...............................................................
·
«Η
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΦΩΤΙΑ» από «ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ - κείμενα για την ποίηση» του ποιητή Ηλία Κεφάλα (γ.1951) (εκδ. «λογείον», Τρίκαλα 2009)
Ένας
μύθος για τον Αρθούρο Ρεμπώ (1854-1891)
Θυμίζω μια περσική
αλληγορία:
Μέσα στη νύχτα πετούν τρεις μικρές
πεταλούδες συντροφιά με τη μάνα τους: τη σοφή γριά – πεταλούδα. Είναι το πρώτο,
παρθενικό ταξίδι για τις μικρές πεταλουδίτσες. Ξάφνου, η ανέμελη και
παιχνιδιάρα πτήση τους τις φέρνει κοντά σε ένα μυστηριώδες φως: πρόκειται για
ένα μικρό κοινό κερί. Οι τρεις μικρές πεταλούδες, που πρώτη φορά το βλέπουν,
θαμπώνονται γοητευμένες κι αμέσως στρέφονται κατά ‘κει. Συνεπαρμένες πλησιάζουν
τη μαγική του άλω. Η μάνα τους τις ακολουθεί με ώριμο πέταγμα.
«Μάνα, τι πράγμα είναι αυτό;» ρωτά περίεργη
η πρώτη από τις τρεις. Οι άλλες δύο κρέμονται από την ίδια ερώτηση.
«Φως», απαντά η γριά – πεταλούδα.
«Και τι είναι φως;» πετάγονται ξεμυαλισμένες
και οι τρεις μαζί.
«Δεν μπορώ να σας εξηγήσω. Ίσως το νιώσετε
από πιο κοντά», απαντά σοβαρά και με λύπη για την αδυναμία της η σοφή τους
μάνα.
Αργοπετούσαν γύρω από το τρεμάμενο κεράκι
πασίχαρες κι ευτυχισμένες οι μικρές πεταλούδες, όταν η πρώτη δεν άντεξε. Έδωσε,
ξάφνου, μια βουτιά, έκανε έναν τρελό κύκλο γύρω από τη φλόγα και γύρισε πίσω
τρομαγμένη.
«Είναι πανέμορφο, εκστατικό, αλλά πόσο
φοβήθηκα, λιγάκι ακόμα και θα έχανα τα μάτια μου, θα μ’ έκαιγε».
«Κάτι πήγες να νιώσεις, αλλά δεν έμαθες
ακόμα τίποτα. Σ’ εμπόδισε ο φόβος», είπε με ήρεμη θλίψη η μάνα της.
Τότε η δεύτερη πεταλούδα έκανε κι αυτή έναν
κύκλο γύρω από το κερί, αλλά πλησίασε ακόμα πιο πολύ. Κατανικώντας τους
δισταγμούς του φόβου μπήκε μέσα στην
οδυνηρή θερμότητα της άλω και το ένα της φτερό κάηκε από τη
φαντασμαγορική φλόγα. Γύρισε πίσω μ’ αλλόκοτο πέταγμα, μισολιπόθυμη και
στριφογυρίζοντας.
«Μ’ έκαψε, με πόνεσε, σβήνω… μα τι θαύμα!»
«Αυτό είναι γνώση, ο πόνος», απάντησε η γριά
– πεταλούδα. «Όμως και πάλι τίποτα δεν έμαθες».
Η τρίτη πεταλούδα δεν άντεξε στον πειρασμό
και με αυταπάρνηση όρμησε στο θαύμα. Έπεσε στο κερί κι αγκάλιασε με τα
κεντημένα φτερά της τη φλόγα. Προτού γίνει καπνός και στάχτη έγινε και η ίδια
ύλη του θαύματος. Αύξησε την επιφάνεια της φλόγας με τη δική της ύλη, έγινε και
η ίδια ένα σπαρταριστό πράσινο φως με στιγμιαία και ακατανόητη, ίσως, συνείδηση
και ύστερα έπεσε νεκρή στη νοτισμένη χλόη της νύχτας.
«Τώρα αυτή μονάχα ξέρει», μονολόγησε η σοφή
πεταλούδα κι έδειξε με τις κεραίες της το άψυχο κορμάκι, το ύστατο τίμημα της
γνώσης και της ομορφιάς.
***
Και, φυσικά, αυτή μονάχα ξέρει. Ο
θυσιαζόμενος είναι πάντοτε ο μόνος που γνωρίζει τα έσχατα. Όπως και ο Αρθούρος
Ρεμπώ. Είναι ο μόνος που γνωρίζει γιατί εγκατέλειψε την ποίηση σε μια εποχή, σε
μια ηλικία, μάλλον, που άλλοι δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει. Αλλά, η ποίηση ξεκινάει
ποτέ με μία ορισμένη ηλικία, από μια ορισμένη στιγμή; Και είναι σωστό να λέμε
ότι ο Ρεμπώ εγκατέλειψε την ποίηση; Νομίζω ότι η σχέση Ρεμπώ – ποίησης πρέπει
να μπει σε κάποια άλλη λογική προσέγγισης. Να εξεταστεί από κάποια άλλη βάση.
Κατ’ αρχάς η ποίηση δεν είναι πάντα θέμα
ηλικίας. Είναι περισσότερο θέμα μυστικών συγκυριών, κατά τις οποίες
επιτυγχάνεται η προσέγγιση της «ιερής φωτιάς». Η ιερή φωτιά μπορεί να
προσεγγιστεί σε κάποια ηλικία απρόσμενη. Είτε πολύ νωρίς, είτε πολύ αργά. Η
ιστορία επαληθεύει και τις δύο περιπτώσεις. Ο Ρεμπώ την προσέγγισε νωρίς.
Έφτασε εκεί, στην καρδιά της φλόγας, σημείο στο οποίο οι περισσότεροι ποιητές,
κατά κανόνα, αργούν πολύ να φτάσουν. Και, αρκετά συχνά, κάποιοι ποιητές δεν
φτάνουν ποτέ.
Οι ποιητές, σαν τις πεταλούδες κι αυτοί,
τριγυρίζουν γύρω από τη φωτιά της ποίησης. Μερικοί φτάνουν αρκετά κοντά και η
θαλπωρή της φλόγας θεραπεύει την ανησυχία τους. Αρκούνται σε μια λογική για τις
δυνάμεις τους απόσταση και απολαμβάνουν τη χαρά της μυστικής γειτνίασης.
Άλλοι, πιο θαρραλέοι, δηλαδή πιο
απαιτητικοί, με την αγωνία τους ασίγαστη και αμετρίαστη, φθάνουν ακόμα πιο
κοντά στη φλόγα. Εκεί, όπου η ζέστη δεν είναι πλέον θαλπωρή, αλλά πόνος
οδυνηρός και αξεπέραστος. Τσουρουφλίζονται εξωτερικά, με άλλα λόγια ταράσσονται
εσωτερικά τα μέγιστα και ύστερα οπισθοχωρούν στις ασφαλέστερες περιοχές, όπου η
δύναμη της τέχνης τους είναι σε θέση τιθασεύσει την πυρκαγιά.
Τέλος, η έσχατη περίπτωση. Μέσα σε μοναδικές
στιγμές εκρήξεων λάβας, αυτού του πυρακτωμένου και ακατάσχετου εν ροή
εσωτερικού λόγου, οι ποιητές ωθούνται προς τη φλόγα, ταυτίζονται μαζί της,
γίνονται κύριοι των εννοιών και των νοημάτων της και, ταυτόχρονα, παρανάλωμα
της έσχατης σύλληψης, μάζες φωτεινές που διαχέονται προς το απρόσιτο διάστημα.
Αυτή είναι η περίπτωση Ρεμπώ. Ο ποιητής
κάηκε κυριολεκτικά από την ποίηση, στην οποία νεαρός και άμωμος καταξιώθηκε.
Και, ύστερα, έπαψε να υπάρχει ως άνθρωπος απλός, που προσπαθεί να εκμαιεύσει τα
μυστικά της. Γιατί, κύριος πια των μυστικών της, έφθασε στο ζενίθ, εξαϋλώθηκε
και χάθηκε μέσα στον μεταχώρο της δημιουργίας.
Από κει και πέρα δεν μπορούμε να λέμε ότι ο
Ρεμπώ εγκατέλειψε την ποίηση. Ο Ρεμπώ μπήκε μέσα στην ποίηση από την οποία δεν
υπήρχε πλέον έξοδος. Χάθηκε εκεί. Έξω κυκλοφορούσε ένας άλλος Ρεμπώ και δεν
υπήρχε καμία άλλη περίπτωση να «ενοχλήσει» ξανά την ποίηση, γιατί θα ήταν σαν
να διέψευδε την προηγούμενη είσοδό του σ’ αυτήν. Για να προφυλάξει, μάλιστα,
τον ποιητή παραχάραξε το πρόσωπό του. Έγινε έμπορος με ύποπτες συναλλαγές. Ένας
τυχοδιώκτης του σκοταδιού.
1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου