Κυριακή 16 Απριλίου 2023

"Πάσχα στο χωριό" διήγημα της Αργυρώς Μαντόγλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.4.2023)

 .............................................................



"Πάσχα στο χωριό"





διήγημα της Αργυρώς Μαντόγλου 
("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.4.2023)




Τώρα κόσμος πήγαινε εκεί διακοπές, είχε αναβαθμιστεί, μετά την αναστήλωση του κάστρου, είχαν αγοραστεί παλιά πέτρινα σπίτια και είχαν μετατραπεί σε εξοχικά και μπουτίκ hotel. Για εκείνη όμως παρέμενε ένας τάφος. Οταν ήταν υποχρεωμένη κάπου να το γράψει ή να το επαναλάβει, άρθρωνε βιαστικά τις συλλαβές και έπειτα έπαιρνε φόρα κι έλεγε το νησί, μεγάλο νησί, χωρούσε τους πάντες, ακόμα κι εκείνη.


Ολα ξεκίνησαν από μια συζήτηση για τα ωραιότερα τοπία. Αλλοι είπαν την Ισλανδία, άλλοι την Ιρλανδία, άλλοι την Ιορδανία κι άλλοι αρνήθηκαν να πουν. Τόσα ταξίδια, τόσοι τόποι, πώς να περιοριστείς σε έναν, αύριο μπορεί να άλλαζαν γνώμη.

Ηταν η τρίτη συνάντηση μιας καινούργιας παρέας που είχε προκύψει από τον πεζοπορικό σύλλογο και πάντα αντάλλασσαν εντυπώσεις από ταξίδια και εξορμήσεις σαν να εμπιστεύονταν στους άλλους μια δοκιμασμένη συνταγή ευτυχίας.

Οταν την κοίταξαν, εκείνη είπε «το χωριό μου στην Κρήτη» και όταν τη ρώτησαν ποιο ήταν αυτό, υποσχέθηκε ότι θα τους έφερνε φωτογραφίες. «Θα πάω το Πάσχα, ύστερα θα σας αποκαλύψω τον δικό μου μυστικό προορισμό». Ιδέα δεν είχε γιατί από τα τόσα μέρη είπε το χωριό και μάλιστα ότι θα πήγαινε για Πάσχα, όπως κάνουν τόσοι Νεοέλληνες.

Το χωριό υπήρχε, φυσικά, αλλά είχε πάνω από σαράντα χρόνια να βρεθεί εκεί και όταν τη ρωτούσαν πού γεννήθηκε έλεγε γενικά και αόριστα: Κρήτη, ίσως συμπλήρωνε και τον νομό αλλά τίποτα άλλο. Το χωριό ήταν γνωστό για λάθος λόγους. Είχαν συμβεί τόσα φονικά εκεί, υπήρχαν βεντέτες που κρατούσαν χρόνια, μίσος που περνούσε από γενιά σε γενιά.


Και ήταν εκεί στο café, ανάμεσα σ’ αυτά τα αδιάφορα πρόσωπα που μοιράζονταν ταξιδιωτικές εμπειρίες, όταν εκείνη η λεπτή παιδική φωνή που είχε καιρό να την επισκεφτεί, της υπενθύμισε: Εκεί είμαι θαμμένη, μόνο εσύ το ξέρεις αυτό. Θα ‘ρθεις λοιπόν το Πάσχα Και, όπως έκανε πάντα, της παραχώρησε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να υποχωρήσει και να δώσει τη θέση της στις άλλες σταθερές ενήλικες φωνές γύρω της που τώρα είχαν στραφεί προς το μέρος της.

«Θα πας το Πάσχα στην Κρήτη, τυχερή! Εχεις συγγενείς;»

«Ναι, είναι ωραία τώρα την άνοιξη στο χωριό, θα δω και τους δικούς μου, τους θείους μου».

Ποιους δικούς σου; Ποιους θείους σου;

H φωνούλα δεν είχε υποχωρήσει, παραμόνευε τη συζήτηση. Δεν έμεινε κανένας ζωντανός, εδώ είμαστε και οι πέντε. Εμείς δεν μεγαλώνουμε. Εσύ γερνάς και εμείς περιμένουμε. Σε περιμένουμε. Γιατί δεν ήρθες ποτέ;

«Θα δω και τους δικούς μου», επανέλαβε με σταθερή φωνή.

Δεν έχεις κανέναν εδώ. Δεν έχεις κανέναν εδώ, μόνο τάφους, τους τάφους μας έχεις κι αυτοί χορταριασμένοι, χαμένοι μέσα στα αγριόχορτα και στους θάμνους. Πρέπει να ψάξεις για να μας βρεις.

Η φωνούλα έγινε τώρα τσιριχτή και επίμονη: Πρέπει να ψάξεις για να μας βρεις.

Τίναξε το κεφάλι πέρα να τη διώξει, όμως συνέχισε απτόητη: Ελα να μας βρεις, έλα να μας θάψεις, μέσα σου είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Αυτή η φωνή που τώρα απόδιωχνε, υπήρξε για χρόνια η συντροφιά της, ένας υποβολέας που έδινε ρυθμό στις κινήσεις, τέμπο στην κάθε μέρα της, σπίθα στις αποφάσεις, γέμιζε τις νεκρές ώρες, κατανοούσε καλύτερα από τον καθένα ακόμα και τον εαυτό της.

Αυτή η φωνή έλεγε πάντα καθαρά και δυνατά το όνομα από το χωριό της αλλά και το δικό της.

Το όνομα του χωριού υπήρχε μόνο στην ταυτότητα, ποτέ δεν είχε βγει από τα χείλη της και όταν τα τελευταία χρόνια άκουγε άλλους να μιλούν γι’ αυτό, κοίταζε αλλού και παρέμενε ανέκφραστη. Τώρα κόσμος πήγαινε εκεί διακοπές, είχε αναβαθμιστεί, μετά την αναστήλωση του κάστρου, είχαν αγοραστεί παλιά πέτρινα σπίτια και είχαν μετατραπεί σε εξοχικά και μπουτίκ hotel. Για εκείνη όμως παρέμενε ένας τάφος.

Οταν ήταν υποχρεωμένη κάπου να το γράψει ή να το επαναλάβει, άρθρωνε βιαστικά τις συλλαβές και έπειτα έπαιρνε φόρα κι έλεγε το νησί, μεγάλο νησί, χωρούσε τους πάντες, ακόμα κι εκείνη.

«Γλίτωσε μόνο η μικρή Μαρία», έγραφαν τα πρωτοσέλιδα, όμως κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει να γλιτώσεις από τον θεριστή, αρχίζει τότε ο δικός σου Γολγοθάς, μαρτυρικός Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση.

Τώρα κανείς δεν θα την αναγνώριζε, όλοι είχαν πεθάνει, εξασθενήσει ή φύγει. Μπορούσε να χαθεί στο ανώνυμο πλήθος των επισκεπτών, να διασχίσει το χωριό, να πάει με τη λαμπάδα της στην εκκλησία και έπειτα να γλιστρήσει δίπλα στο νεκροταφείο να αφήσει ένα λουλούδι στο παιδί, «στη μικρή Μαρία» που δεν είχε γλιτώσει.

Εγινε λάθος. Πέντε κοριτσάκια κοντινές ηλικίες, όταν τη ρώτησαν αν ήταν η Μαρία έγνεψε «ναι» και άλλη λέξη δεν της πήραν τότε. Σαράντα χρόνια, τόσο χρειάστηκε για να αποδεχτεί ότι η δίδυμη αδελφή της είχε γίνει φωνή στο κεφάλι της. Αλλωστε κανείς, ούτε η ίδια, δεν ανέφερε το όνομά της.

Απόψε, πρώτη φορά στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου είπε το όνομά της ολόκληρο, είπε δυνατά κάθε συλλαβή την ώρα που οι καμπάνες καλούσαν τους πιστούς για την αναστάσιμη ακολουθία.

● Τελευταίο βιβλίο της είναι η μυθιστορηματική βιογραφία του Αδαμάντιου Κοραή «Τρικυμίες παθών» (Κλειδάριθμος, 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια: