει… Που δεν είχε μήτε ένα
νικελένιο κρεβάτι να πλαγιάσει με τη γυναίκα του. Και τώρα, που θα μπορούσε να
‘χει ένα ολοδικό του δωμάτιο, είκοσι δύο τετραγωνικά, γεμάτο έπιπλα, ηλεκτρικό
ψυγείο μάρκα ΑΚΑ και γυάλα με χρυσόψαρα ακόμα, που θα μπορούσε, αν ήθελε, να
κατεβάζει για πρωινό ολόκληρη σουπιέρα μπορς, με κομματάρες κρέας να πλένε
μέσα, τώρα ο Μπόρια είναι μόνο μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, σ’ ένα καδράκι με
χρυσή κορνίζα. Κι ανακατεύτηκαν έτσι όλα, που, στη θέση του, είναι ο Κώστας
και, στη θέση του Κώστα, ο Βατικιώτης ο φαρμακοποιός, που ούτε μια ασπιρίνη δεν
έλεγε να δώσει στην «Αλληλεγγύη», τον καιρό της Κατοχής. Το ‘χε βάλει πείσμα η
Μαρία να τον καταφέρει να δώσει κάτι.
-Να δεις που θα ‘χει πάρε δώσε με τους
Γερμανούς, έλεγε εκείνη.
Ο Κώστας τον υπερασπιζόταν:
-Φοβάται ο άνθρωπος, αυτό είναι όλο.
Πού να τ’ ακούσει η Μαρία, η τοτινή Μαρία,
που τους ήθελε όλους ατρόμητους και σε παράσερνε με τη ζωντάνια της και την
ορμή της. Αν δεν ήταν εκείνη, με το πες πες, μπορεί να καθόταν ο Κώστας στο
υποκατάστημα Αμαρουσίου της Εθνικής, να περιμένει υπομονετικά να περάσει η
Κατοχή. Η Μαρία, είκοσι χρονών τότε, με μωρό στην αγκαλιά, έφερνε το σίφουνα
στο σπίτι κι όλα τα πρόφταινε: και παράνομα ραντεβού, από τον ένα θηλασμό στον
άλλον και να κρύβει στο σπίτι ό,τι της ζητούσαν, μέσα στη μύτη των Γερμανών.
Ύστερα, μετά την απελευθέρωση, σαν τον απόλυσαν από την Τράπεζα «λόγω
κοινωνικών φρονημάτων» κι αρχίσανε κιόλα κι οι συλλήψεις, τον παρακαλούσε:
«Φύγε, φύγε!» κι ας είχανε και δεύτερο παιδί, τεσσάρων χρόνων. Έφυγε ο Κώστας,
με το κλειδί του σπιτιού στην τσέπη. «Κράτα το», του είπε η Μαρία, «μη γυρίσεις
καμιά ώρα ξαφνικά». Έτσι πίστευε κι εκείνος και το ‘σερνε πάντα στην τσέπη του,
δυο χρόνια, σε λαγκάδια «μη γυρίσει καμιά ώρα ξαφνικά». Πέρασαν δεκατέσσερα
χρόνια κι η ώρα αυτή δεν είχε φτάσει. Η Μαρία, που έλεγε το «φύγε!» άρχισε να
εκλιπαρεί στα γράμματα: «Γύρισε». Όταν ο Κώστας ρώτησε το «πώς;» ήρθε
μονολεκτική η απάντηση: «Κουράστηκα». Είπε ο Κώστας να δει αν γίνεται να
γυρίσει, γιατί ανησυχούσε και για τον γιο του, που είχε γίνει δεκαοχτώ χρονών
και του ‘γραφε πού και πού ένα ξερό γράμμα: «Σεβαστέ μου πατέρα, στείλε μου ένα
ρολόι» ή «στείλε μου ένα μαγνητόφωνο με τρεις ταχύτητες». Έπιασε τον
μπάρμπα-Νίκο, το ‘φερε από δω, το ‘φερε από κει, να μάθει τι χρειάζεται για τον
γυρισμό. Γιατί ο μπαρμπα-Νίκος, που είχε τέσσερις κόρες λεύτερες κι ούτε ένα
ζευγάρι αντρίκεια χέρια να δουλέψουν τη γη, είπε να γυρίσει στο χωριό κι είχε
λάβει από την Ελλάδα κάτι χαρτιά να συμπληρώσει. «Τι ζητάνε, μπαρμπα-Νίκο;» «Τη
μάνατ’ς και τον πατέρατ’ς».
Ο Κώστας φεύγει πρώτος για τη δουλειά, γιατί
το σχολείο που διδάσκει η Ταμάρα, είναι δυο βήματα από το σπίτι. Σήμερα η
Ταμάρα, είναι δυο βήματα από το σπίτι. Σήμερα η Ταμάρα τον συνοδεύει στην πόρτα
και δεν την έκλεισε, παρά όταν άκουσε το ασανσέρ να ξεκινάει.
Τη γνώρισε στο σανατόριο, στη Γιάλτα, που
είχε πάει να περάσει την άδειά του. Τρώγανε στο ίδιο τραπέζι. Λιγομίλητος
εκείνος, δεν είχανε αλλάξει παρά τις τυπικές κουβέντες. Μια μέρα συναντήθηκαν
τυχαία στην πόλη και πήρανε μαζί τον δρόμο για το σανατόριο. Ξάφνου, ενώ
περνούσαν από το λιμάνι, ο Κώστας σταμάτησε. Τα γράμματα ήτανε καθαρά και
φρεσκοβαμμένα: ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. Το πλοίο, που είχε αυτό το όνομα, είχε σηκώσει κιόλας
άγκυρα. Ο Κώστας το κοίταζε, σαν να ‘τανε το βαπόρι που θα ταξίδευε ο ίδιος και
να το ‘χασε. Στο κατάστρωμα ήτανε μαζεμένος κόσμος.
-Γεια σας, γεια σας, φωνάζει ο Κώστας, μ’
όλη του τη δύναμη. Καλή πατρίδα!
Ίσως να μην τον άκουσαν, γιατί ο
«Αγαμέμνων» είχε ξεμακρύνει αρκετά. Κάποιος μονάχα του κουνάει το χέρι και κάτι
φωνάζει. Παράξενη τρεμουλιαστή λέξη έφτασε από τ’ ανοιχτά: «Α… ου… ι… εεεε!».
Πόσο απόμεινε κει καρφωμένος ο Κώστας, δεν
ξέρει· μα σαν κίνησε να φύγει, είδε πως η Ταμάρα ήταν ακόμα δίπλα του. Την είχε
ξεχάσει. Στο δρόμο, δεν έβγαλαν μιλιά. Μόνο που, από κείνη τη μέρα, κάνανε
καθημερινά συντροφιά. Η Ταμάρα κόντευε τα σαράντα κι ο Κώστας είχε πατήσει τα
σαράντα πέντε. Του μίλησε για τον Μπόρια και κείνος για τη Μαρία και, μόνο σαν
κόντευαν οι μέρες που θα ‘φευγαν, έμαθε ο Κώστας πως ο Μπόρια είχε σκοτωθεί
στον πόλεμο, κι εκείνη πως η Μαρία είχε παντρευτεί τον Βατικιώτη τον
φαρμακοποιό. Του φαίνεται παράξενο του Κώστα, να κάθεται πλάι σε μια γυναίκα,
να της μιλάει για τη Μαρία – που δεν έλεγε να το πάρει απόφαση πως δεν είναι
πια δικιά του γυναίκα κι ας πέρασαν δυο ολόκληρα χρόνια. Κι εκείνη, η ξένη, ν’
ακούει και να βουρκώνει, για τη Μαρία που τον άφησε, για τα παιδιά του, που δεν
γνώρισε, για κείνον τον ίδιο, που περνάνε τα καράβια για τον τόπο του, χωρίς να
τον παίρνουν. Κι η ίδια, χήρα από είκοσι δύο χρονών.
Όταν έχεις μια γυναίκα πλάι σου, να σου λέει
«θα πάμε αύριο εκεί», να σε παρασέρνει σε εκδρομές, σε περιπάτους με παρέες
ξέγνοιαστες, για να ξεχάσεις τα όσα σε βαραίνουν, τολμάς τότε να συλλογιστείς:
μήπως θα μπορούσα να φτιάξω τη ζωή μου από την αρχή; Κι η Ταμάρα πάλι, θαρρείς
αυτό αποζητούσε να μπορεί να νοιάζεται για κάποιον, να το λέει «απόψε θα πάμε
εδώ», «αύριο θα κάνουμε εκείνο», για ν’ αποδιώξει από την ψυχή του τη μοναξιά.
Ίσως κι από τη δική της. Και «διαλέξτε αυτό το φαγητό, Κωνσταντίν Φιοντόροβιτς,
τόσα χρόνια και δεν μάθατε ακόμα την κουζίνα μας» ή «σας βρήκα στη βιβλιοθήκη
ένα ενδιαφέρον βιβλίο να διαβάσετε. Λογοτεχνικό. Τι πειράζει που είστε
μηχανικός;»
Να παντρευτούνε το αποφάσισαν την τελευταία
σχεδόν μέρα. Μπορεί για τη γρήγορη απόφαση να τους επηρέασε και η «Κυρία με το
σκυλάκι», που είχανε δει την παραμονή στον κινηματογράφο.
-Την έκανες, θα μείνεις και στη Μόσχα –
αστειεύτηκαν οι φίλοι του, σα μάθανε πως η Ταμάρα είναι Μοσχοβίτισσα.
Το λέγανε, γιατί δεν ξέρανε πως του Κώστα
δεν του αρέσουν οι μεγάλες πολιτείες και πως, αν ήταν στο χέρι του, δεν θα
κούναγε ποτέ από το Μαρούσι και θα περνούσε όλη του τη ζωή εκεί, στο σπίτι του,
με τα «δειλινά» του, κοντά στον σταθμό, όπου ξαπόσταινε ξεφυσώντας το «θηρίο»,
για να τραβήξει μετά στην Κηφισιά. Αυτό ήταν το πιο μακρινό ταξίδι, που είχε
κάνει ο Κώστας με σιδηρόδρομο: Μαρούσι-Κηφισιά. Ένιωθε πάντα ένα παράξενο
συναίσθημα, σαν έμπαινε το τρένο, λες κι έφευγε μακρινό ταξίδι και δεν ήτανε να
ξαναγυρίσει. «Τι ώρα περίπου θα ‘ρθεις;» τον ρώταγε η μητέρα του και πάντα τον
περίμενε στο σταθμό. Όταν γύριζε το τρένο κι έμπαινε σφυρίζοντας στο Μαρούσι κι
έβλεπε ο Κώστας από το παράθυρο τη μάνα του να τον περιμένει, ένιωθε σιγουριά,
πώς να, έφτασε στο σπίτι. Τώρα, παρ’ όλο που έχει ταξιδέψει χιλιάδες
χιλιόμετρα, σαν μπαίνει σε σταθμό τού σφίγγεται η καρδιά. Ξέρει πως κανένα
τρένο, όσες ώρες, όσες μέρες και να ταξιδέψει, δεν μπορεί να τον φέρει στο Μαρούσι.
Η απέραντη Μόσχα τού φάνηκε σαν μια
καινούργια ξενιτιά. Δεν είχε πια τους φίλους του, να μαζεύονται τα βραδάκια, να
θυμούνται τα όσα πέρασαν μαζί, απ’ όταν έφυγαν από τα σπίτια τους, ώσπου να
φτάσουν σε τούτη τη μακρινή γωνιά της γης, την Κεντρική Ασία, που σαν τη
ζωγράφιζαν στο σχολείο στη χαρτογραφία, ποιος το φανταζόταν πως θα περνούσαν
ολόκληρη ζωή εκεί.
Κάθε πρωί ο Κώστας παίρνει το μετρό, για να
πάει στη δουλειά. Τριάντα πέντε λεπτά ταξιδεύει, για να φτάσει. Κοιτάζει τον
κόσμο γύρω του, που σχεδόν καθένας και κάτι διαβάζει. Σε μια τόσο μεγάλη πόλη,
σπάνια σου τυχαίνει να συναντήσεις τον ίδιο άνθρωπο κι ας παίρνεις κάθε μέρα,
δυο χρόνια τώρα, το μετρό την ίδια ώρα. Στο Μαρούσι, κάθε φορά που κατέβαινε
στην Αθήνα, όλο και κάποιον γνωστό θα συναντούσε κι ώσπου να φτάσουν στο τέρμα,
θα μιλούσαν για το ένα, για το άλλο, για την «κατάσταση» - πρώτα Κατοχή,
κυνηγητό, μετά – που όπου να ‘ναι θα τέλειωνε.
Τριάντα πέντε λεπτά είναι πολύ μακρύ ταξίδι
κι άμα δεν έχεις πάρει τη συνήθεια να διαβάζεις στη διαδρομή, τότε είναι που
σκέφτεσαι. Έρχεται, στην αρχή ξεκάρφωτη, μια τυχαία φράση στο νου : «Τι άσχημη
που είναι, μπαμπά, η θάλασσα, σαν την πιάνεις στη χούφτα σου! Γίνεται ένα
ξασπρουλιάρικο νερό». Το ‘χε πει η Τασούλα, η κόρη του, σα γύρισε από την πρώτη
της εκδρομή στη θάλασσα… «Τι καλά να σε διώξουνε, μπαμπά, από την τράπεζα, να
φτωχύνουμε και να μένουμε σ’ ένα παλιό λεωφορείο, σαν τους τσιγγάνους»… Η μια
φράση φέρνει την άλλη, η μια σκέψη την άλλη κι από ξεκάρφωτες, γίνονται
ολόκληρη αλυσίδα. Η Τασούλα τώρα της παντρειάς! Άραγε φωνάζουν τον Βατικιώτη
πατέρα; Θα του τα πει όλα ο Μηνάς… Μα γιατί να παντρευτεί η Μαρία τον
Βατικιώτη; Τι του βρήκε; Δεν βαριέσαι, όποιος και να ‘τανε, το ίδιο θα έκανε…
Πώς μπόρεσε να πλαγιάσει μαζί του;… Τη θυμάται τη Μαρία, την πρώτη νύχτα που
πέρασαν μαζί. Δεκαοχτώ χρονών κοπελίτσα, που έβγαζε τα ρούχα της ένα ένα και τα
κρεμούσε ταχτικά στην καρέκλα, σαν να ‘τανε να σηκωθεί την άλλη μέρα, να πάει
σχολειό… Πώς το φαντάστηκε η Μαρία, πως μπορούσε να γυρίσει; Δεν ήξερε πως ζητούνε
«τη μάνατ’ς, και τον πατέρατ’ς»; Στα γράμματά της, του μιλούσε γι’ αυτούς που
βολευτήκανε. Για τον άντρα της Νίτσας, που ήτανε εξορία, γύρισε και τώρα ως και
δικό του μαγαζί άνοιξε, στην οδό Ερμού. Κι ο Τάκης που είχε συλληφθεί το
σαράντα εφτά και δικάστηκε δις σε θάνατο, τώρα βγήκε, έχει δικιά του κούρσα κι
ανεβοκατεβαίνει Αθήνα-Μαρούσι. Πώς όμως βολεύτηκαν, η Μαρία δεν το ‘γραφε. Και γιατί
δεν το ‘γραφε – αυτό ήτανε που τον ανησυχούσε.
«Έπρεπε να περιμένει», θυμώνει ξαφνικά ο
Κώστας.
Του ήρθε στο νου η Κατοχή εκείνο το
καλοκαιριάτικο πρωινό. Η Μαρία ξιπόλητη, με το κομπινεζόν, έτοιμη να θηλάσει
την Τασούλα, να τον απειλεί να πάρει τη μικρή και να φύγει από το σπίτι, αν δεν
κατέβαινε ο Κώστας στη διαδήλωση. Ένιωσε ένα κύμα οργής να τον κυριεύει.
Μπορούσε η Μαρία να κάνει τα παιδιά να τον αγαπήσουνε και να περιμένει. Να
περιμένει και πέντε και δέκα χρόνια κι όλη τη ζωή…
Γύρω του, στο μετρό, οι άνθρωποι να
πηγαίνουν στις δουλειές τους και να διαβάζουν. Και μόνον εκείνος να μη διαβάζει
τίποτα – τριάντα πέντε λεπτά και τριάντα πέντε λεπτά κάθε μέρα, πάνε κι έλα - ,
παρά να τα βάζει με τη Μαρία, που πάνω στα έντεκα χρόνια δεν άντεξε. Έραβε, για
να ζήσει τα παιδιά. Τις καθημερινές, περνούσε η μέρα. Τις Κυριακές όμως, όλες
οι φιλενάδες της θα στολίζονταν και θα τραβούσαν με τους άντρες τους κατά τη
Μαγκουφάνα. Η γειτονιά άδεια. Τα μαγαζιά κλειστά. Κι αν αποφάσιζε να πάει καμιά
βόλτα ως την πλατεία, θα ‘βρισκε μονάχα τον Βατικιώτη, στην πόρτα του
φαρμακείου, Κυριακή παρά Κυριακή, όταν ήταν διημερεύων. Μπορεί να της πρότεινε
να πάνε καμιά βόλτα, σα θα ‘κλεινε· κι η Μαρία, την πρώτη φορά, να ‘πε: «Μωρέ
μούτρο, που μου προτείνει και βόλτα!». Ύστερα όμως να δέχτηκε και να ‘νιωσε πως
είναι καλά να περπατάς μ’ έναν άντρα στο πλάι, κι ας είναι ξερακιανός κι ας μην
έχει δώσει, στην Κατοχή, μήτε μια ασπιρίνη.
Σήμερα, σε λίγες ώρες, θα τα μάθει όλα και
δεν θα μπορεί πια η φαντασία του, αχαλίνωτη, να πλάθει πώς έγινε τούτο και πώς
εκείνο. Θα ησυχάσει κι η Ταμάρα, που τον βλέπει να βυθίζεται κάθε τόσο σε
συλλογές. Ανησυχούσε κι αυτή σήμερα και τον ξεπροβόδισε. Τα βάζει με τον εαυτό
του ο Κώστας, που, τόσο είχε την έννοια της συνάντησης, ώστε δεν της είπε ούτε
ένα «Καλό βράδυ». «Θα της τηλεφωνήσω από τη δουλειά», συλλογιέται. Δεν θέλει να
τη βλέπει στεναχωρημένη. Η Ταμάρα είναι ο καλύτερός του φίλος.
-Κωνσταντίν Φιόντοροβιτς, είπατε πως δεν θα
‘ρχόσασταν σήμερα, απόρησαν, σαν τον είδανε στη δουλειά.
Παράξενο του φάνηκε το Κωνσταντίν
Φιόντοροβιτς, ίσως γιατί, από χτες, είχε θυμηθεί το «Κωσταρίκο».
-Ήθελα να ρίξω μια ματιά σε κάτι σχέδια και
θα φύγω, δικαιολογιέται.
Ο Κώστας είναι μηχανικός σε εργοστάσιο. Μια
ολόκληρη παρέα τ’ αποφάσισαν τότε να σπουδάσουνε μηχανικοί. Ακόμα κι ο Νικήτας,
που ήτανε δικηγόρος στην Αθήνα, με γραφείο στην οδό Γενναδίου, πήγε από την
αρχή πέντε χρόνια στο θρανίο, για μηχανικός κι αυτός.
Παίρνει μπροστά του ένα σχέδιο, μα δεν έχει
νου να το μελετήσει. Η ώρα δέκα – τρεις ολάκερες ώρες ακόμα. Είναι μια
καινούργια μηχανή. Κοιτάζει αφηρημένα το πολύπλοκο σχέδιο και, κάτω κάτω,
καλλιγραφημένη την ημερομηνία: τέσσερις Μαρτίου. Θα τη θυμάται αυτή τη μέρα και
ίσως, αργότερα, άμα δει τη μηχανή έτοιμη μονταρισμένη, να του έρχεται στο νου η
τέσσερις του Μάρτη και να θυμάται τα όσα θα ‘χει πει με τον Μηνά… Γερασίμου
οσίου, Ιουλιανής – τέσσερις του Μάρτη. Η γιορτή της μητέρας του. Πού το
θυμήθηκε; Ο Μηνάς σίγουρα θα ξέρει να του πει, για τα τελευταία χρόνια της, για
το θάνατό της. Σαν ήταν μικρός, κείνη τη μέρα δεν τον στέλνανε σχολείο, μόνο
πηγαινοέφερνε στο φούρνο τα ταψιά με τα γλυκά. Η μητέρα φορούσε ένα πράσινο
φόρεμα, κεντημένο με χάντρες. Άραγε να της έμεινε η πίκρα που, από πολλά
χρόνια, δεν γιόρταζε τη γιορτή της; Τη θυμάμαι να τους κοιτάζει απορεμένα,
αυτόν και τη Μαρία που προσπαθούσαν να την πείσουν τότε, το σαράντα τρία, σα
φάνηκε λίγο άσπρο αλεύρι κι ήθελε να κάνει λουκουμάδες, να καλέσει τις
γειτόνισσες, πως είναι πολύ αστικό να γιορτάζει κανείς ονομαστική εορτή. Η
μητέρα πέθανε, χωρίς να τον ξαναδεί και δεν θα μάθει ποτέ πόσο στεναχωριέται ο
Κώστας, που το θυμάται.
Στη μία παρά δέκα, ο Κώστας ήτανε στο
ξενοδοχείο. Καθώς ανέβαινε με το ασανσέρ, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Άλλαξα πολύ», συλλογίστηκε.
Όταν, σε λίγο, συναντήθηκαν, έπεσαν στην
αγκαλιά ο ένας του άλλου κι άρχισαν να τα θυμούνται όλα. Τα σκασιαρχεία από του
Ροδίου, τα μαργαριτάρια του Μηνά: «Τίνος είναι η «Κύρου Ανάβασις»;» «Κοσμά και
Δαμιανού».
-Μωρέ, Δαρείου και Παρεισάτιδος δεν είναι; Ξεκαρδίζεται τώρα ο Μηνάς.
Θυμήθηκαν μετά την Κατοχή, την Αντίσταση.
«Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας» - συμφώνησαν κι οι δυο. Μα στον τσακωμό της
βρύσης δεν έφτασαν, δεν είχε μείνει, φαίνεται, τίποτα στη μνήμη τους και στις
καρδιές τους.
-Το θυμάσαι, βρε, το Μαρουσάκι μας; λέει ο
Μηνάς. Τώρα που τ’ άφησα, μοσκοβόλαγε στην πικροδάφνη.
Μισοκλείνει τα μάτια, σαν να τον ζάλισε η
μυρωδιά του πικραμύγδαλου. Για κουβέντα, σαν να μην είχε όρεξη. Κι όταν είπε:
«Πάμε, Κωσταρίκο, να μου δείξεις το… χωριουδάκι σας και, μετά τα λέμε», δεν
ξέρει γιατί ο Κώστας ένιωσε ξαλάφρωμα.
Τριγυρίζουν μαζί στους δρόμους της Μόσχας,
ανεβοκατεβαίνουν το μετρό και μοιάζουν, σαν να το ‘σκασαν από τον Ρόδιο, για να
πάνε στο δάσος, πίσω από το σπίτι του Κατσίμπαλη, να καπνίσουν κανένα
αποτσίγαρο… Βγήκαν στη στάση «Λόφοι του Λένιν», εκεί που το μετρό περνά πάνω
από το ποτάμι. Μέσα από τα τζάμια, που κλείνουν όλο το σταθμό, κοιτάζουν τον
Μόσχοβο. Μεγάλα κομμάτια πάγο πλένε πάνω στο ποτάμι και λαμποκοπάνε κάτω από
τον ήλιο.
-Μύρισε άνοιξη, λέει ο Κώστας.
Ο Μηνάς γελά και κοιτάζει γύρω, που οι λόφοι
είναι σκεπασμένοι με χιόνι.
-Έτσι είναι εδώ, εξηγεί ο Κώστας. Την άνοιξη
τη νιώθεις που έρχεται σιγά σιγά. Σε μας, τι χειμώνας, τι άνοιξη; Μια
γεναριάτικη μέρα με ήλιο, μπορείς να την μπλέξεις με Απρίλη. Εδώ, όλα
ξαναγεννιούνται. Μπροστά στα μάτια σου. Να δεις το δασάκι, εδώ πιο κάτω. Θ’
αρχίσουν να λιώνουν τα χιόνια, ύστερα θα μείνουν λίγα, πού και πού, σαν άσπρες
τούφες. Κι ύστερα θα βγούνε τα καινούργια φυλλαράκια και το δάσος θα γίνει
κίτρινο, ένα κίτρινο απαλό, σαν το κοτοπουλάκι, που βγαίνει από τ’ αυγό. Μετά,
ξαφνικά θα φουντώσει το πράσινο.
Ακούει ο Μηνάς, μα ακούει κι ο Κώστας τον
εαυτό του. Κι ένιωσε να τον πλημμυρίζει, μεμιάς, αγάπη γι’ αυτή την απέραντη
πολιτεία. Και σαν είπε στον Μηνά: «Λοιπόν, σ’ αρέσει η Μόσχα μας;!» - το «μας»
αντήχησε σαν κάτι πολύ δικό. Όταν, αργότερα, άρχισε να του δείχνει το ένα, το
άλλο, είχε μια τέτοια ανησυχία πως θα βρει το καθετί ο Μηνάς… σαν τότε, που
αρραβωνιάστηκε τη Μαρία κι όταν την πρωτοπαρουσίαζε σε κανένα φίλο, ανησυχούσε:
άραγε να του άρεσε;
Την κουβέντα για το Μαρούσι την ξανάφερε ο
Μηνάς.
-Τυχερός είσαι, βρε Κωσταρίκο, του λέει, σα
φτάσανε έξω από το Πανεπιστήμιο. Σπούδασες έγινες κοτζάμ επιστήμονας. Εγώ
έμεινα το ίδιο ντουβάρι που ήμουν στου Ροδίου.
Έπιασε έναν έναν τους φίλους και τους
γνωστούς, που ήταν τέτοια η ζωή και δεν προφταίνανε να πιάσουνε βιβλίο στο
χέρι.
-Η τελευταία μου «φιλολογία» ήταν ο
«Δεκαπενταετής πλοίαρχος»… «Τωόντι, εξάδελφε Βενέδικτε, ήτο κύων». Τώρα όσο
καιρός σου μένει ελεύθερος: το συνδικάτο, το ένα, το άλλο. Όλοι μας σ’ ένα
λαχάνιασμα – να προλάβουμε. Ο Χρίστος, τον θυμάσαι; - πάει ένας χρόνος που
βγήκε από τη φυλακή κι ακόμα δεν… πρόλαβε να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά
του. Άνεργος… φρονήματα γαρ.
Ο Κώστας αναρωτιέται: άραγε η Μαρία, στη
λαχτάρα της να τον κάνει να γυρίσει, του ‘γραφε μονάχα για κείνους που
«βολεύτηκαν», μα για όλους τους άλλους, τους «ξεβολεμένους», που μιλάει ο
Μηνάς, ούτε λέξη… ή μήπως άλλαξε; Ακόμα και γι’ αυτόν τον ίδιο τον Μηνά δεν
ανάφερε ποτέ τίποτα: πως ξέχασε τα βαριά λόγια που ειπώθηκαν στη βρύση, πως του
‘στελνε πάντα χαιρετίσματα, και σαν έμαθε πως σπουδάζει μηχανικός, του
παράγγειλε πως είναι το καμάρι του Μαρουσιού.
-Είπε να σου πω, πως είναι ευτυχισμένη,
πέταξε στα αναπάντεχα τη φράση ο Μηνάς.
Μόνο αυτό δεν ήτανε έτοιμος να δεχτεί ο
Κώστας. Περίμενε δικαιολογίες: τα παιδιά, η φτώχεια, η μοναξιά. Κι ήταν έτοιμος
να τις δεχτεί όλες.
-Τίποτ’ άλλο; ρωτάει.
- Τίποτα, κάνει στεναχωρημένος ο Μηνάς.
Τι να ρωτήσει για τα παιδιά; Αν του είχανε
στείλει μήνυμα, θα το ‘λεγε ο Μηνάς πρώτο πρώτο. Μόνο: «Να τους γράφεις, έστω
κι αν δεν απαντούν. Μπορεί κάποτε να καταλάβουν»
Χάσανε κι οι δυο τους το κέφι για περίπατο.
Ίσως είχανε κουραστεί κιόλας κι έπειτα, ο Μηνάς έπρεπε να γυρίσει στις τρεις
στο ξενοδοχείο, που τον περίμεναν.
Σα χώρισαν, ο Κώστας ντράπηκε που δεν του
είχε πει τίποτα για την Ταμάρα. «Θα τον καλέσω σπίτι», συλλογιέται και βιάζει
το βήμα του, να γυρίσει σπίτι να της το πει… Ίσως περάσει κι από τον
κινηματογράφο, ν’ αγοράσει εισιτήρια, να πάνε απόψε το βράδυ, φτάνει μονάχα να
μην έχουνε μουσαφίρηδες. Γιατί, μπορεί μόλις γυρίσει ν’ αντικρίσει στη γωνιά
της κάμαρας ξεδιπλωμένο το παραβάν, να κρύβει το μικρό ντιβανάκι που θα
στρώθηκε μ’ ολοκάθαρα κολλαριστά σεντόνια και πουπουλένια μαξιλάρια, να δεχτεί
κάποιον επισκέπτη. Θα ‘ναι πάντα κανένας συγγενής του Μπόρια, κοντινός ή
μακρινός, που έρχεται από το Μπαρναούλ, πέρα στη Σιβηρία, όπου πέρασε ο Μπόρια
τα παιδικά του χρόνια. Μπορεί να ‘ναι μηχανικός, γιατρός ή κολχόζνικος με
κετσεδένιες μπότες και κοντογούνι. Τότε η Ταμάρα θα τηλεφωνήσει στα «παιδιά»,
τους φίλους του Μπόρια και τους δικούς της, από το σχολείο ακόμα. Θ’ αρχίσουν
οι ιστορίες για ένα μικρό αγόρι, με λεπτά κανιά κι ύστερα, για ένα παλικαράκι
με μυωπικά γυαλιά, που ντρεπόταν τις κοπέλες και καμιά δεν τον ερωτευόταν.
Τέλος, σαν πήγε, όλη σχεδόν η παρέα του σχολείου, στο Πανεπιστήμιο, τότε
ξεχώρισε ο Μπόρια απ’ όλους, όχι μονάχα για τα άριστα, μα για τη σωστή του
κρίση, για τα άρθρα που έγραφε στις εφημερίδες, για την ειδικότητά του στα
διεθνή ζητήματα και τις συμβουλές του στους… «ερωτευμένους χωρίς ανταπόκριση».
Και τότε ήταν που, ξαφνικά, τον ερωτεύτηκαν οι τρεις φίλες: η Ταμάρα, η Λιούσια
κι η Λένα. Εκείνος κάλεσε τη Λένα και τη Λιούσια, τις εξήγησε πως δεν θα
ταίριαζε με καμιά από τις δυο. Και παντρεύτηκε την Ταμάρα… Γεμίζει το δωμάτιο
με την παρουσία του Μπόρια. Και, σαν πέσουν μετά να κοιμηθούνε, η Ταμάρα στριφογυρνά
πολλή ώρα, χωρίς να την παίρνει ο ύπνος. Ξαγρυπνάει κι ο Κώστας. Δεν μιλάνε.
Μονάχα που κι οι δυο νιώθουν ένα γαλήνεμα, με την παρουσία ο ένας του άλλου. Αν
νιώθει πολλές φορές τόσο ξένος δεν φταίει η Ταμάρα, αλλά εκείνος, που δεν το
πήρε απόφαση πως είναι ο Κωνσταντίν Φιόντοροβιτς κι έχει γυναίκα την Ταμάρα
Σεργκέεβνα, πως το σπίτι του είναι στο τέταρτο πάτωμα, στη λεωφόρο Λένιν, πως
από το παράθυρο δεν βλέπει πια το σταθμό, που περνούσε το «θηρίο», αλλά το
μεγάλο μαγαζί που πουλάει «ισότοπα» κι έχει μια τεράστια φωτεινή επιγραφή: «Η
ατομική ενέργεια στην υπηρεσία της Ειρήνης»… Και δεν το πήρε απόφαση, γιατί
ζούσε με τη λαχτάρα του γυρισμού και πίστευε πως, σα γύριζε, θα ‘τανε όλα σαν
και πριν, πως θα ‘χανε μονάχα αποκοιμηθεί στη στάση που τ’ άφησε – σαν το
παραμύθι. Τώρα ξέρει πως γυρισμός σημαίνει κάτι άλλο, έξω από τη νοσταλγία να
ποτίσεις τα «δειλινά» και να πατάς μεσημεριάτικα ξιπόλητος στις καυτερές
πλάκες…
Πέρασε μπροστά από το παρκάκι, που είναι
απέναντι στο «Μπολσόι» κι είπε να καθίσει λίγο σ’ ένα παγκάκι, πριν πάρει το
μετρό να πάει σπίτι του. Να βάλει σε κάποια τάξη το μυαλό του – καινούργια και
παλιά και τωρινά…
«Είμαι ευτυχισμένη.» Και τα παιδιά
σωπαίνουν. Τι να γυρίσει, λοιπόν, να κάνει έστω κι αν μάθει αύριο πως είναι
δυνατός ο γυρισμός; Από δουλειά; Πριν δεκατέσσερα χρόνια που άφησε το Μαρούσι
ήταν πρώην υπάλληλος της Εθνικής, παραρτήματος Αμαρουσίου, απολυμένος λόγω
φρονημάτων. Τώρα είναι μηχανικός. Του φέρνουνε τη μηχανή σχεδιασμένη και: «Τι
λέτε κι εσείς, Κωνσταντίν Φιόντοροβιτς;» Κι εκείνος: «Ν’ αλλάξουμε τούτο και
κείνο… κι αυτό το μέταλλο είναι πιο στέρεο». Και, Κωνσταντίν Φιόντοροβιτς, από
δω, Κωνσταντίν Φιόντοροβιτς, από κει. Έγνοια καμιά για τίποτα. Ας είναι κι ένα
δωμάτιο, τους φτάνει με την Ταμάρα. Κι ας κοιμούνται, πότε πότε, οι συγγενείς
του Μπόρια στο μικρό ντιβάνι. Πάλι τους φτάνει. Η κουζίνα είναι φωτεινή και
ζεστή κι άμα ο ένας θέλει να κοιμηθεί, ο άλλος δουλεύει στην κουζίνα. Κι όχι:
ήρθε το γκάζι, το ηλεκτρικό, τα σκουπίδια και να βροντάει ο υπάλληλος την
πόρτα, να κάνεις εσύ τον κουφό και να σε παίρνει είδηση όλη η γειτονιά. «Είμαι
ευτυχισμένη». Θα γίνει κι αυτός ευτυχισμένος. Θα κλείσει για πάντα το κεφάλαιο
Ελλάδα, θα ξεκόψει μ’ όλους, ούτε εφημερίδα ελληνική δεν θα διαβάζει. Και δεν
θα τους απασχολεί με την Ταμάρα το πρόβλημα: τι θα γίνει, αν γυρίσω; Θα ‘ρθεις
μαζί μου; Πώς να ζήσω μακριά από τη Μόσχα; Έχεις δίκιο… Ας ζήσει για πάντα εδώ,
στη μεγάλη τούτη πολιτεία, που τον αγκάλιασε με θέρμη κι ας της δοθεί, ας γίνει
η πόλη του… Πριν στεναχωρέθηκε που, μιλώντας με τον Μηνά, ξέχασε μια λέξη
ελληνική. «Θυμάσαι που παίζαμε…» και σταμάτησε, έψαχνε να βρει… «Αμάδες»,
συμπλήρωσε ο Μηνάς. Έτσι είναι. Στην αρχή θα ξεχαστούν οι λέξεις, ύστερα τα
νοήματα, τα πρόσωπα. «Πώς τον έλεγαν τον τάδε;» αναρωτιέσαι κι ας ήταν στενός
σου φίλος. Πρώτα το όνομα, μετά θα ξεθωριάζει το πρόσωπο, ώσπου να σβήσει
εντελώς από τη μνήμη σου…
Πλάι του κάθισε ένας άντρας μ’ ένα αγοράκι.
Σάββατο σήμερα, οι πατεράδες σχολάνε νωρίς από τις δουλειές τους και πάνε τα
παιδιά τους περίπατο.
-Θα μου πάρεις παγωτό; Γκρινιάζει ο μικρός.
Λόγω τιμής, δεν θα ξαναφέρω τριάρι στα ρούσικα. Φταίει ο Μπέλτσενκο. «Κοίταξε
το κεφάλι του Πλόντικοφ, μου λέει, δεν μοιάζει με κοσμοδρόμιο;» Κι ως που να δω
εγώ, η Λουντμίλα Βασίλιεβνα υπαγόρεψε παρακάτω και δεν άκουσα καλά κι έγραψα
λάθος και λέω του Μπέλτσενκο…
Τα παιδιά του τα Σάββατα δεν θα περίμεναν
τον πατέρα να γυρίσει. Ούτε τις Κυριακές το πρωί θα βγαίνανε με τον πατέρα τους
να πετάξουνε αετό, όπως αμόλαγε αυτός σαν ήτανε μικρός. Μπορεί και να τον
μίσησαν γι’ αυτά τα άχαρα Σαββατοκύριακα… «Να τους γράφεις… μπορεί αργότερα να
καταλάβουν.» Ο γιος του είναι δεκαοχτώ χρονών – παιδί ακόμα. Εκείνος, σ’ αυτή
την ηλικία ήτανε φαλαγγίτης και, στην Κατοχή, του ‘χε μείνει το παρατσούκλι
«Κώστας ο φαλαγγίτης». Εκείνος άλλαξε. Κι ο Μηνάς. Κι η Μαρία. Όλοι αλλάζουν.
Άλλοι έτσι, άλλοι αλλιώς. Μπορεί κι ο γιος του ν’ αλλάξει και να καταλάβει
κάποτε – που λέει κι ο Μηνάς… Μα κι αν αλλάξουν τα παιδιά του, θ’ αλλάξουν για
τον εαυτό τους. Ο Κώστας θα μείνει ο πατέρας, που έκανε πικρά τα παιδικά τους
χρόνια. Κι αυτός θα ‘ναι πάλι μόνος… Ας τελειώσουν όλα λοιπόν. Εδώ είναι η ζωή
του. Εδώ είναι η Ταμάρα. Την έφερε μπροστά του, με τα ολοκάθαρα γαλάζια μάτια
της, τις λεπτές λεπτές φλεβίτσες, που ξεχωρίζουν κάτω από το διάφανό της δέρμα…
Να κάθεται σκυμμένη πάνω από το ελληνικό αλφαβητάριο και να μαθαίνει: Ν-α
μ-ή-λ-ο Έ-λ-λ-η.
Έκανε να σηκωθεί, να φτάσει μια ώρα αρχύτερα
στο σπίτι. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά… πιο δυνατό απ’ άλλες φορές κι
ανησύχησε. Παίρνει βαθιές ανάσες και νιώθει ευχάριστα το χιόνι, που άρχισε να
πέφτει και του κάθεται απαλά στο πρόσωπο… Στο Μαρούσι, μια φορά που χιόνιζε… Τι
μπλέκει πάλι το Μαρούσι; Τι τον νοιάζει πια γι’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης; Ως
και το χιόνι να του θυμίσει Μαρούσι!... Μήπως, αν μπορούσε να γυρίσει, θα
γύριζε, έστω κι αν ο Βατικιώτης ο φαρμακοποιός κοιμάται δίπλα στη γυναίκα του,
στο νικελένιο κρεβάτι από του «Σγούρδα»;… Ένας δυνατός χτύπος, σαν γροθιά,
αλάφιασε την καρδιά του. Θαρρεί πως ακούει τους δυνατούς χτύπους της μέσα στο
γούνινο καπέλο του. Η ανάσα δυσκολεύεται… νιώθει να πνίγεται… Γύρω του έχει
φουντώσει το πάρκο στο λουλούδι. Άσπρα «δειλινά». Τόσα πολλά και πετάνε στον
αέρα.
-Μα δεν βλέπεις; δεν έχει συμμετρία για μια
τόση μικρή πλατεία. Η βάση είναι τεράστια.
…Η βρύση του Μαρουσιού… Τώρα σκέφτηκαν τη
συμμετρία;
-Έχετε τίποτα;
Μια κοπέλα κι ένας νέος στέκονταν από πάνω
του. Γνώριμες φωνές… για τη βρύση… για τη μαρμάρινη βρύση της. Ανοίγει τα μάτια
του. Δυο άγνωστα πρόσωπα του χαμογελούν. Πιο πέρα – η προτομή του Μαρξ… η βάση
της…
-Να
σας συνοδέψουμε; Πού μένετε; Ρωτά η κοπέλα.
Ο Κώστας θέλει ν’ απαντήσει μα, ξαφνικά, σαν
να χάθηκαν από το μυαλό του όλα αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, σαν να μην έχει μάθει
ποτέ του μήτε μια λέξη ρούσικη… κοιτάζει ήρεμα τα δυο νέα παιδιά και λέει:
-Στο Μαρούσι.
Μόσχα 1964
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου