Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

"Έβερεστ" διήγημα της Λουκίας Δέρβη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.4.2023)

 ..............................................................








"Έβερεστ" διήγημα της Λουκίας Δέρβη

("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.4.2023)





Ο διευθυντής της εταιρείας εισαγωγής ξηρών καρπών «Τριαντάφυλλος Πετρόπουλος» ξεκίνησε το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου για το μαγαζί όπου είχε την εβδομαδιαία συνάντηση με τους παλιούς συναδέλφους από το γραφείο.

Ο λογιστής της εταιρείας ήταν εκεί, ένας βαρύθυμος άντρας με μια πίπα στο χέρι που δεν άναβε ποτέ, ο πωλητής με τα μπαλωμένα του παντελόνια, ο υπεύθυνος προσωπικού που όλο παραπονιόταν για τη στρίγκλα γυναίκα του και η τηλεφωνήτρια που έπινε μόνο βραστό νερό.


Επιαναν το ακριανό τραπέζι τέρμα δεξιά στη σάλα του μεγάλου Εβερεστ στο Μαρούσι κάθε Σάββατο, στις έξι το απόγευμα, με ύφος επίσημο σαν να πήγαιναν σε πραγματική επαγγελματική συνάντηση με τον πρώην διευθυντή τους και επειδή όλοι άφραγκοι ήταν κάθονταν και έπιναν έναν καφέ με κανένα κουλούρι Θεσσαλονίκης ή μια τυρόπιτα και συζητούσαν σε τόνο επίσημο – όπως τότε. Ολοι εκτός από την τηλεφωνήτρια που έπινε σκέτο βραστό νερό.

Ο πωλητής εκείνη τη μέρα μιλούσε πιο πολύ από όλους. Εφερε την κουβέντα στην πολιτική και τους εξηγούσε το γιατί και το πώς έπρεπε να ψηφίσουν στις ερχόμενες εκλογές με ύφος ανθρώπου πολύ σίγουρου για αυτά που έλεγε, να σας το τεκμηριώσω έλεγε, ιδού η απόδειξις, πώς να το πω δηλαδή, κοιτάχτε να δείτε…Ο λογιστής τον κοιτούσε με μισό μάτι αλλά δεν μιλούσε καθόλου γιατί θεωρούσε πως ο ίδιος ήταν υπεράνω πολιτικών αντιπαραθέσεων με έναν τύπο τόσο απλό και αμόρφωτο σαν εκείνον.

Προτιμούσε να λογομαχεί με τον διευθυντή της εταιρείας όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Η τηλεφωνήτρια δεν είχε άποψη. Ανυπομονούσε να αλλάξει η κουβέντα, όσο να ’ναι τους σεβόταν ακόμα κι ας ήταν όλοι τους συνταξιούχοι και κατά κάποιον τρόπο ισότιμοι. Για τον υπεύθυνο προσωπικού με το πιο ανέκφραστο πρόσωπο του κόσμου κανείς δεν είχε καταλάβει τι θα ψηφίσει. Οσο για τον διευθυντή ήταν γνωστό ότι είχε μπάρμπα στην Κορώνη και γι’ αυτό ψήφιζε ό,τι ψήφιζε, άλλωστε έτσι είχε γίνει και διευθυντής τους το πάλαι ποτέ.

Εκείνη την ημέρα λοιπόν η τηλεφωνήτρια δεν άντεχε άλλο την πολιτική συζήτηση. Προτιμούσε να κουτσομπολέψει τη Βανδή και τον Μπισμπίκη ή να ακούσει τα παράπονα του προσωπάρχη και του διευθυντή για τις γυναίκες τους. Δεν τολμούσε όμως να διακόψει την ώρα που μιλούσε ο λογιστής για τον πόλεμο στην Ουκρανία γιατί ήξερε πως θα την επέπληττε και θα την κοίταζε ξανά με ύφος επικριτικό. Και τότε πάλι θα στενοχωριόταν η τηλεφωνήτρια όπως παλιά στην εταιρεία που την είχε κατσαδιάσει για ένα ξεχασμένο μήνυμα και δυο-τρεις φορές, πιο πρόσφατα στις συναντήσεις του Εβερεστ, που εκείνη είχε φέρει την κουβέντα στον Παπακαλιάτη και σε άλλα πρόσωπα της σόου μπίζνες.

Κάποια στιγμή ο διευθυντής ρώτησε πού θα έκαναν Ανάσταση ο καθένας. Ολοι είχαν κάτι σπουδαίο κανονίσει. Μόνο να μη φάμε πολύ μετά, είπε ο διευθυντής, είναι και το αρνί και τα γλυκά αύριο… Ναι, ναι, συμφώνησαν όλοι και κοίταξαν με συμπάθεια τον προσωπάρχη που ήταν διαβητικός.

Η ώρα είχε πάει οκτώ και η παρέα άρχισε να διαλύεται. Δυο ώρες κουβεντολόι να πάρουν και τον σαββατιάτικο αέρα τους, είχε φτιάξει και ο καιρός, καλά ήταν. Η τηλεφωνήτρια τους χαιρέτησε θερμότατα έναν έναν και έμεινε μόνη στο τραπέζι να στείλει κάτι μηνύματα στο κινητό και να τελειώσει το βραστό νερό της. Βαριόταν κιόλας μόνη στο σπίτι, προτιμούσε να κάνει χάζι τους πελάτες που έρχονταν κι έφευγαν.

Μετά από μια ώρα ο λογιστής τη βρήκε στην ίδια θέση. Ξέρεις, της είπε… δεν είχα τίποτα να κάνω και γύρισα να φάω κάτι…σε είδα μόνη σου εδώ… και είπα… να κάτσω λίγο μαζί σου…

Η τηλεφωνήτρια του τράβηξε την καρέκλα να καθίσει δίπλα της. Πρώτη φορά τής μιλούσε τόσο ευγενικά. Ενιωθε μεγάλη αμηχανία μόνη μαζί του, τι να συζητούσαν οι δυο τους; Εκείνος δεν μιλούσε καθόλου. Εκείνη σκέφτηκε λίγο τι να πει να σπάσει τον πάγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και τον ρώτησε αν είχε νέα από τη χήρα του πρώην αφεντικού τους, του μακαρίτη του Πετρόπουλου. Ο λογιστής ήπιε μια γουλιά καφέ, έφερε τη σβηστή πίπα στο στόμα και της είπε ξερά: «Οχι».

Δεν θα πήγαινε καλά αυτό, σκέφτηκε η τηλεφωνήτρια. Εκανε να σηκωθεί… να πηγαίνω, του είπε. Πολύ γλυκά της χαμογέλασε τότε εκείνος και σκέφτηκε πως τελικά η τηλεφωνήτρια ήταν μια ευχάριστη συντροφιά, καλύτερη σε κάθε περίπτωση από τη μαγκουφιά του. Ξέρεις… της είπε… σκεφτόμουν για τη Βανδή… τελικά είχες δίκιο… ωραία γυναίκα! Η τηλεφωνήτρια αναθάρρησε. «Αλήθεια λες;», τον ρώτησε… γιατί κι εγώ νομίζω πως…

Στην ίδια θέση τούς βρήκε μετά από τέσσερις ώρες η Ανάσταση να μιλάνε για πρόσωπα της επικαιρότητας. Είχαν ήδη παραδεχτεί κι οι δυο πως τίποτα δεν είχαν κανονίσει για κείνο το βράδυ. Μόλις ήχησαν ξέμακρα οι καμπάνες, η τηλεφωνήτρια τον φίλησε σταυρωτά και του είπε: «Χριστός Ανέστη, Τάκη». Ο λογιστής κοκκίνισε. Το βράδυ σπίτι του σκεφτόταν μήπως τελικά είχε αδικήσει την τηλεφωνήτρια.

Το επόμενο Σάββατο στη συνάντηση του Εβερεστ άκουσαν παραξενεμένοι τον λογιστή να φέρνει την κουβέντα στη σόου μπίζνες και στα ντυσίματα των παρουσιαστών της τηλεόρασης στα εορταστικά προγράμματα του Πάσχα. Καθισμένος δίπλα της έπινε κι αυτός ένα σκέτο βραστό νερό. Και η τηλεφωνήτρια σώπαινε, κατακόκκινη από χαρά.

● Πρόσφατα κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της «Ακούω φωνές» (Μεταίχμιο, 2023)

Δεν υπάρχουν σχόλια: