Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

"ΤΑ ΖΑΡΙΑ" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Άννας Πετράκη (facebook, 31.1.2023)

 ...............................................................



                    Άννα Πετράκη (γ.1961)


ΤΑ ΖΑΡΙΑ




Τα ζάρια είχανε μείνει στην τελευταία σου ριξιά.
Ώρα πολλή τα μαύρα πούλια σε περίμεναν
να με κερδίσεις στο πλακωτό,
να με βοηθήσεις να παραστήσουμε
στα παιδιά από την Αθήνα
πως τάχα ακόμα ζούσαμε
και πως δεν ήμασταν
στην τελευταία απογραφή
μόνον σκιά ονείρου και οι δυο
Σε περιμένω ακόμα κάτω απ' τον πλάτανο
να κάνεις την κίνησή σου.
Στο "πέντε-τέσσερα" τα ζάρια αφημένα.
Φθινόπωρο είναι,
μα το γδαρμένο τραπέζι μυρίζει χειμώνα
κι έχει στο κουτσαμένο πόδι του στήριγμα ροζ
αυτό που του 'βαλες εσύ, γελώντας,
για να το γειάνεις,
κομμάτι από τη χαλασμένη σαγιονάρα
εκείνου του κοριτσιού
που πέρασε απ' το χωριό μας
ώριμο Αύγουστο πέρσι,
ήπιε έναν διπλό πικρό,
ξαπόστασε,
άλλαξε πέδιλα
-πώς κάτω από τον πλάτανο
τόσο ερωτική φάνταζε η κίνησή της...-
χαμόγελο έσταξε μελαγχολικό,
ύστερα βγήκε ξανά στη δημοσιά
διψώντας για μια στάλα ουρανό




Από "Το φίλημα των λυγμών", 2019
Άννα Πετράκη




"Η περίφημη ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, θεμέλιος λίθος της λαϊκής μουσικής, 31.1.1949" (από το tvxs.gr, 31.1.2023)

 ..............................................................


Η περίφημη ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, θεμέλιος λίθος της λαϊκής μουσικής 




Στις 31 Ιανουαρίου του 1949 ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν.

Με τη διάλεξή του ο Μάνος Χατζιδάκις επαναπροσδιορίζει τη θέση του ρεμπέτικου. Εκείνη την περίοδο, το ρεμπέτικο εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές και σταδιακά σπάει τα όρια τους. Η εξουσία και οι αρχές το κυνηγούσαν. Οι αστοί και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν.


Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάνος Χατζιδάκις, νεαρός τότε συνθέτης, τόλμησε να δώσει μια διάλεξη για την ανάδειξη του ρεμπέτικου ως θεμέλιου λίθου της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, οι οποίοι τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Η διάλεξη προκαλεί αντιδράσεις. Μέχρι που αστυνομία ειδοποιεί τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι.





Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι



EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)


«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο - πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό.

Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις. Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα.

Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ' την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι.

Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.

Μα πριν μπούμε σ' ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ' ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών.

Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας.

Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.

Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά - θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες.

Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ' ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου.

Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.

Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή.

Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο. Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»

Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και της εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν. Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.

Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java!

Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο, παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία.

Πάνω σ' αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.

Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι , κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.

Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα. Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του ετoιμόρρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθητικότητας.

Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει.

Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo;

Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλληνικης λαϊκής μουσικής, τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)

Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρη σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)

Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».

Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.*


Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή, κουράστηκα να σ’ αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.

Πριν δυο χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι / το σκοτάδι είναι βαθύ / κι όμως ένα παλικάρι / δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή (τραγούδι).

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «Ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα, όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου. Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.

Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους.

Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.».

Η κεντρική φωτογραφία είναι έργο του Κώστα Λαδόπουλου

*Σημείωση: Τα τραγούδια που πρότεινε για ακρόαση ο Μάνος Χατζιδάκις μπορείτε να τα αναζητήσετε στο YouTube.

"Ένα φλας μπακ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο" από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (facebook, 31.1.2023)

 .............................................................



Ένα φλας μπακ
για τον Χρήστο Βακαλόπουλο





από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (facebook, 31.1.2023)


Τριάντα χρόνια από τότε που την κοπάνησε, μ’ ένα μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ στην τσέπη του άψογου σακακιού του, τραγουδώντας ένα κουπλέ των Kinks κι ένα ρεφραίν του Άκη Πάνου, για τις Ταινιοθήκες του Ουρανού, εκεί όπου το δίχως άλλο θα τα λέει με τον Τζον Φορντ και τον Νίκολας Ρέι, με τον Σταύρο Τορνέ και με τον Αλέξη Δαμιανό, και παίρνω και ξαναδιαβάζω τα κείμενά του για τον κινηματογράφο, συναγμένα όσο ζούσε στον επίτηδες ασπρόμαυρο τόμο Χρήστος Βακαλόπουλος, Δεύτερη Προβολή (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), κείμενα γραμμένα με ένταση, μεράκι, γνώσεις, ψάξιμο, ελεγχόμενο πάθος, παθιασμένο έλεγχο, αγωνία, και, κυρίως, ανάγκη γειώσεως σε μια πραγματικότητα που με ρυθμούς ιλιγγιώδεις πάει κι έρχεται χωρίς να μπορείς εύκολα να μαντέψεις πού πάει κι από πού έρχεται.
Είναι συναρπαστικά εκπληκτικό το ότι κάποια από τα πιο ώριμα κείμενα του Χρήστου Βακαλόπουλου τα έχει γράψει ένας εικοσάχρονος νεαρός (ο Χρήστος γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1956) που ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στην εικόνα και στο λόγο, αφήνοντας αμφότερα να παίρνουν ανάσες, να έχουν ζωτικό χώρο για να αναπτύξουν, και στρατηγικά και άναρχα, τις δυνάμεις τους: ο Βακαλόπουλος, από μικρός, γράφει σαν σκηνοθέτης, και, εν συνεχεία, όταν αρχίζει τη δημιουργική του σχέση με το σελιλόιντ, σκηνοθετεί σαν συγγραφέας. Και στις δύο περιπτώσεις, η Μουσική ήταν παρούσα, πάντα καλοδιαλεγμένη, ταξιδιάρα, συγκινημένη, ερωτευμένη (Βακαλόπουλος γράφοντας για το Χαράτσι του Παπάζογλου: αυτός ο δίσκος δεν είναι ερωτκός, είναι ερωτευμένος).
Με συναρπάζει το ότι ο Βακαλόπουλος γράφει για την τότε καινούργια (!) ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι Επάγγελμα: Ρεπόρτερ και την χαρακτηρίζει (πάντα η μουσική) μπαλάντα, ναι: μπαλάντα της μοναξιάς και της περιπλάνησης. Μας χωρίζουν σχεδόν πέντε δεκαετίες από κείνο το επίτευγμα του Αντονιόνι και από το κείμενο του Βακαλόπουλου, και διαπιστώνω, βλέποντας ξανά την ταινία και διαβάζοντας προχθές το κείμενο, πόσο δεν έχουν αγγιχτεί από τη φθορά του χρόνου. Με αποφάνσεις, γερά κρυσταλλωμένες, ο Βακαλόπουλος διεισδύει στην μαγεία του κινηματογράφου που συνοψίζεται στο να σπάζει τον κόσμο και να τον ανασυναρμολογεί ώστε να εξοικειωνόμαστε με την ονειρική του διάσταση, την πιο πραγματική δηλαδή.
«Ο θάνατος είναι μια περιπλάνηση», αποφαίνεται ο εικοσάχρονος θεατής του Αντονιόνι, μένοντας, και πολύ σωστά, στο περιλάλητο πλάνο των επτά λεπτών, συνδυάζοντάς το με τις μνήμες (φρέσκιες ακόμη το μακρινό 1976) από την όλο ζωή και κίνηση λογοτεχνία της Beat Generation, με την ανάγκη του βλέμματος για περιπλανηθεί στα πράγματα, και έτσι να τα αλλάξει. «Η περιπλάνηση είναι ανατρεπτική: γιατί εγγράφει τη ροή του πόθου και της επανάστασης, γιατί σαρώνει τις μάσκες, αποκαθιστά τη χαμένη επαφή με την πραγματικότητα», γράφει ο Βακαλόπουλος. Εντέλει, για τον Βακαλόπουλο ακόμα και το όνειρο, δεν είναι παρά ένα όχημα προς την πραγματικότητα, της οποίας η ονειρική υφή, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, μας κάνει πιο γειωμένους στο τώρα, πιο ρεαλιστές. Για σκέψου! Και, ακόμα πιο πολύ, για φαντάσου!
Μιλώντας για την ταινία του Βιμ Βέντερς Στο Πέρασμα του Χρόνου, ένα άλλο θρυλικό φιλμ, φαινομενικά εξίσου λιτό, πτωχό, με εκείνο του Αντονιόνι, ο Βακαλόπουλος έχει την οξύνοια, μεσούσης μάλιστα της Μεταπολιτεύσεως, να αντιληφθεί πόσο βαθύτατα πολιτικό είναι ένα έργο που βαθαίνει τα χάσματα, που αποπειράται να απελευθερώσει το βλέμμα, εντέλει να διασχίζει την πραγματικότητα κουβαλώντας, σαν επικίνδυνο δώρο, ερωτήματα, παρά να καθησυχάζει, παρά να προσφέρει ετοιμοπαράδοτες λύσεις. Εδώ, και εν έτει 1977, ο Βακαλόπουλος επιμένει: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος είναι ένα μεταφορικό μέσο – είναι αυτή η βιομηχανία που μεταφέρει όνειρα», και στο χάσμα που ανοίγουν εκεί οι ταινίες μεταφέροντας όχι μεγάλα νοήματα και μεγάλες σημασίες αλλά απλές εικόνες και ήχους, μπορούν «να διαδραματιστούν οι καταπληκτικές περιπέτειες του βλέμματος».
Ο Βακαλόπουλος, θαρρείς έχοντας αφουγκραστεί το «γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση» του Νίκου Καρούζου, και ενώ ήδη προκρίνει ένα κινηματογράφο των εικόνων που με ακρίβεια μεταφέρουν την ύλη της πραγματικότητας στον ολοένα και πιο εξωπραγματικό κόσμο (γράφει για τον Ταρκόφσκι: «Πρόκειται για κάποιον που άμεσα προσπαθεί να δει και ν’ ακούσει και να υποκύψει σε κάτι, να υποκλιθεί στην πραγματικότητα»), φτάνει, με τόλμη, στην άκρη του πράγματος, φτάνει στον Τορνέ, φτάνει στο Κοάτι και στην Καρκαλού και στον Ερωδιό, φτάνει στον Κασσαβέτη («Ο τελευταίος μεγάλος Αμερικανός κινηματογραφιστής ήταν ο Έλληνας Τζων Κασσαβέτης […] ήταν ο τελευταίος ανθρωποκεντρικός κινηματογραφιστής σε μια χώρα που έχει παραδοθεί στην ειδωλολατρία των εικόνων, στην αυτοκρατορία της τηλεόρασης»).
Ο Βακαλόπουλος δεν ξεπερνάει, δεν φεύγει, δεν αφήνει πίσω του συντρίμμια. Προσπαθεί να αντιληφθεί τι τον μάγεψε στην περιπέτεια του κινηματογράφου, τι τον κέρδισε στο σχέδιο για την εξιχνίαση του μυστηρίου των φευγαλέων στιγμών που είναι η ζωή μας, και να μιλήσει, με ευγνωμοσύνη, για τους δημιουργούς που μπόρεσαν να βρουν και να πουν αλήθειες. Όχι αλήθεια, αλήθειες. Μέσα από τις εικόνες, προσδοκούσε την ανακάλυψη και ανάδυση του μύχιου, αυτού που κρύβεται για να το βρεις και να το πάρεις γιατί είναι τιμαλφές, γιατί εντέλει είναι υπόθεση ζωής και θανάτου.
Γράφει σ’ εκείνο το κείμενο για το ελληνικό βλέμμα, ένα κείμενο που τόσους ξάφνιασε, κοντά ένα τέταρτο του αιώνα πίσω: «Ο κόσμος ξεπερνάει την εικόνα του κυνηγώντας την εσωτερική του αλήθεια. Οι καλύτερες ταινίες είναι αυτές που υποκύπτουν στο θαύμα της ύπαρξης, αυτές που υπερασπίζονται λιγότερο τον εαυτό τους και περισσότερο τον κόσμο». Κάθε φορά που βλέπω, ή που σκέφτομαι, μιαν από τις πιο όμορφες και άναρχες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου, και έχω δει χιλιάδες, τους Ακατανίκητους Εραστές του Σταύρου Τσιώλη, δεν μπορώ παρά να κουνάω με μελαγχολική περίσκεψη το κεφάλι, να θυμάμαι τις διαφωνίες μου με τον Χρήστο, και να πείθομαι για το πόσο δίκιο είχε όταν έφτανε να πει: «Οι εναπομείναντες κινηματογράφοι μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις μικρές εκκλησίες που συναντάει ο Παπαδιαμάντης στην εξοχή, τις ελληνικές εκκλησίες».
Ο Χρήστος, όπου τον συναντούσα για να ανταλλάξουμε απόψεις και πειράγματα, είτε στα γραφεία των εκδόσεων Ερατώ, είτε στο Dolce της Σκουφά, είτε στον Ένοικο της Καλλιδρομίου, παρέμενε κάθε δευτερόλεπτο ένας απίστευτα οξύνους και διεισδυτικός ανιχνευτής του εκάστοτε Εδώ και Τώρα, έχοντας μελετήσει το Εκεί και το Τότε, ώστε να μπορεί να ονειρευτεί ένα αν όχι καλύτερο τουλάχιστον περισσότερο κατανοητό Αύριο. Ο Χρήστος, φαινομενικά εξωστρεφής και πανταχού παρών όλες τις ώρες, φαινομενικά μεταμοντέρνος μείκτης ειδών/ επιτηδευμάτων/ τεχνών/ στυλ, φαινομενικά νοσταλγός ενός κόσμου που χάνεται όχι τόσο σαν κόσμος όσο σαν νιότη, αποκαλύπτεται, δεκαετίες μετά, και για όποιον διαβάσει σαν μυθιστόρημα, δηλαδή κατά λέξη και με προσήλωση στις λεπτομέρειες, τα κινηματογραφικά του κείμενα, ένας μελετητής του μύχιου κόσμου, ένας μοντέρνος ανθρωποκεντρικός («Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση», διατείνονταν οι πρώτοι υπερρεαλιστές), που δεν ανακάτευε κατά το anything goes τα είδη, απεναντίας αγαπούσε την ιδιαίτερη υπόσταση και προσφορά κάθε είδους, και γι’ αυτό ακριβώς μπορούσε να κάνει τον Πάνο Γαβαλά να συνομιλεί (προσέξτε: να συνομιλεί, όχι να ανακατώνεται) με τον Ρέι Ντέιβις, και επίσης μπορούσε να λέει με χαρακτηριστική άνεση, κερδισμένη πάντως από την πείρα που αποκόμιζε περιπολώντας σε ναρκοθετημένες ζώνες, ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας κινηματογραφιστής.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

"Χειμωνιάτικο χιούμορ στα social media..." Από την ποιήτρια και φίλη στο fb Σοφία Κολοτούρου (facebook, 27.1.2023)

 ...............................................................



Χειμωνιάτικο χιούμορ στα social media... 





"Μικρό αφιέρωμα στον Τίμο Μαλάνο" - Από την φίλη στο fb Βιργινία Λικιαρδοπούλου (facebook, 28.1.2023)

 ..............................................................


Μικρό αφιέρωμα στον Τίμο Μαλάνο







Τίμος Μαλάνος (1897-1984)


Ο Τίμος Μαλάνος γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν από τα Κύθηρα. Σε ηλικία εννιά χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αλεξάνδρεια, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εργάστηκε σε εταιρεία βάμβακος ως το 1966, οπότε αναγκάστηκε, όπως πολλοί άλλοι Αιγυπτιώτες της εποχής του, να εγκαταλείψει τη δουλειά του και την πόλη του, και να εγκατασταθεί στη Λωζάννη της Ελβετίας, όπου πέθανε. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε αλεξανδρινά περιοδικά το 1916. Δύο χρόνια αργότερα τυπώθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Ρόδα θαλάμου", τίτλο που χρησιμοποίησε για δύο ακόμη βιβλία του, ένα του 1939 και ένα του 1979. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πεζογραφία και τη λογοτεχνική κριτική, με πρώτη επίσημη παρουσία το βιβλίο του "Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης", που κυκλοφόρησε το 1933 και εγκαινίασε τη σειρά μελετών του Μαλάνου για τον αλεξανδρινό ποιητή. Ασχολήθηκε επίσης με το έργο του Γιώργου Σεφέρη, του Κώστα Καρυωτάκη, του Κώστα Βάρναλη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, της Μέλπως Αξιώτη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων ελλήνων λογοτεχνών. Συνεργάτης των περιοδικών "Σκέψη" και "Αργώ", διετέλεσε επίσης διευθυντής του περιοδικού "Σημειώματα" και εξέδωσε το περιοδικό "Προπύλαια" (1918). Εξέδωσε επίσης το αυτοβιογραφικό κείμενο "Αναμνήσεις ενός Αλεξανδρινού".







Από την φίλη στο fb Βιργινία Λικιαρδοπούλου (facebook, 28.1.2023)

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

"Το ταξίδι της Ayla" έγραψε ο συγγραφέας Παναγιώτης Λαμπρίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.1.2023)

 ..............................................................



                     Το ταξίδι της Ayla








έγραψε ο Παναγιώτης Λαμπρίδης* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.1.2023)




Όχι, όχι, δεν ήμουν εγώ φτιαγμένη για κάτι τέτοιο. Με τις ώρες να στέκομαι μπροστά σε μια βιτρίνα να με χαζεύει ο κόσμος. Οχι, όχι, δεν ήταν το όνειρό μου αυτό. Εγώ ήθελα να ταξιδέψω, να τσαλακωθώ, να νιώσω μια καρδιά να χτυπάει επάνω μου. Όχι, όχι, δεν ήμουν φτιαγμένη για να ζεσταίνω μια άψυχη κούκλα.

Η Yara έδωσε τέλος σε όλο αυτό το μαρτύριο. Μια μέρα με πήρε μαζί της και με φόρεσε στο πιο υπέροχο πλάσμα, στην κόρη της την Ayla. Με την Ayla γίναμε αχώριστες. Περάσαμε μαζί υπέροχες στιγμές. Με είχε πάντα στην καλύτερη θέση του συρταριού της και ήμουν η πρώτη της επιλογή όταν ήθελε να πάμε να βρούμε τις φίλες της στο πάρκο. Και παίζαμε ώρες ατέλειωτες και ανακατευόμασταν με τα χώματα και με τα λουλούδια και όλο γελούσαμε. Μόνο γελούσαμε.

Τo όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα. Η Ayla ήταν αυτή που είχε πραγματοποιήσει κάθε μου επιθυμία. Την περιπέτεια, την ευτυχία, το ταξίδι. Μια μέρα με λέρωσε με ένα παγωτό σοκολάτα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο νόστιμο ήταν.


Ημουν πια ευτυχισμένη. Παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ όλο αυτό. Ημασταν τόσο χαρούμενοι με την Ayla που μου φάνηκε σαν ψέμα όταν ένα βράδυ του Σεπτέμβρη η Yara μάς είπε ότι θα φύγουμε από το σπίτι. Δεν είχα καταλάβει τον λόγο, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν κάτι καλό γιατί ένιωσα την καρδιά της Ayla να χτυπά δυνατά και τη Yara να μουσκεύει το δεξιό μου μανίκι με δάκρυα.

Κι έτσι, μέσα σε λίγες ώρες σχεδόν από το πουθενά βρεθήκαμε κι οι τρεις μέσα σε μια βάρκα στριμωγμένοι ανάμεσα σε αγνώστους. Αυτό το ταξίδι δεν ήταν φτιαγμένο από τα όνειρά μου. Ο αέρας φυσούσε μανιασμένα, το σκοτάδι βαθύ και οι φωνές γεμάτες αγωνία. Η Ayla έτρεμε και εγώ με τη μητέρα της την αγκαλιάσαμε σφιχτά. Οι φωνές έγιναν κραυγές. Το νερό γέμισε τη βάρκα. Το σκοτάδι όλο και πιο βαθύ, ο άνεμος όλο και πιο δυνατός. Και μετά σιωπή.

Η Ayla σταμάτησε να τρέμει. Η Yara σταμάτησε να την αγκαλιάζει. Ο ήλιος είχε ξεκινήσει να κάνει το χρέος του κι εγώ με την Ayla βρεθήκαμε ολομόναχες στην παραλία. Και τότε θυμήθηκα την εποχή που βρισκόμουν στη βιτρίνα. Θυμήθηκα τα όνειρα που έκανα για να ταξιδέψω. Τα όνειρα που έκανα για να με πάρει κάποιος μαζί του, να με αγαπήσει και να τον αγαπήσω κι εγώ. Και χαμογέλασα. Οχι, όχι, δεν ήμουν φτιαγμένη για να ζεσταίνω μια άψυχη κούκλα.

* συγγραφέας

"Σύζευξη" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Μαργαρίτα Παπαμίχου (facebook, 27.1.2023)

 ..............................................................


Σύζευξη


Εκείνος έπεσε στον έρωτα με τα μάτια
εκείνη με τ' αυτιά
στα μπλε ρυάκια που χύνονται στο δέρμα
και στους μετέωρους δρόμους της αφής
μέσα από τον κοινό τους βυθό
κοίταζαν λέξεις σαϊτιές
πως φεύγαν πέρα
προς την επιφάνεια
μια εκκλησία απέναντι κοίταζε προς το παράθυρο
που τους κοίταζε αγκαλιασμένους μέσα στη δικιά τους εκκλησιά

Από την ποιήτρια και φίλη στο fb Μαργαρίτα Παπαμίχου (facebook, 27.1.2023)


* Painting Artwork by: Egon Schiele




Μαρκ Σαγκάλ "Στην μνήμη των ζωγράφων που έπεσαν θύματα του Ολοκαυτώματος". [απόσπασμα] από τον φίλο στο Δημήτρη Τριανταφυλλίδη (facebook, 27.1.2023)

 .............................................................



Τους βλέπω, κουρελιασμένους, ξυπόλυτους και βωβούς...


Τους βλέπω, κουρελιασμένους, ξυπόλυτους
και βωβούς - σε άλλους δρόμους.
Αυτούς, τους αδελφούς του Ισραήλ, του Πισαρό
και του Μοντιλιάνι - τους αδελφούς σας σέρνουν
δεμένους με σχοινιά
οι απόγονοι του Χολμπέιν και του Ντιούρερ - στο θάνατο
στους φούρνους. Δάκρυα πού να βρω για να κλάψω;
Στα μάτια μου τ’ αλάτι ρούφηξε τα δάκρυα.
Χλευάζοντας μ’ έκαψαν για να μην βρω
την τελευταία παρηγοριά,
να χάσω πια την τελευταία ελπίδα.


Μαρκ Σαγκάλ (1887-1985) "Στην μνήμη των ζωγράφων που έπεσαν θύματα του Ολοκαυτώματος". [απόσπασμα]


Ο πίνακας "Πόλεμος" είναι του ζωγράφου.


Καλημέρα ντουνιά που δεν πρέπει να ξεχνάς!

Δημήτρης Τριανταφυλλίδης







Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

"Αμαχητί" ποίημα του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 25.1.2023)

 ..............................................................



    Χάρης Μελιτάς (γ.Αθήνα)



ΑΜΑΧΗΤΙ

Η μάνα μου
πολέμησε στη μάχη των αμάχων.
Στην Κύπρο, στο Ιράκ, στο Βιετνάμ
στο Βελιγράδι, στη Μαριούπολη, στη Γάζα.
Κουβάλησε στην πλάτη της
ολόκληρο τον κόσμο
τον αδελφό μου με το κόκκινο πουκάμισο
παράσημα θανάτου κεντημένο.


Η μάνα μου
απέβαλε στη μάχη των αμάχων.
Μιλούσε με την κόρη της μεσάνυχτα
σχεδίαζαν ξενύχτηδες αντιπερισπασμούς
κρεμάλες μεθυσμένων οραμάτων.
''Εγώ η θύμηση, εσύ η απουσία''
έλεγε νανουρίζοντας
σκιές στα γόνατά της.




Η μάνα μου
δεν πέθανε στη μάχη των αμάχων.
Θυμάμαι τις βεγγέρες στην αυλή
με τα χλωμά φαντάσματα της πόλης
κι εκείνη την παλλόμενη φωνή της εκδρομής.
Το σπίτι δεν την χόρτασε ποτέ την Κυριακή.
Ξέπλενε ουλές της λησμονιάς
σε μνήματα αμάχων.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

"...Ἦτον ὁ καθρέπτης τοῦ μέλλοντος, ἐκεῖνος..." Απόσπασμα από τον "Πανδρολόγο" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911). Το πορτρέτο του από τον Νίκο Εγγονόπουλο (1907-1985) & "Εικόνα Αχειροποίητη" (ποίημα του Α.Παπαδιαμάντη μελοποιημένο από τον Ορφέα Περίδη)...

 ..............................................................


"...Ἦτον ὁ καθρέπτης τοῦ μέλλοντος, ἐκεῖνος..."


"...Τοιοῦτος ὑπῆρξεν ὁ Φιλάρετος, ὁ περιπαθής βιολιτζής, ὁπού τοῦ ἔμελλε ἡ μοῖρά του να κεῖται ἄγνωστος εἰς μίαν ἀφανῆ γωνίαν τοῦ λαμπροτέρου πολυανδρίου τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Ἀλλά και ὁ Μῆτρος, ὁ ἀδελφός του ὁ νεώτερος, με το μουσικόν ὄργανόν του συχνά τον συνώδευε, και με μίαν ψαλίδα ἔκοπτε συνήθως τα μαλλιά, και μ᾽ ἕνα ξυράφι ἐρήμαζε τα γένεια ὅλων τῶν ἀρρένων τοῦ χωρίου. Με μίαν ψαλίδα, μίαν βούρτσαν, μίαν κτένα, ἓν προσόψιον σκοῦρον και μ᾽ ἕνα μικρόν καθρέπτην τοῦ χεριοῦ, με μικράν λαβήν. Ὤ! ἕνα καθρέπτην τερατώδη, ἔχοντα δύο πρόσωπα, το ἓν ἀνθρώπινον, το ἄλλο θηριῶδες!
Ὤ! ἐάν κανέν παιδίον ὀκτώ ἐτῶν ὡδηγεῖτο ἐκεῖ ὑπό τοῦ πατρός του, δια να τοῦ κόψῃ ὁ Μῆτρος τα μαλλιά (καθώς συνέβη εἰς ἐμέ, τον γράφοντα), πόσον ἐτρόμαζεν ὅταν, με τρόπον, τοῦ ἔδειχνεν ὁ Μῆτρος, δια να το τρομάξῃ την ἀνάποδην ὄψιν, ὅπου θὰ ἔβλεπεν ἓν φρικῶδες μορμολύκειον!
Ἦτον ὁ καθρέπτης τοῦ μέλλοντος, ἐκεῖνος. Ἐκεῖ ἔβλεπαν ὅλα τα ἀνήλικα ὄντα την μέλλουσαν ἀσχημίαν των, ὁποῖον μοῦτρο θα ἔκαμναν ἂν ἔσωναν να γίνουν ἄνδρες… Ἐκεῖ θα ηὔχετο κανείς, ἂν δεν ἦτο εἰς ἀγνωσίαν και πλάνην οἰκτράν περί τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου και περί τῆς μελλούσης τύχης του, να ἦτο ἀρκετά θεοφιλής δια ν᾽ ἀποθάνῃ νέος… δια να μη σώσῃ ποτέ ν᾽ ἀναπτύξῃ τόσην ἀσχημίαν, σωματικήν και ἠθικήν, ὅσην σήμερον!…"


Από τον "Πανδρολόγο" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911). Το πορτρέτο του από τον Νίκο Εγγονόπουλο (1907-1985)...
















Όλες οι αντιδρά


"Εικόνα Αχειροποίητη"

ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Μουσική Τραγούδι Ορφέας Περίδης

Εικόν’ αχειροποίητη
μες στην καρδιά μου σ’ είχα
κι είχα για μόνο φυλαχτό
μια της κορφής σου τρίχα



Όνειρα μες στον ύπνο μου
μαυροφτερουγιασμένα
σαν περιστέρι στη σπηλιά
με τάραξαν για σένα.


Τ’ αηδόνια αυτά που κελαηδούν
μου φαίνονται να κλαίνε
κίνδυνο, μαύρο σύννεφο
οι μάγισσες μου λένε.

Να σε χαρεί κι η άνοιξη
μαζί με τα λουλούδια
όπου `ναι σαν αμέτρητα
ζωγραφιστά τραγούδια.


Συ στο σχολειό δεν έμαθες
να γράφεις ραβασάκια
στα χείλη σου τα ρόδινα
που τα `βρες τα φαρμάκια.


Στα μάτια τα ψιχαλιστά
πωχ’ έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει.

"Ιστορία, 1951" ποίημα του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981) Από την ποιητική ενότητα «Δρομοδείχτες» (1960 – 1980)

 ..............................................................



            Τάκης Σινόπουλος (1917 - 1981)


Ιστορία, 1951


Τη φιλούσα στο πρόσωπο παραμιλώντας
Απορούσα που δεν είχε φτερά
Θάρθει ο ήλιος σε λίγο της έλεγα
Με τον ήλιο θαρθούνε πουλιά
Μια Πέμπτη πολύ πρωί
Την άκουγα που κρύωνε
Σ’ εκείνο το παραθαλάσσιο καφενείο
Φωνές απ’ την επίγεια κίνηση – η ζωή
Αυτό το ανυπολόγιστο μηδέν
Θα φύγουμε – όλοι φεύγουν της έλεγα
Χελιδόνια του αέρα γυρισμένα σε τύψεις
Κι είναι ακόμα πέμπτη πρωί
Τη φιλούσα στο πρόσωπο παραμιλώντας
Ο ίσκιος μου χανόταν στον ίσκιο της
Η θάλασσα κατάπινε όλο το τοπίο.



ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ


Από την ποιητική ενότητα «Δρομοδείχτες»
(1960 – 1980) που περιέχεται στη συγκεντρωτική
έκδοση Συλλογή ΙΙ, 1980

"32 χρόνια σε 2 λεπτά και 43 δευτερόλεπτα" - για μια σκηνή από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου "Ταξίδι στα Κύθηρα" - από το προφίλ στο fb Antonis Balasopoulos (facebook, 24.1.2023)

 ..............................................................


32 χρόνια σε 2 λεπτά και 43 δευτερόλεπτα





Η σκηνή που θα μας απασχολήσει εδώ προέρχεται από το "Ταξίδι στα Κύθηρα" του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1984). Αφορά τη φορτισμένη συνάντηση, σ’ ένα ερειπωμένο χωριό της ελληνικής επαρχίας, δύο συγχωριανών που βρέθηκαν απέναντι ο ένας στον άλλο κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου: του κομμουνιστή και μέλους του ΔΣΕ Σπύρου (Μάνος Κατράκης) και του δεξιού “πατριώτη” και προέδρου του χωριού Αντώνη (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος).

Μας ενδιαφέρει πρώτα η κυρίαρχη πρόσληψη της σκηνής από το ακροατήριο της ταινίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980: πρόκειται για μια πρόσληψη έντονα συναισθηματικά φορτισμένη, ασφαλώς, τόσο λόγω του ειδικού βάρους δύο ηθοποιών με πολύ σημαντική και πολύχρονη καριέρα στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όσο και λόγω του βασικού ζητήματος που πραγματεύεται η σκηνή, των πληγών του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, που ξύνονται επώδυνα όταν ο για 32 χρόνια εξόριστος Σπύρος επιστρέφει στο χωριό του από την ΕΣΣΔ. Πρόκειται όμως επίσης για μια πρόσληψη, που, σε συνάρτηση με τις δύο προαναφερθείσες διαστάσεις και σε συνδυασμό με την επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους κατά την περίοδο κυκλοφορίας της ταινίας (πρώτη περίοδος διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ), προσανατολίζεται προς το ιδεολόγημα της “εθνικής συμφιλίωσης”.
 
Κοντολογής, η σκηνή εμφανίζεται σε ένα συνολικό πλαίσιο που προετοιμάζει τον θεατή να την εκλάβει ως την συγκινητική καταγραφή της τραγικής αλήθειας του πολέμου, της ματαιότητας της εκατέρωθεν σφαγής, των καταστροφικών της συνεπειών, και, τέλος, μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης αυτής της αλήθειας, της συμφιλίωσης (είναι σημαντικό εδώ το γεγονός ότι σεναριογράφος της ταινίας ήταν ο Θανάσης Βαλτινός, γνωστός για την συμβολή του στην “αναθεώρηση” της ιστορίας του ελληνικού εμφυλίου, στην κατεύθυνση της υπεράσπισης των κινήτρων των αντιπάλων των κομμουνιστών και της αναγνώρισης ότι ήταν και αυτοί θύματα). Αν προσθέσει κανείς το εξωκειμενικό, αλλά σημαντικό για την πρόσληψη, γεγονός ότι το Ταξίδι στα Κύθηρα ήταν η τελευταία ταινία των δύο μεγάλων ηθοποιών, που πέθαναν και οι δύο τη χρονιά που κυκλοφόρησε η ταινία (τον Απρίλη και τον Σεπτέμβρη του 1984), αντιλαμβάνεται ότι όλα συνηγορούν στην κατεύθυνση της ερμηνείας της σκηνής με όρους τραγικής και αμοιβαίας αναγνώρισης. Σ’ αυτήν, υποτίθεται, οι δύο πόλοι του εμφυλίου αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο με την εγελιανή έννοια: αναγνωρίζουν ο ένας την ανθρώπινη, ευάλωττη, θνήσιμη υπόσταση του άλλου, κι έτσι, αναγνωρίζουν ταυτόχρονα την “τρέλα” της σύγκρουσης και της αιματοχυσίας ανάμεσα σε ό,τι ο καθένας εκπροσωπεί.

Ο κινηματογράφος όμως του Αγγελόπουλου παραμένει σημαντικός κινηματογράφος στο βαθμό που πολυπλοκοποιεί και προβληματικοποιεί τόσο τον κρυφά (και για αυτό, ιδιαίτερα αποτελεσματικά) ιδεολογικό χαρακτήρα αυτού του πλαισίου ερμηνείας, όσο και τον προσανατολισμό του ίδιου του σεναρίου του· στο βαθμό δηλαδή που υπονομεύει, με εξαιρετική λεπτοφυϊα και λιτότητα, το ίδιο το ιδεολογικό μήνυμα που, σε πρώτη φάση, φαίνεται να εκπέμπει στο ακροατήριό του.
Ας δούμε πώς, καταγράφοντας αυτό που βλέπει (και ακούει) όποιος δει και ακούσει τη σκηνή χωρίς το πέπλο μυστικοποίησης που εξυφαίνει ο ιδεολογικά κινούμενος (και κατά βάση ασύνειδος) εξωραϊσμός της:

Καθώς ο Σπύρος κατηφορίζει σκεπτικός το δρόμο του χωριού, βλέπει τον Αντώνη να βγαίνει από το σπίτι του, τραβώντας με το σκοινί ένα φορτωμένο γαϊδούρι. Εγκαταλείπει το χωριό, το οποίο έχει συμφωνήσει ως πρόεδρός του να πουληθεί ως χιονοδρομικό κέντρο σε μια εταιρεία, πράγμα στο οποίο αντιτίθεται με πείσμα ο “παρείσακτος”, εξόριστος Σπύρος. Δεμένη πάνω στο γαϊδούρι διακρίνεται μια τηλεόραση, κατεξοχή σύμβολο της “νέας κουλτούρας” του καπιταλιστικού καταναλωτισμού που είχε ήδη αναδυθεί ως μαζική σε χαρακτήρα κουλτούρα στην περίοδο της “εθνικής συμφιλίωσης” που εγκαινίασε το ΠΑΣΟΚ του 1981-1884. Καθώς ο Αντώνης βγαίνει στο δρόμο, η στάση του απέναντι στο Σπύρο δείχνει έντονη αμφιθυμία: αρχικά, στρέφει το βλέμμα του σ’ αυτόν, κατόπιν το αποστρέφει με φαινομενική περιφρόνηση, και αμέσως μετά το επι-στρέφει πάνω του. Η στάση του σώματός του είναι σαφής ως προς τις συνδηλώσεις της: o Αντώνης είναι αναποφάσιστος για το αν πρέπει να αναγνωρίσει τον “ξένο” στην ελληνική ζωή των τελευταίων 32 ετών Σπύρο, τον αντίπαλο του εμφυλίου. Στο τέλος, στρέφεται αργά, τραβώντας πάντα το γαϊδούρι, προς τον Σπύρο και βγάζει απ’ το σακκάκι του ένα τσιγάρο. Το βλέμμα του είναι ασταθές: κοιτά μια προς το Σπύρο, μια μακριά του, μια προς τα κάτω. Ο Σπύρος τον πλησιάζει, και, καθώς φτάνουν σε μια κοντινή απόσταση, ο Αντώνης αναγκάζεται να κοιτάξει τον Σπύρο στο πρόσωπο.

Η χορογραφία κινήσεων του Αντώνη καταγράφει λοιπόν με σαφήνεια μια πρώτη ασυμμετρία ανάμεσα στους δύο: ο εκπρόσωπος της δεξιάς, του κράτους, της νικηφόρας παράταξης, είναι αυτός που προδίδει άγχος, ανασφάλεια και διστακτικότητα για την συνάντηση με την άλλη πλευρά της ιστορίας. Η αμφιθυμία του εκτείνεται ως το ίδιο το τσιγάρο που έχει βγάλει, το οποίο κάνει να βάλει στο στόμα του, αλλά κατόπιν, όταν σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει τον Σπύρο να τον κοιτά, αλλάζει γνώμη και του το προσφέρει. Ο συμβολισμός είναι λιτός και σαφής: ο καπνός της ειρήνης, η προσφορά συμφιλίωσης. Ο Σπύρος, ατάραχος, βγάζει τα χέρια από την τσέπη και παίρνει το τσιγάρο. Στη σιωπή του χωριού, ο Αντώνης ακούγεται να αναστενάζει καθώς ψάχνει αναπτήρα, και κατόπιν, με την χαρακτηριστική τρεμάμενη φωνή του Παπαγιαννόπουλου, λέει: “Μας βάλανε και πολεμήσαμε. Βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από δω, εγώ απ’ την άλλη μεριά. Χάσαμε κι οι δυο.” Κατόπιν, και καθώς στρέφεται να φύγει: “Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο κι ο λύκος με το λύκο.” Και τέλος, γυρνώντας πάλι μια τελευταία φορά προς το Σπύρο: “Τίποτα δεν απόμεινε εδώ πέρα”, με την ανάσα του να ακούγεται σαν στα πρόθυρα λυγμού.

Έχουμε λοιπόν, στα λόγια του Αντώνη, συμπυκνωμένο όλο το ιδεολογικό και συναισθηματικό αφήγημα που θα κυριαρχήσει στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1980: α) Ο εμφύλιος ήταν υποκινούμενος από ξένες και σκοτεινές δυνάμεις (“μας βάλανε και πολεμήσαμε”)· β) Οι συνέπειές του ήταν εξίσου καταστροφικές και για τις δύο πλευρές (“Βγάλαμε τα μάτια μας”, “χάσαμε κι οι δυο”)· γ) Ήταν επίσης καταστροφικές για τη χώρα ως αυτό που (θά πρεπε να) ενώνει τις δύο πλευρές (“τίποτα δεν απόμεινε εδώ πέρα”) · δ) Ήταν συνεπώς μια σύγχρονη τραγωδία (η συναισθηματική φόρτιση και αγωνία που προδίδει με όλες του τις χειρονομίες και τους αναστεναγμούς ο Αντώνης).

Αλλά ευθύς αμέσως συνειδητοποιούμε ότι όλα αυτά—το σύνολο του ιδεολογικού αφηγήματος της “εθνικής συμφιλίωσης” αριστεράς και δεξιάς, κομμουνιστών και “εθνοπατριωτών”—έρχονται από τη μία πλευρά, την πλευρά του εκπροσώπου της δεξιάς, του εθνικού στρατού, της αδιάκοπης απ’ το 1949 και δώθε αστικής κυριαρχίας. Ο Σπύρος δε μιλά. Η σιωπή είναι το σήμα κατατεθέν της άλλης πλευράς, της πλευράς αυτών που ηττήθηκαν κι εξαναγκάστηκαν να ζήσουν τις συνέπειες της ήττας. Κατά συνέπεια, η “αμοιβαιότητα” που υποδηλώνει φαινομενικά η σκηνή είναι μια ψευδής αμοιβαιότητα. Και περαιτέρω, η “προσφορά συμφιλίωσης” με τη μορφή της αποδοχής της αμοιβαιότητας του πόνου και της ήττας, φαίνεται ξεκάθαρα να πηγάζει από το άγχος της μιας πλευράς απέναντι στην άλλη. Μόνο που το άγχος αυτό προδίδει ενοχή. Και η ενοχή με τη σειρά της προδίδει την παρουσία του ψεύδους μέσα στη φαινομενικά “εκ βαθέων”, γυμνή, αδιαμεσολάβητη από ιδεολογικές σκοπιμότητες στιγμή του συναισθηματικού ξεσπάσματος του Αντώνη.
 
Και η επιβεβαίωση αυτού του ψεύδους έρχεται πολύ γρήγορα, γιατί καθώς ο Αντώνης ξελύνει το γαϊδούρι του και παίρνει το δρόμο του έχοντας γυρίσει για τα καλά την πλάτη του στο Σπύρο, αρχίζει να σιγοτραγουδά: “το πυροβολικό, το πυροβολικό, το πυροβολικό πολύ το αγαπώ, τ’ αγαπάω κι ας πεθάνω στο κανόνι μου απάνω.” Πρόκειται, βέβαια, για ένα από τα τονωτικά του ηθικού τραγούδια του Εθνικού Στρατού που, με την βοήθεια αρχικά της Αγγλίας και κατόπιν των ΗΠΑ, επικράτησε του ΔΣΕ και εγκαινίασε την μεταπολεμική τρομοκρατία κατά των κομμουνιστών όπως ο Σπύρος. Έχοντας κάνει “κατάθεση ψυχής” λοιπόν, ο Αντώνης επιστρέφει, με την πλάτη γυρισμένη πλέον, στο αφήγημα πίσω από το αφήγημα που πρόσφερε μαζί με το τσιγάρο: αυτό του ρεβανσιστικού θριάμβου της αστικής τάξης και των “πατριωτών”, του αντικομμουνιστικού κράτους των διώξεων, των εκτελέσεων, της εξορίας.
 
Το αφήγημα της “αμοιβαιότητας”, της εκατέρωθεν αναγνώρισης, της συμφιλίωσης, δεν υποσκάπτεται λοιπόν απλώς από την απόλυτη σιωπή του Σπύρου· υποσκάπτεται από αυτό που αποκαλύπτεται στο τέλος της σκηνής ως υποκρισία, ως ψεύτικη συμφιλίωση, και που, αναδρομικά, εξηγεί και την ίδια τη σιωπή του Σπύρου στην “κατάθεση ψυχής” του Αντώνη: είναι μια σιωπή που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η συμφιλίωση (δε μπορεί παρά να) είναι ψευδής, ότι δεν υπάρχει τραγική λύτρωση, ότι η ιστορική πληγή δεν μπορεί να κλείσει. Γιατί το ψεύδος που κρύβει η “συναισθηματική” επίκληση και η αντίστοιχα συναισθηματική πρόσληψη δεν είναι άλλο παρά το ψεύδος μιας συμφιλίωσης παρά το αδιάκοπο της ιστορίας, το αδιάκοπο, κατά συνέπεια, της ταξικής πάλης: ο εμφύλιος έχει ασφαλώς τελειώσει με τη συγκεκριμένη του μορφή, αλλά τίποτε δεν είναι “αμοιβαίο” ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Εξόριστος ήταν μονάχα ο ένας, ηττημένος είναι μονάχα ο ένας, και αντίστροφα, τοπικός άρχων είναι ο ένας, κύριος του χωριού και νικητής ο ένας. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο θέσεις παραμένει, φυλαγμένο στα χέρια της σιωπής απέναντι στην πρόωρη συμφιλίωση, τη συμφιλίωση χωρίς συμφιλίωση, τη συμφιλίωση ως κίβδηλη υπόσχεση σε μια κοινωνία όπου συνεχίζει να μαίνεται ο ταξικός πόλεμος, ακόμα και εν μέσω χειρονομιών ειρήνης. Αυτό το χάσμα, το φυλαγμένο απ’ τη σιωπή, δεν προαναγγέλει κάποια μνησίκακη εκδίκηση: είναι απλώς το ίχνος της διαφοράς που επιτρέπει στη συμφιλίωση των ανθρώπων να μην ταυτιστεί με την ιδεολογική της προσομοίωση, να παραμείνει δηλαδή αλώβητη ως υπόσχεση, ως ιστορική δυνατότητα που δεν εξαργυρώνεται σήμερα, γιατί δεν αποδέχεται να γίνει επουλωτική χρυσόσκονη πάνω στη μνήμη, έμπλαστρο που βιάζεται να κρύψει, πριν την κατάργηση της απώτερης πηγής τους, τις πληγές της ταξικής πάλης.