Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

"Ο Σολωμός και τα σμπάρα της Λαμπρής" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 16.04.2023)

 ............................................................



Ο Σολωμός και τα σμπάρα της Λαμπρής






έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 16.04.2023)  




Και Απρίλης να μην είναι, και Πάσχα να μην είναι, τον Διονύσιο Σολωμό έχουμε λόγους πολλούς να τον θυμόμαστε και να τον θυμίζουμε. Η συμβουλή-εντολή του Οδυσσέα Ελύτη, στο «Αξιον Εστί», «Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, / όπου και να θολώνει ο νου σας / μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό / και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», είναι για να τη νιώθουμε και να τη ζούμε. Οχι για να την καταντάμε άδειο «ρητό», να την αποστηθίζουμε μηχανικά και να την τσιτάρουμε επιπόλαια στους πανηγυρικούς.


Μέσα στο πιο σκοτεινό του έργο, τον συνταρακτικό «Λάμπρο», που μοιάζει κατακερματισμένη πυκνή σύνοψη αρχαιοελληνικής τραγωδίας, ο Σολωμός φύλαξε ένα από τα πιο φωτεινά ποιήματά του, την «Ημέρα της Λαμπρής». Με τον «καθαρότατο ήλιο», «της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι» και προπάντων το «γλυκό στο πρόσωπο αέρι» που γράφει κατάβαθα, «μες στης καρδιάς τα φύλλα», το πιο σπουδαίο μήνυμα, ίσως και το πιο αναπάντεχο από το στόμα του Σολωμού, που ο βίος του είχε πολλές τις στενοχώριες: «Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα». Δεν πρόκειται για φράση-άπαξ στο σολωμικό έργο, κι αυτό μαρτυρεί τη βαθιά ειλικρίνειά της. Το ζευγάρι της, δεκαπεντασύλλαβο αυτό, το βρίσκουμε στον «Πόρφυρα», μια ανάσα πριν συναντήσει ο νεαρός κολυμβητής το «τρανό θεριό του πελάγου»: «Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!» Να ένας επιπλέον λόγος, σοβαρότατος, για ν’ αγαπάμε τον Σολωμό ως εθνικό ποιητή.

Σήμερα, ωστόσο, ανασταίνω τη μνήμη του εδώ για ένα λόγο πασχαλιάτικο μεν αλλά μη ποιητικό. Για την γκρίνια του απέναντι σε ένα λαμπριάτικο έθιμο, που, μέσα και από τη σολωμική αναφορά, αποδεικνύεται πολύ παλιό: το έθιμο της θορυβωδεστάτης υποδοχής τού «Χριστός ανέστη» ώρα μεσάνυχτα και κάτι. Παρεμπιπτόντως, εικάζω ότι ο Ποιητής θα ενοχλούνταν σφόδρα αν τύχαινε πασχαλιάτικα στον Αγιο Διονύσιο των Αθηνών και αντί για το πανανθρώπινης αναφοράς «Χριστός ανέστη» άκουγε να παιανίζεται και να τραγουδιέται από αγριοφωνάρες στρατιωτών ο Εθνικός Υμνος. Με ήθος εθνικοποίησης του οικουμενικού, στη λογική του θρησκειοσωβινιστικού δόγματος «Ο Χριστός είναι Ελλην», που το ασπάζονται πολύ περισσότεροι από τους ενοίκους της λεγόμενης «δεξιάς πολυκατοικίας».

Στην έκδοση των σολωμικών Απάντων του 1957, που η Επιτροπή Ζακύνθου Εορτασμού Εκατονταετηρίδος Σολωμού την είχε αναθέσει στον Ζακυνθινό λογοτέχνη Μαρίνο Σιγούρο (το βιβλίο τυπώθηκε από τον ΟΕΣΒ), και στο 4ο Μέρος, τους «Στοχασμούς», συναντάμε μια φράση που δεν είναι βέβαια στοχασμός αλλά αυτοβιογραφικού χαρακτήρα φράση. Πρόκειται για απόσπασμα επιστολής του Διονύσιου προς τον αδελφό του τον Δημήτριο, με ημερομηνία 7.4.1849. Ο Διονύσιος ζούσε τότε στην Κέρκυρα. Αντιγράφω:


«Εάν δεν προφθάνης να μου στείλης με το ατμόπλοιον τούτο μία βαρέλα αρίστης παλαιάς βερδέας, η οποία να μην είναι γλυκειά, στείλε μου τέσσαρας φιάλας, διότι με αυτάς πρέπει αμέσως εις μακρινήν εξοχήν να σωθώ από τους βαρβάρους θορύβους και πυροβολισμούς του Μεγάλου Σαββάτου, οίτινες διαρκούν επί τρεις ημέρας και νύκτας».


«Ολοι οι μεγάλοι ρομαντικοί ποιητές, εκτός από μεγάλοι πατριώτες, ήταν και μεγάλοι πότες».

Ο Σολωμός, λοιπόν, δεν αντέχει τα εθιμικά σμπάρα (spari τα αποκαλεί στην ιταλογραμμένη επιστολή του) και παραγγέλνει στον αδελφό του να του στείλει μπόλικη βερντέα, λευκό κρασί της γενέτειράς του, για να το γευτεί στην εξοχή. Από την «Αλληλογραφία» του, που εκδόθηκε με επιμέλεια, μετάφραση και σημειώσεις του Λίνου Πολίτη (τόμ. Γ΄ των Απάντων, Ικαρος, 1991), μαθαίνουμε και πολύ περισσότερα και ακριβέστερα. Ο Διονύσιος έγραψε την επιστολή στις 6.4 (25η Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), ημέρα γενεθλίων του αδελφού του. Τότε ο Δημήτριος ήταν έπαρχος, «αρχηγός στην πόλη», όπως μεταφράζει ο Πολίτης το «Capo della città» του πρωτοτύπου (η επιλογή του Σιγούρου, «αρχηγός της χώρας», προκαλεί σύγχυση). Ιδού το απόσπασμα μεταφρασμένο από τον Πολίτη, στη δημοτική που θα ανέμενε και ο επιστολογράφος, αν φανταζόταν ότι κάποτε θα μεταφραστούν και θα εκδοθούν τα λόγια του προς τον αδελφό του:

«Αν δεν προφταίνεις να μου στείλεις με τούτο το βαπόρι μια βαρέλα παλιά βερντέα πρώτης γραμμής, να μην έχει την παραμικρή γλυκάδα, στείλε μου τέσσερις μποτίλιες, γιατί είναι ανάγκη να τις πάρω και να φύγω κάπου μακριά στην εξοχή, για να γλιτώσω από όλη τη βάρβαρη φασαρία και τα σμπάρα του Μεγάλου Σαββάτου που βαστούν τρεις μέρες και τρεις νύχτες». Εστω και χωρίς την ποθητή επίκουρο, τη βερντέα, ο ποιητής έφυγε όντως από την πόλη, όπως μαθαίνουμε από την αμέσως επόμενη επιστολή: «Χτες γύρισα από την εξοχή (γράφω στις 20 Απριλίου με το καινούριο) και βρήκα τη βερντέα που είναι καλή. Είχα φύγει για την εξοχή οχτώ μέρες πρωτύτερα, οχτώ εννέα μίλια μακριά από την πόλη, όμως ώς εκεί έφταναν τα μπουμπουνητά από τις θρησκευτικές εκδηλώσεις των δικών μας. […] Από τη βερντέα ήθελα να πω να μου στείλεις όχι ένα βαρέλι, αλλά μία βαρέλα. Ετσι θα κάνεις άλλη φορά, για να μπορεί να παλιώνει μέσα στις μποτίλιες».


Για τα σμπάρα, γράφει ο Πολίτης, είχε δημοσιευτεί απαγορευτική διαταγή στην «Εφημερίδα των Ιονίων Νήσων», δίχως αποτέλεσμα φυσικά. Οπως και στις μέρες μας, οπότε ο παλαιόθεν διάσημος πασχαλινός ρουκετοπόλεμος του Βροντάδου, στη Χίο, ανάμεσα σε Παναγούσους και Αγιομαρκούσους, απέκτησε αδελφάκι στον Νέο Κόσμο, την αναστάσιμη μολοτοφοβολία στον ναό της. Οσο για τον έρωτα του Σολωμού για τη βερντέα, ας μνημονευτεί εδώ μια παράγραφος από την «Αγνοια» του Μίλαν Κούντερα (Εστία, 2001· το όνομα του Σολωμού προστέθηκε από τον μεταφραστή Γ. Η. Χάρη, με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα):

«Ολη η Ευρώπη των μικρών εθνών γνώρισε τον 19ο αιώνα τους ρομαντικούς και πατριώτες ποιητές: τον Πέτεφι στην Ουγγαρία, τον Μιτσκιέβιτς στην Πολωνία, τον Πρεσέρεν στη Σλοβενία, τον Μάχα στη Βοημία, τον Σεφτσένκο στην Ουκρανία, τον Βέργκελαντ στη Νορβηγία, τον Λέννροτ στη Φιλανδία, τον Σολωμό στην Ελλάδα και πολλούς άλλους. […] Ολοι οι μεγάλοι ρομαντικοί ποιητές, εκτός από μεγάλοι πατριώτες, ήταν και μεγάλοι πότες».

Στην υγειά μας. Καλή Ανάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: