Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Η συγγραφέας Μάρω Δούκα για τον ζωγράφο Ασαντούρ Μπαχαριάν (1924-1990) (από το προφίλ στο facebook Ashtarak Selaniki, 11.11.2018)

 ...............................................................



        Ασαντούρ Μπαχαριάν (1924-1990)



           "Αυτοπροσωπογραφία"του Ασαντούρ Μπαχαριάν, 1983.



Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν (1924-1990) μέσα από τα λόγια της πεζογράφου Μάρως Δούκα, σε εκδήλωση αφιερωμένη στην προσωπικότητα και στη δράση του:

«Το ξυπόλητο Αρμενόπουλο που ήθελε να γίνει ζωγράφος»

«Γεννήθηκε το 1924 στο Δουργούτι. Οι γονείς του Αρμένιοι πρόσφυγες από τα Άδανα της Τουρκίας. Το τέταρτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Όνειρό του η ζωγραφική. Θα μείνει ως το «ξυπόλητο Αρμενόπουλο που ήθελε να γίνει ζωγράφος». Έφηβος κι έχει ζυμωθεί με τη λιθογραφία. Δάσκαλός του ο ζωγράφος-γραφίστας-λιθογράφος Όθων Περβολαράκης.

Η Γερμανική Κατοχή τον βρίσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1944, στα Δεκεμβριανά, τραυματίζεται από τους Εγγλέζους και συλλαμβάνεται. Στα χρόνια που ακολουθούν, όπως τόσοι και τόσοι συνομήλικοί του, θα «περιοδεύσει» από φυλακή σε φυλακή όλη την Ελλάδα.

Επινοητικός, πεισματάρης, ακλόνητος. Ο εικοσάχρονος Ασαντούρ, ο Θόδωρος Μπαχαρίας, όπως θα υπογράψει για ευνόητους λόγους τα πρώτα του έργα, δεν θα παραιτηθεί ποτέ από το όνειρό του. Ζωγραφίζει όχι ως φυλακισμένος που αναζητά κάποια ενασχόληση, αλλά ως ζωγράφος που αναζητά, στο πλευρό των συντρόφων του, τον δικό του τρόπο στην έκφραση και τη δική του, ταυτόσημη με την αγάπη για τους ανθρώπους, σχέση με την τέχνη.

Το 1948 στις Φυλακές Αβέρωφ είναι αυτός που σχεδιάζει τους μελλοθάνατους, ώστε να μείνει κάτι απ’ αυτούς, σαν μια φωτογραφία, ένα θυμητικό στους συγγενείς, λίγο πριν από το εκτελεστικό απόσπασμα.

Τριάντα χρόνια αργότερα, 1978, σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο, αφηγείται: «Ήταν απόγευμα θυμάμαι. Μόλις πρόλαβα να τον ζωγραφίσω. Ακούω ακόμα το γέλιο του: «Φτιάξε με ωραίο, ρε μπαγάσα Μπαχαριάν. Κι άμα βγεις, το πρώτο φιλί που θα δώσεις να ‘ναι στο κορίτσι μου».

Χτύπησε το καμπανάκι της καταμέτρησης. Το βράδυ τον πήρανε στην απομόνωση. Δέκα πέντε μέρες έκανα να πιάσω χαρτί και μολύβι. Μόλις σχεδίαζα κάποιον, όλοι με ρωτούσαν: «Έμαθες τίποτα, βρε Αρμενάκι; Ήρθε η ώρα του;» […] Εμείς έτυχε να επιζήσουμε.

Ελάχιστο χρέος μας να μην τους αγνοήσουμε. Σε δύσκολους καιρούς, εκπροσώπησαν την παλικαριά, την τόλμη, την αρετή, την αγάπη αυτού του λαού για τον τόπο και την ιστορία του».

Περνάει ο καιρός. Δεκατέσσερα χρόνια στη φυλακή. «Το ξυπόλητο Αρμενόπουλο που ήθελε να γίνει ζωγράφος», είναι πια ένας τριαντατετράχρονος που επιμένει στον αγώνα του. Συμμετέχει σε μια ομαδική έκθεση που διοργανώνεται στη νεοϊδρυθείσα τότε (1956) γκαλερί «Ζυγός» από τον Φραντζή Φρατζεσκάκη. Το 1960 αποφυλακίζεται με αναστολή. Την επόμενη χρονιά πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. Θα ακολουθήσουν τριάντα δύο ατομικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό και συμμετοχή σε πάμπολλες ομαδικές. Ακολουθεί η γνωριμία με τη Χριστίνα και ο γάμος τους. Στα χρόνια που θα έρθουν πηγή χαράς και για τους δυο θα είναι η μοναχοκόρη τους Φαίδρα».

«Η Ώρα καταξιώθηκε και δικαιώθηκε»

Ενώ για την απόφασή του να ιδρύσει την γκαλερί «Ώρα» επεσήμανε:

«Δύσκολοι πάλι οι καιροί. Δικτατορία. Ο παράτολμος Ασαντούρ Μπαχαριάν θα ιδρύσει το 1969 στο νεοκλασικό της οδού Ξενοφώντος 7, στο Σύνταγμα, το Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα». Χώρος που προορίζεται για τα επόμενα είκοσι τρία χρόνια να λειτουργήσει σαν εστία, πόλος έλξης, καταφύγιο των νέων που φιλοδοξούν να εκφραστούν συνομιλώντας δημιουργικά με όλες τις μορφές τέχνης.

Την επόμενη χρονιά, 1970, εκδίδεται το «Χρονικό». Ετήσια Έκδοση Κριτικής Ενημέρωσης όπου καταγράφεται και αξιολογείται η πολιτιστική δραστηριότητα στους τομείς των γραμμάτων, των εικαστικών τεχνών, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής, του χορού. Αυτή η έκδοση μαζί με τις εκδόσεις των «18 Κειμένων» και των «Νέων Κειμένων» από τον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση, την ίδια ακριβώς χρονιά, συμβάλλουν καθοριστικά, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, στον επαναπροσδιορισμό και την επανεκκίνηση της όποιας αντίστασης του πνευματικού τότε κόσμου ενάντια στη δικτατορία.

Και φτάνουμε, μέσα από περιορισμούς, απαγορεύεις, απειλές, κατασχέσεις, διώξεις, στα συνταρακτικά γεγονότα του 1974. Μεταπολίτευση. Η χρυσή εποχή της «Ώρας». 1975: Οργανώνονται οι Ετήσιες Συναντήσεις Νέων Δημιουργών (εικαστικά, αρχιτεκτονική, μουσική, λογοτεχνία, θέατρο). Και θα συνεχιστούν, εαρινές αυτές οι συναντήσεις, κάθε μήνα Μάιο, έως και το 1991.

Διότι αυτό ακριβώς ήταν το όραμα του Μπαχαριάν: πώς θα μπορούσαν, μέσα από την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, την επικοινωνία, τον διάλογο των τεχνών μεταξύ τους, οι νέοι δημιουργοί να αναζητήσουν τη συνάφεια της λέξης με την εικόνα, του ήχου με την κίνηση, της μελωδίας με το χρώμα και με το χώμα. Αναζητούνται, επίσης, οι αφετηρίες της Μεταπολεμικής Λογοτεχνίας. Προτάσσεται η ανάγκη της άμεσης επικοινωνίας δημιουργού και κοινού και καλούνται οι ίδιοι οι συγγραφείς να διαβάσουν αποσπάσματα από το έργο τους και να συζητήσουν με το κοινό.

Το επετειακό φυλλάδιο (1969-1979) για τη δεκάχρονη παρουσία της «Ώρας» αποτυπώνει ανάγλυφα την πολυδιάστατη δράση της. Γράφει, μεταξύ άλλων, ο κριτικός Κωστής Σκαλιόρας: «Δυο πράγματα έρχονται αμέσως στο μυαλό όταν είναι να κρίνει κανείς τη δραστηριότητα ενός πνευματικού κέντρου: η επιλογή των θεμάτων και η επιλογή των συνεργατών. Από την άποψη αυτή ο απολογισμός της Ώρας είναι αναμφισβήτητα θετικός. Θα έλεγα ωστόσο ότι δεν περιορίζεται εκεί. Επεκτείνεται και στη δημιουργία ενός ορισμένου κλίματος… […] Το κλίμα αυτό το δημιουργούν αρετές, όπως λ.χ. η διορατικότητα και η προσήλωση στην ελευθερία της έκφρασης. Σ’ αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε και τη γενναιότητα που απαιτεί συχνά η άσκησή τους. Η Ώρα αντιμετωπίζοντας χίλιες δυο δυσκολίες, κατάφερε να ανταποκριθεί […] Και αυτό σ’ έναν τόπο σαν τον δικό μας αποτελεί κατόρθωμα…»

Στη δεκαετία που ακολουθεί, 1980-1990, καταξιωμένη, πλέον, δικαιωμένη η «Ώρα». Κέντρο πολιτισμού, φυτώριο ταλέντων. Εκθέσεις, διαλέξεις, δεκάδες οι νέοι και οι νέες που παρακολουθούν σεμινάρια για το θέατρο, την ποίηση, τη μουσική. Οι καιροί όμως είναι ύπουλοι. Μέσα στη γενική ευεξία και ευωχία, αναζητά τους τρόπους που θα τη βοηθούσαν να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της απέναντι στην νέου τύπου αγοράς κουλτούρα, όπου ο καταναλωτισμός, και ο ισοπεδωτικός ανταγωνισμός του, τείνει να αναδειχτεί σε αντίπαλο εξίσου επικίνδυνο με τη δικτατορία.

Η ετήσια αποτύπωση της Καλλιτεχνικής και Πνευματικής ζωής με την έκδοση του «Χρονικού» θα συνεχιστεί, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, έως και το 1986. Έπειτα από μια πεντάχρονη εξ ανάγκης διακοπή, η έκδοση (1991) του δέκατου έκτου και τελευταίου «Χρονικού» θα μπορούσε να θεωρηθεί τιμή και αποχαιρετισμός στον Ασαντούρ Μπαχαριάν, που έναν χρόνο πριν είχε ξεκινήσει «με την ψυχή του στο τιμόνι» για το μεγάλο, το τελευταίο του ταξίδι.

«Ζω και αναπνέω μέσα στη ζωγραφική», έλεγε ο Ίδιος. Και αν θα έπρεπε με δυο τρεις μόνο φράσεις να ορίσουμε τον Μπαχαριάν, θα λέγαμε ότι αξιώθηκε αυτός ο γλυκύτατος, οξυδερκής, αεικίνητος άνθρωπος να απαντήσει με τον δικό του, προσωπικό τρόπο στα αισθητικά και ηθικά προβλήματα του καιρού του».

«Η «Ώρα», με την εμβληματική ακεραιότητα του ιδρυτή της έως την τελευταία στιγμή, χάρις στο ήθος και το σθένος της Χριστίνας Μπαχαριάν, έκλεισε βίαια, όταν ο Λεωνίδας Κουρής, που διαδέχτηκε Απρίλιο του 1992 τον Αντώνη Τρίτση στη δημαρχία, πραγματοποίησε τις απειλές του για έξωση από αυτό εδώ το κτίριο που είχε περιέλθει, εν τω μεταξύ, ως κληροδότημα, στην απόλυτη κυριότητα του Δήμου», κατέληξε στην ομιλία της η Μάρω Δούκα.

«Τα κτήρια έχουν τη δική τους ιστορία»

«Ένα κτήριο σφραγίζεται με τη χρήση του, όσο και αν θέλουν κάποιοι να μας πείσουν περί του αντιθέτου. Το νεοκλασικό της οδού Ξενοφώντος 7 ταυτίστηκε στη μνήμη των κατοίκων της πόλης της Αθήνας, τουλάχιστον των παλαιότερων, με το «Καλλιτεχνικό – Πνευματικό Κέντρο Ώρα», το οποίο τόλμησε να ιδρύσει ο ζωγράφος Ασσαντούρ Μπαχαριάν στα σκοτεινά χρόνια της χούντας. Έδωσε έτσι σημαντικό βήμα σε νέους δημιουργούς διαφόρων μορφών της τέχνης, των εικαστικών, του λόγου, του θεάτρου και της μουσικής και σε όσους είχε αποκλείσει το καθεστώς των συνταγματαρχών από τον δημόσιο χώρο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: